Γιατί, παρά την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, ο χρόνος εργασίας των ανθρώπων δεν μειώνεται, αλλά αντιθέτως αυξάνει; Στο ερώτημα αυτό επιχειρούμε να απαντήσουμε στο παρόν άρθρο, στηριζόμενοι, κυρίως, σε σχετικές μαρξικές διδασκαλίες.
Σ’ ένα περίφημο απόσπασμα από τα Πολιτικά, ο Αριστοτέλης γράφει: «εἰ γὰρ ἠδύνατο ἕκαστον τῶν ὀργάνων κελευσθὲν ἢ προαισθανόμενον ἀποτελεῖν τὸ αὑτοῦ ἔργον, ὥσπερ τὰ Δαιδάλου φασὶν ἢ τοὺς τοῦ Ἡφαίστου τρίποδας, οὕς φησιν ὁ ποιητὴς αὐτομάτους θεῖον δύεσθαι ἀγῶνα, οὕτως αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταὶ καὶ τὰ πλῆκτρα ἐκιθάριζεν, οὐδὲν ἂν ἔδει οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253b-1254a). [Εάν κάθε εργαλείο μπορούσε να εκτελέσει την εργασία του διαταζόμενο ή προαισθανόμενο (δηλαδή προβλέποντας τι πρέπει να κάνει), όπως τα αγάλματα του Δαιδάλου ή οι τρίποδες του Ηφαίστου – για τους οποίους ο ποιητής (Όμηρος) λέει ότι αυτοκινούμενοι εισέρχονταν στο συμπόσιο των θεών – εάν έτσι ύφαιναν μόνες τους οι σαΐτες του αργαλειού ή τα πλήκτρα έπαιζαν μόνα τους κιθάρα, οι αρχιτεχνίτες δεν θα χρειάζονταν βοηθούς, ούτε οι δεσπότες δούλους]. Στο εν λόγω απόσπασμα, αφενός εκφράζεται το όραμα της απελευθέρωσης του ανθρώπου, μέσω της τεχνικής, από την απαραίτητη για την επιβίωση χειρωνακτική και εν γένει καταναγκαστική εργασία, αφετέρου προβάλλεται ο προωθητικός της κοινωνικής χειραφέτησης χαρακτήρας της τεχνικής.
Σ’ ένα άλλο απόσπασμα του Αριστοτέλη, από τα Ἠθικὰ Νικομάχεια αυτή τη φορά, αναφέρεται: «δοκεῖ τε ἡ εὐδαιμονία ἐν τῇ σχολῇ εἶναι· ἀσχολούμεθα γὰρ ἵνα σχολάζωμεν» (Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1177b). [Φαίνεται, επίσης, ότι η ευδαιμονία είναι (πραγματώνεται) στη σχόλη (ελεύθερο χρόνο). Πράγματι, εργαζόμαστε για να έχουμε ύστερα σχόλη (ελεύθερο χρόνο)]. Η τέλεια ευδαιμονία ενυπάρχει στον θεωρητικό βίο, τουτέστιν στη φιλοσοφία και στην ενατένιση των αιωνίων αντικειμένων της αστρονομίας, των μαθηματικών και της θεολογίας. Αλλά, ο θεωρητικός βίος προϋποθέτει σχόλη, δηλαδή απουσία κάθε σωματικής δραστηριότητας αναλισκόμενης στον βιοπορισμό. Ακόμη, ελεύθερο χρόνο απαιτεί και ο πολιτικός βίος (συμμετοχή στα κοινά, οικογένεια, σεξουαλική ζωή, φιλία, γυμναστική, τέχνες κ.λπ.), ο οποίος παρέχει μία ευδαιμονία δεύτερης τάξης. Πέραν της σχόλης, μία επιπλέον προϋπόθεση της ευδαιμονίας, τόσο του θεωρητικού, όσο και του πολιτικού βίου, είναι η μη–χρηστικότητα των δραστηριοτήτων που αυτοί εμπερικλείουν. Δηλαδή, οι δραστηριότητες αυτές επιδιώκονται και πραγματοποιούνται χάριν αυτών των ιδίων, για την ομορφιά και την αξία που έχουν από μόνες τους, και όχι ένεκα τινός άλλου ωφελήματος.[1]
