Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα των διηγημάτων σας είναι γυναίκες. Γυναίκες δυναμικές που, ακόμη κι όταν αποτυγχάνουν, συνεχίζουν να ρισκάρουν, να παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Σ’ έναν κόσμο κατακλυσμένο από το αντρικό βλέμμα, που ακόμα κι όταν κοιτά γυναίκες τις κοιτά καταπώς εκείνο ορίζει, πώς είναι να αναπαριστάς και όχι απλώς να αναπαρίστασαι; Πώς είναι οι γυναίκες μέσα από το βλέμμα των γυναικών;
Αφήνοντας κατά μέρος το «φεμινιστικό» βλέμμα, που είναι μια συνειδητή διεργασία, θα έλεγα ότι δεν υπάρχει ένα βλέμμα γυναικών, με δύο τουλάχιστον έννοιες.
Πρώτον, οι «γυναίκες» δε είναι αμιγής κοινωνική ομάδα – ούτε καν βιολογική, αν και η πατριαρχία έχει φροντίσει να ταυτίσει διαταξικά και διαφυλετικά τον μισό ανθρώπινο πληθυσμό με κάτι το υποδεέστερο στην ανθρώπινη κοινωνία το οποίο καλείται «γυναίκα». Επίσης, ελάχιστοι άνθρωποι είναι σε θέση να «πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους»: η έννοια της αυτο-διάθεσης ανήκει στον ορίζοντα της χειραφέτησης, είναι απαραίτητο να υφίσταται, όμως στις υπαρκτές κοινωνικές συνθήκες λειτουργεί συχνά ως φιλελεύθερο αφήγημα και οδηγεί επαναλειμμένα στην απογοήτευση όταν η γυναίκα διαπιστώσει τον βαθμό ανελευθερίας που αναπαράγει πάνω της το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτσμικό σύστημα. Δεν υπάρχει προσωπική χειραφέτηση, είναι άτοπο. Υπάρχει συλλογική. Γι’ αυτό είχαμε, και έχουμε, κοινωνικά κινήματα, γι’ αυτό έχουμε κέντρα προστασίας ευάλωτων γυναικών (π.χ. για ενδο-οικογενειακή βία), και γι’ αυτό έχουμε φίλες. Η έννοια “sisterhood” εκφράζει αυτή τη συνθήκη. Και γι’ αυτό ο νεοφιλελεύθερος, lean-in φεμινισμός δεν είναι φεμινισμός, όπως έχει ήδη ειπωθεί, καθώς βασίζει τη χειραφέτηση της μίας γυναίκας στην εκμετάλλευση μιας άλλης (συνήθως πολλών άλλων).
Δεύτερον, υπάρχει επαρκής ανάλυση για το ότι το βλέμμα στις πατριαρχικές μας κοινωνίες είναι αντρικό ακόμη κι όταν «κοιτούν» οι γυναίκες. Υπάρχει ωστόσο προσπάθεια υπέρβασης, απονομιμοποίησης, υπονόμευσης ή άρνησης αυτού του βλέμματος μέσα από συνειδητή πολιτική συνήθως – αλλιώς είναι σα να λέμε ότι μπορούμε να έχουμε κομμουνιστική υποκειμενικότητα σε μια καπιταλιστική κοινωνία: πώς θα προέκυπτε μια τέτοια υποκειμενικότητα μέσα από τις καπιταλιστικές κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις; Η προσπάθεια δεν συνεπάγεται και κατάκτηση, δεν σημαινεί ότι μπορούμε να υπερβούμε τους πατριαρχικούς κώδικες που μεταφέρουμε μέσα μας και εφαρμόζουμε συχνά και πάνω μας. Μια συμμετοχή σε ένα φεμινιστικό συνέδριο, όπου βλέπουμε πάνω-κάτω την ίδια ποσότητα κραγιόν με αλλού, θα σας πείσει. Το θέμα δεν είναι το κραγιόν, βέβαια, αλλά ότι το φοράνε μόνο γυναίκες. Όπως και τη μαντήλα. Ή τα τακούνια. Ακόμη κι όταν όλα αυτά θεωρούνται επιλογές, θέλω να πω, εξετάζουμε πώς προκύπτουν αυτές οι επιλογές. Παίρνουμε ένα κοινωνικό σύνολο και βλέπουμε τους κώδικες «θηλυκό» κι «αρσενικό», το ότι εγγράφονται σε συγκεκριμένα σώματα που εκπροσωπούν ένα φύλο. Δεν βλέπουμε πολλούς ετεροκανονικούς ή και γκέι άντρες με κραγιόν και φουστάνια. Υπάρχει μια εγγραφή φύλου ως οπτικός κώδικας -και αυτό είναι που εγκαθιστά το αντρικό βλέμμα, είτε το παραδεχόμαστε είτε νομίζουμε ότι το κάνουμε «για μας» είτε μας επιβάλλεται καταναγκαστικά- που είναι μια πολύ βίαιη μορφή πατριαρχίας. Όμως υπάρχει και συναινετική, και γενικότερα ιδεολογική πατριαρχία, ας μην το ξεχνάμε.
