«Βιώνοντας τη Λένα»
Μια πολυμεσική συνομιλία με τη Λένα Πλάτωνος

Στην οθόνη σας βρίσκεται ένα πολυμεσικό κείμενο που επιθυμήθηκε πολύ. Πρόκειται για μια συνομιλία-συνέντευξη με τη συνθέτρια, στιχουργό, ερμηνεύτρια και ποιήτρια Λένα Πλάτωνος. Για την ακρίβεια θα λέγαμε πως το τελικό κείμενο (ας το ονομάσουμε έτσι) αποτελεί σημείο συνάντησης διαφορετικών επιθυμιών συγκεντρωμένων από καιρό, οι οποίες εν μέρει εκπληρώθηκαν επιχειρώντας να διασχίσουν κάποια όρια, χωρικά και χρονικά, σε μια κατεύθυνση διάρρηξης της γραμμικότητας με την οποία παρουσιάζονται τα κείμενα στο διαδίκτυο που ως επί το πλείστον αντιγράφουν τον τρόπο που διαβάζουμε στο χαρτί.

Αν και το ερώτημα για το κατά πόσον μπορούσε το περιοδικό μας να προσφέρει μια πολυμεσική εμπειρία ανάγνωσης προϋπήρχε, ήταν η ίδια η εμπειρία της συνέντευξης με τη Λένα Πλάτωνος που οδήγησε την συντακτική ομάδα του «Μαργκινάλια» να ξεκινήσει αυτόν τον πειραματισμό, που ακόμα είναι σε εξέλιξη και που ευχόμαστε να συνεχιστεί και με άλλες δημοσιεύσεις. Η διάθεση για έναν παιγνιώδη πειραματισμό λοιπόν, σε πολλές περιπτώσεις προϋπάρχει αλλά γίνεται αναγκαιότητα όταν νιώθουμε το χάσμα να μεγαλώνει ανάμεσα σε αυτό που βιώσαμε και σε αυτό που τελικά φτάνει στο χαρτί ή στην οθόνη. Πρόκειται για μια διαφορά η οποία πάντα θα παραμένει αφού τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον παρόντα χρόνο και τα παρόντα σώματα που βιώνουν πολυαισθητηριακά όσα συμβαίνουν τη στιγμή και στο χώρο που αυτά συμβαίνουν.

Ένα ερώτημα λοιπόν είναι αν και πώς μπορούμε να μειώσουμε την απόσταση ανάμεσα σε αυτό που βιώνεται και στον τρόπο που το αφηγούμαστε στον γραπτό λόγο. Αυτή η αναζήτηση επιβάλλει μια φαινομενολογική προσέγγιση που δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη όχι μόνο αυτό που λέγεται στη συνέντευξη αλλά και τους τρόπους με τους οποίους επιτελείται η αφήγηση με το βλέμμα στραμμένο στην πράξη της ανάγνωσης. Βεβαίως η μεταφορά μιας εμπειρίας δεν αποτελεί τεχνικό ζήτημα. Δεν ισχυριζόμαστε, δηλαδή, πως η αλλαγή στο στήσιμο μιας ιστοσελίδας ή η χρήση οπτικοακουστικού υλικού αρκούν για να μεταφερθεί ένα βίωμα πολυμεσικά. Περισσότερο θα λέγαμε ότι προτείνουμε στις αναγνώστριες/-ες μας εναλλακτικές διαδρομές ανάγνωσης, προσφέροντας περισσότερες από μία επιλογές περιήγησης στο δημοσιευμένο υλικό, ελπίζοντας έτσι σε μια πιο απολαυστική αναγνωστική εμπειρία.

Στην παρουσίαση που ακολουθεί οι αναγνώστριες/-ες θα έχουν την ευκαιρία να βιώσουν την συνέντευξη με περισσότερους από έναν τρόπους. Πρώτα από όλα η συνομιλία μπορεί να διαβαστεί με τη σειρά που προτείνεται. Μπορεί όμως να διαβαστεί και με μια διαφορετική σειρά, αφού το κείμενο έχει χωριστεί σε 18 θεματικές ενότητες οι οποίες παρουσιάζονται σε τίτλους εκ των προτέρων και μπορούν να επιλεγούν με όποια σειρά επιθυμήσει η αναγνώστρια/-ης. Τμήμα μιας πολυμεσικής ανάγνωσης αποτελεί και η παράλληλη παράθεση σύντομων ηχητικών αποσπασμάτων της συνέντευξης οι οποίες -κυρίως- πλαισιώθηκαν από φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στο σπίτι της Λένας Πλάτωνος από την συνεντεύκτρια. Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ηχητικά αποσπάσματα και όχι ολόκληρο το ηχητικό αρχείο της συνέντευξης διότι κάτι τέτοιο θα καθιστούσε πολύ δύσκολο το έργο της ανάγνωσης και θα αναπαρήγαγε το διχασμό που μπορεί να προκαλεί η χρήση δύο παράλληλων τεράστιων κειμένων. Επιπλέον θεωρήσαμε ότι οι σύντομες «δόσεις» φωνής της Λένας Πλάτωνος επιτρέπουν στις αναγνώστριες/-ες να μεταβαίνουν με ευκολία από τον προφορικό, επιτονισμένο λόγο στον γραπτό. Η τοποθέτηση των υποσημειώσεων οριζόντια δίπλα στο κεντρικό κείμενο και όχι στο τέλος της σελίδας διευκολύνει την ανάγνωσή τους, ανασύροντάς τες από το περιθώριο μιας επιπλέον πληροφορίας. Καθώς τοποθετούνται ισότιμα δίπλα στο κείμενο της συνομιλίας, τους δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία να αναγνωστούν σε ταυτόχρονο χρόνο με την ίδια τη συνέντευξη. Ο δεύτερος χώρος που δημιουργήσαμε στο πλάι του κειμένου ελπίζουμε ότι θα μπορέσει να κρατήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών προλαβαίνοντας ένα διαρκές scroll down and up καθώς και το άνοιγμα πολλών διαδικτυακών παραθύρων.

Επιπλέον ο θεματικός τρόπος παρουσίασης του κειμένου εκ των πραγμάτων δεν παρουσιάζει τα λεγόμενα με τη σειρά αφήγησής τους. Οι συνειρμοί που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των διαλόγων παραμένουν στη θέση τους εντός της θεματικής όμως τμήματα του κειμένου μετακινούνται. Με αυτόν τον τρόπο κάθε θεματική μπορεί να αναγνωστεί αυτόνομα γεγονός που επιτρέπει μια ανάγνωση του τελικού κειμένου με διαλείμματα.
Ένα ακόμα σχόλιο αφορά στη στενή σχέση μεθοδολογίας και περιεχομένου. Το περιεχόμενο, τα συμβάντα, η προσωπικότητα και το έργο της Λένας Πλάτωνος υπαγορεύουν την κατάλληλη μεθοδολογία. Η Λένα Πλάτωνος διασχίζει τα σύνορα αμφισβητώντας καθιερωμένους ορισμούς. Βασίλισσα της ηλεκτρονικής μουσικής και ταυτόχρονα λαϊκή και ποπ, πειραματίζεται διαρκώς με τη φωνή της, το συνθεσάιζερ, τους στίχους, τις καλλιτεχνικές συνεργασίες δημιουργώντας σουρεαλιστικά και αντισυμβατικά περιεχόμενα. Μεταφράζεται σε άλλες γλώσσες του κόσμου και τα κομμάτια της γίνονται τμήμα συνεχών συνθέσεων και ανασυνθέσεων. Η ίδια τα αποχωρίζεται με ευκολία και αστείρευτα βγάζει από το συρτάρι της καινούρια-ξεχασμένα κομμάτια. Η γραφή της είναι ανεξάντλητη. Εμπνευσμένη από μοτίβα της καθημερινότητας δημιουργεί ένα πολιτικό, κουίρ, έντονα συναισθηματικό και αμφίθυμο μουσικό κολλάζ που ερμηνεύεται πολλαπλά. Όλα αυτά τα χαρακτηρολογικά στοιχεία εμφανίζονται τη στιγμή των συνομιλιών μας, γενναιόδωρα και φυσικά. Η μεθοδολογική επιλογή να παρουσιάσουμε πολυμεσικά τη συνέντευξη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αφεθήκαμε στο ρυθμό της Λένας Πλάτωνος κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας, ελπίζουμε να είναι, έστω και λίγο, συμβατά με «το ύφος το πλατωνικό.»

Ευχαριστίες για αυτή τη συνέντευξη οφείλονται σε πολλές και πολλούς. Πρώτα από όλα σε όλα τα μέλη της συντακτικής ομάδας του Marginalia που αγκάλιασαν το «Project Λένα» από την αρχή. Ιδιαίτερα στον Στέλιο Χρονόπουλο που συντόνισε όλη την προσπάθεια εξαρχής, επιμελήθηκε την παρουσίαση και έθεσε το αρχικό ερώτημα το οποίο και υποστήριξε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας: «Μπορούμε να πειραματιστούμε με αυτό το υλικό;» Ευχαριστίες οφείλονται και στον Χρήστο Κουλαφτάκη (кʊʟᴀ) που σχεδίασε με αγάπη την καινούρια σελίδα, το κεντρικό εξώφυλλο-poster και επιμελήθηκε καλλιτεχνικά τις 18 θεματικές ενότητες, ακολουθώντας την επιθυμία της Λένας Πλάτωνος να χρησιμοποιηθεί το αυτοβιογραφικό πορτραίτο-κολάζ που είχε δημιουργήσει ως δώρο στον πατέρα της. Ευχαριστίες θα πρέπει να δοθούν επίσης στην Λητώ Τσίτσου, τη Δήμητρα Αλιφιεράκη, τον Χρήστο Μάη και ξανά στον Στέλιο Χρονόπουλο που προσέθεσαν κάποια δικά τους ερωτήματα στο αρχικό σώμα του οδηγού συνέντευξης (οδηγός που όπως πάντα ανατράπηκε σε κάποιο βαθμό κατά τη διάρκεια των συνομιλιών). Θερμά ευχαριστούμε και την ομάδα της sociality για την ανάληψη ενός απαιτητικού πρότζεκτ και για την τεχνική υλοποίηση της ιδέας μας. Τέλος, είμαστε ευγνωμονούσες και ευγνώμονες στην Λένα Πλάτωνος, που μας υποδέχτηκε και μας ταξίδεψε στο σύμπαν της. Την ευχαριστούμε επίσης από καρδιάς που μας επέτρεψε να την βιντεοσκοπήσουμε καθώς απαγγέλλει ένα ανέκδοτο ποίημά της γραμμένο το 1989, το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό μας, για πρώτη φορά.

Αυτό, λοιπόν, το παιδί της συνάντησης πολλών επιθυμιών παρουσιάζουμε σήμερα.

Ανολοκλήρωτο φύλλο ημερολογίου , Αύγουστος-Δεκέμβριος 2020

Έμαθα τη Λένα από την αγαπημένη μου φίλη την Ειρήνη Συνοδινού κάπως αργά, όταν συναντηθήκαμε στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό της Φιλοσοφικής ως συμφοιτήτριες. Έλεγε: «Να ακούσουμε Λένα» ή θα «πάω στη Λένα» εννοώντας πως θα πάει σε κάποια συναυλία της και κυρίως την έμαθα κάπως καλύτερα όταν ακούγαμε μαζί το κοπερτί σε στίχους της Μαριανίνας Κριεζή και σύνθεση της Λ.Π. Έτσι η Πλάτωνος έγινε η Λένα και για μένα. Καθώς περνούσαν τα χρόνια συνέχιζα να ακούω τη Λένα σε όλες τις στάσεις και κατά περιόδους κάποιος στίχος της γινόταν το μότο μιας περιόδου ή μιας συνάντησης, γινόταν το υστερόγραφο ενός γράμματος, συνήθως ερωτικού. Νομίζω πως δεν περιγράφω κάτι πολύ ιδιαίτερο και πως αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλές από εμάς. Θα έλεγα χωρίς ντροπή πως ακούω τη Λένα με το μουσικό πάθος το εφηβικό μου. Επιστρέφοντας από την έρευνα πεδίου στην Ανδαλουσία για το καρναβάλι, εν μέσω καραντίνας επικοινώνησα με τη Λένα για να πραγματοποιήσουμε αυτή τη συνέντευξη. Δεν ξέρω γιατί δεν επέμεινα στην επεξεργασία των ερευνητικών μου συνεντεύξεων σε εκείνη τη φάση, πάντως, και ενώ ένιωθα τα deadlines να με πιέζουν ασφυκτικά, ήθελα να απευθυνθώ σε εκείνην για να μου λύσει κάποιες απορίες όπως : «Αν υπάρχουν πιθανότητες στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας» και αν «θα συναντηθούν ποτέ στο σαλούν ο γιος του μεγάλου Μανιτού και η κρέμα του φλογάτου παγωτού».

Μπορέσαμε τελικά να συναντηθούμε το καλοκαίρι του 2020 και να πραγματοποιήσουμε κάποιες συνομιλίες που ακολούθησαν κάποιων τηλεφωνικών επικοινωνιών και κάποιων γραπτών μηνυμάτων. Με υποδέχτηκε στο σπίτι της, στο Χολαργό, στο ροζ δωμάτιο με το μεγάλο πιάνο και τους καθρέφτες της. Δεν ήταν καθόλου αδιάφορη ως προς τη δική μου ζωή και, εκτός από το να αφηγείται, άκουγε πολύ και με προσοχή. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας, ηχογραφημένων και μη, ακούγαμε Μότσαρτ και αυτό αναμφίβολα προσέδιδε μια θεατρικότητα στη συνάντησή μας, η οποία ήδη γεννούσε την ανάγκη μου να μοιραστώ αυτή την εμπειρία ηχητικά. Ταυτόχρονα, η γνώση ότι ακούει διαρκώς μουσική στο σπίτι της με κάνει να την φαντάζομαι σε αυτή την συνθήκη αιώνια.

Η Λένα έχει μια δική της σύνταξη, ποιητική ήδη στον καθημερινό της λόγο όπως διαπιστώνω ακούγοντας ξανά τη συνέντευξη. Το ουσιαστικό προηγείται του επιθέτου αφού το ουσιαστικό για κάποια δευτερόλεπτα μοιάζει να αναζητά από το βάθος της Λένας ποιο επίθετο θα το συνοδεύσει. Καθώς αφηγείται τους τρόπους με τους οποίους δημιουργεί γίνεται αντιληπτό πως τις περισσότερες φορές το υλικό από το οποίο αντλεί είναι αυτοβιογραφικό. Ακούγοντας τις αφηγήσεις της μετέχουμε, έστω λίγο, στους απρόβλεπτους, ποικίλους και λεπτούς μετασχηματισμούς ενός αυτοβιογραφικού υλικού σε τέχνη. Εκείνη το μετουσιώνει σε τέχνη μέσα σε ελάχιστο χρόνο έχοντας εξασκήσει από μικρή τη σουρεαλιστική γραφή μαζί με την ξαδέρφη της, την ποιήτρια Ελένη Αστρινάκη. «Νά μια γυναίκα που γράφει την εαυτή της», σκέφτομαι, με το νου μου να πηγαίνει στην Ελέν Σιξού και το γέλιο της Μέδουσας.

Τη στιγμή που βρίσκομαι απέναντι της πίνοντας τσάι και τρώγοντας ένα κατακόκκινο, δροσερό ζελέ φρούτων έχω σχεδόν νανουριστεί από τη ρυθμικότητα της φωνής της, διατηρώντας όμως τις αισθήσεις μου ζωντανές. Νομίζω πως είμαι σε όνειρο και χάνω κάπως την αίσθηση του χρόνου. Μάλιστα στην πρώτη συνάντηση, διαπιστώνουμε πως συνομιλούμε για πέντε συνεχείς ώρες. Στη δεύτερή μας συνάντηση στέκομαι με δέος μπροστά στις κόλλες χαρτιού που ονομάζει ημερολόγια και που βρήκε σε κάποιο ξεχασμένο κουτί στην αποθήκη της. Δεν ξέρω τι να κάνω με αυτά. Ξεχνιέμαι διαβάζω διαγώνια κάποιους στίχους και φωτογραφίζω κάποια φύλλα. Αν και μου το επιτρέπει νιώθω πως διαβάζω κάτι απαγορευμένο. Κρατώ τη γενναιοδωρία με την οποία τα μοιράζεται αλλά τα κοιτώ από απόσταση. Ίσως σε μια άλλη στιγμή αν επιστρέψω να μπορέσω να τα διαβάσω. Κάποια στιγμή όμως σηκώνει ένα φύλλο και μου διαβάζει ένα ανέκδοτό της ποίημα. Λίγο πριν φύγω δοκιμάζουμε κάποια καλοκαιρινά καπέλα, κοιτάμε κάποια υφάσματα και βγάζουμε κάποιες σέλφι με παιχνιδιάρικη διάθεση. Έπειτα παίζει κάποιες νότες στο πιάνο σιγοτραγουδώντας.

Φεύγω με τις τσέπες γεμάτες από πιθανότητες ευτυχίας.


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Αγαπώ τη γλώσσα σαν μουσική

Κατερίνα Σεργίδου (Κ.Σ): Ας ξεκινήσουμε λοιπόν
Λένα Πλάτωνος (Λ.Π): Ο Μότσαρτ δεν μας πειράζει ε; Καθ’ όλη τη διάρκεια των συνομιλιών μας που ηχογραφώ στο σπίτι της Λένας Πλάτωνος, ακούμε κλασική μουσική, συνήθως Μότσαρτ. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, μαθαίνω πως στο σπίτι της ακούγεται μουσική διαρκώς. Στο μικρό δείγμα ηχητικών αποσπασμάτων που δημοσιεύουμε η προσεχτική αναγνώστρια-ακροάτρια μπορεί να ακούσει τη μουσική, στο φόντο των συνομιλιών μας.
Κ.Σ: Καθόλου δε μας πειράζει, μας αρέσει πολύ. Λοιπόν θα ξεκινήσω με μια σκέψη. Κυκλοφορεί μια πολύ ιδιαίτερη φωτογραφία σας. Κάθεστε πίσω από μια κονσόλα και είστε σαν μια πολύ κουλ βασίλισσα της ηλεκτρονικής μουσικής. Με ένα τσιγάρο στο χέρι. Και τώρα, δηλαδή. Σκέφτομαι συνειρμικά αυτή την ιστορία που λέγατε στη συνέντευξή σας στον Μποσκοΐτη για το παιδί θαύμα, όπως σας αποκάλεσαν, που κάθεται στο πιάνο το 1954 και παίζει μουσική. Η Λένα πάνω από την κονσόλα, ή η Λένα πάνω από το πιάνο…
Λ.Π: Κυρίαρχη των υλικών της…
Κ.Σ: Ακριβώς. Και όπως φωτογραφίζεστε σε αυτό το στιγμιότυπο φαίνεται και πολύ φυσικό.
Λ.Π.: Είμαι στο φυσικό μου περιβάλλον.
Κ.Σ.: Έγιναν όλα τόσο φυσικά;
Λ.Π: Σε σχέση με τη μουσική τα περισσότερα ναι, για να μην πω ότι δεν είχα δυσκολίες, αλίμονο. Αλλά τα περισσότερα ναι, τα κατακτούσα και τα κατακτώ χωρίς κόπο. Έχω ένα τρόπο. Δεν μπορώ να στον πω ακριβώς τον τρόπο αυτό. Αλλά έχω τον τρόπο μου, ξέρω ‘γω; Είναι μια επιμονή, μια εσωτερική θέληση μεγάλη για να κατακτήσω κάτι. Και έχω υπερβολική πίστη στον τρόπο που θα το κατακτήσω αυτό τεχνικά και θα βρω τις ισορροπίες τις καλλιτεχνικές μέσα της. Έχω μια τρομερή πίστη σε αυτό. Το είχα από μικρό παιδάκι αυτό. Ίσως και όταν έπαιξα στο πιάνο τα κάλαντα. Γιατί τα κάλαντα έπαιξα τότε.

Κ.Σ.: Και η στιγμή της δημιουργίας πως είναι; Όταν δημιουργείτε ένα τραγούδι, ποια είναι η διαδρομή;
Λ.Π: Πώς είμαι; Χαρούμενη. Λίγο σκεφτική, αλλά χαρούμενη. Πολύ ανοιχτή, δεν είμαι κλειστή. Ξέρεις εγώ είμαι πολύ ποιήτρια. Αυτό το κατάλαβα όταν μελοποίησα τον Καρυωτάκη και τη «Λιλιπούπολη». Διότι τα λόγια της Μαριανίνας Η Λ.Π αναφέρεται στη στιχουργό Μαριανίνα Κριεζή, που ανάμεσα στα άλλα έγραψε τους στίχους των τραγουδιών για τη ραδιοφωνική εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη.» με απογείωσαν. Λίγο μετά, όταν άρχισα να φτιάχνω τα δικά μου λόγια, που είναι μια ολόκληρη ιστορία το πως άρχισα να τα φτιάχνω, ανακάλυψα ότι η γλώσσα για μένα είναι ένα κλειδί του παραδείσου –πώς να στο πω;– το οποίο είναι ισάξιο με το κλειδί της μουσικής που με πηγαίνει προς τον παράδεισο. Γι’ αυτό και προς τον παράδεισο εννοείται πως υπάρχουν και πτυχές της κόλασης μέσα στις διαδρομές. Οι διαδρομές είναι πολυδιάστατες αλλά είναι ένας παράδεισος, στην ουσία. Αγαπώ τη γλώσσα σαν μουσική, την αισθάνομαι τελείως μουσικά τη γλώσσα. Αυτό να στο εξηγήσω περισσότερο δεν μπορώ. Μέχρι εδώ μπορώ να φτάσω να σου πω.

Κ.Σ.: Πότε αποκτήσατε συνείδηση αυτού που λέτε; Πότε αρχίζετε να ακούτε σαν μουσική τη γλώσσα;
Λ.Π.: Απέκτησα συνείδηση σιγά-σιγά μέσα από τη ροκ μουσική, στις αρχές του ’70 όταν άκουσα τον εξαιρετικό δίσκο των White Noise, An electronic storm, ο οποίος ήταν εντελώς πρωτοπορία εκείνη την εποχή και ερχόταν από την Αγγλία. Κλείνω τα μάτια μου γιατί έτσι τα βλέπω τα πράγματα πιο καλά. Καθώς συνομιλούμε, πολλές φορές η Λ.Π. κλείνει τα μάτια της και αφηγείται. Όπως μου εξηγεί η ίδια, έτσι βλέπει τα πράγματα πιο καλά. Προσπαθώ να μη τη διακόπτω. Κάποιες φορές δεν το κατορθώνω και τότε ταράζεται, ξυπνά σαν από όνειρο. «Που είχαμε μείνει;» μου λέει. Οι αφηγήσεις της έχουν πάντα ειρμό. Δε χάνεται στο βάθος της. Όμως η ανάμνηση που αφηγείται χρειάζεται να ανασυρθεί και αυτό προϋποθέτει μια βουτιά με τα μάτια της κλειστά. Καθώς μιλά, τη φαντάζομαι να βουτά σε ωκεανούς ηδύποτων χρώματος ρουμπινί. Από τότε θυμάμαι ότι τα λόγια με τη μουσική ήταν ένα πράγμα μέσα μου. Ξέρεις εγώ είμαι πολύ παιδί της ροκ μουσικής και αργότερα της ηλεκτρονικής που άρχισε με το electronic storm. Στη Βιέννη. Τώρα για να έρθουμε στα δικά μου, όταν τελείωσα τον Καρυωτάκη, θέλησα να συνεργαστώ με την Μαριανίνα. Να φτιάξουμε έναν δίσκο ροκ. Και αρχίσαμε αυτό που αργότερα θα γινόταν το «Σαμποτάζ». Όμως με την Μαριανίνα, για κάποιους λόγους, αρχικά δεν ήταν εφικτή αυτή η συνεργασία. Και εγώ τότε έκλαψα πάρα πολύ. Εκείνη την εποχή ήμουν με έναν άνθρωπο που ήταν πολύ βοηθητικός, και ένα πρωί, ξυπνάω με μια αφόρητη διάθεση σκεφτόμενη: «Τι θα κάνω χωρίς τη Μαριανίνα;» Αυτή λοιπόν η αφόρητη διάθεση δεν άργησε να μετεξελιχθεί σε μια τεράστια γνώση δυνατότητας ότι μπορούσα εγώ η ίδια να κάνω κάτι. Και πώς νομίζεις ότι θα το έκανα αυτό; Αν αγόραζα μια γραφομηχανή σαν της Μαριανίνας. Είχα δει και πού την πουλούσαν, ήταν στο κέντρο της Αθήνας, μια Brother κόκκινη με μαύρο. Aν, δηλαδή, έβλεπα τα γράμματά μου τυπωμένα να τα κρίνω αντικειμενικά –αυτό για μένα θα ήταν το αντικειμενικό– να μην βλέπω τον κόπο της ψυχής μου μέσα στο γράψιμο, στο χειρόγραφο. Ξυπνάω λοιπόν τον Ηρακλή χαρούμενη πια, αφού είχα περάσει το Γολγοθά μου τον εσωτερικό, και έτσι με μια αναγεννησιακή διάθεση φοβερή του λέω «Ηρακλή, σε παρακαλώ πολύ, αν θέλεις σου φτιάχνω ένα καφεδάκι, το πίνουμε γρήγορα και με πας στο κέντρο της Αθήνας στην τάδε στοά, έχω τα χρήματα να πάρουμε αυτή τη γραφομηχανή». Και μου λέει ο Ηρακλής «εντάξει, χρυσό μου, πάμε». Και έτσι αγοράζω τη μηχανή, πέφτω με τα μούτρα και αρχίζω να γραφώ σουρεαλισμό. Τον σουρεαλισμό τον ήξερα καλά από μικρή, από 15-16 χρονών, όταν γράφαμε και με τη Λένα, τη ξαδέρφη μου, Εδώ η Λ.Π αναφέρεται στην εξαιρετική ποιήτρια και ξαδέρφη της Ελένη Αστρινάκη η οποία απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 2018. Την Ελένη Αστρινάκη η Λ.Π αποκαλούσε Λένα. Οι δύο Λένες μεγάλωσαν μαζί. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας, γίνεται συχνή αναφορά στην Ελένη Αστρινάκη (Λένα) για την οποία η Λ.Π μιλά με πολλή αγάπη. και με τη Σοφία τη Γιαννάτου, την αδερφή της Σαβίνας, που ήμασταν συμμαθήτριες στο σχολείο. Γράφαμε κωμωδίες, δικής μας έμπνευσης, και σουρεαλιστικές καρικατούρες των ποιημάτων που διαβάζαμε τότε, των μεγάλων ποιητών, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου. Γράφαμε διάφορες κωμωδίες, διάφορες τραγωδίες, διάφορα ποιήματα και σκάγαμε στα γέλια. Αλλά είχε αναπτυχθεί πολύ το σουρεαλιστικό γράψιμο μέσα μας γιατί το κάναμε πολύ καιρό αυτό. Εκεί λοιπόν κατέφυγα εγώ, στην πρώτη γραφή αυτή, τη σουρεαλιστική και έγραφα έτσι, ώστε να μην με ενδιαφέρει τι γράφω. Ήθελα να μπω στην απόλυτη ελευθερία και από εκεί να δω τι ζουμί θα βγει.

Κ.Σ.: Αναρωτιέμαι, υπάρχει λαϊκή Λένα;
Λ.Π.: Ναι, ναι, πολύ. Όταν ήμασταν 16-17 χρονών, με τη Λένα είχαμε δύο παρέες. Μια παρέα ελιτίστικη και ποίησης υψηλής και μια παρέα με λαϊκά παιδιά τελείως. Και βεβαίως κάναμε και λαϊκά πάρτι. Το συζητούσαμε αυτό το ζήτημα και λέγαμε «κοίταξε να δεις, έτσι είμαστε». Σε αυτό μοιάζαμε πολύ με τη Λένα. Και πιστεύω ότι η Λένα αυτό το έφερε μέσα της γενικά. Τους δύο κόσμους. Στην εφηβεία, αυτά τα χρόνια τα συγκλονιστικά που γράφαμε τις κωμωδίες και τις τραγωδίες τις σουρεαλιστικές, οι παρέες μας ήταν κοινές, και οι έρωτές μας είχαν φοβερή ταύτιση. Και όλα τα παιδικά χρόνια στην Κρήτη. Τι κάναμε! Τι θέατρα παίζαμε! Η Λένα ήταν πολύ καλή ποιήτρια. Κι αυτή διττή. Τουλάχιστον διττή. Αυτό το είχαμε αναπτύξει μαζί. Μπορεί να ήταν και της οικογένειάς μας. Μπορεί να ήταν στο DNA μας, ξέρω ‘γω; Αλλά πάντως ακουμπούσαμε και στο ένα μέρος και στο άλλο. Για τα καλά αυτό είχε φανεί στα 16 με 17 μας χρόνια, όταν πια φτιάχναμε τις παρέες μας.

Aυτή είναι η ιστορία με την ποίηση μου. Δεν είναι ενδιαφέρουσα;

Κ.Σ: Αυτόματη γραφή δηλαδή.
Λ.Π: Αυτόματη γραφή. Έγραφα δε και γράμματα σε φίλους στο εξωτερικό. Είχα μάλιστα και το κόμπλεξ το μεγάλο, ότι δεν μπορώ να κάνω ομοιοκαταληξία. Και άρχισα να γράφω με ομοιοκαταληξία, πάλι σουρεαλιστικά. Ένα από αυτά τα κείμενα, όταν το κοίταξα μερικά χρόνια αργότερα, ήταν τόσο καλό, που το έβαλα μέσα στο «Το Σπάσιμο των πάγων» και είναι «Το ντουλάπι της υπηρεσίας», αν το ξέρεις. Αυτόματη γραφή, λοιπόν, αλλά με ειρμό καθαρότατο. Κάπως έτσι ξεκίνησα και είναι τότε που η Μαριανίνα επανέρχεται, μετά από μερικούς μήνες, και μου λέει «πάμε να αγοράσουμε κάτι ινδικά φουστάνια.» Εγώ κατάλαβα, δεν έμπαινε στο θέμα κατευθείαν , πήγαινε πλαγίως, κατάλαβα ότι τα ινδικά φουστάνια σήμαιναν ότι αρχίζουμε να γράφουμε μαζί πάλι τραγούδια. Όπως και έγινε. Και αρχίζουμε να γράφουμε μαζί, τα τραγούδια του «Σαμποτάζ». Αυτή ήταν πολύ ερωτευμένη τότε με έναν κιθαρίστα και εγώ πιο ελεύθερη συναισθηματικά. Μάλλον ήμουν κάπως απασχολημένη από εκεί και πέρα με τον Γιάννη τον Παλαμίδα Η συνεργασία με τον Γιάννη Παλαμίδα ξεκινά το 1981, όταν συμμετέχει στο «Σαμποτάζ» ως ερμηνευτής. Έκτοτε τόσο ο Γ.Π. όσο και η Σαββίνα Γιαννάτου συνεργάζονται με τη Λένα Πλάτωνος. Και οι δύο πρωταγωνιστούν συχνά στις αφηγήσεις της Λ.Π. Ο Γιάννης Παλαμίδας και η «Σαββινούλα» αναφέρονται με τρυφερότητα από τη Λ.Π. και με την προσωπικότητα του. Διότι είχε μια εξαιρετική προσωπικότητα. Έκανε μαθητεία δίπλα μου. Του έμαθα κλασική μουσική, τζαζ τρίτο ρεύμα και αυτός εκστασιαζόταν. Θυμάμαι ακούγαμε Ραχμάνινοφ, κάτι λειτουργίες με έναν τενόρο εξαίσιο. Λοιπόν εγώ ήμουν γοητευμένη με τον Γιάννη και με τη φωνή του και έγραφα για τον Γιάννη, για τις δυνατότητες της φωνής του, αλλά βεβαίως και για τις δυνατότητες της Σαββίνας που την ήξερα αρκετά καλά πια, φωνητικά, γιατί είχαμε δουλέψει μαζί τον Καρυωτάκη. Εκείνη την εποχή λοιπόν, εγώ συνέχιζα να γράφω και μια μέρα που κάναμε διάλειμμα και ήμασταν με τη Μαριανίνα, με την οποία κοιμόμασταν και στο ίδιο σπίτι –ήμασταν μαζί όλη τη μέρα, ξέρεις, λειτουργούσαμε σαν γκρουπ– της λέω «βρε Μαριανίνα, γράφω και εγώ κάτι.» Είχα αρχίσει να γράφω ένα τραγούδι και της το διάβασα: «Βάλε λοιπόν το φουστανάκι σου το ηλεκτρίκ και σκέψου πως η περασμένη σου η ζωή ήταν ένα τρικ.» Έτσι πήγαινε το ρεφραίν. Ενθουσιάζεται η Μαριανίνα μου λέει: «Είσαι έτοιμη». Λέω «τι έτοιμη;» «Για να κάνεις δικό σου δίσκο» μου λέει. Η Μαριανίνα μου το είπε αυτό. Η μεγαλοσύνη της. Αυτό το έχω εκτιμήσει αφάνταστα. Γιατί και εκείνη είχε και έχει πολύ μεγάλο ταλέντο. Και πιστεύω ότι οι άνθρωποι με ταλέντο έχουν και μεγαλοσύνη μέσα τους. Δεν έχουν τσιγκουνιά, τελείωσε! Όταν βλέπουν το ωραίο ξεβρακώνονται, για να στο πω έτσι ξεκάθαρα και απλά. Λοιπόν μου λέει, «ο επόμενος σου δίσκος θα είναι προσωπικός. Πώς κάνει ο Κηλαϊδόνης;» Δικούς σου στίχους, δική σου μουσική αλλά και δική σου ερμηνεία. Γιατί με είχε ακούσει φυσικά να ερμηνεύω στη «Λιλιπούπολη». Εκεί είχα δώσει τα δείγματα της ερμηνείας μου. Και μου ανοίγει, βέβαια, ένα ξέφωτο εκείνη τη στιγμή η Μαριανίνα, τεράστιο. Τότε εγώ άρχισα να κινητοποιούμαι τρομαχτικά. Και παράλληλα με το «Σαμποτάζ» άρχισα να φτιάχνω τις «Μάσκες Ηλίου». Το ’81. Όχι ότι δεν τις δούλεψα και το ’82 και το ’83 –που άλλαξα και σπίτι και είχα έρθει σε μια μονοκατοικία με ενοίκιο δυστυχώς, με πολλά φυτά και μπανανιές και τα λοιπά και τα είχα βάψει όλα άσπρα μέσα, μινιμαλισμός τότε στην επίπλωση και τα λοιπά– Κατά τη διάρκεια της αφήγησής της η Λ.Π αναφέρεται στα διαφορετικά σπίτια που έζησε. Κάθε μετακόμιση σηματοδοτεί και μια μετακίνηση στη ζωής της. Η αναφορά στα διαφορετικά σπίτια κινητοποιεί συναισθήματα. Έτσι η Λ.Π. θυμάται την επιστροφή στο πατρικό της, το σπίτι με τις μπανανιές, το σπίτι από το οποίο την έδιωξαν οι ιδιοκτήτες όταν έγραψε το τραγούδι για τον Μάρκο, τον σκύλο. Συχνά αναφέρεται στις παρεμβάσεις που έκανε στα διαφορετικά της σπίτια όπως στην περίπτωση του σπιτιού με τις μπανανιές. και είχα ριχτεί στα συνθεσάιζερ με έναν άλλο τρόπο πια, με τετρακάναλο. Μπορούσα να γράφω και να ετοιμάζω τα ντέμο μόνη μου. Kαι μπήκα πλέον σε έναν άλλο ρυθμό –δικό μου και μουσικά εννοώ– με τα συνθεσάιζερ. Αυτή είναι η ιστορία με την ποίηση μου. Δεν είναι ενδιαφέρουσα;
Κ.Σ: Τρομερά
Λ.Π: Τρομερά (γέλια). Ήταν μια μεταμόρφωση, ας πούμε μια ιστορία του Φοίνικα, του πουλιού της αναγέννησης. Από εκεί που ήμουν στα τάρταρα, ξαφνικά με τον Ηρακλή πήγαμε και αγοράσαμε τη γραφομηχανή.

Κ.Σ: Ακούγοντάς σας, μου δημιουργήθηκε η ερώτηση: Έχετε τη γραφομηχανή; Κρατάτε τα υλικά ίχνη του παρελθόντος σου;
Λ.Π: Δεν τα κρατάω. Ξέρεις δεν είμαι ο τύπος που κρατάει. Μπορεί να βλέπεις εδώ μέσα διάφορες αντίκες. Αυτά είναι αγορασμένα όταν ξαναγύρισα στο σπίτι, μετά από μια μεγάλη περίοδο που έζησα στο σπίτι με την μητέρα μου, μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Εκεί δηλαδή έζησα και το δικό της θάνατο, στο πατρικό μου σπίτι. Όταν γύρισα εδώ είχα λίγα χρήματα και άρχισα να το φτιάχνω. Το έφτιαξα σε ένα κάπως διαφορετικό στυλ, χωρίς μέσα μου να έχω αλλάξει ουσιαστικά, μουσικά ας πούμε. Και όλα αυτά τα πράγματα, που αγόρασα και που τα αγοράζω και τώρα, αντιπροσωπεύουν αυτό που σου είπα στην αρχή. Είναι πράγματα που τα θαυμάζω καθαρά σαν έργα τέχνης. Αλλά δεν τα έχω συνδέσει με κάποιες εποχές. Δηλαδή είναι ελεύθερα από μένα συναισθηματικά.
Κ.Σ: Δεν έχουν βάρος δηλαδή…
Λ.Π: Πολύ ελεύθερα. Δηλαδή, μπορώ και να τα εξαφανίσω σε ένα ντουλάπι όλα αυτά και να πω, «τώρα αφήνω ένα βάζο πάνω στο τραπέζι· στο πιάνο». Μπορώ να το κάνω αυτό χωρίς κανένα κόστος συναισθηματικό. Ή μπορεί και να τα χαρίσω, ας πούμε. Κάπως έτσι είναι και η σχέση μου με τα ημερολόγια μου. Γραφώ ημερολόγια και τα πετάω μετά. Δεν τα κρατάω. Λέω «αυτό πέρασε, πάει». Η σχέση μου με το παρελθόν είναι κάπως έτσι.
Κ.Σ: Είστε ελεύθερη από τον χρόνο λοιπόν.
Λ.Π: Ναι, είμαι ελεύθερη από το παρελθόν. Εκτός από μερικά πρόσωπα που έχουν φύγει. Αυτά μπορώ να σου πω με κρατάνε, με δένουν, και ξεσπάω πολλές φόρες σε κλάμα και λέω «Γιατί μου έφυγες; Γιατί; Γιατί;», υπάρχει αυτό το «γιατί».
Κ.Σ: Αλλά αυτό βγαίνει από μέσα σας, δεν χρειάζεστε το αντικείμενο ως αναμνηστικό.
Λ.Π: Όχι, κανένα αντικείμενο, αυτό είναι σκέτο συναίσθημα. Αυτά με τη γλώσσα και με τη Μαριανίνα.

Το σούπερ όνειρο

Φωτογραφία ημερολογίου σε κόλλα χαρτί. To κείμενο έχει γραφτεί στις 22.7.83.
Αν και η Λ.Π. φαίνεται να μην έχει κρατήσει πολλά ίχνη του παρελθόντος μετά από παράκλησή μου ανακαλύπτει στην αποθήκη της ένα κουτί με χειρόγραφες σημειώσεις, ποιήματα, σελίδες από ημερολόγια και παρτιτούρες. Με αφήνει να τα φωτογραφίσω. Ανακαλύπτω έτσι ένα κείμενό της που περιγράφει «εκείνο τα σούπερ όνειρο». Την ρωτώ αν τα έγραψε στην κοκκινόμαυρη γραφομηχανή brother. Απαντά πως ναι, εκεί γράφει.

Η κόκκινη καρφίτσα

Κ.Σ.: Διαπίστωσα, διαβάζοντας τις συνεντεύξεις σας, ότι δεν έχετε ερωτηθεί για την πολιτική διάσταση του έργου σας. Και όμως, η φόρμα και το περιεχόμενο της δουλειάς σας είναι ριζοσπαστικά, αντισυμβατικά. Ταρακουνήσατε τα μουσικά νερά, ήδη από τη δεκαετία του ’80, με τους πειραματισμούς στη σύνθεση, με αυτή την τρυφερότητα και τη μελωδικότητα που δώσατε στην ηλεκτρονική μουσική αλλά και με τον τρόπο που μεταμορφώνετε τη φωνή σας σε μουσικό όργανο, με τους αντι-εξουσιαστικούς στίχους. Υπάρχει ξεκάθαρα ένα πολιτικό στοιχείο εδώ.
Λ.Π.: Ναι, είναι πολιτικό. Αδιαμφισβήτητα πολιτικό. Ο τελευταίος δίσκος που έγραψα πριν το θάνατο του πατέρα μου και της μητέρας μου, λογοκρίθηκε.
Κ.Σ.: Λογοκρίθηκε; Δηλαδή;
Λ.Π.: Λογοκρίθηκε και δεν είναι γνωστός. Και ήμασταν έτοιμοι να τον ανεβάσουμε, να τον παρουσιάσουμε στον κόσμο αλλά ήρθε ο Covid και μας διέκοψε. Είναι το «Μη μου τους κύκλους τάρατε». Αυτός είναι ένας καθαρά πολιτικός δίσκος στον οποίο αναφέρομαι στον καπιταλισμό, σε θέματα του περιβάλλοντος κ.λπ. Τον έγραψα το 1991, και αναφέρομαι επίσης στην έννοια της κατανάλωσης, στο τρισδιάστατο, στο πώς και η επιστήμη μπορεί να σε κλείσει σε κουτάκια και να μην σε οδηγήσει εκεί που πραγματικά πρέπει να οδηγηθείς, για να απελευθερωθείς. Ας πούμε η κβαντική είναι μια πόρτα μεγάλη αλλά είναι δύσκολο να συζητήσουμε για αυτά τα θέματα εδώ.
Λοιπόν, επιστρέφοντας στην ερώτηση για το πολιτικό στοιχείο, πρέπει να σου πω ότι είμαι αριστερή, αριστερή με την πιο ανοιχτή έννοια, όχι πιστά σε ένα αποκλειστικά κόμμα. Βέβαια, έχω υπάρξει φίλη του ΚΚΕ, και στον «Ριζοσπάστη» τη δεκαετία του ’80 αλλά και στις αρχές ’90 μου έπαιρναν παιδιά συνεντεύξεις, και δεν το έκρυβα και ούτε και είχα και λόγους να το κρύβω. Μετά έγινα φίλη του ΣΥΡΙΖΑ. Και τώρα είμαι φίλη του ολισμού και πάντως του καταμερισμού του πλούτου και ενάντια στον καπιταλισμό, τον όποιο θεωρώ μια τεραστία αρρώστια. Μας κατατρώει. Τεράστια αρρώστια, σαν τον καρκίνο.
Επιστρέφοντας στον πολιτικό εκείνον δίσκο, εγώ είχα γράψει στο «Μη μου τους κύκλους», το «Πιστεύω», όπως είναι το «Πιστεύω» και είχα αντικαταστήσει ορισμένες φράσεις, και ορισμένα ονόματα με το «Πιστεύω εις έναν κωδικό αριθμό». Μου το είχαν κόψει και το ξανά-ανέβασα τα τελευταία χρονιά, Οι λογοκριμένοι στίχοι του τραγουδιού «Υπεραγορά Ι» (Μη Μου Τους Κύκλους Τάρατε, 1991).
Στην πρώτη ερμηνεία του τραγουδιού συμμετείχε και η Κατερίνα Κούκα.
«Πιστεύω εις έναν Κωδικό Πατέρα Παντοκράτορα
ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων
και εις έναν Κύριον Αριθμόν τον Υιόν του Κωδικού τον μονογενή
του εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.
Φως εκ φωτός. Κωδικόν αληθινόν εκ Κωδικού αληθινού
γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιω τω πατρί δι ου τα πάντα εγένετο.
Τον δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν
κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ πνεύματος Συμφέροντος
και Απληστίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα.
Και Σταυρωθέντα επί Ημερών Ενανθρωπήσεως
και παθόντα και ταφέντα εις τους Υπολογιστάς
και αναστάντα την τρίτην ημέρα κατά την Μαζικήν Πληροφόρησιν
και ανελθόντα εις τους ουρανοξύστας
και καθιζόμενον εκ δεξιών του Κωδικού Πατρός
και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης
κρίναι ζώντας και νεκρούς
ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.
Και εις την Κάρταν την Αγίαν την Ζωοποιόν
την εκ του Πατρός εκπορευομένην και συνδοξαζομένην
και λαλήσαν δια του Πολιτισμού.
Και εις μίαν Αγίαν Κωδικήν Εξουσίαν
ομολογώ εμβάπτισμα εις τας σχισμάς των Υπολογιστών
προσδοκώ ανάστασιν νεκρών
και ζωήν Κωδικήν του μέλλοντος αιώνος
Αμήν, Αναστασία.»
μου το είχε λογοκρίνει η εκκλησία και το κράτος Μητσοτάκη εκείνης της εποχής. Ο Μητσοτάκης ο πατήρ. Το ’91.
Κ.Σ.: Σκοτεινά χρόνια και αυτά. Και σας το λογόκριναν ως βέβηλο; Αυτό είναι τιμή, βέβαια. Παράσημο.
Λ.Π.: Ναι, είναι. Είχα μάλιστα πάει στου ΚΚΕ τον σταθμό, στον Περισσό, και είχα κάνει εκεί μια εκπομπή με τον Νότη τον Μαυρουδή. Είχα μιλήσει για αυτό το τραγούδι, γιατί είχε γίνει μεγάλο σκάνδαλο τότε. Και είχα πει ότι το παρουσίασα έτσι, γιατί σκέφτηκα ότι αυτό που στην πραγματικότητα ισχύει σαν «Πιστεύω» είναι αυτό που έγραψα εγώ. Όχι ότι δεν είμαι υπέρ του «Πιστεύω εις έναν Θεό», αλλά το «Πιστεύω» που ήδη ισχύει, μεταξύ μας, είναι το «Πιστεύω εις μίαν κάρτα». Έγινε χαμός και έτσι μου το έκοψαν οι παπάδες. Κάποια στιγμή έδωσα και μια συνέντευξη τύπου. Παρευρέθηκαν όλα τα μέσα και προσπάθησα να τους εξηγήσω αυτό το σκεπτικό. Αλλά δεν είχαν καθόλου τη διάθεση να ακούσουν την αλήθεια. Και αυτό εμένα με απογοήτευσε παρά πολύ.
Κ.Σ.: Αυτό το τραγούδι και η ιστορία του μας οδηγούν στην καρδιά του συστήματος και του προβλήματος αφού εμπλέκονται η εκκλησία, τα ΜΜΕ, όλο το σύστημα…
Λ.Π.: Όλο, ναι! Και ανελθόντα εις τους ουρανοξύστες καθήμενος εκ δεξιών του κωδικού πατρός και τα λοιπά.
Κ.Σ.: Και μια και μου το λέτε αυτό, σκέφτομαι το κομμάτι «Τι νέα, Ψιψίνα;» και τον στίχο σας «Του συστήματος η συστολή και η διαστολή συχνά μας έχει εγκαταλείψει σ’ ένα σταθμό με μια βαλίτσα που όμως μέσα της υπάρχει η κόκκινη καρφίτσα που σύντομα θα σπάσει του σύμπαντος την πλαστική στολή.» Υπάρχει άραγε ακόμα αυτή η κόκκινη καρφίτσα; Πού θα μπορούσαμε να τη βρούμε;
Λ.Π.: Εγώ νομίζω ότι υπάρχει η κόκκινη καρφίτσα αυτή τη στιγμή, χωρίς να την περιορίζω σε κόμματα, οπωσδήποτε υπαρκτά. Και πιστεύω ότι είναι του ανθρώπου με Αλφα κεφαλαίο, το εφόδιο να αλλάζει τις πραγματικότητες προς μια κατεύθυνση πιο υγιή.
Κ.Σ.: Και τώρα με την Αμερική, παρακολουθείτε όλη αυτή την εξέγερση; Το κίνημα του «Black lives matter»;
Λ.Π.: Βλέπω, ναι, παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον.
Κ.Σ.: Και εκεί η κόκκινη καρφίτσα κάπου θα υπάρχει…
Λ.Π.: Σίγουρα. Αφυπνίστηκαν και θρήνησαν. Θρήνησαν και χρησιμοποίησαν στα προτέστ που κάνανε, ας πούμε, την κόκκινη καρφίτσα τους. Πρέπει αυτά τα πράγματα να οργανωθούν. Λείπει η οργάνωση. Δηλαδή, υπάρχει όλο το υλικό, το συναισθηματικό και το νοητικό, αλλά λείπει η οργάνωση να κατευθύνει προς ένα σημείο τα πράγματα και να έρθει σε ρήξη με το κατεστημένο. Πάντως αυτό που γίνεται στην Αμερική σήμερα, εν μέσω πανδημίας και μέσα σε όλα αυτά τα τρομερά που ζούμε, δεν μπορεί να μην είναι μια ελπίδα μεγάλη για τον άνθρωπο. Στην καρδιά του καπιταλισμού. Πρέπει να μας δίνει φτερά αυτό το πράγμα, ότι δεν είμαστε χαμένοι. Νομίζαμε –γιατί έχουμε νομίσει κάποια στιγμή– ότι είμαστε χαμένοι τελείως· και όμως, κοίταξε να δεις!

Υπάρχουν πιθανότητες ευτυχίας
στην περιοχή της Αμερικάνικης πρεσβείας;

Κ.Σ.: Ξέρετε Λένα, κάθε φορά που ακούω τους «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» θέλω να σας ρωτήσω αν υπάρχουν πιθανότητες ευτυχίας στην περιοχή της αμερικάνικης πρεσβείας, αν και ήδη το απαντήσατε. Με προλαβαίνετε πριν κάνω τις ερωτήσεις.
Λ.Π.: Τα γεγονότα μας πρόλαβαν. Τα γεγονότα, όχι εγώ.
Κ.Σ.: Επομένως, υπάρχουν πιθανότητες ευτυχίας…
Λ.Π.: Υπάρχουν και πρέπει να είμαστε πιο αισιόδοξοι.
Κ.Σ.: Πρέπει. Αυτό το τραγούδι οι «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας», είναι τόσο βαθιά ανθρωπιστικό, με συγκινεί.
Λ.Π.: Ναι, το καταλαβαίνω. Πάντως για μένα ήταν μια τρομερά συγκινητική ιστορία, ανθρώπινη και με είχε ξεσηκώσει συναισθηματικά.
Κ.Σ.: Είναι μια ιστορία πραγματική, το είχατε πει σε μια συνέντευξη, ότι είχε γίνει στο σπίτι της Σαβίνας, αν θυμάμαι καλά.
Λ.Π.: Ναι, αυτό έχει γίνει. Το έχει πει και στο φιλμ «λπ», το ντοκιμαντέρ Την ταινία «λπ» σκηνοθέτησε ο Χρηστος Πέτρου. Πρόκειται για τη μουσική διαδρομή της Λένας Πλάτωνος από τη χατζιδακική «Λιλιπούπολη» στον ηλεκτρονικό ήχο, με μια σειρά δίσκων που στη δεκαετία του ’80 αποδείχτηκαν χρόνια μπροστά από την εποχή τους. η Σαβινούλα. Μάλιστα έβλεπα την ταινία προχθές με κάτι φίλους, μετά από πολύ καιρό. Ναι, η Σαβινούλα η οποία έμενε εκεί ακριβώς, στην περιοχή της Αμερικάνικης Πρεσβείας. Δηλαδή διαδραματίστηκε μπροστά της το πράγμα. Και αυτοί οι άνθρωποι έμεναν στον πάνω όροφο.
Κ.Σ.: Και τους άκουγε να ανεβοκατεβαίνουν το ασανσέρ και να μιλάνε ρουμάνικα.
Λ.Π.: Ναι, ναι, τους άκουγε να μιλάνε ρουμάνικα και τους άκουγε να παίζουν ένα πιανάκι. Ναι, βέβαια, αυτή η ιστορία είναι αληθινή· αλλά όλες οι ιστορίες που έχω γράψει είναι αληθινές. Εκτός από μερικά αποσπάσματα, που εκεί δειλά κάνω ένα βήμα προς το μέλλον και αυθαιρετώ από την άποψη του ότι δεν ξέρω ακριβώς τι γράφω. Γράφω κάτι που θα μπορούσε να…

Θα σου πω πολλά λόγια για το Μάρκο

Κ.Σ.: Να σας μεταφέρω τώρα μια ερώτηση από τον Στέλιο τον Χρονόπουλο –μέλος και αυτός της συντακτικής ομάδας του Μαργκινάλια. Ήθελε να σας ρωτήσω για τον Μάρκο, τον σκύλο. Υπάρχει κάποια ιστορία, όπως συνήθως, για αυτό το τραγούδι; Θα μας τη διηγηθείτε;
Λ.Π.: Θα σου πω πολλά λόγια για το Μάρκο. Όταν πήγα σε ένα σπίτι στη Ξανθίπου, ένα πολύ ωραίο σπίτι με κήπο, με μπανανιές, βρήκα εκεί και ένα σκυλί το οποίο ήταν της οικογένειας που έμενε πάνω από εμένα. Των παιδιών. Είχαν χωρίσει οι γονείς λοιπόν και δεν το πήραν το σκυλί τα παιδιά μαζί. Και το σκυλί έπαθε κατάθλιψη. Καθώς φεύγανε για διακοπές η γιαγιά τους, που έμενε δίπλα, μού λέει: «Λένα, θέλεις να το αναλάβεις εσύ το σκυλί; να το ταΐζεις;» Είπα «εντάξει». Εγώ λοιπόν πήγαινα και του μιλούσα του σκυλιού. Μπήκα στη θέση του. Λόγω κατάθλιψης. Και αποκτήσαμε μια επαφή σημαντική, θα έλεγα. Στο μεταξύ, το σκυλί δεν έτρωγε καθόλου, το είχαν πάει σε γιατρό, βέβαια. Δεν νομίζω ότι του έδινε φάρμακα. Απλώς τους είπε ότι το σκυλί χρειάζεται εμψύχωση. Και το σκυλάκι έγινε καλά και δεν ήταν να πεις από τα σκυλιά που γαβγίζουν και κάνουν τα σπουδαία και τρέχουν από ‘δω και από ‘κει. Ήταν ένα ήρεμο σκυλί, με μάτια καταπληκτικά, γερά. Όταν γύρισα από διακοπές, το σκυλί το είχαν αναλάβει οι ιδιοκτήτες του και εγώ το έπαιρνα καμιά φορά και πηγαίναμε βόλτες μαζί. Μεγάλες βόλτες, με τα πόδια, στον Χολαργό, στου Παπάγου. Αυτό ερχόταν δίπλα μου, όπου πήγαινα, καθόταν, με κοίταζε στα μάτια… Μια φορά τον είχα ανάγκη, όπως λέω μέσα στο τραγούδι. Μια φορά τον είχα ανάγκη όντως, χώριζα και το πήρα μαζί μου. Και του μίλησα. Λέω στο τραγούδι: «Και μιλήσαμε τη γλώσσα των σκυλιών» τα μάτια, με κοίταζε στα μάτια. Σαν να με καταλάβαινε ήτανε. Να μην στα πολυλογώ, το σκυλί αυτό είχε περιπέτειες διότι οι ιδιοκτήτες του τον είχανε έτσι, όπως ακριβώς το περιγράφω μέσα στο τραγούδι. Πότε δεμένο, πότε λυμένο, πότε τον πήγαιναν στην Ελευσίνα να τον αφήσουν και αυτό ερχόταν με τα πόδια εδώ στο Χολαργό. Πότε λέγαν ότι θα τον βάλουν σε άσυλο, πότε τον λυπούνταν και δεν τον βάζανε. Αντιμετώπιζε αυτήν την αμφίσημη συμπεριφορά το σκυλί, η οποία πολύ θυμίζει τις συμπεριφορές γονέων, κυρίως. Αλλά επίσης, στην κλίμακα την κοινωνική, θυμίζει συμπεριφορές πολιτικών και κομμάτων. Αυτό το χρησιμοποίησα έτσι λοιπόν σε πολλά ταμπλό, με πολλές γραφές. Το θέμα είναι το εξής. Πως έγραψα τον Μάρκο;
Εκείνη την εποχή είχα χωρίσει και ήμουν πολύ δυστυχισμένη. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι και έκλαιγα μόλις ξυπνούσα το πρωί. Φαντάσου. Άνοιγα τα μάτια μου, έκλαιγα. Ένα από τα πρωινά εκείνα, λοιπόν, ξυπνάω στις έξι, καλοκαίρι, αρχίζω τα κλάματα και λέω μέσα μου: «Τώρα έχω τα μάτια του Μάρκου». Και άρχισα να το λέω και να κλαίω, να το λέω και να κλαίω. Έτσι πέρασε αυτή η κρίση, σηκώθηκα, ήπια τον καφέ μου, και κάπου εκεί στην κουζίνα –ήταν δίπλα οι κουζίνες μας με την κυρία που είχε τον Μάρκο– μου λέει αυτή ταραγμένη ότι του Μάρκου του είχαν βάλει φόλα. Είχε πεθάνει ο Μάρκος, στις 6 ώρα το πρωί. Τη στιγμή δηλαδή που εγώ είχα αυτήν την αντίδραση την τρομερή. Αυτό μου έκοψε την ανάσα. Καταρχάς λυπήθηκα τρομαχτικά που είχε χαθεί το σκυλί και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο. Τρομερά. Και ήταν– όχι, δεν ήταν καλοκαίρι, ήταν κοντά Οκτώβρης, αλλά πολύ ζεστός Οκτώβρης. Κοίταξε, τώρα, τα γεγονότα πώς συμπυκνώνονται σε χρόνο κρίσιμο. Σηκώνομαι και πάω στο συνθεσάιζερ κατευθείαν και γράφω το τραγούδι, ούτε και εγώ θυμάμαι, σαν μέσα σε όνειρο μου φαίνεται. Γράφω το τραγούδι αυτό, συγχρόνως τη μουσική του και συγχρόνως τα λόγια του. Τα έγραφα δίπλα και τα λεγα. Μέχρι που έγινε όλο, πήρε μια μορφή, συγκεκριμενοποιήθηκε, και είπα για τους ιδιοκτήτες αυτά τα πράγματα, τα οποία ήταν αληθινά. Περιττό να σου πω ότι εγώ έχασα το σπίτι αυτό λόγω του Μάρκου. Με διώξανε, ενώ θα μπορούσαν να μην με είχαν διώξει κατά πάσα πιθανότητα γιατί άκουγαν αυτό το τραγούδι να παίζει στην ΕΡΤ και αλλού. Και μου έλεγε αυτή (η ιδιοκτήτρια): «Για τον Μάρκο το έγραψες; Δεν ντρέπεσαι που έγραψες έτσι για εμάς;» Και εγώ της έλεγα: «Μα κυρία Τάδε όταν γράφουμε ένα τραγούδι που βασίζεται εν μέρει σε μια ιστορία, το περισσότερο μέρος αυτής της ιστορίας είναι φαντασία. Παίρνουμε ορισμένα στοιχεία από την πραγματικότητα.» Ενώ, εδώ που τα λέμε, ήταν όλη η πραγματικότητα. Ήταν όλο πραγματικό. Το οποίο εγώ το έγραψα και το έπαιξα σε πολλαπλή ανάγνωση. Από μένα προσωπικά, από μένα με τον Μάρκο, από μένα στη σχέση μου με τη μητέρα. Θυμάμαι, αυτό πέρασε και μετά στη σχέση με την κυβερνώσα κατάσταση αλλά και γενικότερα στη σχέση με τους πολιτικούς.

Κ.Σ.: Φοβερό…
Λ.Π.: Ναι, ναι, κάπως έτσι γράφονται τα πράγματα.
Κ.Σ.: Το κάνεις να μοιάζει πολύ φυσικό και πολύ εύκολο. Δεν είναι, αλλά…
Λ.Π.: Είδες από πόσες σήτες έχει περάσει;
Κ.Σ.: Δημιουργείς σαν όπως γεννήθηκες που είπες ότι βγήκες με τα νερά της γέννας… Σε μια από τις μη ηχογραφημένες συνομιλίες μας, η Λ.Π θυμάται την αφήγηση της μητέρας της για τη στιγμή της γέννησής της: κατά τη διάρκεια της γέννας, η Λένα Πλάτωνος ήρθε στον κόσμο, σαν να έκανε τσουλήθρα, γλίστρησε προς τα έξω μαζί με «τα νερά».
Λ.Π.: Ναι, έτσι βγήκε.
Κ.Σ.: Ωραία, την μάθαμε και αυτή την ιστορία. Ανεξάντλητες ιστορίες, πάντως.
Λ.Π.: Κοίταξε, να έχεις μάτια να βλέπεις, να έχεις αυτιά να ακούς, να έχεις αφή να αγγίζεις· και γενικότερα ή μάλλον ειδικότερα αντένα και μάλιστα ψυχική αντένα χρειάζεται. Συναισθηματικά να είσαι ευρύς να γραπώνεις αυτά που συμβαίνουν στο σύμπαν, εννοώ και στο σύμπαν το δικό σου, και στο σύμπαν το πιο ανοιχτό και…
Κ.Σ.: Και, βεβαίως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Μάρκος γίνεται σύμβολο για να μιλήσετε για πολλά ακόμα. Είναι ο Μάρκος αλλά δεν είναι μόνο ο Μάρκος.
Λ.Π.: Ακριβώς. Γι’ αυτό και στο εξωτερικό και η ίδια η ερμηνεία έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη διάδοση των τραγουδιών μου. Η ερμηνεία φαίνεται ότι είναι ευανάγνωστη συναισθηματικά. Μιλά στις χορδές, η φωνή ίσως. Καταλαβαίνουν το περιεχόμενο χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα. Αυτό είναι καταπληκτικό. Μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση.

Κουίρ Λατρεία Λένα Πλατωνία

Κ.Σ.: Λέγατε πριν ότι καμιά φορά πέρα από ιστορίες γράφετε και για το μέλλον. Ένα παράδειγμα;
Λ.Π.: Ας πούμε στις «Μάσκες Ηλίου» στο «Το παιδί της παραμονής», έχω περιγράψει ανθρώπους άφυλους ή τρανς. Και όχι πολύ συναισθηματικούς. Έτσι σκεφτόμουνα το μέλλον. Αυτό μπορώ να πω. Άκουσε το και εσύ.
Κ.Σ.: Σκέφτομαι αυτό το αφιέρωμα που έγινε για εσάς. Τις κουίρ αναγνώσεις στη Λυρική. Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά κάποιος από τους ομιλητές σας ονόμασε «Κουίρ λατρεία, Λένα Πλατωνία».
Λ.Π.: Λένα Πλατωνία. Ωραίο αυτό και μοιάζει και με ονόματα από τα «Λεπιδόπτερα». Αρασχνία, Λεβάνα… Το Δεκέμβριο του 2018 στην Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, παρουσιάστηκε η παράσταση «Queer Αναγνώσεις της Λένας Πλάτωνος» (https://www.nationalopera.gr/arxeio/arxeio-parastaseon-pe/kalitexniki-periodos-2018-2019/item/1064-queer-anagnoseis-tis-lenas-platonos) σε σκηνοθεσία του Φιλ Ιερόπουλου. Ο μουσικολόγος και θεωρητικός πολιτισμικών σπουδών Νίκος Βούρδουλας, στο πλαίσιο αυτού του αφιερώματος, παρουσίασε το κείμενο: Η Λένα Πλάτωνος και οι ραγισμένες μας καρδιές στο οποίο αναφέρει τη φράση «Κουίρ Λατρεία, Λένα Πλατωνία». Πρόκειται για ένα από τα online σχόλια που γράφονται συχνά για τη Λένα από θαυμάστριες/-ες της. Στα «Λεπιδόπτερα», στο κομμάτι «Αρασχνία Λεβάνα» λέει ένας στίχος: «Καρφιτσώνει για λίγο στο άλμπουμ την ντάμα πιστή πεταλούδα Αρασχνία Λεβάνα».
Κ.Σ.: Θυμίζει ναι. Έχετε πολλούς τίτλους, οπότε έχετε και αυτόν…
Λ.Π.: Έχω και αυτόν τον τίτλο γιατί ξέρεις, ασχέτως του που είμαι τοποθετημένη ως φύλο, ο τρόπος που γράφω κάποιους κουίρ ανθρώπους τους συγκινεί. Και με έχουν αισθανθεί πολύ κοντά τους, αν και ξέρουν ότι εγώ δεν είμαι κουίρ.
Κ.Σ.: Εξάλλου, κουίρ σημαίνει επίσης διαφορετικό, περίεργο, ρευστό, προκλητικό, και με αυτή την έννοια η μουσική σας είναι κουίρ.
Λ.Π.: Ναι, με αυτή την έννοια έχεις δίκιο.
Κ.Σ.: Στο μεταξύ, παρόλο που δεν έχετε εκφραστεί ρητά για το φεμινισμό, μου φαίνεται πως μέσα από το έργο σας αναδεικνύεται μια τρυφερή εξέγερση του γυναικείου λόγου. «Ήρθαν και οι μάγισσες που τα όνειρα τα κάνουν πράξεις» γράψατε. Είναι αυτός ένας δικός σας φεμινισμός;
Λ.Π.: Ένας δικός μου φεμινισμός σίγουρα. Γιατί, με τις φεμινίστριες καμιά φορά έρχομαι σε κάποια κόντρα. Θα ήθελα να βγάζουν τον θηλυκό τους εαυτό περισσότερο, με τη δύναμη που έχει το θηλυκό. Γιατί, έχει πολύ μεγάλη δύναμη το θηλυκό. Η οποία έχει καταπιεστεί από το αρσενικό τόσα χρόνια.
Κ.Σ.: Νιώσατε ποτέ κάποια καταπίεση λόγω φύλου; Για παράδειγμα την πατρική;
Λ.Π.: Όχι. Γιατί, ο πατέρας μου δεν ήτανε αυτού του είδους άνθρωπος. Μπορώ να σου πω πιο πολύ την ένιωσα από τη μητέρα μου. Η μητέρα μου, για δικούς της λόγους, ανακατευόταν πολύ στην ερωτική μου ζωή. Πάρα πολύ. Με πολύ άσχημο τρόπο. Με εκβίαζε συναισθηματικά για να φύγω από μια κατάσταση ας πούμε. Έκανε αυτό το λάθος. Αν και δεν ήταν σκέτο λάθος αυτό. Ήταν μέσα στη φύση της. Έτσι είχε μεγαλώσει. Δεν ήταν λάθος.
Κ.Σ.: Υπήρχε εξέγερση από τη μεριά σας σε αυτή τη συμπεριφορά;
Λ.Π.: Πολύ. Έφευγα από το σπίτι. Και μετά από ένα γάμο που έκανα που είχε πολλά στοιχεία καλά, έφυγα από το σπίτι της μάνας μου και έμεινα μόνη μου. Βέβαια, έγιναν πολλά εν τω μεταξύ και ψυχολογικά αισθάνθηκα αδύναμη και ξανα-αναζήτησα τους γονείς μου. Ίσως ήθελα να επιδιορθώσω καταστάσεις. Να ξαναζήσω κάτι και να το διορθώσω για να γίνει διαφορετικό πια. Αυτή ήταν η τάση μου.
Κ.Σ.: Τον πατέρα σας τον σκέφτεστε;
Λ.Π.: Τον σκέφτομαι πολύ, πολύ, πάρα πολύ. Πολύ, γιατί μπερδεύεται συνεχώς με τις εμπειρίες μου τις παιδικές, τις μουσικές και τις εφηβικές. Αλλά και αργότερα, όχι μόνο με τις μουσικές. Από τους γονείς μου έχω ανεξάντλητες εικόνες, όπως και από τον πατέρα μου, σαν να είναι τώρα. Πως τον σκέφτομαι; Με τρομερή τρυφερότητα και αγάπη. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε περάσει πολλά με τα νεύρα του, ίσως και ο τρόπος που μεγάλωσε έπαιξε ρόλο. Δεν ήξερα λεπτομέρειες πολλές, από τη σχέση του με τη μητέρα του φερ’ ειπείν, αλλά ήξερα από τη σχέση του με τον πατέρα του. Ήταν ένας πολύπαθος άνθρωπος. Και αργότερα, μεγαλώνοντας, έγινε τρομερά αισιόδοξος και κινητικός.
Κ.Σ.: Κάτι που μάλλον χαρακτηρίζει και εσάς…
Λ.Π.: Τον πατέρα μου τον έχω σαν παράδειγμα μέσα μου και το γεγονός ότι ο πατέρας μου μεγαλώνοντας έγινε έτσι, με κάνει να τρέχω πίσω από την εικόνα του αυτή. Και για να σου πω και το άλλο, οι Κινέζοι, η κινέζικη φιλοσοφία έχει και ένα ρητό που λέει ότι ο ανώτερος άνθρωπος, αυτός που έχει ξεπεράσει πολλά από τα γήινα δεσμά, είναι αυτός που αλλάζει τα άστρα του.
Κ.Σ.: Με την ψυχανάλυση έχετε ασχοληθεί;
Λ.Π.: Έχω ασχοληθεί αρκετά. Με την ψυχανάλυση τη φροϋδική δεν τα πήγα πολύ καλά. Με την ψυχοθεραπεία και την ψυχοστήριξη, την ανάλυση την πιο θωπευτική, ναι. Όχι αυτή που εισβάλλει μέσα σου και σε κάνει σμπαράλια. Καμιά φορά η ψυχανάλυση είναι βίαιη. Δεν χρειάζεται το άτομο τόση βιαιότητα για να καταπραϋνθεί, αν υποφέρει. Εγώ είμαι περισσότερο με τον Γιουνγκ και νομίζω ότι ο Γιουνγκ έχει περάσει μια ενδιαφέρουσα γραμμή, στη ψυχοθεραπεία.

Το έργο μου έχει πολλές ζωές

Κ.Σ.: Να σας κάνω μια ακόμα ερώτηση;
Λ.Π.: Ναι, και μίλα μου και στον ενικό, ρε παιδάκι μου.
Κ.Σ.: Το γυρνάω…μου έρχεται.
Λ.Π.: Σου έρχεται να μου μιλάς στον ενικό πολλές φόρες και αυτό κάτι σημαίνει.

Κ.Σ.: Κάτι σημαίνει…σημαίνει ότι πρέπει να σου μιλήσω στον ενικό. Λοιπόν, η μουσική σου, τα τελευταία χρόνια, ταξιδεύει στον κόσμο κυρίως μέσα από την επανέκδοση του έργου σου από την αμερικανική «Dark Entries». Πόσες ζωές έχει το έργο της Λένας Πλάτωνος; Μεταμορφώνεται και κινείται…
Λ.Π.: Ναι. Φαίνεται πια, γιατί και εγώ ήμουν μάρτυρας αυτών των κοσμογονικών θα έλεγα αλλαγών και της περιπέτειας του έργου μου και πολλές φορές με αφήνει άναυδη, δεν στο κρύβω. Φαίνεται ότι το έργο μου έχει πολλές ζωές.
Κ.Σ.: Είναι τουλάχιστον εφτάψυχο και πιο πολύ ακόμα.
Λ.Π.: Άσε, δε, που παίρνουν τα τραγούδια και τα βάζουν σε διάφορα έργα στο εξωτερικό. Χωρίς να καταλαβαίνουν τα λόγια, τα βάζουν και σε έργα πολλές φορές ακατανόητα για το πώς χρησιμοποιούνται.
Κ.Σ.: Αυτονομείται λοιπόν το έργο σου.
Λ.Π.: Αυτονομείται, ναι, ρε παιδάκι μου. Αυτή είναι η σωστή έκφραση.
Κ.Σ.: Είναι σαν κάνεις παιδιά και τα βλέπεις να φεύγουν και να κάνουν τα δικά τους.
Λ.Π.: Και να έχουν την πορεία τους και να μην σε ρωτάνε κιόλας. Παιδιά, καλή τύχη!

Κ.Σ.: Και η συνεργασία με την «Dark Entries» πως προέκυψε;
Λ.Π.: Το 2014 νομίζω ή το 2013…με πήρε τηλέφωνο ο Αντώνης ο Μποσκοΐτης –καλή του η ώρα, τον αγαπώ πολύ τον Αντωνάκη– και μου είπε: «Λένα ενδιαφέρεται μια αμερικάνικη εταιρία για το έργο σου.» Καταλαβαίνεις, τώρα, πως ένιωσα. Λέω «καλώς ενδιαφέρεται και ευπρόσδεκτη είναι. Τι θέλει ακριβώς να κάνει;» «Να μιλήσεις με τον Τζος Σίον O Τζος Σίον (Josh Cheon) είναι ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας «Dark Entries Records». από την Καλιφόρνια.» Και μίλησα μαζί του. Μου είπε πως είχε ακούσει τραγούδια μου στο YouTube και πως είχε ξετρελαθεί, πως τα βρήκε τρομερά αυθεντικά, και πως ήθελε να τα επανεκδώσει στην Αμερική σε worldwide διανομή. Έτσι ξεκίνησα με το «Γκάλοπ». Το «Γκάλοπ» είναι πιο κοντά στον κόσμο. Οι «Μάσκες» είναι πιο μυστήριες. Το ήξερα και όταν τα έφτιαχνα δηλαδή. Το «Γκάλοπ» είχε μια υποδοχή, καταπληκτική, τι να σου πω, Κατερίνα. Το «Fact Magazine», ένα από τα καλύτερα μουσικά περιοδικά, έβαλε τον δίσκο μέσα στα 25 καλύτερα reissues της χρονιάς εκείνης. Μετά αυτά είχαν και άλλη τύχη, οι «Red Axes» από το Ισραήλ, ένα πολύ καλό συγκρότημα νέων παιδιών, έκανε ρεμίξ στις «Μάγισσες» και το πήρε ο οίκος μόδας «Dior» και το έπαιξε στο défilé. Μετά ακολούθησαν και άλλοι οίκοι… Tο «Γκάλοπ» το οποίο το πήρε η «Hermes», το «Bloody Shadows», πήρε η «Chanel». Χαμός έγινε με τα ντεφιλέ τους.
Α! έχω να σου πω και μια άλλη ιστορία. Δεν άρχισε έτσι απλά αυτό από την Αμερική. Άρχισε από τη Γερμανία, από το «Bloody Shadows». «Bloody shadows» το ονόμασα εγώ τότε. Tο 2013 ένας Γερμανός στο φέισμπουκ μου πρότεινε να τυπώσει μερικά βινίλια. Με ρώτησε πώς θα το ονόμαζα αυτό το «Αιμάτινες σκιές από απόσταση»; Λέω «Βloody shadows». Αυτό έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία. Η γερμανική εταιρία έφτασε να πουλάει το δίσκο, γιατί ήταν περιορισμένος ο αριθμός –ή έτσι είχε πει– και 300 ευρώ. Έτσι άκουσε τη δουλειά μου ο Τζος και κάπως έτσι αποφάσισε να βγάλει τους δίσκους ολόκληρους. Μιλάμε για την τριλογία «Μάσκες ηλίου», «Γκάλοπ» και «Λεπιδόπτερα». Ξέρεις, αυτό είναι μεγάλη, είναι πολύ φωτεινή, δεν ξέρω πως να την ονομάσω, μια φωτεινή είσοδος στους κόλπους της παγκόσμιας δισκογραφίας. Εκείνη την περίοδο είχα διαβάσει του κόσμου τις κριτικές. Αυτά βεβαίως υπάρχουν και στο «λπ». Από εκεί και πέρα έδωσα κάποιες συνεντεύξεις σε μέσα του εξωτερικού όπως για παράδειγμα το «Residence Advisor».

Κ.Σ.: Έχει ενδιαφέρον. Πώς μεταφράζεται η Λενα Πλατωνος; Είναι μεταφράσιμη; Ξέρεις είναι άλλη ζωή…
Λ.Π.: Έχουν ερωτευτεί τη γλώσσα. Αυτό είναι ένα γεγονός που με συγκινεί τρομαχτικά. Λέω, ρε παιδιά, να καταλάβετε και τι λέω. Και αυτή τη στιγμή που μιλάμε βγαίνουν 14 τραγούδια ανέκδοτα από το 1985.
Κ.Σ.: Αυτό είναι είδηση!
Λ.Π.: Θα ονομάζονται «Balancers», ισορροπιστές ή ακροβάτες…όπως θέλεις πάρ’ το. Και κυκλοφορεί και το βιβλίο μου με όλους μου τους στίχους συμπεριλαμβανομένων και αυτών των καινούριων τραγουδιών. Ο τίτλος του θα είναι «Piercing Red». Το διατρυπών κόκκινο. Τό ‘βαλα το κόκκινο πάλι. Δεν άντεξα. Αν και τα δωμάτια μου βλέπεις ότι είναι επίτηδες φτιαγμένα ροζ για να με καλμάρουνε.
Κ.Σ.: Το κόκκινο είναι κάτω από το ροζ όμως.
Λ.Π.: Το κόκκινο ελλοχεύει και το φοράω και σήμερα. Και θα φτιάξουμε έτσι ένα ωραίο εξώφυλλο κόκκινο, κατακόκκινο, και στις δυο εκδόσεις. Και πλάι στους αγγλικούς στίχους θα υπάρχουν και οι στίχοι στα ελληνικά. Τη μετάφραση την έχει κάνει ο Στάθης ο Γουργουρής. Είναι πολύ φίλος μου. Έχω μελοποιήσει και ποιήματά του και είμαστε πολύ κοντά ψυχικά, πάρα πολύ κοντά. Αυτός έχει κάνει τη δουλειά τη μεταφραστική, η οποία ασφαλώς θα είναι σπουδαία γιατί είναι και ο ίδιος ποιητής και δάσκαλος συγκριτικής λογοτεχνίας. Θα κυκλοφορήσουν, λοιπόν, ανέκδοτα κομμάτια τα οποία έχω κάνει εγώ στο σπίτι μου.
Κ.Σ.: Τα οποία ήταν στο συρτάρι δηλαδή…
Λ.Π.: Ήταν στο συρτάρι και τα ανακάλυψα, δεν ήξερα ότι τα είχα καν. Και με ρωτούσε ο Τζος, «ανέκδοτα έχεις;». Μια μέρα τα ανακαλύπτω, βέβαια, και ο Τζος τα ερωτεύτηκε.
Κ.Σ.: Πολύ ωραίο νέο αυτό. Πότε θα τα ακούσουμε;
Λ.Π.: Νομίζω Σεπτέμβρη, Οκτώβρη, το πολύ Νοέμβρη. Τα περισσότερα δεν είναι τραγούδια-τραγούδια. Τα περισσότερα είναι ποιήματα με ένα ηχητικό περιβάλλον. Αλλά βέβαια είναι ποιήματα που τα έχω πει εγώ με έναν τρόπο ξέρεις…τα έχω γράψει μόνη μου στο σπίτι μου. Στο τετρακάναλο. Υπάρχει, ας πούμε, ένα στο οποίο έπαιζα μαζί με τον Γιάννη τον Παλαμίδα, και έγινε την κακομοίρας από ήχους τρομερούς και φοβερούς. Άσε που έχω ένα κομμάτι με ρωσικά μέσα.
Κ.Σ.: Το έγραψες στα ρωσικά;
Λ.Π.: Ναι, ξέρω μερικά ρωσικά, έκανα μαθήματα μια εποχή. Τη λατρεύω τη Ρωσία. Νομίζω ότι έχω γεννηθεί εκεί.
Κ.Σ.: It makes sense in a very strange way.
Λ.Π.: It makes sense, ναι. Άσε που είδα ότι υπάρχει το όνομα Πλάτωνος στη Μόσχα. Ένας επίσκοπος λέγεται έτσι. Πάντως, λατρεύω τη μουσική τους. Καλά, λατρεύω τον Μπαχ και τον Μότσαρτ. Για μένα είναι ΟΙ θεοί αλλά μετά από αυτούς λατρεύω τους Ρώσους συναισθηματικά – όχι ότι δεν μου αρέσουν και σαν στρουκτούρα, όπως εξελίσσεται το έργο τους, αλλά μου χτυπάνε χορδές σαν τις ρομάντσες τις λαϊκές. Και έχω γράψει ένα κομμάτι. Για μένα είναι από τα πιο αγαπητά μου εκεί μέσα. Το «Russian Lament». Δεν έχει στίχους, είναι μάθημα. Αλλά το μάθημα έρχεται μετά από ένα κλάμα και αρχίζει και γίνεται μάθημα αυτό, με κόσμο, με παιδάκια, με χορωδία.
Κ.Σ.: Είναι, δεν έχω λέξεις, όλος αυτός ο πειραματισμός που μονίμως ας πούμε σπάει φόρμες, προκαλεί, είναι πολυαισθητηριακός δεν είναι απλά…
Λ.Π.: Μπράβο! Το είπες, ονόμασέ το και γράψε το!

Είναι ένα βίωμα ας πούμε

Κ.Σ.: Είναι εμπειρία η ακρόαση. Η Λένα Πλάτωνος βιώνεται.
Λ.Π.: Και για μένα είναι εμπειρία, όταν τα φτιάχνω αυτά. Βγαίνω από μια εμπειρία, όταν τα έχω τελειώσει. Δεν μπορώ να στο πω με άλλα λόγια. Δεν λέγεται και με άλλα λόγια. Είναι ένα βίωμα, ας πούμε. Ξέρεις, είναι ωραία ποιήματα, πραγματικά είναι καλά. Και ο τρόπος που τα έχω πει. Τα άκουσα μετά από πάρα πολλά χρονιά.
Κ.Σ.: Πως ήταν να τα ξανακούς;
Λ.Π.: Μου άρεσαν τρομερά.
Κ.Σ.: Το κοινό στην Ελλάδα θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτό το υλικό;
Λ.Π.: Κοίταξε να δεις, έχουμε αφήσει την παραγωγή ανεξάρτητη για το ελληνικό κοινό. Είναι worldwide εκτός από την Ελλάδα. Και ίσως αυτό να είναι καλύτερο, γιατί εδώ θα μπορούσε να γίνει μια πιο εμπεριστατωμένη δουλειά. Και τώρα μάλιστα που υπάρχουν τόσα παιδιά που ενδιαφέρονται.
Κ.Σ.: Συνεχώς παράγεται νέο κοινό.
Λ.Π.: Ενδιαφέρονται νέα παιδιά. Τώρα, εν μέσω πανδημίας, ίσα-ίσα που κάναμε μια συναυλία στο «Temple» και είχε μεγάλη επιτυχία. Ένας φίλος μου γιατρός είχε έρθει, είναι και μουσικός σπουδαίος, και μου είπε πως είδε παιδιά να κλαίνε και να χορεύουν. Ε, αυτό τώρα εμένα καταλαβαίνεις πώς με τάραξε. Αυτοί οι ίδιοι που οργάνωσαν τη συναυλία στο «Temple» μας κάλεσαν να παίξουμε στις 19 Ιούλη, στο Γκάζι.
Κ.Σ.: Θα γίνει η συναυλία αυτή; Θα έρθω. Θα είμαι εκεί. Υπέροχα.

(Λίγες μέρες μετά)

Κ.Σ.: Αυτή η post-covid συναυλία Λίγες μέρες μετά τη συναυλία στο Γκάζι (19/7) ξαναβρισκόμαστε με τη Λένα Πλάτωνος στο σπίτι της, συνεχίζοντας τη συζήτηση. είχε κάτι το ιδιαίτερο.
Λ.Π.: Ήταν μετά την καραντίνα και εγώ μέσα μου ήθελα να έχει αυτή την ενέργεια. Το ήθελα πάρα πολύ. Έπαιξαν ρόλο και εξωτερικοί παράγοντες. Έπαιξε ρόλο καταρχήν η θέση που βρεθήκαμε να παίξουμε. Μου άρεσε πολύ η σκηνή αυτή. Μου άνοιγε τη ψυχή. Έπαιξε ρόλο ο ήχος του Μπαξεβάνη του Γιάννη, του ηχολήπτη, ο οποίος με μάλωσε πριν στην πρόβα ότι δεν ακουγόμουν καλά και τσαντίστηκα. Και πήρα την απόφαση να το ξεπεράσω αυτό. Αλλά συγχρόνως άκουσα τη φωνή μου υπέροχα να έρχεται από κάτω και από τα monitors και μπόρεσα και καθοδήγησα τη φωνή μου σύμφωνα με αυτή την εικόνα. Το ίδιο πιστεύω ότι συνέβη και στα άλλα παιδιά. «Παιδιά» τα λέω τώρα…γιατί όταν παίζουμε παιδιά είμαστε. Ήταν όλοι καταπληκτικοί. Ήταν μια πολύ δυνατή συναυλία.
Κ.Σ.: Ακούγαμε πολύ καλά, ναι, εκείνη τη μέρα. Και υπήρχε και χαρά επειδή βγήκαμε από τα σπίτια μας.
Λ.Π.: Ακούγατε καλά! Τα μηχανήματα ήταν σωστά τοποθετημένα. Φορούσα και ένα μαύρο φουστάνι με λουλούδια και είπα θα παίξω σαν τα λουλούδια που έχει επάνω το μαύρο. Διάστιχτο το μαύρο από λουλούδια και έτσι βγήκε και η συναυλία. Και εγώ αισθανόμουν ότι άκουγα τη φωνή μου, καθαρά ωραία, ότι μπορώ να την κάνω και καλύτερη από αυτή που άκουγα. Και είχα και μια ορμή. Ήμουν ορμητική σε αυτή τη συναυλία. Με ικανοποίησε πολύ και μετά από τόσο καιρό.
Κ.Σ.: Και ήταν σημαντική και η συγκυρία.
Λ.Π.: Ήταν ενδεικτικό μιας κατάστασης, ότι τα βγάλαμε πέρα. Επιζήσαμε.
Κ.Σ.: Τον Μάρκο τον αλλάζεις πάντα στο τέλος; Λες πάντα για τους κυβερνώντες; Οι τελευταίοι στίχοι του κομματιού «Μάρκος» είναι: «τα δάκρυα των ιδιοκτητών που δεν ξέρoυν τι ζητάνε / το ρόλο τους καλά τον παίζουν / κι έτσι μας μπερδεύουν, κι έτσι μας πολεμάνε
το ρόλο τους καλά τον παίζουν / κι έτσι μας μπερδεύουν κι έτσι μας πολεμάνε.» Η Λένα Πλάτωνος συνηθίζει στις συναυλίες της να αντικαθιστά τη φράση «μας πολεμάνε», τραγουδώντας στο τέλος «μας κυβερνάνε».

Λ.Π.: Ναι, το λέω πάντα. Αλλά αυτή τη φορά το είπα πιο αργά και πιο αποφασιστικά. Τους ΚΥ-ΒΕΡ-ΝΑ-ΝΕ. Μία-μία τις συλλαβές.
Κ.Σ.: Ήταν και αυτό δήλωση.
Λ.Π.: Και αυτό δηλωτικό, ναι…Το είχα ξεχάσει, εσύ μου το θύμισες. Έκανα κάτι τέτοια κολπάκια. Αυτοσχεδίασα.

Eίναι υλικό του υποσυνείδητού μας

Κ.Σ.: Ξέρεις, το έργο σου ακούγεται, βιώνεται, από πολλές και διαφορετικές γενιές. Για πολλές από εμάς, οι στίχοι σου πηγαινοέρχονται σε ερωτικά γράμματα, σε σημαντικές στιγμές, μετακομίσεις, χωρισμούς. Και δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με «εύκολη» μουσική ούτε με «εύκολο» στίχο.
Λ.Π.: Ναι. Δεν είναι προσπελάσιμη εύκολα.
Κ.Σ.: Δεν μπορείς να αποστηθίσεις και τους στίχους εύκολα…
Λ.Π.: Μερικά κομματάκια μένουν…
Κ.Σ.: Αυτό έχει ενδιαφέρον. Ένα τόσο περίπλοκο σύμπαν, με μια άνεση με μια φυσικότητα υπάρχει στις ζωές μας.
Λ.Π.: Γιατί, βρίσκω ότι υπάρχει, ότι είναι υλικό του υποσυνείδητου μας.
Κ.Σ.: Επιστρέφουμε στην αρχή και στην αλήθεια που έλεγες. Υλικό του υποσυνειδήτου μας….
Λ.Π.: Ναι, ναι, και μάλιστα του συλλογικού κατά τον φίλο μας Γιουνγκ.
Κ.Σ.: Συναντάμε πάλι και τον Γιουνγκ.
Λ.Π.: Ε βέβαια, γιατί όχι; Εγώ τον λατρεύω.
Κ.Σ.: Και τους σουρεαλιστές συναντούμε πάλι.
Λ.Π.: Και τους σουρεαλιστές οπωσδήποτε. Και αυτοί είναι υπερβατικοί, οι σουρεαλιστές.
Κ.Σ.: Και είναι υλικό από όνειρο. Έχεις αυτή την αίσθηση που εγώ την έχω και εδώ, ας πούμε. Αυτό το δωμάτιο, αυτά τα δωμάτια του σπιτιού σου, θα μπορούσα να τα περιγράψω σε μια συνεδρία ψυχανάλυσης σαν την εικόνα ενός ονείρου. Δηλαδή, νιώθω ότι είμαι μέσα. Δεν ξέρω αν μπορώ να στο μεταφέρω να το καταλάβεις. Δηλαδή, το χρώμα, η εικόνα, η αρχιτεκτονική, τα αντικείμενα, τα σύμβολα … είναι σαν να είμαι μέσα στο τραγούδι. Βγαλμένο από το ασυνείδητο, ναι, από εκεί βγαίνει αυτό το σπίτι.
Λ.Π.: Έχεις δίκιο. Αυτό που λένε υλικά ονείρων, κάπου υπάρχει σε ένα τραγουδάκι, όχι σε δικό μου, κάποιου άλλου, δεν θυμάμαι. Του Γιώργου Ανδρέου, νομίζω. Νά, μου ήρθε μια ιδέα τώρα. Να βγάλεις φωτογραφία ένα κολάζ από τα τελευταία που είχα κάνει το ’92 και το έχω εκεί. Νά, έχω και τη φωτογραφία μου μέσα. Το είχα χαρίσει στον πατέρα μου. Το τελευταίο δώρο που είχα κάνει στον πατέρα μου. Του το έκανα τα Χριστούγεννα του ’93.

Άλλη Λένα! Πόσες Λένες, ε;

Κ.Σ.: Να επιστρέψω στην ταινία «λπ». Πως είναι να βλέπεις τη ζωή σου σε ταινία;
Λ.Π.: Δεν ξέρω αν βλέπω εμένα. Δεν είμαι σίγουρη πολύ, ίσως σιγουρευτώ αν τη δω πιο πολλές φορές.
Κ.Σ.: Την έχεις δει μόνη σου ή με κόσμο;
Λ.Π.: Την έχω δει με κόσμο και μόνη μου. Δεν την έχω δει πολλές φορές. Την έχω δει τρεις ή τέσσερις φορές. Προχθές ήμασταν εδώ με κάτι φίλους, ο ένας ήθελε παρά πολύ να τη δει. Ήρθε από μακριά από την Κινέτα. Και εγώ κάθισα σε αυτήν την πολυθρόνα και έβλεπα από κάπως μακριά και πάλι μου έκανε εντύπωση ο εαυτός μου.
Κ.Σ.: Σε εκπλήσσεις;
Λ.Π.: Ναι. Έχεις YouTube; Βαλε το «Lena Platonos Michael Fassbender». Θέλω να στο βάλω γιατί είναι πολύ ωραίο. Εδώ τον εαυτό μου τον αναγνωρίζω.
Κ.Σ.: Άλλη Λένα! πόσες Λένες, ε;
Λ.Π.: Πολύ ωραίο είναι. Κολλάζ ενός φίλου μου. Πως το λατρεύω αυτό! Και ξέρεις γιατί; Γιατί σε αυτό εδώ, εγώ αναγνωρίζω τον εαυτό μου τελείως. Γίνομαι ένα. Ίσως είναι και το τραγούδι που μου λέει τόσα πολλά. Μα, θα μου πεις, και τα δικά σου τραγούδια; Δεν μπορώ να καταλάβω.
Κ.Σ.: Ενώ στη ταινία λες ότι…
Λ.Π.: Πότε τον πιάνω τον εαυτό μου και πότε τον χάνω.
Κ.Σ.: Ναι, ίσως γιατί τον ξανακούς μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων, άρα η αφήγηση είναι ξένη.
Λ.Π.: Αυτό που λες είναι πάρα πολύ σωστό. Μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων ντραπάρω ας πούμε.

Κ.Σ.: Εκπλήσσει πάντα να βλέπεις τις μεταμορφώσεις σου στους άλλους. Αυτή η κυκλοφορία των κομματιών σου, που αυτονομούνται, πάντως δημιουργούν τελικά αυτό το κολάζ…
Λ.Π.: Με το υλικό του υποσυνείδητου και του συνειδητού.
Κ.Σ.: Που πάνε Αμερική, γίνονται μετάφραση, κυκλοφορούν.
Λ.Π.: Παίζονται σε έργα. Αυτονομούνται.
Κ.Σ.: Και βιώνονται συλλογικά, διαλογικά, ατoμικά…
Λ.Π.: Πολύ σωστά τοποθετείσαι.
Κ.Σ.: Αφού κάπως έτσι σε αντιλαμβανόμαστε και σε βιώνουμε.
Λ.Π.: Αυτό είναι το ρήμα, «βιώνουμε», μην το χάσεις!

Και το πιάνο;

Κ.Σ.: Και το πιάνο;
Λ.Π.: Αυτό το έχω εδώ και 30-35 χρόνια. Το αγόρασα εγώ, με βοήθησε και ο πατέρας μου λίγο. Πήρε το πιάνο που είχα εγώ, πούλησε ένα άλλο που είχε εκείνος και τα υπόλοιπα τα πλήρωσα εγώ με τη δουλειά μου.
Κ.Σ.: Είναι πιάνο ζωής λοιπόν.
Λ.Π.: Πιάνο ζωής, αλλά έχω σκεφτεί να το πουλήσω. Είμαι τρελούτσικη. Για τους πολλούς και τους κανονικούς και τους μετρημένους φαίνομαι τρελούτσικη, αν και τους καταλαβαίνω και αυτούς. Κάνω παρέα γενικά με όλους. Ακόμα και στα τραγούδια. Βλέπεις ότι τραγουδούσα και του Καλδάρα αυτό το τραγούδι. Είμαι πολύ ανοιχτή. Και νομίζω ότι, αν δεν ήμουν ανοιχτή, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι.

Κ.Σ.: Για τη Στανίση θέλεις να μου πεις; Ωραίο και αυτό το άνοιγμα.
Λ.Π.: Ναι, είναι από αυτά που μου αρέσουν. Εγώ πάντα ήθελα να συνεργαστώ με αυτήν την γυναίκα γιατί μου άρεσε πολύ η φωνή της, ο τρόπος που τραγουδάει, η ερμηνεία της. Και βρεθήκαμε σε κοινό τόπο οι δυο μας. Τα λόγια τα είχα από τη Μυρτώ. Το κομμάτι «Ανθρωποφάγοι» κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2020 σε στίχους της Μυρτούς Κοντοβά, μουσική της Λένας Πλάτωνος, ενορχήστρωση Λένας Πλάτωνος και Στέργιου Τσιρλιάγκου και ερμηνεία της Κατερίνας Στανίση. Το είχα φτιάξει εδώ και μερικά χρόνια αυτό το τραγούδι. Τέσσερα; Πέντε; Και είπαμε να το ξαναπιάσουμε γιατί ζεστάθηκε πολύ η επαφή με την Κατερίνα. Ήρθε η στιγμή, απλά. Το πλήρωμα του χρόνου. Και βγήκε ένα τραγούδι πολύ ωραίο.
Κ.Σ.: Και πότε θα το ακούσουμε εμείς;
Λ.Π.: Τον Σεπτέμβριο. Μακάρι ο Σεπτέμβρης να είναι καλός, είναι και ο μήνας σου. Τον αγαπώ αυτόν τον μήνα. Και μέσα στα ανέκδοτα τραγούδια που θα βγουν υπάρχει και ένα τραγουδάκι που το λέω στο πιάνο, τον Σεπτέμβριο. Που είναι πολύ όμορφο. Έχει πολύ ωραίους στίχους.

Πιστεύω πολύ στην αρχή της ηδονής

Κ.Σ.: Η Δήμητρα Αλιφιεράκη, επίσης μέλος της συντακτικής ομάδας του «Μαργκινάλια», ήθελε να σε ρωτήσω σχετικά με την περιγραφή της ιστορίας ως ιστορία της ηδονής όπως ακούμε στις «Αιμάτινες σκιές από απόσταση». Λένε οι στίχοι του τραγουδιού: «Είτε συμφωνείς, είτε διαφωνείς,
είτε βρεθείς σε αφωνία
συμπαίχτη στην ίδια συγχορδία
μαζί με μας, επώνυμο συνθέτη ενός μεγάλου επιτραπέζιου παιχνιδιού
που μερικοί το ονομάζουν Ιστορία
και μερικοί το ονομάζουν Ιστορία της ηδονής.»
Πρόκειται για μια αντίληψη που σε εκφράζει ακόμα, Λένα;
Λ.Π.: Ναι, ναι, λέω η ιστορία της ηδονής. Αναμφίβολα, επιφανειακά είμαι επηρεασμένη από τη φροϋδική αντίληψη των πραγμάτων, επιφανειακά όμως. Γιατί εσωτερικά πιστεύω πολύ στην αρχή της ηδονής, δηλαδή ότι αυτή μας κινητοποιεί. Η ορμή της ηδονής. Μπορεί να είναι ηδονή ψυχική, ηδονή σωματική, ηδονή πνευματική, αλλά είναι η αρχή της ηδονής αυτή. Εγώ, τουλάχιστον, έτσι λειτουργώ και μου φαίνεται ότι και όλους τους ανθρώπους μας περιτριγυρίζει αυτή η αρρώστια.
Κ.Σ.: Δεν ξέρω αν είναι αρρώστια πάντως μιλώντας για ηδονές έχω να πω πως η κουρτίνα σου είναι νόστιμη και φαγώσιμη. Και το σπίτι σου δηλαδή και η κουρτίνα είναι σαν την κρέμα του φλογάτου παγωτού. Έχει αυτό το χρώμα.
Λ.Π.: Α ναι; Έτσι το φανταζόσουνα;
Κ.Σ. Και η κρέμα του φλογάτου παγωτού με πάει στο «Θα συναντηθούμε στο σαλούν». Ξέρεις έχουμε δώσει πολλές και πολλοί ερωτευμένες ραντεβού στο σαλούν υπό τον ινδιάνικο ήχο των τυμπάνων της μουσικής σου. Εσύ έχεις συναντήσει την κρέμα του φλογάτου παγωτού και τον γιο του μεγάλου μανιτού σε κάποιο σαλούν; Γίνεται ποτέ αυτή η συνάντηση ή άλλα λόγια να αγαπιόμαστε;
Λ.Π.: Ναι, την έχω συναντήσει και σαρκικά και πνευματικά, με το μυαλό μου. Είναι αυτό που λέμε «ερωτεύτηκε με το μυαλό του», με μεγάλη δύναμη, τρομερή δύναμη ερωτική και του μυαλού, αλλά εξίσου τρομερή και φοβερή του σώματος. Και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μετάλαβε αυτούς τους έρωτες. Τον θεωρώ πολύ τυχερό και δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι τα κορίτσια που τους κάνουν τις κλειτοριδεκτομές και τους κόβουν ένα τόσο μεγάλο μέρος από την ιστορία της ηδονής.
Κ.Σ.: Από την ιστορία της ηδονής. Οδυνηρό. Λες ότι στο σώμα μας εγγράφεται η ιστορία της οδύνης. Έχουμε κομματάκια αυτής της ιστορίας πάνω μας.
Λ.Π.: Κομματάκια, γιατί είμαστε κομματάκια του σύμπαντος…
Κ.Σ.: Είναι η αλήθεια μιας ηδονής που, αν την κοιτάξεις αντίστροφα, έχει και την οδύνη μέσα, ηδονή-οδύνη παίζεις με αυτό.
Λ.Π.: Ναι, βέβαια.

Mε ταλέντο…παλεύει και χορεύει

Κ.Σ.: Στο σπίτι ακούς τη μουσική σου;
Λ.Π.: Καμιά φορά την ακούω, καμιά φορά. Υπόψη ότι ακούω συνεχώς μουσική, τώρα τελευταία ακούω πολύ τζαζ, αλλά αυτή που είναι για business. Ένα πιανάκι ελαφρύ, που παίζει ακαταλόγιστα, παίζει, παίζει και είναι για να ακούγεται σε συνεδριάσεις. Σαν να σου χαϊδεύει λίγο το αυτί χωρίς νόημα μεγάλο, δεν σου μεταφέρει νοήματα ας πούμε.
Κ.Σ.: Ακούς συνέχεια μουσική λοιπόν σε αυτό το σπίτι!
Λ.Π.: Και σε όλα τα σπίτια νομίζω που έχω ζήσει. Άλλοτε άκουγα μουσική έτσι τραντακτική και μου άρεσε πολύ και τώρα ακόμα καμιά φορά βάζω και ακούω δυνατά στα μεγάφωνα με μπάσα. Έχω κάνει και μαζί με τον Στέργιο, συνεργάτη και βοηθό μου, dance music. Παίχτηκε πέρσι τον Σεπτέμβρη και χόρευαν 5000 άτομα. Φανταστική εικόνα.
Κ.Σ.: Να χορεύεσαι!
Λ.Π.: Γιατί, και εγώ έχω υπάρξει πολύ χορευταρού δηλαδή το beat, το γκάζι, το έχω μέσα μου. Ναι, ναι, χορός τρελός από πιτσιρίκα πολύ πιτσιρίκα, πήγαινα και στο μπαλέτο, εκεί θέλαν να με κάνουν χορεύτρια αλλά είχα τα μουσικά στη μέση και αναγκάστηκα να το αφήσω το μπαλέτο. Αλλά δεν άφησα τον χορό όμως.

Κ.Σ.: Τώρα που μιλούσες για το χορό θυμήθηκα ότι σου στέλνει μια ερώτηση και η Λητώ. H Λητώ Τσίτσου είναι ανιψιά της Λένας Πλάτωνος και κόρη της Ελένης Αστρινάκη. Είναι δρ. Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης όπου διδάσκει κοινωνιολογία, κοινωνική θεωρία και μεθόδους έρευνας. Ερευνητικά ασχολείται με τις συνθήκες παραγωγής του θεατρικού χορού στην Αγγλία και την Ελλάδα. Η Λ.Π μιλά με πολλή αγάπη για τη Λητώ κατά τη διάρκεια των συνομιλιών μας. Το τραγούδι Λητώ γράφτηκε για αυτήν.
Λ.Π.: Α ναι; Έχω γράψει ένα τραγούδι για τη Λητώ. Το «Λητώ». Πραγματική ιστορία.
Κ.Σ.: Η ερώτησή της Λητούς προς εσένα είναι τι είναι ταλέντο και αν πιστεύεις σε αυτό.
Λ.Π.: Τι είναι ταλέντο; Νομίζω ότι είναι μια εσωτερική ορμή που έχει σαν στόχο να βρίσκει τις ισορροπίες των πραγμάτων, να ισορροπεί τα πράγματα ακόμα και όταν τα καταστρέφει. Όταν μιλάμε για τέχνη, τα καταστρέφει ισορροπώντας. Δηλαδή οφείλει αυτή η καταστροφή να είναι ισορροπημένη. Ας πούμε, τα τραγούδια μου αυτά τα καινούρια είναι πολλών ειδών, δεν έχουν ένα ύφος, ίσως έχουν το ύφος της Πλάτωνος σε τελευταία ανάλυση, εννοώ το ύφος μου ας πούμε, το λεγόμενο πλατωνικό, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους πολύ. Παρόλα αυτά ισορροπούν. Ακόμα και όταν φτιάχνει ένας καλλιτέχνης καταστροφή, οφείλει αυτή η καταστροφή να παρουσιάζεται με τρόπο ισορροπημένο.

Κ.Σ.: Θεωρείς ότι την καταστροφή τη βιώνει μόνο ο ίδιος;
Λ.Π.: Όχι, όχι, την επικοινωνεί… Την επικοινωνεί. Πάντα. Ο καλλιτέχνης επικοινωνεί με το έργο του. Βρίσκει τις τέλειες ισορροπίες. Το οικοδόμημα πρέπει να σταθεί. Οπωσδήποτε. Είτε αυτό είναι ο Παρθενώνας είτε αυτό είναι η καταστροφή των δίδυμων πύργων. Οφείλει να έχει εσωτερικές ισορροπίες πολλές, ώστε σαν οικοδόμημα, όταν βγαίνει πια προς τον παραλήπτη του, να στέκεται στα πόδια του. Έτσι μπορώ να το ορίσω. Με τη λέξη «οικοδόμημα». Η αρχιτεκτονική είναι μεγάλη ιστορία. Πολύ, πάρα πολύ μεγάλη ιστορία. Ο καλλιτέχνης έχει τεκτονίσει συναισθήματα. Πώς θα τα βάλεις το ένα δίπλα στο άλλο, απέναντι, ανισόπεδα, όλα αυτά έχουν σημασία. Έχουν πολύ λεπτές ισορροπίες, τις οποίες πρέπει να κρατήσεις. Ο γνώστης εσωτερικά αυτών των ισορροπιών, είναι ο άνθρωπος που έχει ταλέντο.
Κ.Σ.: Ολοκληρωμένη απάντηση για τη Λητώ και ωραίος ο ορισμός σου.
Λ.Π.: Η Λητούλα μου…Ξέρεις έχει μεγάλο ταλέντο χορογραφικό. Ο πατέρας μου, ας πούμε, που ήταν πολύ μεγάλος καλλιτέχνης και ήξερε από χορό γιατί και ο ίδιος χόρευε και είχε εργαστεί πολύ στο μπαλέτο σαν πιανίστας, όταν την έβλεπε να τα κάνει αυτά, έλεγε, «πω, πω πρέπει οπωσδήποτε να ασχοληθεί με αυτό…»
Κ.Σ.: Είναι αγωνίστρια, παλεύει.
Λ.Π.: Για διάβασε το κομμάτι που της έχω γράψει. Λέω «παλεύει και χορεύει», και εσύ είπες τώρα «παλεύει». Το τραγούδι της το είχα τελειώσει σε 5-6 λεπτά αφού την είχα κοιμίσει μακριά από τη μαμά της για πρώτη φορά. Και την κοίμισα εγώ. Αυτή ήταν πολύ δυνατή εμπειρία για μένα προσωπικά. Με έστελνε στη μαμά μου.
Κ.Σ.: Ήταν και επανορθωτική υποθέτω;
Λ.Π.: Επανορθωτική βέβαια, οπωσδήποτε.
Κ.Σ.: Και έγινε και τέχνη μετά.
Λ.Π.: Μετουσιώθηκε. Έτσι πρέπει να γίνεται.

Ο Χατζιδάκις ήταν καλλιτεχνάρα

Κ.Σ.: Να σε ρωτήσω και για τον Χατζιδάκι πρέπει. Είχε πει για σένα ότι είσαι ριζοσπαστικό πνεύμα. Ο Χρίστος Μάης της ομάδας του Μάργκι, ήθελε να σε ρωτήσω πως έγινε η διασταύρωσή των δύο αυτών κόσμων.
Λ.Π.: Ήταν τυχαία καταρχάς, τελείως τυχαία. Ο Χατζιδάκις με ανόρθωσε. Με έστησε στα πόδια μου, μου ενίσχυσε την ταυτότητά της συνθέτιδας πάρα πολύ. Δεν μου τη δημιούργησε εκείνος, αλλά μου την ενίσχυσε πάρα πολύ. Ένας ενισχυτής ήταν για μένα ο Χατζιδάκις, γερός ενισχυτής. Τώρα, αυτό που ήταν ο Χατζιδάκις εγώ το σέβομαι τρομερά και ίσως καμιά φορά τον λατρεύω κιόλας. Αυτό δηλαδή που ήταν ο Χατζιδάκις σαν οντότητα μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων, ας πούμε. Ήταν καλλιτεχνάρα. Πολύ σπουδαίος καλλιτέχνης και πολύ σπουδαίος διανοητής. Πολύ.
Κ.Σ.: Και πολιτικά.
Λ.Π.: Ήταν ουσιωδώς πολιτικός.

Το ύφος το πλατωνικό

Κ.Σ.: Τι ετοιμάζεις αυτή την περίοδο;
Λ.Π.: Κάνω αρχαίες ελληνίδες ποιήτριες. Που ήταν χαμένες. Και μερικών από αυτές στο τέλος του έργου εμφανίζονται μόνο τα ονόματα τους. Είναι χαμένες. Δεν υπάρχουν καν, δεν υπάρχουν καν ποιήματα τους. Τίποτα. Σιωπή. Και έτσι θα τελειώνει κιόλας αυτό που ετοιμάζουμε. Φυσικά έχουμε τη Σαπφώ μέσα. Έχουμε πολύ σπουδαίες ποιήτριες μέσα, καταπληκτικές. Μια από αυτές με τα ποιήματα της σταμάτησε ένα πόλεμο. Με τη Μαρία τη Φαραντούρη το ετοιμάζουμε. Εγώ είμαι αφηγήτρια και σκηνοθέτιδα κατά κάποιο τρόπο. Καθόλου επικά, λυρικά. Γιατί, το έργο αυτό έχει ατμόσφαιρες. Θα λέγεται «σπαράγματα». Είναι στην αρχή του. Την επιμέλεια, το στήσιμο και την απόδοση στα νέα ελληνικά καθώς και την παράθεση των αρχαίων κειμένων, τα έχει κάνει ένας εξαίρετος φιλόλογος, ο Θάνος Τσακνάκης. Αυτό οφείλουμε να το πούμε. Εγώ ανακατεύτηκα στα κείμενα, είπα και τα δικά μου, έγινε μια ωραία στιχομυθία μεταξύ μας.
Κ.Σ.: Βλέπεις την επιρροή σου σε άλλες καλλιτέχνιδες και καλλιτέχνες; Το ύφος το πλατωνικό που λέγαμε;
Λ.Π.: Ναι, υπάρχει η επιρροή μου. Όσο δύναμαι να ξέρω. Όσο μπορώ να ξέρω. Και έχω πάρει μέρος μάλιστα στο έργο δύο καλλιτεχνών, μετά από πρόσκλησή τους. Σαν φωνή αφηγήτρια στο δίσκο «vive la liberté» του συγκροτήματος «Δια Μαγείας» σε μουσική του Μπάμπη Νίκου. Επίσης έχω γράψει τους στίχους σε ένα κομμάτι του metaman. Αυτό πάει πάρα πολύ καλά στο εξωτερικό και εδώ.

Το σπάσιμο της απόστασης

Κ.Σ.: Να σου δείξω κάποια εξώφυλλα δίσκων σου να μου πεις πως τα σκέφτηκες; Ας πούμε τα «λεπιδόπτερα» πρώτα. Ζητώ από τη Λένα Πλάτωνος να μου σχολιάσει κάποια εξώφυλλα των δίσκων της αφού γνωρίζω ότι κάποια τα έχει επιμεληθεί η ίδια. Δεν χρειάζεται να τα κοιτάξει στην οθόνη του κινητού μου, τα φέρνει στον νου κλείνοντας τα μάτια της.
Λ.Π.: Ναι, τα «λεπιδόπτερα». Εκεί έχω μια γυναίκα πεταλούδα η οποία σπάει τα δεσμά της. Κάποιος την έχει εγκλωβίσει. Το λέω και σε ένα τραγούδι αυτό. Στο πρώτο τραγούδι, στην «Αρασχνία Λεβάνα».

Κ.Σ.: Και οι «Αναπνοές»;
Λ.Π.: Είναι η ιστορία ενός ζευγαριού. Ενός ερωτικού ζευγαριού. Διάφορα στιγμιότυπα από την πορεία τους, διάφορα στάδια.

Κ.Σ.: Το «Γκάλοπ» τώρα.
Λ.Π.: Στο «Γκάλοπ» έχουμε μία ανθρώπινη μορφή, έτσι άφυλη κάπως, τώρα γιατί την έβαλα άφυλη δεν ξέρω. Η μορφή ξεφεύγει από ένα κόσμο που ήταν μπλοκαρισμένη. Βασικά μοιάζει με το εξώφυλλο των «λεπιδοπτέρων». Εκεί ήταν σαν πεταλούδα καρφιτσωμένη. Στο «Γκάλοπ», βγαίνει σε έναν ανοιχτό ορίζοντα όπου είναι μόνη της με το μισοφέγγαρο εκεί και αναπνέει τον αέρα μας ελευθερίας. Βγαίνει από πρότυπα θρησκευτικά. Είναι και αυτοί οι δύο παπαδοτέτοιοι κάπου εκεί. Η μορφή φεύγει από στερεότυπα, από μόδες και βγαίνει σε ένα καθαρό, αμόλυντο περιβάλλον για να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα μας. Βγαίνει μέσα από τα στερεότυπα τα οποία επαναλαμβάνονται και γίνονται αποπνικτικά. Ίσως βγαίνει σε έναν δικό μας κόσμο, απαλλαγμένο από αυτά τα στερεότυπα.

Κ.Σ.: Και οι «μάσκες ηλίου»;
Λ.Π.: Οι «μάσκες ηλίου» είναι πιο περίεργο πράγμα. Είναι εκεί που εγκλωβίζεται κανείς μέσα στον εαυτό του και μέσω του καθρέφτη του. Είναι back to the future.
Κ.Σ.: Παρατηρώ ότι ο εγκλωβισμός και η απελευθέρωση παίζει ως μοτίβο.
Λ.Π.: Ναι, αυτό είναι το μοτίβο μου. Ο ήλιος υποτίθεται ότι είναι ένα απελευθερωτικό σύμβολο. Μπαίνει μέσα σε αυτό το σύμβολο, που είναι της έκθεσης, αλλά εκεί παγιδεύεται. Βρίσκουμε έτσι πάλι τον εαυτό μας και πάλι τον εαυτό μας και πάλι τον εαυτό μας σε μια ατέρμονη διαδικασία.

Κ.Σ.: Το «σπάσιμο των πάγων»;
Λ.Π.: Το «σπάσιμο των πάγων» είναι το σπάσιμο μας απόστασης από τα πράγματα που την έχω χρησιμοποιήσει αρκετά περισσότερο, μιας θέασης και από μέσα και απ’ έξω. Το «σπάσιμο των πάγων» είναι το σπάσιμο μιας θέασης των πραγμάτων και του εαυτού μας όπου γίνεται πιο μελωδικό το κλίμα…
Έχει σηκωθεί ένας φοβερός αέρας…με ταράζει πάντα ο αέρας.
Κ.Σ.: Είναι ταραχτικός. Και μένα με ταράζει. Μας καλεί ίσως να αποχαιρετιστούμε. Εμείς όμως προλάβαμε και τα είπαμε όλα και με το παραπάνω Λένα. Θέλω να σε ευχαριστήσω πάρα πολύ. Ήταν τόσο όμορφα.
Λ.Π.: Γεια σου, κυπριωτοπούλα! Είπαμε αρκετά ωραία πράγματα. Με βοήθησες και μένα ξέρεις. Ανακάλυψα και εγώ μερικά πράγματα.

«Ακινησία και πίστη. Γεια!»

Λ.Π.: Ωραίο δεν ήταν αυτό το ποίημα; Ανάμεσα στις σημειώσεις που βρίσκει τυχαία η Λένα Πλάτωνος στην αποθήκη της, ανακαλύπτουμε ένα ανέκδοτο ποίημα της. Της προτείνω να το απαγγείλει καθώς τη βιντεοσκοπώ. Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο περιοδικό Marginalia.
Κ.Σ.: Τέλειο!
Λ.Π.: Πού το βρήκα; (γελά)
Κ.Σ.: Έχουμε ημερομηνία;
Λ.Π.: Ναι, τρεις Δεκεμβρίου του ’89 πρέπει να είναι αυτό ή του ’90;

Secured By miniOrange