Χιλιετίες αργότερα, ο Όσκαρ Ουάιλντ επαναλαμβάνει τη θέση ότι ο άνθρωπος, με τη βοήθεια της τεχνικής, μπορεί να απελευθερωθεί από τον εξευτελισμό της χειρωνακτικής εργασίας· το άτομο θα δημιουργεί ό,τι είναι όμορφο, θα επιλέγει την εργασία που τού αρέσει και τού ταιριάζει, και όλες οι δυσάρεστες, κοπιαστικές, απωθητικές, πλην όμως απαραίτητες, δουλειές θα γίνονται από τις μηχανές. Για να επιτευχθεί, όμως, αυτό το όραμα, πρέπει οι μηχανές να μην αποτελούν ατομική ιδιοκτησία, αλλά να ανήκουν σε όλους· και αυτό θα γίνει στον σοσιαλισμό.[2]
Ο Καρλ Μαρξ οραματίζεται την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον διττά καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας, αφενός ως αναγκαίας για την επιβίωση, αφετέρου ως εξαρτημένης από τον κεφαλαιοκράτη. Ο κομμουνισμός χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της ελεύθερης δημιουργικής δραστηριότητας ως αυτοσκοπού και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου που διατίθεται για την πλήρη και ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου. Διότι, μόνο δια της ελεύθερης δραστηριότητας, ο άνθρωπος αυτοεπιβεβαιώνεται.[3] Όπως γράφει ο Μαρξ στα Χειρόγραφα:
Τα ζώα παράγουν μόνο κάτω από την πίεση της άμεσης φυσικής ανάγκης, ενώ ο άνθρωπος παράγει ακόμα και όταν είναι ελεύθερος από τη φυσική ανάγκη, και παράγει πραγματικά μόνο απελευθερωμένος από την ανάγκη αυτή… Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει, επίσης, σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς. Είναι αυτή, ακριβώς η διαμόρφωση που επιφέρει πάνω στον αντικειμενικό κόσμο, με την οποία ο άνθρωπος αποδείχνει τον εαυτό του σαν ειδολογική ύπαρξη.[4]
Πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι στον κομμουνισμό, η αναγκαία εργασία δεν εξαφανίζεται παντελώς· όμως, αφενός συρρικνώνεται, αφετέρου παύει να είναι αποξενωμένη, όπως στον καπιταλισμό. Απαραίτητη, αλλά όχι επαρκή, προϋπόθεση του κομμουνισμού συνιστά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και μάλιστα των μέσων της τεχνικής και της επιστήμης.[5] Συνεπώς, ο Μαρξ διάκειται θετικά προς τον τεχνοεπιστημονικό πολιτισμό, τον οποίο βλέπει ως βάση της ανθρώπινης χειραφέτησης.
Γιατί, όμως, η εκμηχάνιση της παραγωγής, στον καπιταλισμό, αντί να οδηγήσει σε αύξηση του ελεύθερου χρόνου, κατέστη το ισχυρότερο μέσο παράτασης της εργάσιμης ημέρας; Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου,[6] ο Μαρξ παρουσιάζει τρεις λόγους:
Πρώτον, η μηχανή χάνει γρήγορα την αξία της, όσο εμφανίζονται δίπλα της καλύτερες μηχανές που την ανταγωνίζονται. Ως εκ τούτου, ο κεφαλαιοκράτης «βιάζεται» να την εκμεταλλευθεί προτού «παλιώσει» και γι’ αυτό παρατείνει την εργάσιμη ημέρα.
Δεύτερον, κατά τον Μαρξ, η εργάσιμη ημέρα συνίσταται από τον χρόνο της «αναγκαίας εργασίας», κατά τον οποίον ο εργάτης παράγει την αξία των μέσων συντήρησής του, και από τον χρόνο της «υπερεργασίας», κατά τον οποίον παράγει ένα «υπερπροϊόν», που το σφετερίζεται ο κεφαλαιοκράτης. Ο λόγος της υπερεργασίας προς την αναγκαία εργασία αποτελεί το ποσοστό της «σχετικής υπεραξίας». Το σταθερό κεφάλαιο (τα μέσα παραγωγής, οι πρώτες ύλες κ.λπ.) δεν προσθέτει στο προϊόν περισσότερη αξία από την αξία που έχει το ίδιο, με άλλα λόγια δεν μεταβάλλει το μέγεθος της αξίας του στην παραγωγική διαδικασία. Αντίθετα, είναι το μεταβλητό κεφάλαιο, (οι δρώσες εργατικές δυνάμεις), που προσθέτει νέα αξία στο προϊόν, μεταβάλλει δηλαδή την αξία του στην παραγωγική διαδικασία, καθώς παράγει το δικό του ισοδύναμο συν ένα πλεόνασμα, την υπεραξία. Συνεπώς, η υπεραξία δεν πηγάζει από τη μηχανή, αλλά από τις εργατικές δυνάμεις που απασχολούνται στη μηχανή· η δε ολική μάζα της υπεραξίας ισούται με το γινόμενο του ποσοστού της υπεραξίας επί τον αριθμό των απασχολουμένων εργατών. Όταν, λοιπόν, λόγω της εκμηχάνισης, μειώνεται ο αριθμός των εργατών, επιβάλλεται η αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, προκειμένου να διατηρηθεί η ολική της μάζα. Αυτό κατορθώνεται με την παράταση της εργάσιμης ημέρας. Έτσι, εμφανίζεται το παράδοξο: η τεχνολογική πρόοδος, το ισχυρότερο μέσο συντόμευσης του χρόνου εργασίας, να οδηγεί, από τη μία, σε διόγκωση της ανεργίας, από την άλλη, σε αύξηση των ωρών δουλειάς των εναπομεινάντων εργαζομένων.
Τρίτον, η εκμηχάνιση εδραιώνει την υποταγή της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο, σπάζοντας την αντίστασή της στην επίταση της εκμετάλλευσης. Αυτό συμβαίνει, γιατί αυξάνει την ανεργία, οπότε δημιουργείται ένας παραπανίσιος εργατικός πληθυσμός (σχετικός εργατικός υπερπληθυσμός ή βιομηχανικός εφεδρικός στρατός) και εντείνεται ο συναγωνισμός για την εύρεση εργασίας και την παραμονή σε αυτήν. Δεδομένου ότι οι μεν ήδη εργαζόμενοι φοβούνται μήπως απολυθούν, οι δε άνεργοι είναι διατεθειμένοι, προκειμένου να βρουν δουλειά, να αποδεχθούν και τους χειρότερους όρους, οι πάντες αναγκάζονται να υπακούν στα κελεύσματα του κεφαλαίου, άρα και στην επιμήκυνση του ημερήσιου χρόνου εργασίας.
Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ περιγράφει τον νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει.[7] Ως ποσοστό κέρδους ορίζεται ο λόγος της υπεραξίας προς το προκαταβεβλημένο συνολικό κεφάλαιο. Όταν οι μέθοδοι της παραγωγής αναπτύσσονται, χάρη στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, ο ίδιος αριθμός εργατών θέτει στο ίδιο χρονικό διάστημα σε κίνηση ένα σταθερό κεφάλαιο διαρκώς αυξανόμενου αξιακού μεγέθους. Αυτή η προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού έναντι του σταθερού κεφαλαίου έχει ως συνέπεια τη μείωση του γενικού ποσοστού κέρδους, με αμετάβλητο ή ακόμη και ανερχόμενο τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, όταν η μάζα της χρησιμοποιούμενης ζωντανής εργασίας μειώνεται σε σχέση με τα μέσα παραγωγής, η απλήρωτη ζωντανή εργασία που υλοποιείται σε υπεραξία φθίνει και αυτή σε σχέση με το χρησιμοποιούμενο συνολικό κεφάλαιο· το κεφάλαιο απομυζάει σε σχέση με το μέγεθός του όλο και λιγότερη υπερεργασία. Εν τούτοις, παρά την προοδευτική πτώση του ποσοστού κέρδους, η απόλυτη μάζα του κέρδους μπορεί να αυξάνει, π.χ. μέσω της αύξησης του εργατικού πληθυσμού και άρα της εξουσιαζόμενης εργασίας. Κι όμως, όπως τονίζει ο Μαρξ, το ποσοστό του κέρδους, και όχι η απόλυτη μάζα αυτού, αποτελεί την «κινητήρια δύναμη», το «κεντρί», το «ζωογόνο πυρ» της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής!
Αντιδρώντας στην παραπάνω περιγραφείσα τάση πτώσεως του ποσοστού κέρδους, οι κεφαλαιοκράτες, μεταξύ άλλων, παρατείνουν την εργάσιμη ημέρα και επιβάλλουν εντατικοποίηση της εργασίας, ούτως ώστε να αυξηθεί η υπερεργασία και η υπεραξία που ιδιοποιούνται. Βλέπουμε και πάλι ότι, στον καπιταλισμό, η εκμηχάνιση μεταλλάσσεται από ευλογία σε κατάρα: αντί για ελάττωση του χρόνου και της έντασης της δουλειάς, επιφέρει την αύξησή τους! Επειδή η μαζική αντικατάσταση της ζωντανής εργασίας από υλοποιημένη εργασία, δηλαδή από μηχανές, οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους, είναι αδύνατον, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η ανθρωπότητα να οδηγηθεί στην πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγής, δηλαδή να πραγματωθεί το όραμα του Αριστοτέλη.[8]
Η συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων και η ταχύτητα των ρυθμών της καθημερινής ζωής που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό σχετίζονται άμεσα με τη συγκεκριμένη σημασία που κατέχει ο χρόνος στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Στο κεφαλαιώδες έργο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, ο Μαξ Βέμπερ παρουσιάζει ως αντιπροσωπευτικό του «πνεύματος του καπιταλισμού», ως ντοκουμέντο που αποτυπώνει το «πνεύμα» αυτό με σχεδόν κλασική καθαρότητα, ένα κείμενο του Βενιαμίν Φραγκλίνου γραμμένο το 1748: Συμβουλές σε ένα νέο έμπορο (Advice to a young tradesman).[9] Στο κείμενο αυτό περιέχεται η διάσημη φράση: «Ο χρόνος είναι χρήμα»! Παρακάτω, ο Φραγκλίνος γράφει: «Όποιος χάνει άσκοπα χρόνο που αξίζει πέντε σελίνια, χάνει πέντε σελίνια, και θα έκανε εξίσου καλά να πετάξει πέντε σελίνια στη θάλασσα»! Εκκινώντας από αυτήν την εύστοχη επισήμανση του Βέμπερ, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η απόλυτη προσήλωση του αστού στην εκμετάλλευση του χρόνου τον ωθεί στην επιβολή όσο το δυνατόν μακρότερων ωραρίων στους εργάτες που δουλεύουν γι’ αυτόν και κινούν τα μέσα παραγωγής που κατέχει. Στην πραγματικότητα, η φράση του Φραγκλίνου είναι δυνατόν να παραφρασθεί ως εξής: Ο χρόνος εργασίας των εργατών είναι χρήμα και κέρδος για τον κεφαλαιοκράτη. Επιπλέον, είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι η κυρίαρχη λατρεία της ταχύτητας και οι εξοντωτικά γρήγοροι ρυθμοί της ζωής μας δεν εκπηγάζουν, τουλάχιστον κατά κύριο λόγο, από ενδογενή χαρακτηριστικά των τεχνολογικών μέσων που διαθέτουμε και χρησιμοποιούμε, αλλά απορρέουν βασικά από την ολοκληρωτική κατίσχυση του ως άνω περιγραφομένου «πνεύματος του καπιταλισμού».
Συμπερασματικά, στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, όχι μόνον είναι αδύνατη η πραγματοποίηση της απελευθερωτικής υπόσχεσης της τεχνολογίας, αλλά επιπλέον η τεχνική πρόοδος μεταλλάσσεται από ευλογία σε κατάρα, υποδουλώνοντας έτι περαιτέρω τον άνθρωπο στον ζυγό της καταναγκαστικής εργασίας. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη και επιθυμητή η επαναστατική ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας και η αντικατάστασή της από τον κοινωνικό-συνεταιριστικό τρόπο παραγωγής. Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής αποτελεί μεν αναγκαία, αλλά όχι επαρκή συνθήκη της χειραφέτησης. Επιπροσθέτως, απαιτούνται η εγκατάλειψη του καπιταλιστικού φετιχισμού της ανάπτυξης και του καταναλωτισμού της αστικής κοινωνίας, ο επανακαθορισμός των αναγκών, και η υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου οργάνωσης της εργασίας μακριά από τον απρόσωπο, στενό καταμερισμό.[10]
Το κείμενο επιμελήθηκαν οι Δήμητρα Αλιφιεράκη και ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, στις μεν ταξικές εργαζόταν το 90% του πληθυσμού, στις δε αταξικές (ακέφαλες) το 97% . Σήμερα, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες εργάζεται το 30%, ενώ από αυτό το ποσοστό το μισό εργάζεται μεν αλλά δεν παράγει κοινωνικό πλούτο. Ο κοινωνικός πλούτος παράγεται από το 15% του πληθυσμού. Δεν έχει μειωθεί ο χρόνος εργασίας;