Η ίδια συνθήκη ως προς το βλέμμα ισχύει και στη λογοτεχνία, όσο φεμινιστική κι αν είναι. Αλλά και μόνο η προσπάθεια υπονόμευσης ή κατάλυσης του αντρικού βλέμματος έχει τεράστια σημασία, και μπορεί να πάρει πολλούς δρόμους: φεμινιστικές απόπειρες μιας «γυναικείας γραφής», στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, αποδόμηση του αντρικού βλέμματος, κλπ. Δεν τάσσομαι υπέρ των πρώτων, δεν βλέπω πώς αποφεύγουν εν τέλει μια ουσιοκρατική «γυναικότητα», έστω κι αν αυτοσυστήνονται ως «στρατηγικά» ουσιοκρατικές (strategic essentialism). Πιστεύω περισσότερο στην πάλη αποδόμησης και ανασύνθεσης του φύλου, δηλαδή σε μια φεμινιστκή διαλεκτική που γνωρίζει που στοχεύει αλλά και το ότι βρίσκεται εν πορεία. Ας το πούμε φεμινιστικό ιστορικό πραγματισμό, που δεν σημαίνει ότι είμαι συμφιλιωμένη με την ιδέα ότι δεν θα ζήσω προσωπικά σε μια κοινωνία με ελεύθερες γυναίκες, δεν θα την προλάβω. Όμως δεν είναι λόγος ηττοπάθειας αυτός. Ο φεμινιστικός αγώνας διασχίζει γενιές, δεν είμαστε οι πρώτες κι ούτε οι τελευταίες.
Σε αυτό το πλαίσιο που περιέγραψα προσπαθώ να στήσω τις όποιες γυναίκες των βιβλίων μου – μάλλον ως αντι-ηρωΐδες, που συνήθως πάνε πολύ μακρύτερα από κάτι που θα λέγαμε «μέσο όρο», είναι πολύ πιο ανυπότακτες αλλά και πιο συγκροτημένες απ’ τις γυναίκες που γνωρίζουμε συνήθως. Ίσως ενδόμυχα τις κατασκευάζω ως πρότυπα, αλλά αληθοφανή πρότυπα: δηλαδή θα μπορούσαν να υπάρχουν, έστω κι αν σπάνια υπάρχουν. Αναμφίβολα, είναι οι γυναίκες που θα ήθελα να γνωρίζω – και το να τις κατασκευάζω είναι η άγρια χαρά, το sublimation, που προσφέρει η λογοτεχνία. Θεωρώ ότι έχω ζήσει μια αρκετά προνομιακή ζωή γνωρίζοντας τον φεμινισμό από πολύ μικρή, που μου επέτρεψε να δώσω μάχες, αλλιώς δεν θα φανταζόμουν τις συγκεκριμένες αντι-ηρωΐδες. Σίγουρα δεν έχω γνωρίσει κάποια σαν τη Θαλασσία Ύλη απ’ το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα (2009) ή σαν την Αντιγόνη του ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ, αν και η δεύτερη μού είναι πιο οικεία. Ένα στοιχείο που έχουν σχεδόν όλες είναι ότι κάποια στιγμή “εξαφανίζονται”, με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Έχουν την ψυχική δύναμη ν’ αποσυρθούν, που εγώ δεν την έχω, και είτε να εμφανιστούν κάπου αλλού είτε όχι, αλλά πάντα πρόκειται για διαμαρτυρία, για άρνηση ή και ρήξη.
Η οικογένεια, ως θεματική ή ως μυθιστορηματικά πρόσωπα, είναι πάντοτε παρούσα στα έργα σας. Και τις περισσότερες φορές συνιστά πηγή αγωνίας: Είτε είχε επιδράσει κατασταλτικά στη ζωή των ηρώων όταν ήταν νέοι είτε λειτουργεί σαν ασφυκτικός κλοιός στο παρόν τους. Σε κάθε περίπτωση, και παρά την αδιαμφισβήτητη αγάπη, μοιάζει με σημείο συνάρθρωσης εξαρτήσεων αλλά και αποστροφών – η αιμομιξία άλλωστε είναι ένα θέμα που επανέρχεται. Η προσέγγιση αυτή έχει την αφορμή της στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης ή συνιστά μια πιο θεμελιώδη κριτική;
Κυρίως σε δύο μυθιστορήματά μου υπάρχει το θέμα της αιμομιξίας: στο ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ, που ένας εκ των αντρικών χαρακτήρων αδυνατεί να βγει από το comfort zone της σχέσης με την αδερφή του παρά το ότι είναι ερωτευμένος με την κεντρική ηρωΐδα ως μια μεταφορά για τον καταναγκασμό των κοινωνικών μας σχέσεων, άσχετα με τη γενικότερη κριτική στάση ή και επαναστατική μας συνείδηση. Και στο Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν και σένα. Εκεί υπήρξα συγγραφικά τολμηρή, στήνοντας μέσα απ’ αυτή τη θεματική μια μεταφορά για την αγάπη μεταξύ γυναικείων υποκειμένων –το πιο περίπλοκο για μένα ζήτημα, μια πραγματικότητα που στερείται γλώσσας έκφρασης, γιατί δεν εννοώ μόνο την λεσβιακή αγάπη, αλλά και την αγάπη ανάμεσα σε φίλες, ανάμεσα σε συντροφικά υποκείμενα, κυρίως ανάμεσα σε μητέρα και κόρη– μορφές αγάπης όλες, που είτε λειτουργούν ως αντιφάσεις είτε υπομονεύονται συστηματικά στο πατριαρχικό σύμπαν.
Όσο για την οικογένεια στην ελληνική λογοτεχνία, υπάρχει το πρόσφατο δοκίμιο του Δημήτρη Παπανικολάου, Κάτι τρέχει με την οικογένεια (2018), που νομίζω παρέχει μια συγκινητικά κριτική ανάλυση του φαινομένου (διαφωνώ μαζί του σε κάποια πράγματα, αλλά συμφωνώ σε πολλά άλλα). Ωστόσο, οι οικογένειες στα δικά μου βιβλία δεν είναι το κυρίαρχο πλαίσιο – υφίστανται ως συνθήκη της πραγματικής ζωής: οι περισσότεροι και περισσότερες προερχόμαστε από κάποιο περιβάλλον που καλείται «οικογενειακό», ενώ η έννοια «οικογένεια» συνεχίζει να υπάρχει και σε εναλλακτικούς δεσμούς που δεν βασίζονται σε δεσμούς αίματος.
Στις ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από τον 19ο αιώνα τουλάχιστον, η οικογένεια είναι πηγή αγωνίας γενικά, δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Γι’ αυτό υπάρχει η ψυχανάλυση (απέναντι στην οποία είμαι επιφυλακτική παρά τη χρήση της από τον φεμινισμό και τον μαρξισμό). Υφίσταται ο μύθος της «κανονικής» οικογένειας, ασφαλώς, και διακινείται ευρέως, μοιράζοντας τύψεις κι αίσθηση αποτυχίας. Εγώ πάντως δεν γνωρίζω καμία «κανονική» οικογένεια. Είναι ωστόσο αλήθεια ότι έφτασα στην αμφισβήτηση της συνθήκης «πυρηνική οικογένεια» πολύ μικρή, και δεν ξέρω καν γιατί, καθώς με τους όρους αυτούς η δική μου ήταν μια μικροαστική, (ετερο)κανονική οικογένεια χωρίς τραγικές συγκρούσεις, με μια μητέρα που έφερε τον φεμινισμό στο σπίτι – πάντως αυτή η αμφισβήτηση με πήγε πολιτικά εκεί που βρίσκομαι ακόμη, και δεν αρκέστηκα στον φεμινισμό της μητέρας. Οπότε η λογοτεχνία που γράφω εμπεριέχει στοιχεία πλήρους απόρριψης μιας ζωής κυριαρχούμενης από δεσμούς «αίματος» – αλλά στοιχεία μόνο, αλλιώς θα ήταν εξωπραγματική.
Στην Ανταρκτική (1997, αν και προτιμώ την αναθεώρηση του 2006), το πρώτο μου μυθιστόρημα, η οικογένεια συνιστά ένα πολύ θολό φόντο, έχοντας αντικατασταθεί από το συντροφικό-φιλικό μοντέλο συμβίωσης. Στα διηγήματα Το άνοιγμα της μύτης (1999) η οικογένεια ή είναι αγνώριστη ή αντικαθίσταται και πάλι από άλλες σχέσεις. Μετά, έκανα νομίζω μια στροφή στη «γενιά», και η οικογένεια έγινε το πεδίο που συναντιούνται οι γενιές, εκεί που επιστρέφουν φαντάσματα για να διεκδικήσουν την επόμενη γενιά – τόσο στην Αντιθάλασσα (2002), που ο πατέρας θα αναζητήσει τον γιο για ένα νέο αντάρτικο πόλεων όσο και στο Μανιφέστο της Ήττας (2006), όπου ο φασισμός διεκδικεί μια νέα καλλιτεχνική γενιά στην Ευρώπη, η οποία ωστόσο αντιστέκεται ως την αυτο-εξόντωσή της.
Διάβασα το Antisocial Family των Michele Barrett και Mary McIntosh μόλις πριν ένα χρόνο ενώ βγήκε το 1982, και, προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα ότι αυτό σκεφτόμουν ή μάλλον διαισθανόμουν ήδη πριν πάω γυμνάσιο, ότι η οικογένεια είναι σε όλες τις εκφάνσεις της αντικοινωνική. Πριν από πέντε-έξι χρόνια που διάβασα το Χρυσό Σημειωματάριο της Doris Lessing είχα την ίδια αίσθηση αναγνώρισης, αν και το εκπληκτικό αυτό μυθιστόρημα της Lessing εκδόθηκε το 1962. Χαίρομαι που το διάβασα πρόσφατα, γιατί δεν θα είχα κατανοήσει τις «δομές αισθήματος» (όρος του Raymond Williams) αυτού του αριστουργήματος εάν δεν είχα ήδη παιδί, και συγκεκριμένα κόρη, όπως και η βασική ηρωίδα. Από την άλλη, θεωρώ προβληματικό τον τεχνο-φουτουρισμό μιας φεμινιστικής γραμμής που περιλαμβάνει το Xenofeminist Manifesto των Laboria Kubonics και το ψευδο-κομμουνιστικό (κατά τη γνώμη μου) surrogacy της Sophie Lewis, πιστεύοντας ότι εν τέλει προκύπτουν από την απόλυτη παράδοση στην τεχνολογία ως παραγωγικές δυνάμεις, που είναι η ιδέα-ψυχή του κεφαλαίου.
Ιδιαίτερα παρούσα είναι η μητέρα συγκεκριμένα. Η μορφή της είναι σαν σύνορο από το οποίο προσπαθούν να απεγκλωβιστούν τόσο η ίδια όσο και το παιδί· μοιάζει με λαβύρινθο απ’ όπου πασχίζουν να φύγουν, αλλά κάποιο εμπόδιο ορθώνεται μπροστά τους σε κάθε επόμενη στροφή. Είναι τόσο επίπονη η μητρότητα; Ποια η σχέση της με τις επιθυμίες μας;
Η μητρότητα ως κοινωνική συνθήκη γύρω μας είναι τρομερά επίπονη, και δεν αναφέρομαι καν σε κοινωνίες που χρησιμοποιούν τις γυναίκες ως αναπαρωγικά δοχεία. Σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για αιχμαλωσία. Είμαι ακόμη σοκαρισμένη και με το πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζομαι εγώ, αλλά κυρίως με το τι κρύβεται πίσω από την κατά κόσμο μάσκα της εκπλήρωσης. Υπήρξε μια περίοδος που επιδίωκα συστηματικά να βρίσκομαι με νέες μητέρες, ήταν σαν πείραμα, και πάντα κάποια στιγμή άρχιζε μια ψυχοβγαλτική παραδοχή εγκλωβισμού, χωρίς δική μου παρέμβαση. Ειδικά μια συγκεκριμένη φράξια της γενιάς του ’90, που έζησε αρκετά ελεύθερα στη φούσκα του μετα-φεμινισμού, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πολύ άσχημη έκπληξη όταν επέλεξε τη μητρότητα και την πυρηνική οικογένεια.
Αλλά δεν νομίζω ότι στη δική μου λογοτεχνία η μητέρα είναι το σύνορο απ’ το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει κανείς ή καμιά. Αντίθετα, η μητέρα θέλει να ξεφύγει, και να διαχωρίσει την καταλυτική αγάπη που αισθάνεται για το παιδί από την αποποίηση της ταυτότητας και του ρόλου. Αυτό είναι το βασικό θέμα του ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ, που δεν θα είχα γράψει ποτέ χωρίς το Χρυσό Σημειωματάριο. Νομίζω η μητέρα που έχω σε άλλα βιβλία, στην Αντιθάλασσα και στο Κορίτσι είναι τόσο διαφορετική και μαγική φιγούρα, που γίνεται πόλος έλξης και οδηγεί λίγο-πολύ σε μια επαναστατική ενηλικίωση των παιδιών. Δεν γράφω μόνο αρνητικά, εννοώ.
Τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων σας φαίνεται να νιώθουν άβολα, να μη χωρούν πουθενά. Είναι διαρκώς ανικανοποίητα, θα λέγαμε ότι σηματοδοτούν μια «δυσφορία μέσα στον εαυτό». Και η φυγή γίνεται έτσι το ζητούμενο. Ωστόσο, ούτε η φυγή φαίνεται να επαρκεί: κάθε φυγή θα επιζητά πάντοτε μια επόμενη. Πρόκειται για φαύλο κύκλο;
Όχι, δεν βλέπουν τα πρόσωπα που φτιάχνω τη φυγή ως αυτοσκοπό ή φαύλο κύκλο. Δεν πρόκειται για φυγή, γιατί αυτό θα απαιτούσε μια προσκόλληση στη σταθερότητα του τόπου. Πρόκειται για μια άλλου είδους υποκειμενικότητα, μια νομαδική ζωή, ή έστω μεταναστευτική ζωή, ή και μια θέση ζωής (όπως η δική μου) που ψυχικά απορρίπτει το σύνορο ως έννοια (ο κοσμοπολιτισμός κάποιων ταξικά προνομιούχων είναι κάτι τελείως διαφορετικό), που αρνείται την έννοια «ξένος» καθολικά. Υπάρχουν εκατομμύρια κόσμου που ζουν τέτοιες ζωές – με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, σε μια σκάλα δυσκολίας που ορίζει το τρίπτυχο τάξη-φύλο-φυλή και όχι μόνο. Αν δεν έχει ζήσει έτσι κάποια, είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει την διαφορετική εμπειρία ζωής που σχηματοποιείται στη σκάλα. Και συνήθως δεν αποφασίζει κάποιος να ζήσει έτσι, είναι κάτι που προκύπτει, οπότε το υποκείμενο βρίσκεται σε συνεχή ή έστω τακτική αυτο-εξέταση, υπάρχει νομίζω πολύ έντονα παρούσα η διαδικασία ανα/θεώρησης της συνείδησης σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν αναφέρομαι καν στο προσφυγικό υποκείμενο, του οποίου η θέση είναι τρομακτική, όσο τρομακτικές είναι συνήθως και οι νομιμοποιημένες συμπεριφορές απέναντί του.
Όμως το ότι τα πρόσωπα των βιβλίων μου νιώθουν άβολα δεν προκύπτει από τη σχέση τους με τον χώρο, είναι ξεκάθαρα θέμα κοινωνικών στεγανών. Για να πούμε ότι βιώνουμε ευτυχία στις σημερινές συνθήκες πρέπει να δούμε τη ζωή μας σε κατάτμηση, σε κουτιά. Σεξουαλική ευτυχία, ένα κουτί. Υγεία, άλλο κουτί. Φιλικές σχέσεις, άλλο κουτί. Εργασιακή ικανοποίηση, άλλο κουτί. Και τα λοιπά. Ας πούμε ότι οι χαρακτήρες των έργων μου δεν βλέπουν κουτιά. Κάνουν τις συνδέσεις. Βιώνουν τις συνδέσεις, το τράνταγμα που υπάρχει εκεί, τη διαρκή δόνηση, τον κίνδυνο έκπτωσης αλλά και τη δυνατότητα χειραφέτησης.
Πολλοί χαρακτήρες αναμετριούνται με ζητήματα που αφορούν την ψυχική τους υγεία. Κι ωστόσο η αφήγηση δεν προσεγγίζει τα πρόσωπα αυτά ως «ψυχικά πάσχοντα» γιατί ακριβώς δεν θεματοποιεί τον ψυχική τους πάλη ως τέτοια, αλλά την παρουσιάζει σαν ένα αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού τους, σαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό τους πλάι σε όλα τα υπόλοιπα. Είναι η ψυχική αγωνία και τα φαρμακευτικά βοηθήματα οργανικό στοιχείο της καθημερινότητας όλων μας ή συνιστά ιδιαίτερο χαρακτηριστικών των ανθρώπων που δεν σταματούν να αναμετριούνται με υπαρξιακά ερωτήματα;
Η άρθρωση καπιταλισμού και πατριαρχίας ειδικά είναι η χαρά των φαρμακευτικών. Αυτό το ξέρουμε τουλάχιστον από το Mama’s Little Helper των Rolling Stones. Η παρατήρηση για το πώς οι χαρακτήρες που στήνω αντιμετωπίζουν την ψυχική τους πάλη είναι πολύ οξυδερκής. Και να πω ότι οι χαρακτήρες των βιβλίων μου είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από ανθρώπους που γνωρίζω, άνθρωποι οι οποίοι είναι αδύνατον να απεγκλωβιστούν από τοίχους που έχουν, σε κάποιο βαθμό, χτίσει οι ίδιοι γύρω τους. Που αρνούνται να δουν πώς ζουν. Γιατί ποιος θέλει να συνειδητοποιήσει ότι τελεί σε συνθήκη θύματος; Κανείς. Και καμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα βολευτούν όπως όπως στ’ απωθημένα τους, στη “θέση” τους. Αυτό είναι και το πρόβλημα του φεμινισμού, εξάλλου, ο λόγος που δεν είναι όλες οι γυναίκες φεμινίστριες είναι η εξαιρετικά δύσκολη παραδοχή του ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση: το παίρνουν προσωπικά, είναι κάτι σαν προσβολή, δεν αντέχουν την ψυχική μετάβαση στο πολιτικό. Και όταν, αν, φτάσεις στο πολιτικό, τι γίνεται εκεί; Εκεί πρέπει να είσαι τέρας ενέργειας για ν’ αντέξεις να ζεις, γιατί φυσικά δεν έχει αλλάξει η κοινωνία σου, αλλά εσύ. Που σημαίνει ότι ζεις σε μια διαρκή άρνηση. Με τεράστιο ψυχικό τίμημα. Αξίζει να δει κανείς μια ταινία του ’70 που αναφέρει η Marion von Osten εδώ: https://www.e-flux.com/journal/08/61381/irene-ist-viele-or-what-we-call-productive-forces/.
Τα υπαρξιακά ερωτήματα υπάρχουν, ασφαλώς, αλλά είναι πάντα καθοριζόμενα από τις κοινωνικές δομές. Στις δικές μας, η φράση “να δεις γιατρό” είναι πλέον καραμέλα. Είμαι κάθετα αντίθετη σε τέτοια ιατρικοποίηση. Από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να γίνει διαχωρισμός, όταν προέχει η βιοπολιτική λογική, το management πληθυσμών. Σύμφωνα με το Mental Health Foundation, τα δεδομένα είναι αποκαρδιωτικά. Έχουμε σύνολο «40 δις χρόνων αναπηρίας» σε ηλικίες από 20 ως 29 ετών με βάση ψυχικές διαταραχές. Ένας στου έξι ανθρώπους (κάθε ηλικίας) κάθε βδομάδα αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα, και αυτό ισχύει για όσα περιστατικά καταγράφονται. Αλλά μαζί με τα ανθρώπινα δεδομένα, η ιστοσελίδα δίνει και το κόστος στην οικονομία, γιατί η βιοπολιτική είναι συνυφασμένη με τα λογιστικά, με το accounting.
Έχετε δηλώσει ότι δεν σας αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα, κι όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πλοκή των διηγημάτων σας είναι αρκούντως αστυνομική: Παρακολουθούμε τη θραυσματική ανασύσταση μιας ιστορίας και, μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της, έχουμε συνεχώς την αίσθηση ότι κάτι λείπει, κάτι που θα ήταν απαραίτητο για να πούμε ότι έτσι εξηγούνται πολλά. Είναι ένας τρόπος συνομιλίας με το αναγνωστικό κοινό, κάποιο παιχνίδι μαζί του ή μια ανοιχτότητα της ερμηνείας;
Δεν είναι ότι είναι «αστυνομική» η πλοκή, απλά υπάρχει πλοκή. Και υπάρχει πολύ συνειδητά, γιατί επειδή μ’ ενδιαφέρει να γράφω μια μη-διδακτική, μη-κατηχητική πολιτική λογοτεχνία, και η ασφαλέστερη οδός είναι το να πω μια ιστορία με εκπλήξεις. Η «ανακοίνωση» του πώς θα έγραφα υπάρχει ως προμετωπίδα στο πρώτο μου μυθιστόρημα: «… ήταν μια φορά κι έναν καιρό…», δηλαδή σαν παραμύθι. Δεν δίνω εδώ όλο τα παράθεμα, αλλά είναι από τον Λουί Αλτουσέρ.
Τα αστυνομικά μυθιστορήματα τα βαριέμαι γιατί, ακριβώς, ξέρω από την αρχή τον κώδικα «μυστήριο» στον οποίο βασίζονται. Για τους ίδιους λόγους δεν μου αρέσει οποιοδήποτε genre, π.χ. ιστορικό μυθιστόρημα, επιστημονική φαντασία. Αν και μικρότερη, πριν γράψω η ίδια, διάβαζα αρκετή αστυνομική λογοτεχνία, λόγω της πολιτικής της μεταφορικότητας και του συνδρόμου «φυγή από την καθημερινότητα». Αλλά πλέον δεν μπορώ, το κάθε genre μου φαίνεται ένα ράφι αγοράς, το οποίο αποκλείει την έκπληξη ως λόγο ύπαρξης της δημιουργικής γραφής και της δημιουργικής ανάγνωσης. Γιατί να μην σκεφτεί η αναγνώστρια τι είναι αυτό που διάβασε και να της το λέμε εκ των προτέρων;
Επίσης, δεν μ’ αρέσει καν η ιδέα της παιδικής, και ειδικά της εφηβικής, λογοτεχνίας, η ιδέα ότι απευθύνεσαι σε ένα κοινό που πρέπει κάπως να προστατέψεις από την ωμότητα των πραγμάτων. Όχι ότι έχω λύση για το πώς να προσεγγίσει η λογοτεχνία το πιο μαγικό πρόβλημα της ανθρωπότητας, τα παιδιά. Αλλά τώρα πάμε πολύ μακριά: απέναντι στον παρανοϊκό μηδενισμό των anti-natalists σήμερα, που θεωρώ ότι είναι η πλέον αντι-επαναστατική ιδέα (και υφίσταται και σε νεο-κομμουνιστικούς κύκλους) θα έθετα την ρηξικέλευθη ιδέα κάποιων φεμινιστικών κύκλων της δεκαετίας του ’70 για ολική απελευθέρωση των παιδιών. Η οποία ιδέα έχει πλήρως ξεχαστεί, γιατί παρα-ήταν επαναστατική. Με ενοχλεί η έννοια «παιδί», όπως και «ηλικιωμένος», είναι εκμηδενιστικές κατηγορίες-ταυτότητες που, στη σημερινή, χυδαία οργάνωση της κοινωνίας, εκπίπτουν της πλήρους ανθρώπινης υπόστασης. Η ιδέα ότι το παιδί «σού ανήκει» -δηλαδή σού ανήκει ένα ανθρώπινο ον- είναι η πεμπτουσία της πατριαρχίας στη σχέση της με τη βιοεξουσία. Όσο για το πώς φέρεται η κοινωνία μας στους ανθρώπους μετά την καλούμενη «παραγωγική ηλικία» είναι εξοργιστικό.
Η ακαδημαϊκή σας ενασχόληση με τη θεωρία της τέχνης και τη φεμινιστική θεωρία αποτυπώνεται και στα μυθιστορήματά σας με ποικίλους τρόπους. Άλλοτε οι πρωταγωνίστριες είναι μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, άλλοτε γίνεται εκτεταμένη αναφορά σε φιλοσόφους και αντίστοιχες προβληματικές -μια αναφορά που εντάσσεται οργανικά στην εξέλιξη της πλοκής-, άλλοτε η μυθιστορηματική αφήγηση γίνεται σαφώς και διακριτά δοκιμιακή, σε μια εναλλαγή τρόπων αφηγηματικής γραφής. Επιχειρείτε μέσα από αυτό τη διασύνδεση διακριτών αφηγηματικών πρακτικών, μια κατάργηση συνόρων μεταξύ πραγματικού και μυθολογικού [μυθοπλαστικού];
Στην Ελλάδα, υπάρχει ένα ταμπού ως προς τη χρήση της καλούμενης «θεωρίας» στο λογοτεχνικό κείμενο. Ας πούμε ότι εγώ δεν έχω τέτοια απαγόρευση. Έχω διαβάσει πολύ J. M. Cootzee για να έχω τέτοια κολλήματα – ειδικά το Ελίζαμπεθ Κοστέλλο με βοήθησε να καταλάβω τι κάνω και γιατί. Η ιστορία των ιδεών είναι, για μένα, πηγή άντλησης αισθητικής απόλαυσης όσο οτιδήποτε άλλο. Και μ’ ενδιαφέρει η μορφή, η οποία ακολουθεί τις ανάγκες ωστόσο ενός συνεκτικού κειμένου. Σε αυτό το συνεκτικό κείμενο, η ένταξη ενός δοκιμιακού αιφνιαδιασμού, κάτι π.χ. που γράφει ή βρίσκει ένας από τους χαρακτήρες, λειτουργεί αφυπνιστικά. Εγώ δεν έχω ηθοποιούς όπως ο Brecht για να τους βάλω να διακόψουν την ψευδαίσθηση του ρόλου με το να μιλήσουν ξαφνικά έξω απ’ τον ρόλο, αλλά έχω διαφορετικές φόρμες και μορφές λόγου που μπορώ ν’ αντιπαραβάλλω για να αναρωτηθεί κάποιος: τι έγινε μόλις;
Όπως είπα και παραπάνω, ναι, είμαι υπαρξιακά αντίθετη στην έννοια των συνόρων, στη στατικότητα. Το πραγματικό και το μυθοπλαστικό ωστόσο στα βιβλία μου είναι σε πολύ έντονο διάλογο. Στο ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ, οι χαρακτήρες, το πλοίο, τα μέρη είναι πραγματικά αλλά οι ιστορίες που έχω στήσει γύρω από αυτά δεν είναι 100% οι δικές τους. Γενικά, κάπως τυχαίνει και ζω σε περιβάλλοντα που με κάνουν να καταδύομαι σε αυτά – ώρες ώρες μοιάζει με κατάρα. Θέλω να πω, δεν γράφω κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο. Δεν έχω ρουτίνα γραφής. Γράφω ανήσυχα σε ανήσυχα μέρη για, και με, ανήσυχους ανθρώπους. Κάποτε, στην αρχή της «κρίσης» έλεγα σε μια φίλη, την κινηματογραφίστρια Μαρίνα Γιώτη, ότι δεν μπορώ να γράψω, ότι είμαι πολύ μπερδεμένη με τα όσα συμβαίνουν, και μου είπε, «μην φοβάσαι, θα σου βγει σαν εμετός». Και είχε δίκιο. Η διαδικασία γραφής που έχω, στο πρώτο στάδιο, είναι βίαιη κάπως, πρέπει να έρθει κάτι σ’ ένα όριο. Μετά υπάρχει το ξαναγράψιμο ώσπου να αναδυθεί το τελικό, γατί τελικά υπάρχει ένας γραμμικός χρόνος στον οποίο κρίνουμε τι κάνουμε, αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όσα διαβάζουμε να διατυπώνονται για την τέχνη και για τη θεωρία από τις καλλιτέχνιδες και τις πανεπιστημιακούς που πρωταγωνιστούν στα βιβλία σας συνιστούν και μια «ακαδημαϊκή» παρέμβαση στην τέχνη ή τη θεωρία πέραν της μυθοπλασίας;
Ναι, σε ένα βαθμό. Δηλαδή, η εισήγηση για τη μητρότητα και την παγκοσμιοποίηση που υπάρχει στο Κορίτσι θα μπορούσε να σταθεί σ’ ένα συνέδριο. Και γενικά τα όσα λέγονται είναι «πραγματικές ιδέες», αλλά δεν σημαίνει ότι τις υπερασπίζομαι όλες. Αυτό είναι βασικό. Γιατί εκεί αρχίζει η δυσκολία, στο να μπεις στο πετσί του χαρακτήρα και να γράψεις θετικά για ιδέες που σε εξοργίζουν, που σε θλίβουν, αντί να είναι η δική σου φωνή ως συγγραφέα παντού.
Το επόμενο μυθιστόρημά σας πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτό;
Λέγεται ΤΙΝΑ η ιστορία μιας ευθυγράμμισης και, αν και είναι μικρό, μου έβγαλε την ψυχή για να το γράψω. Έχει ως βασική θεματική την απόφαση της αυτοκτονίας, και η «πλοκή» στηρίζεται στο αν μια γυναίκα, η Τίνα, που έχει δηλώσει ότι θέλει ν’ αυτοκτονήσει, θα το κάνει τελικά ή όχι. Το μυθιστόρημα είναι μια πορεία μέσα στην καθημερινή ζωή αλλά και στη φιλοσοφία του ατομικού δικαιώματος στη ζωή και στον θάνατο, αλλά μ’ ενδιέφερε το προς τα πού. Είναι μια ιδέα που είχα από καιρό, και την ξεκίνησα κάποια στιγμή. Αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια, όπως λένε, και χρειάστηκε να συνεχίσω το μυθιστόρημα σε συνθήκες που δεν είχαν καμία σχέση με τον χαρακτήρα, την αγαπημένη μου Τίνα. Οπότε, για να μην την προδώσω τελείως, αναγκάστηκα να διακόπτω το γράψιμο συχνά και να επιστρέφω. Κάποια στιγμή έθεσα τον εαυτό μου σε ψυχική απομόνωση για να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα με συναισθηματική ειλικρίνεια, κάτι για το οποίο ακόμη πληρώνω το τίμημα.
Στο βιβλίο υπάρχει επίσης μια δεύτερη, αλλά ίσως ουσιαστικότερη πλοκή, για την έννοια του τραύματος σε σχέση με το βίωμα της έμφυλης ταυτότητας. Το βίωμα αυτό δεν ανήκει στην Τίνα αλλά στην καλύτερή της φίλη, που γνωρίζουμε ως «Κρήνη» και που τη σκοτώνουν (ίσως) τυχαία στην εφηβική ηλικία. Η Τίνα μένει για πάντα πιστή στη φίλη της, ή μάλλον προσπαθεί, ζώντας πάντως μια «ομαλή» και αναγνωρίσιμη ζωή, με καριέρα, παιδιά, σύντροφο, χωρισμό, φίλους, εραστές, αν και σε έναν κοινωνικό ιστό που απεχθάνεται. Το δόγμα ΤΙΝΑ, there is no alternative, έχει πολλαπλές εγγραφές σε όλα αυτά – το οποίο εν μέρει παίζει πάνω στην ιδέα της «αριστερής μελαγχολίας». Υπάρχει ένας διάλογος στο βιβλίο μεταξύ της Τίνας και μιας στενής, ενήλικης φίλης της, της Ξένιας, που έχει έρθει να της πάρει συνέντευξη – μια ιδέα που της έχει βάλει στο μυαλό η ίδια η Τίνα: ένα ντοκιμαντέρ για ανθρώπους που κάποια στιγμή θέλησαν ν’ αυτοκτονήσουν. Ο διάλογος περνάει από το ανθρώπινο δράμα στο δράμα της αριστεράς και στη φιλοσοφική θέωρηση της αυτοκτονίας, κι ελπίζω ότι πολλές αντιφάσεις και διλήμματα περιγράφονται εκεί.
Η ΤΙΝΑ είναι ένα μυθιστόρημα που ήθελα και δεν ήθελα να γράψω, γιατί μετατρέπει τη συνθήκη «το προσωπικό είναι πολιτικό» σε μια ανηλεή σύγκρουση. Δηλαδή, το προσωπικό συγκρούεται με το πολιτικό ασταμάτητα και η πάλη αυτή, it takes no prisoners, ας το πω έτσι. Ήθελα να το γράψω γιατί ως αριστερά δεν είμαστε στο 1871, στο 1917, στον μεσοπόλεμο, ή στη δεκαετία του ’70. Είμαστε στη Εποχή Bolsonaro και Orban: εποχή αντι-κομμουνιστικής υστερίας χωρίς κομμουνισμό στον ορίζοντα. To 2012, o T.J. Clark – μαρξιστής ιστορικός τέχνης, πρώην Καταστασιακός – έγραψε το «For a Left with No Future», ένα άρθρο που θύμωσε πολύ τη βρετανική αριστερή διανόηση. Θυμάμαι ότι ντρεπόμουν να πω σε μαρξιστές φίλους στο Λονδίνο ότι κατανοώ τι λέει. Η αποδεκτή απάντηση στον Clark ήταν της Susan Watkins, «Presentism» (2012) και του Alberto Toscano, “Politics in a Tragic Key” (2013) – εξαιρετικά κείμενα και τα δύο, αλλά υπήρχε και ο Καπιταλιστικός Ρεαλισμός (2009) του μετέπειτα αυτόχειρα Mark Fisher. Όμως, μεταξύ του 2012 και όταν άρχισα το βιβλίο, το 2017, είχαν συμβεί δύο πράγματα: γνώρισα έναν άνθρωπο που μ’ έκανε να δω αλλιώς την εξέλιξη της Οκτωβριανής Επανάστασης ως προς το σήμερα και είχα και μια προσωπική συζήτηση με τον Clark στο Εδιμβούργο, στην οποία διαφωνήσαμε κάθετα για τη λειτουργία της τέχνης, που εκείνος ταυτίζει απόλυτα με την αναπαράσταση – θέση που μ’ έκανε να διαγνώσω και ν’ απορρίψω το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει η «ήττα» που περιέγραψε το 2012.
Στο μυθιστόρημα, η Τίνα νιώθει ντροπή για την ηττοπάθειά της αλλά πώς να την υπερβεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη του 2017; Και φυσικά, ήθελα μια γυναίκα να σηκώσει αυτό το αδιέξοδο, να το οικειοποιηθεί από την ανδροκρατούμενη αριστερά – το αδιέξοδο που είναι η κατάρρευση του φράγματος της διαμεσολαβητικής αναπαράστασης, αυτό που ο Αλτουσέρ λέει «ιδεολογία», και να βρεθεί στην ωμή, εκτυφλωτική πραγματικότητα της «ευθυγράμμισης» (του τίτλου του μυθιστορήματος). Αλλά, φυσικά, κανείς δεν πιστεύει την Τίνα όταν ισχυρίζεται ότι έχει χάσει το φράγμα, γιατί κανείς, υποτίθεται, δεν χάνει αυτό το φράγμα χωρίς να τρελαθεί. Και η Τίνα δεν είναι τρελή.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο