Λογοτεχνία Τεύχος #07

Τα ποιήματα από τα μπαούλα

Ανειλημμένες Υποχρεώσεις

ένας άντρας μπήκε σε ένα δωμάτιο
βρισκόταν μεταξύ του κόσμου και
της περιοχής εκείνης του ονείρου που
μας κάνει να ξεστρατίζουμε
μαζί του έσυρε ένα λάκκο

είχε θάψει εκεί
την περισσότερη ζωή του
όχι πολύ βαθιά
ίσα-ίσα για να μπορεί κανείς να μετανιώνει

όση περίσσεψε
την έκανε αέρα ανάμεσα απ’ τα σπίτια
μέσα στα κρεβάτια
έψαξε
για νέες πληγές

να καταφέρει να τις ενώσει με τις δικές του
να μπορεί να τρέξει πάλι αίμα από τα μαξιλάρια
γιατί τα βράδια δεν κοιμάται
βρήκε μονάχα λουλούδια

αμέσως έτρεξε και τα έχωσε
στο ανοιχτό στόμα κάποιου τάφου
ο τάφος έγραφε
«παιδαριογέρων»
ούτε αυτό τον βοήθησε στον ύπνο

ένας άντρας μπήκε σε ένα δωμάτιο
απ’ τη ντουλάπα τα ποιήματα
ψιθύριζαν βρυχηθμούς
κοίταξε το μικρό ρολόι που φορούσε στο στήθος του
είχε αργήσει

ο λάκκος τον περίμενε
για να ξαναγίνει χώμα


 

Μείον μία αυθαιρεσία

το τσιγάρο καπνίζει στο τασάκι
τα φρούτα σαπίζουν στο ψυγείο
η αυλή γεμίζει
γενικώς
(φύλλα, παππούδες, χρήματα)
το σπίτι τουναντίον
η γάτα φυλάσσει την τροφή
η μπίρα ξεθυμαίνει
ο έρωτας πεθαίνει στα νησιά
η μοναξιά ανέπαφη

 

Να ζεις, να ζεις και να ζεις

Στον Κώστα και στη Γεωργία

όταν μεγαλώσουμε ψάχνουμε ένα σπίτι φωτεινό
για να σαπίσουμε
ξέρουμε πως την ωριμότητα τη χάσαμε από καιρό
όσο πιο φωτεινό το σπίτι, τόση λιγότερη μοναξιά ν’ αντέχουμε

όταν ο ήλιος καίει βγαίνουμε στο μπαλκόνι
κρεμάμε με μανταλάκια στην απλώστρα
τα σημειώματα με
τα παιδικά μας όνειρα

λίγο πριν μας φάνε τα μυρμήγκια και το υγρό χώμα
ψάχνουμε κάποιον να μας διαλύσει το σπίτι
ξέρουμε πως τα όνειρα στεγνώσαν από καιρό
όσο πιο μεγάλη η ζημιά, τόσο δυνατά γελάμε με τον Χάροντα

το χάραμα βγαίνουμε για ψάρεμα στο νεροχύτη
για δόλωμα χρησιμοποιούμε (από το ψυγείο) τις καρδιές
από παλιούς μας έρωτες
με τις πληγωμένες τσιμπάνε οι πιο χαρούμενές μας αναμνήσεις

το μικρό ρολόι δε βγαίνει πια από το κεφάλι μου

όσο κι αν βρέχω την αυλή, ο παππούς δεν εμφανίζεται

τα τετράδιά μου γράφουν τα ομορφότερα ποιήματα-έγινα μεγάλος ποιητής

μόνο που ξέχασα να ζήσω

 

Ένα χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα

αυτήν την εποχή του χρόνου
μα τι λέω, πάντα χειμώνας είναι

οι τρελοί βαφτίζονται καλλιτέχνες
και γεμάτα τα ψυχιατρεία από εκθέματα

αναρωτιέμαι για τι θα πεθαίνουν οι εραστές που θα γεννηθούν σε δυο χιλιάδες χρόνια
πιο ξαναμμένοι από ποτέ
θα παίζουν το βιντεοπαιχνίδι τους και θα κοιμούνται

και κάθε μεσημέρι στο οικογενειακό τραπέζι
κι ένας μικρός θάνατος
κανένας δε θα αξίζει να πεθαίνει από έρωτα
νικήσαμε το θάνατο

γίναμε αθάνατοι

γίναμε ανέραστοι

κι όμως ακόμα εραστές.


 

Προσδοκονειρέματα

κάπου μέσα σε μια τεράστια καρδιά
υπάρχει ένας άντρας τιποτένιος
γ-έρως
γερας-μένος
συντηρεί ουρανούς
αγκομαχά ελπίδες
η δουλειά είναι απλή και συχνά γίνεται από μόνη της
όταν τα πράγματα στενεύουν
παίρνει μπρος το φαινόμενο της αυτοανάφλεξης
και τίποτε δε γλιτώνει από την κάθαρση
ο φόνος άλλωστε είναι η απόλυτη πράξη ιδιοκτησίας
με τους χειμώνες ο γεράκος θα ονομαστεί
ως ο μεγαλύτερος επαναστάτης
των σύγχρωνων συναισθημάτων
η δουλειά θα σταματήσει
προσοχή:
η ελπίδα σκοτώνει

Σχετικά με τον συντάκτη

Κωνσταντίνος Πλακώνας

Δεν έχει σπουδάσει τίποτε συγκεκριμένο. Αυτόν τον καιρό γράφει τίτλους από βιβλία που κάποτε θα γράψει και βρίσκεται πίσω από κάποια μπάρα. Πιστεύει πως βλέπεις καθαρά τους υγιείς μόνο αν τους κοιτάζεις με τις καυτές κόρες του αρρώστου. Βλέπεις καθαρά τους ευτυχείς μόνο με το φαρμάκι του χαροκαμένου. Κυκλοφορούν συνωμοτικά ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε