Στην παρακάτω συνέντευξη, ο Χρίστος Μάης συζητάει με τη Μαριάννα Τσόλη (ψευδώνυμο) για τα ιδρύματα πολιτισμού. Η Μαριάννα Τσόλη γεννήθηκε στην Ελλάδα. Αφού περιπλανήθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες των ανθρωπιστικών επιστημών κατέληξε στον κλάδο της πολιτιστικής διαχείρισης. Συνεργάζεται με Ιδρύματα Πολιτισμού, ακαδημαϊκά ιδρύματα και λοιπούς πολιτιστικούς φορείς για υλοποίηση προγραμμάτων που άπτονται των τομέων του πολιτισμού, των γραμμάτων και των τεχνών.
Ξεκινώντας, θα μπορούσες να μας πεις ποια η εμπλοκή/γνώση σου σε σχέση με τα ιδρύματα πολιτισμού;
Κατ’ αρχάς, με απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα της συγκεκριμένης συζήτησης και με εβαλε σε μια δύσκολη αυτοαναφορική διαδικασία. Αποφάσισα να μην αποκαλύψω την πραγματική μου ταυτότητά όχι επειδή πρόκειται να αποκαλύψω σε σένα και σε όσες και όσους διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη κάποιο φοβερό μυστικό των ιδρυμάτων της χώρας, αλλά επειδή θα ήθελα να αποφύγω να αντιμετωπίσω αρνητικές επιπτώσεις στο ευρύτερο εργασιακό μου περιβάλλον. Πολλά από τα πράγματα που θα συζητήσουμε σήμερα, τα έχω συζητήσει και με συνεργάτες μου, κατά καιρούς, και με τους εργοδότες μου. Ενδεχομένως, πολλοί από αυτούς να καταφέρουν να με ταυτίσουν.
Eργάζομαι πάνω από δέκα χρόνια και από τις δύο πλευρές του «τείχους». Έχω εμπειρία τόσο από την πλευρά οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα και της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίοι αναζητούν οικονομική υποστήριξη ευρύτερα στον επιστημονικό και πολιτιστικό τομέα, όσο και από την πλευρά χρηματοδοτικών οργανισμών (κοινωφελών-φιλανθρωπικών ιδρυμάτων). Η εμπλοκή μου σχετίζεται με την ανάπτυξη έργων, αλλά και την κρίση αιτήσεων για χρηματοδότηση, την παρακολούθηση της υλοποίησης και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Βέβαια, ο προσδιορισμός «ιδρύματα πολιτισμού» περιλαμβάνει μια πληθώρα από διαφορετικά είδη οργανισμών, με διαφορετικές ταχύτητες, στόχους και λειτουργία, αλλά και μια ευρύτερη «αγορά» με επαγγελματίες, μεθοδολογία, δίκτυα και εργαλεία που κινούνται γύρω από όλη αυτή τη δραστηριότητα των ιδρυμάτων. Είναι ένα τοπίο σύνθετο και πολυεπίπεδο, αφορά δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς οργανισμούς και περιλαμβάνει μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζεται «εταιρική κοινωνική ευθύνη».
Προφανώς δεν είναι όλα τα ιδρύματα ίδια στη δομή, λειτουργία, στοχοθεσία τους κτλ. Θα μπορούσες να σκιαγραφήσεις το τοπίο αυτό;
Είναι αναγκαίο να προσδιορίσουμε σε τι αναφερόμαστε όταν μιλάμε για «ιδρύματα πολιτισμού». Υπάρχουν οι «παραδοσιακοί» πολιτιστικοί οργανισμοί, όπως αρχεία, μουσεία, θέατρα, βιβλιοθήκες κ.λπ. (με μορφές νομικών προσώπων του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου ή με τη μορφή αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών), πρόσφατοι δημόσιοι οργανισμοί όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος – ΚΠΙΣΝ (ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, νόμος 3785/Αρ. ΦΕΚ 138, 7/8/2009) και η Ελευσίνα ΄21 (Δημοτική Ανώνυμη Εταιρεία Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ελευσίνας), δημόσιοι οργανισμοί ή κληροδοτήματα που χρηματοδοτούν τον πολιτισμό (π.χ. Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού κ.ά.), ιδιωτικά ιδρύματα που παράγουν πολιτιστικό προϊόν όπως η ΣΤΕΓΗ Ιδρύματος Ωνάση, ο Οργανισμός Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ, το νεοσύστατο μουσείο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή κ.ά., καθώς και κληροδοτήματα ή κοινωφελή ιδρύματα που χρηματοδοτούν την πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας ανάλογα με τους σκοπούς και τα ενδιαφέροντά τους (Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση κ.ά.). Επιπλέον, υπάρχουν ιδρύματα που αξιοποιούν τη διαχειριστική τους τεχνογνωσία για την αξιοποίηση δημόσιων ―ευρωπαϊκών κατά κύριο λόγο― πόρων, όπως για παράδειγμα το Ίδρυμα Μποδοσάκη (αξιοποίηση του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού ΕΟΧ 2014 – 2021) και το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Πειραιώς – ΠΙΟΠ (συγχρηματοδότηση από εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα για το δίκτυο θεματικών μουσείων). Σε όλη αυτή τη δραστηριότητα έρχονται να προστεθούν και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες (εταιρείες, τράπεζες κ.ά.), οι οποίες χρηματοδοτούν επιπλέον δραστηριότητες αλλά όχι με την ομπρέλα κάποιου ιδρύματος. Καταλαβαίνω πως τη δική μας συζήτηση αφορούν αφενός οι ιδιωτικοί οργανισμοί που παράγουν πολιτιστικό προϊόν και οι ιδιωτικοί οργανισμοί που με οργανωμένο τρόπο, μέσω της σύστασης Κοινωφελών Ιδρυμάτων, χρηματοδοτούν πολιτιστικές δραστηριότητες.
Tόσο η καθεμία από τις ομάδες οργανισμών που περιγράψαμε παραπάνω όσο και κάθε οργανισμός ξεχωριστά έχoυν τη δική της στοχοθεσία, δομή, δραστηριότητα και είναι δύσκολο να περιγραφεί το πλαίσιο λειτουργίας του καθενός αναλυτικά. Σε γενικές γραμμές θα βρούμε συνήθως τρία ή τέσσερα επίπεδα διοίκησης σε αυτούς τους οργανισμούς: διαχειριστές προγραμμάτων, διευθυντικά στελέχη, εκτελεστικό και εποπτικό-διοικητικό συμβούλιο. Στην εσωτερική δομή συμπληρώνεται προσθετικά κι ένας αριθμός από επαγγελματίες συμβούλους και τεχνοκράτες αξιολογητές. Οι χρηματοδοτήσεις συνήθως γίνονται είτε μετά από κάποια δημόσια πρόσκληση, όπου περιγράφεται σε ένα γενικό επίπεδο η στοχοθεσία, το πλαίσιο αξιολόγησης, η επιλεξιμότητα, το χρονοδιάγραμμα και οι κατηγορίες δαπανών που καλύπτονται στον προϋπολογισμό των δράσεων, είτε μέσα από τις γενικότερες διαδικασίες του οργανισμού, υποβάλλοντας αίτηση οποιαδήποτε στιγμή μέσα στο χρόνο. Αν μπούμε πιο μέσα στη λειτουργία των Ιδρυμάτων θα δούμε ―ανάλογα βέβαια με το μέγεθος και το ανθρώπινο δυναμικό του καθενός― τους διαχειριστές προγραμμάτων σε ρόλο διεκπεραιωτών όλης της δραστηριότητας του φορέα, καθώς και σε καθοριστικό ρόλο για τη δημιουργία προγραμμάτων και την επιλογή των δράσεων προς χρηματοδότηση, καθώς μερικές φορές έχουν ισχυρό εισηγητικό ρόλο προς τα ανώτερα επίπεδα. Τα διευθυντικά στελέχη έχουν τον ρόλο του συντονισμού και την αξιολόγηση της εργασίας των διαχειριστών, καθώς και κάποιες αυξημένες αποφασιστικές αρμοδιότητες. Πιο πάνω, το εκτελεστικό συμβούλιο έχει αποφασιστικό χαρακτήρα ανάλογα με τις εισηγήσεις και ενδεχομένως ρόλο διαμόρφωσης κατευθύνσεων στην κίνηση των χρηματοδοτήσεων. Τέλος, το ανώτερο επίπεδο πιθανότατα δεν έχει καμία σχέση με την καθημερινότητα του ιδρύματος, εγκρίνει τον συνολικό προϋπολογισμό και απολογισμό, καθώς και τις γενικές κατευθύνσεις για το πλαίσιο λειτουργίας και κίνησης των χρηματοδοτήσεων. Οι αξιολογητές και οι σύμβουλοι χρησιμοποιούνται ad hoc, ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού.
Από τα παραπάνω, τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα σε σχέση με τον πολιτισμό θεωρώ πως είναι αφενός η περίπτωση του ΚΠΙΣΝ, καθώς είναι μοναδική στην Ελλάδα και αποτελεί ένα υβρίδιο μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, ακόμα κι αν έχει περάσει η αποκλειστική λειτουργία του στον δημόσιο τομέα. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος διαθέτει και χρηματοδοτεί τον μεγαλύτερο όγκο της κοινωφελούς δραστηριότητας της χώρας. Αφετέρου η ΣΤΕΓΗ – Ίδρυμα Ωνάση, διότι είναι εντελώς παρεμβατική με ιδιωτικούς όρους σε όλα τα στάδια του «κυκλώματος της κουλτούρας».
Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μια ολοένα μεγαλύτερη εμπλοκή των Ιδρυμάτων σε θέματα που παλιότερα είχε βαρύνουσα σημασία το Δημόσιο. Στη χρηματοδότηση της έρευνας, λόγου χάρη ―με εξαίρεση τη χρήση των ΕΣΠΑ το τελευταίο διάστημα― τα αμέσως προηγούμενα χρόνια σχεδόν μονοπωλούσε τη χρηματοδότηση το Ιδρυμα Λάτση, πλέον ΚΕΑΕ, ή το Ωνάση· τη χρηματοδότηση καλλιτεχνικών δράσεων η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ή το Ίδρυμα Νιάρχος. Πώς βλέπεις αυτή την υπoκατάσταση τoυ Δημoσίoυ από ιδιωτικoύς φoρείς; Θεωρείς πως αυτό μπoρεί να ενέχει κινδύνoυς, κι αν ναι, πoιoυς;
Ανοίγεις ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο! Φεύγουμε από τον Πολιτισμό και πάμε στον τομέα Επιστήμη-Έρευνα. Εδώ, τώρα, το ερώτημά σου ξεκινάει με την παραδοχή πως τα τελευταία χρόνια στην έρευνα «είχε βαρύνουσα σημασία το Δημόσιο». Στην Ελλάδα, στο τέλος της δεκαετίας του ΄90 είδαμε την απόλυτη μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης με νέα τμήματα, εισαγωγή περισσότερων φοιτητριών και φοιτητών, ίδρυση μεταπτυχιακών προγραμμάτων και σταδιακή αλλαγή της κουλτούρας σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την έρευνα. Λίγο μετά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 και λίγο πρίν την οικονομική κρίση ένα μεγάλο μέρος αυτού του πληθυσμού βρίσκεται σε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό επίπεδο σπουδών. Όλα αυτά τα χρόνια το πράγμα κινείται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα κατά κύριο λόγο, τον κρατικό προϋπολογισμό-δάνεια, και σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιωτικές επενδύσεις σε τομείς που έχουν άμεση σχέση με την αγορά εργασίας και τις ανάγκες της. Ο δημόσιος τομέας θα έλεγα πως είχε βαρύνουσα σημασία στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες και σε κάποιους τομείς του σκληρού κορμού των θετικών επιστημών. Ειδικά πριν τα μέσα του 2000, η ερευνητική δραστηριότητα στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ατομική εργασία ακαδημαϊκών με μόνιμη θέση εργασίας εξαρτημένη από το δημόσιο, είτε στα πανεπιστήμια είτε στα ερευνητικά κέντρα, ή στη συλλογική εργασία στο πλαίσιο εκπαίδευσης των φοιτητών τους. Στα μέσα του 2000, έχουμε τη σταδιακή αύξηση της συλλογικής ερευνητικής δραστηριότητας στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες μέσα από συνεργατικά μεγάλα έργα και υποτροφίες έρευνας για διδακτορικές σπουδές. Έως τότε οι υποτροφίες των Ιδρυμάτων βοηθούσαν έναν αριθμό καλών φοιτητών από χαμηλό κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και οι υπόλοιποι χρηματοδοτούνταν από τις οικογένειές τους ή με μια παράλληλη εργασία. Ουσιαστικά, όμως, η υποτροφία δεν ήταν μια μορφή θέσης εργασίας· είχε «επιδοματικό» χαρακτήρα και θα βοηθούσε τους φοιτητές να πάνε στο επόμενο στάδιο, που θα ήταν η εξασφάλιση μιας θέσης στην ευρύτερη αγορά εργασίας ή στην έρευνα.
Η οικονομική κρίση αλλάζει πολλαπλά αυτό το πεδίο! Στασιμότητα στις θέσεις εργασίας σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, τεράστιος αριθμός υπερπροσοντούχων νέων ερευνητριών και ερευνητών, και χωρίς τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης της συνέχισης των σπουδών τους ή την εξασφάλιση κάποιας θέσης, μείωση στην προκήρυξη προγραμμάτων κ.λπ. Εκεί, η δραστηριότητα των Ιδρυμάτων έρχεται να υποστηρίξει μέσω της χορήγησης είτε επιπλέον υποτροφιών είτε με χρηματοδότηση έρευνας μικρής κλίμακας τη νέα κοινωνική πραγματικότητα της έρευνας. Δεν θα έλεγα πως τα Ιδρύματα προσπάθησαν στον επιστημονικό τομέα να «υποκαταστήσουν» το κράτος ή επηρέασαν στενά τις εργασιακές συνθήκες των ερευνητών. Η μετατόπιση του ακαδημαϊκού κόσμου προς ένα πιο αγγλο-σαξονικό ακαδημαϊκό μοντέλο άλλαξε την εργασιακή πραγματικότητα. Και αναφέρομαι κυρίαρχα στο σοκ που μπορεί να υπέστησαν οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Σήμερα, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, τα Ιδρύματα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην έρευνα, με την έννοια πως αν θέλει κάποιος να υπάρξει επαγγελματικά στο χώρο, είναι αναγκαίο να αναζητά τρόπους να χρηματοδοτήσει τη θέση εργασίας του. Κι αυτό που θα είχε ενδιαφέρον να συζητήσουμε είναι το γεγονός ότι πλέον η βασική επιστημονική δραστηριότητα της χώρας προέρχεται από επισφαλώς ακαδημαϊκούς εργαζόμενους-κυνηγούς προγραμμάτων με πάρα πολλά προσόντα και αναντίστοιχη αμοιβή. Φυσικά, η δημιουργία επώνυμων εδρών σε ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια ή η άμεση σχέση χρηματοδότη-ερευνητή μπορεί να καθορίσει τόσο το πεδίο της έρευνας όσο και τα αποτελέσματα και τη χρήση τους.
Από την άλλη, στις Τέχνες και τον Πολιτισμό τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, ειδικά στο πεδίο της αμειβόμενης καλλιτεχνικής εργασίας. Εκεί, τα πολιτιστικά ιδρύματα που παράγουν πολιτιστικό προϊόν είναι οι άμεσοι εργοδότες των «ωφελούμενων», ενώ στην περίπτωση της έρευνας σε θέση εργοδότη παραμένει ένας θεσμικός ακαδημαϊκός φορέας. Στην περίπτωση αυτή τα Ιδρύματα λειτουργούν καταλυτικά στη διαμόρφωση των συνολικών εργασιακών συνθηκών. Επίσης, έχει ενδιαφέρον να συζητήσουμε και για τις αμοιβές ή τις εργασιακές συνθήκες του μη καλλιτεχνικού προσωπικό σε τέτοια Ιδρύματα. Όμως, δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια περίοδο στη σύγχρονη Ελλάδα που το κράτος έπαιζε σημαίνοντα ρόλο στην καλλιτεχνική παραγωγή (με εξαίρεση τους δημόσιους οργανισμούς, όπως π.χ. το Εθνικό Θέατρο κ.α.). Υπήρξαν σίγουρα φάσεις που η χρηματοδότηση καλλιτεχνικών φεστιβάλ βοήθησε στις εργασιακές συνθήκες καλλιτεχνών, αλλά και πάλι νιώθω την ανάγκη να ορίσουμε για ποιο είδος τέχνης μιλάμε. Η πραγματικότητα είναι πως οι καλλιτέχνες και οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί βρίσκονται συνεχώς στο αντίστοιχο κυνήγι εξασφάλισης χορηγών. Το χαρακτηριστικότερο πρόβλημα είναι η παντελής έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής και στρατηγικής τόσο από μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού όσο και από τους δημόσιους πολιτιστικούς οργανισμούς. Εκεί υπάρχουν κίνδυνοι σε σχέση με τη δραστηριότητα των Ιδρυμάτων, καθώς βλέπουμε ήδη πως δεν μπορούν να αυτονομηθούν και να αναπτύξουν ένα δικό τους πλαίσιο καλλιτεχνικής και ευρύτερα δημιουργικής δραστηριότητας, αλλά ετεροκαθορίζονται σχεδόν μιμητικά.
Από την άλλη, η στενή σύνδεση με τον χρηματοδότη μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στο κοινό και να αλλοιώσει την ταυτότητα ενός δημόσιου οργανισμού. Για παράδειγμα, στη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων το «Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» και το «Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» έχουν θετικό αντίκτυπο, όπως είναι αυτονόητο για το δεύτερο (ιδιωτικό) έναντι του πρώτου (δημόσιο). Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο όταν ακούς μεταξύ των περιπλανώμενων στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος φράσεις του τύπου «είμαι στη βιβλιοθήκη του Νιάρχου». Μπορεί να φαίνεται λαϊκίστική αυτή η προσέγγιση, αλλά όσοι με όποιον τρόπο έχουμε έρθει σε επαφή με Ιδρύματα γνωρίζουμε καλά την εμμονή με το «πείραγμα του λογοτύπου» και την ορθή αναφορά στην επωνυμία του Ιδρύματος. Σίγουρα, κάποιοι μπορούν να σκεφτούν πως δεν πειράζει, αυτοί βάζουν τα λεφτά, αυτοί βάζουν και τους όρους και αν δεν θες δεν μπαίνεις σε αυτό το παιχνίδι. Θα πρότεινα σε όλα τα παραπάνω να μπει ένα ερωτηματικό. Ένα ακόμα σημείο που έχει τεράστιο ενδιαφέρον είναι το σημείο που η πολιτιστική ή άλλη χορηγία του ιδιωτικού κεφαλαίου έρχεται να καλύψει τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει διαμορφώσει η δραστηριότητά του. Δες ενδεικτικά μια αντίφαση: τα Ελληνικά Πετρέλαια είναι χορηγός της Ελευσίνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, της οποίας η επιλογή βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στο υποβαθμισμένο περιβάλλον από τη βιομηχανική δραστηριότητα.
Επιπροσθέτως, αν υπάρχει ένας ακόμα κίνδυνος από τον μεγάλο όγκο της δωρεάν δραστηριότητας των πολιτιστικών ιδρυμάτων, αυτός δεν αφορά το δημόσιο, αλλά το ιδιωτικό. Η τοπική ή εθνική καλλιτεχνική-πολιτιστική αγορά έχει όρια. Όταν υπάρχει για παράδειγμα ένα μεγάλο φεστιβάλ όπου το κοινό πληρώνει για να συμμετέχει και πιο δίπλα ως πολιτιστικός-κοινωφελής οργανισμός κάνεις ένα αντίστοιχο (μπορεί και μεγαλύτερο) φεστιβάλ δωρεάν στο κοινό, δημιουργείς πρόβλημα. Δεν είμαι αρνητική στο να γίνει, επειδή είναι απολύτως αναγκαία και η δωρεάν πρόσβαση στα καλλιτεχνικά αγαθά, αλλά αν δεν έχει σχεδιαστεί σωστά μια παρέμβαση με όρους βιωσιμότητας της ευρύτερης αγοράς, τότε μπορεί να οδηγήσεις στη μείωση θέσεων εργασίας όλων των κατηγοριών στον ευρύτερο πολιτιστικό χάρτη.
Για να μην κουράζω παραπάνω με το θέμα αυτό, δεν νομίζω πως μπορεί να υπάρξει υποκατάσταση του δημοσίου από τα ιδρύματα, όποιου τύπου, εάν υπάρχει διαμορφωμένη κρατική πολιτική. Από την άλλη, δεν θεωρώ πως είναι στην ατζέντα των ιδρυμάτων κάτι τέτοιο. Στους τομείς που θα δούμε τη μεγαλύτερη «υποκατάσταση» είναι έκτακτα κοινωνικά ζητήματα (π.χ. φυσικές καταστροφές, επείγουσες και ξαφνικές κρατικές ανάγκες κ.ά.) και ενδεχομένως ευρύτερα στον τομέα της Υγείας, αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να σου μιλήσω για κάτι τέτοιο. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε, για παράδειγμα, πόσα από όλα αυτά τα εκατομμύρια που ανακοίνωσαν με δελτία τύπου τα κοινωφελή ιδρύματα έφτασαν τελικά στον λογαριασμό του δημοσίου ταμείου για την καταστροφή στο Μάτι το 2018 και πόσα από αυτά κατέληξαν να γίνουν έργα.
Ταυτόχρoνα, υπάρχει και μια αντίφαση. Ενώ τα ιδρύματα δηλώνoυν συχνά ότι o ρόλoς τoυς δεν είναι να υπoκαταστήσoυν τo κράτoς, επιχειρoύν ακριβώς αυτό, με τις παρεμβάσεις τoυς, λόγου χάρη, στη διαμόρφωση του αστικού ιστού, με την πρόταση για πεζoδρόμηση της Πανεπιστημίoυ και της «αξιoπoίησης» τoυ Εθνικoύ Κήπoυ, μέχρι και την επί της oυσίας ανάληψη της ευθύνης λειτoυργίας της Εθνικής Βιβλιoθήκης από ένα ιδιωτικό ίδρυμα πoλιτισμoύ. Θα μπoρoύσες να κάνεις ένα σχόλιo επί τoύτoυ;
Καταλαβαίνω τον λόγο που επιμένεις σε αυτή την αντίφαση. Ουσιαστικά, τα μεγάλα και εμβληματικά έργα αυξάνουν την αποδοχή της επωνυμίας του χορηγού στη συνείδηση των πολιτών και αφετέρου δημιουργούν ισχυρότερες συνδέσεις με το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Αναφέρομαι κυρίως σε μεγιστάνες, των οποίων η κοινωφελής και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα είναι παράλληλη εντός των συνόρων. Επιμένω πως ο σκοπός δεν είναι η υποκατάσταση του κράτους ούτε η φοροαπαλλαγή, που ακούγεται συχνά στη δημόσια διαμάχη ως αντίλογος, αλλά η επιρροή σε πολιτισμικό και πελατειακό επίπεδο. Επίσης, ενδιαφέρον έχει η περίπτωση που το κράτος, πια, ζητάει την «υποκατάστασή» του. Ας πάμε σε ένα ανώδυνο πρόσφατο περιστατικό. Ο Κώστας Μπακογιάννης, Δήμαρχος Αθηναίων, αναθέτει σε ιδρύματα και εταιρείες τον χριστουγεννιάτικο στολισμό της πόλης, πράγμα που προκαλεί δημόσια διαμάχη, ειδικά στην περίπτωση της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, που επιμελήθηκε η ΣΤΕΓΗ του Ιδρύματος Ωνάση. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά αυτή η διαμάχη έχει τεράστιο ενδιαφέρον για να κατανοήσουμε τη δράση τέτοιων Ιδρυμάτων και την αντιπαράθεση που συζητάμε σε επίπεδο δημόσιας παρέμβασης και επιβολής της κουλτούρας.
Ενώ τo σύνηθες αντεπιχείρημα σχετίζεται με τo ότι τα ιδρύματα χρηματoδoτoύν καλλιτεχνικές δράσεις και επιστημoνικές έρευνες, όταν τo κράτoς απoυσιάζει ή αρνείται, φαίνεται συνήθως τα πoσά τα oπoία παραχωρoύνται σε επιστήμoνες και καλλιτέχνες να είναι αναντίστoιχα τoυ έργoυ τoυς, λόγου χάρη 10.000 ευρώ μεικτά για μεταδιδακτoρική έρευνα, που στην καλύτερη περίπτωση αντιστoιχoύν στoν κατώτερo μισθό. Θεωρείς πως αυτή η oικoνoμική πoλιτική συμβάλλει στην εμπέδωση μιας λoγικής σχεδόν ελεημoσύνης και απoδoχής από μέρoυς των νέων επιστημόνων και καλλιτεχνών μιας κατάστασης επισφάλειας και υπoαμoιβής;
Όπως ανέφερα και νωρίτερα, θεωρώ πως οι ερευνητές και οι καλλιτέχνες είχαν εμπεδωμένη τη νομιμοποίηση της επισφάλειας και της υποαμοιβής πριν έρθουν σε επαφή με τα Ιδρύματα. Τα Ιδρύματα, σαφώς, ενίσχυσαν αυτή την αίσθηση. Μην ξεχνάμε πως τα στελέχη της ανώτερης διοίκησης των Ιδρυμάτων προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον επιχειρηματικό κόσμο, είναι υψηλόμισθα και μερικές φορές η επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα συντελείται μόνο μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των συμβούλων. Η εμπεδωμένη τους επιχειρησιακή στρατηγική είναι να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερα, με μεγαλύτερο αντίκτυπο, στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Πολλές φορές έτσι «μπακάλικα» μπορεί να αξιολογηθεί και μια ερευνητική ή καλλιτεχνική πρόταση. Αν δεν έχεις εργαστεί στα αντίστοιχα πεδία, είναι δύσκολο να κατανοήσεις τη φύση και τη δυσκολία μιας διανοητικής εργασίας. Και σε κάθε περίπτωση όλη αυτή η διανοητική δραστηριότητα παραμένει «εργασία», οπότε το παραδοτέο πρέπει να αντιστοιχεί σε λογικές ―σύμφωνα με την αγορά― μονάδες αμοιβής.
Ταυτόχρoνα υπάρχoυν και ξένα ιδρύματα πoυ δραστηριoπoιoύνται σε αντίστoιχoυς τoμείς, λόγου χάρη Φoυλμπράιτ, Ελληνoγερμανικό Ταμείo για τo Μέλλoν, Ίδρυμα Ρόζα Λoύξεμπoυργκ κτλ. ―με δεδoμένo τo γεγoνός πως και πάλι δεν μιλάμε για ενιαία πoλιτική. Υπάρχoυν, θεωρείς, σημεία τoμής της λoγικής των ξένων και των ελληνικών ιδρυμάτων και συνάμα σημεία απόκλισης;
Η πολιτιστική διπλωματία με την ευρύτερη έννοια, εκεί θα εντάξω όλη αυτή την δραστηριότητα που αναφέρεις, αποτελεί έναν τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και αύξησης της επιρροής μιας χώρας σε μια άλλη. Βασικός στόχος εδώ είναι η πολιτιστική διείσδυση σε μια κοινωνία, όχι μόνο σε θεσμικό επίπεδο, αλλά στο σημείο να αγγίξει συλλογικότητες ή μεμονωμένους πολίτες. Η επιθυμία επιρροής, νομίζω, είναι κοινός τόπος και αφορά όλα τα είδη οργανισμών για τους οποίους συζητάμε. Σε επίπεδο στρατηγικής σίγουρα υπάρχουν διαφορές. Ας έχουμε όμως στο μυαλό μας πως η στρατηγική σε όλα αυτά τα ιδρύματα δεν είναι ένα συμπαγές και στενά καθορισμένο πράγμα. Βέβαια, υπάρχει μια συγκεκριμένη κουλτούρα, η οποία είναι ανάλογη της ιστορίας και του μεγέθους κάθε ιδρύματος, αλλά αυτή είναι μεταβαλλόμενη μέσα στο χρόνο.
Συνήθως, η συζήτηση γύρω από τη συμμετoχή σε δράσεις ή την αίτηση και απoδoχή χρηματoδότησης από ιδρύματα πoλιτισμoύ είναι αρκετά μανιχαϊστική, όπoυ στo ένα άκρo τα ιδρύματα ενσαρκώνoυν εν γένει κάτι κακό, ενώ στo άλλo oι χρηματoδoτήσεις αντιμετωπίζoνται ως oυδέτερες, εφόσoν δεν υπάρχoυν κάπoιες απαιτήσεις πρoς τoυς χoρηγηθέντες αυτών. Μπoρείς να μας πεις τη γνώμη σoυ πάνω σε αυτά; Πoια θεωρείς πως θα πρέπει να είναι τα ερωτήματα γύρω από αυτή τη συζήτηση;
Όσο θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη του κράτους και του σύγχρονου κοινωνικοοικονομικού συστήματος που διαμορφώνει την αγορά, δεν μπορώ να αρθρώσω λόγους που θα ήμουν εντελώς ενάντια στην αίτηση και αποδοχή μιας χρηματοδότησης από ένα ίδρυμα ή θα έβαζα σωρηδόν τα ιδρύματα στην κακή πλευρά. Είμαι πιο ευαίσθητη σε ζητήματα που αφορούν την Εκπαίδευση και την Υγεία. Θεωρώ πως σε αυτούς τους δύο τομείς το Δημόσιο πρέπει να παρέχει όλα τα εφόδια και τις δυνατότητες που χρειάζονται οι πολίτες. Πίσω από την ταμπέλα ενός μεγάλου Ιδρύματος μπορούμε να βρούμε ιστορίες και ανθρώπους που δεν φανταζόμασταν πως υπήρχαν εκεί. Ως εργαζόμενος σε ένα τέτοιο ίδρυμα είχα διαρκώς αυτό τον προβληματισμό. Τι είναι αυτό που γίνεται τώρα; Γιατί το κάνουμε; Ποιον εξυπηρετούμε; Βοηθάμε τελικά; Με ποιον μισθό θα ήμουν εντάξει με τα ιδεολογικά μου ζητήματα; Και ερχόμουν συνεχώς αντιμέτωπη με όλες μου τις βεβαιότητες. Το πράγμα είναι σύνθετο και η απάντηση εξ ορισμού υπέρ ή κατά θεωρώ πως είναι αβάσιμη. Εκτός αν κληθεί να απαντήσει το ερώτημα κάποιος που αυτοπροσδιορίζεται ως «αντισυστημικός» συνολικά, οπότε καταλαβαίνω και ενδεχομένως θα θαύμαζα τη μη εμπλοκή σε αυτόν τον κόσμο των χρηματοδοτήσεων.
Πιστεύω πως οι μηχανισμοί και τα κίνητρα που διέπουν τη χρηματοδότηση από το Δημόσιο και από τα ιδρύματα είναι στη βάση τους παρόμοιοι. Ως πολίτες είναι αναγκαίο να μετατοπίσουμε το ερώτημα με μετανεωτερικούς όρους από το «τι είναι και τι θέλουν τα ιδρύματα;» στο συνολικότερο «τι είναι και τι θέλει το Δημόσιο;» σε σχέση με τον πολιτισμό και την επιστήμη, που είναι εν προκειμένω και το θέμα της συζήτησής μας. Ένα άλλο προκλητικό ερώτημα είναι εάν «το Δημόσιο είναι μόνο το κρατικό», από πού προέρχονται οι οικονομικοί πόροι των ιδρυμάτων και γιατί στον καπιταλιστικό μηχανισμό είναι τόσο εμπεδωμένη η εταιρική κοινωνικότητα; Μια μακρά και δύσκολη συζήτηση η παραπάνω, ελπίζω απλά να βοήθησα λίγο τη συζήτηση που θέλετε να ανοίξετε!
Το κείμενο της συνέντευξης επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο