Μου αρέσει η αφραγκία. Είναι εποικοδομητική. Σε κάνει ξύπνιο και μεθοδικό. Σε κάνει γοργοπόδαρο. Είσαι σε διαρκή επιφυλακή. Αρκεί, βέβαια, να είσαι μόνος. Πρέπει να πατήσεις –όσο γίνεται πιο διακριτικά– unfollow σε όλους τους επίδοξους συνδαιτυμόνες. Εσύ είσαι σεμεδάκι της γιαγιάς σε τρίποδο τραπεζάκι με καφέ ελληνικό και γλυκό του κουταλιού, και οι άλλοι είναι η τελευταία σειρά του Νέτφλιξ με το ιαπωνικό άνιμε που τα χώνει στον καπιταλισμό, αλλά εσύ δεν έχεις τα λεφτά για τη συνδρομή. Γιατί ο άλλος θα σου πει πάμε για ένα ποτάκι. Η άλλη θα σου πει πάμε κανένα σινεμαδάκι. Κι εσύ θα είσαι με δυο ευρώ και εβδομήντα λεπτά. Εκεί θα ντραπείς. Καλά ρε, κοτζάμ άντρας, δεν έχεις δέκα ευρώ να πας ένα σινεμά. Δεν θα σου το πει κάποιος άλλος. Εσύ θα το πεις.
Περνούσα τις προάλλες έξω από την έπαυλη ενός άστεγου. Ένα μοναχικό παγκάκι, πέντε παραγεμισμένες σακούλες με όλη του την πραμάτεια, και ένα βρόμικο, φθαρμένο στρώμα πάνω στο τρύπιο σομιέ της πόλης. Σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Πότε γίνεται κανείς άστεγος; Βγαίνει από την κοιλιά της μάνας του άστεγος; Γεννιέται και λέει τι όμορφα που είναι τα σπίτια τους, αλλά εγώ προτιμώ την παγερή πλατεία με τα χριστιανικά βλέμματα των περαστικών; Είναι ένα είδος σπαμ που ξαποστέλνει ο Θεός στην ανεπιθύμητη αλληλογραφία του; Μια κλήρωση του λόττο στα χέρια σκοτεινών δυνάμεων; Εσύ θα γεννηθείς σε βίλα στην Εκάλη, με τζακούζι και τα σχετικά. Εσύ δεν έχεις σωματότυπο για μανόλια μεγανθής, δίπλα σε κήπο με πισίνα. Το προτιμότερο είναι να αναβλύσεις αγριόχορτο στο χαντάκι του δρόμου που πάει για την Ιθάκη. Ιθάκη δεν έχει για σε. Έχει όμως Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες. Διαβάτες πολυάσχολοι, αυστηροί, που με ένα βλέμμα βιαστικό νίπτουν τας χείρας. Τουρίστες άμωμοι και άμεμπτοι, που σε στοιβάζουν στο εξωτικό κάδρο μιας αναμνηστικής φωτογραφίας. Γείτονες που σε παραχώνουν στον πάτο του τελευταίου συρταριού, πλάι στο βαζάκι με την περσινή μαρμελάδα.
Αυτό που μου τράβηξε όμως την προσοχή εκείνο το ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα δεν ήταν τόσο ο άστεγος. Άστεγους έχω δει με το τσουβάλι. Αυτό που με παρακίνησε να κάτσω στο απέναντι παγκάκι και να στήσω αυτί ήταν η σαγηνευτική παρουσία μιας γυναίκας. Ήταν ξένη. Και είχε πιάσει εδώ και λίγη ώρα κουβέντα με τον άστεγο, σε μία γλώσσα που υπέθεσα πως ήταν τα αγγλικά. Δεν έμοιαζε με τουρίστρια. Λαμβάνοντας υπόψη την απροσποίητη χαλαρότητα με την οποία κινούνταν στον χώρο, ανήκε μάλλον σε εκείνη την περίφημη φυλή των ψηφιακών νομάδων. Μια φυλή πολύ ελκυστική, την οποία οι θεοί έχουν προικίσει με αμύθητα δώρα, κάτι σαν την Πανδώρα, η οποία όμως με το αιθέριο πέρασμά της σπέρνει δυστυχία και φτώχεια στους κοινούς θνητούς.
Η ξένη, με κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς, θα έπρεπε να ήταν Γαλλίδα ή Βελγίδα. Μπορεί και να πέφτω τελείως έξω. Ήταν ψηλή, αδύνατη, μελαχρινή, με μακριά ίσια μαλλιά, που κάθε τόσο τα χάιδευε αμήχανα αλλά αποφασιστικά, όπως μόνο μια αθάνατη θεά ξέρει να χαϊδεύει. Ο άστεγος, ο οποίος είχε γκρίζα μακριά μαλλιά και γκρίζα μακριά γένια, τάιζε ένα σμάρι περιστέρια και της απαντούσε χαμηλόφωνα στα αγγλικά. Προς στιγμήν πίστεψα πως ακόμα και τα περιστέρια θα φτερουγίσουν σε άπταιστα αγγλικά.
Εκείνη έβγαζε φωτογραφίες τα περιστέρια με το κινητό της και ύστερα τις έδειχνε στον άστεγο, ο οποίος με τη σειρά του τα έδειχνε με το δάχτυλο σαν να ξέρει το καθένα χωριστά με τα όνομά του. Μιλούσαν και μιλούσαν. Για περιστέρια μιλούσαν; Η γυναίκα διαρκώς χαμογελούσε, με εκείνο το σίγουρο χαμόγελο που αναδύει η εκτυφλωτική λάμψη της κοινωνικής επιφάνειας. Κάποια στιγμή κάθισε στο φτωχικό του άστεγου, ανάμεσα στα κουρέλια του, και ανέβασε παιχνιδιάρικα τα λιγνά της πόδια στο παγκάκι. Αγκάλιασε τα γόνατά της και συνέχισε να του μιλάει. Την ιστορία της ζωής της του έλεγε; Η απόσταση από το σημείο της δράσης με έκανε να νιώθω σαν να κάθομαι μόνος σε θερινό σινεμά και να παρακολουθώ έκθαμβος μία σκηνή βωβού κινηματογράφου. Πάνω από το γκρίζο σκέλεθρο της πλατείας, ο ουρανός αποκολλημένος, ακίνητος, είχε στρατοπεδεύσει, σαν να είχε απαρνηθεί την απεραντοσύνη του. Οι τίτλοι τέλους έπεσαν, όπως όταν ξυπνάει κανείς από όνειρο, με το που ήρθε να την πάρει ο φίλος της, ο οποίος έμοιαζε με ντόπιο. Ντόπιος ήταν, γιατί άκουσα καθαρά τη λέξη «μαλάκας» να βγαίνει μες από τα χείλη του ή από τα σωθικά του. Έφυγαν αγκαλιά, ενώ ο άστεγος συνέχιζε απερίσπαστος να μιλά με τα περιστέρια. Όταν σηκώθηκα να φύγω, ένιωσα το παγκάκι να μου γνέφει, ψελλίζοντας κάτι στα αγγλικά. Στη διαδρομή αναρωτιόμουν από πότε είχα να πιάσω κουβέντα με άστεγο. Ύστερα θυμήθηκα. Από τότε που ζούσα κι εγώ στο εξωτερικό, μετανάστης.
Ήταν Σάββατο βράδυ και έπρεπε να βγω. Αυτό δεν κάνουμε τα Σάββατα; Βγαίνουμε. Δεν καθόμαστε σπίτι να ονειρευόμαστε άστεγους και περιστέρια. Να βγω να κάνω τι; Είχα επτά ολόκληρα ευρώ και έπρεπε να τα ξοδέψω έξυπνα. Τρία ευρώ για ένα σουβλάκι, δυόμισι για μία ρακή σε ένα στέκι από αυτά που στην αργκό της γενιάς μου αποκαλούμε «αλληλέγγυα». Εκεί μπορεί να κεραστώ και μια δεύτερη. Φτάνουν λοιπόν και περισσεύουν τα επτά ευρώ μου.
Ήμουν απορροφημένος σε ένα μελαγχολικό τραγούδι του Τομ Γουέιτς, προπαρασκευαστικό για την επικείμενη μοναχική μου έξοδο, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Το ξαφνικό χτύπημα της πόρτας μού έφερε στον νου δυσοίωνες επισκέψεις αγνώστων. Μάρτυρες του Ιεχωβά, πυροβολημένα ζόμπι κάποιας παραθρησκευτικής οργάνωσης ή πλασιέ ξεχασμένοι από τον χρόνο, που σου χτυπούν την πόρτα για να σε ειδοποιήσουν για τον αόρατο εχθρό, τη θεία λύτρωση, τη μετά θάνατον ζωή, το τέλος του κόσμου, για τον διπλό μυστικό πράκτορα που κατοικεί σε κάποιο από τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας ή για τα απόρρητα σχέδια της Κυβέρνησης, στα οποία, δυστυχώς, έχεις εμπλακεί κι εσύ ο ίδιος χωρίς να το ξέρεις. Άνοιξα και μπήκε μέσα ένας άγνωστος.
«Φίλε, αν έχεις βαλθεί να εξαρθρώσεις τη σπείρα του σατανά επί γης, να ξέρεις πως εγώ είμαι ο διάβολος προσωποποιημένος και το καλό που σου θέλω είναι να του δίνεις», του είπα χωρίς πολλές περιστροφές, δίχως να προλάβω καν να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Δεν σε βλέπω καλά απόψε. Τι έχεις;», μου απάντησε ο άγνωστος, με βλέμμα ατάραχο και απλανές, σαν προσωκρατικού φιλοσόφου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έκπληκτος αντιλήφθηκα πως ο άγνωστος που στεκόταν μπροστά μου ήταν ο άστεγος της γειτονιάς.
«Βλέπω ότι είσαι μόνος. Μήπως θέλεις λίγη παρέα;», μου είπε σε άπταιστα ελληνικά.
«Έχω τις μοναξιές μου σήμερα. Δεν έχω όρεξη για κουβέντα», του απάντησα κοφτά.
«Πες μου μία ιστορία που δεν έχεις πει ούτε στον πιο κοντινό σου άνθρωπο. Πες μου κάτι που δεν έχεις πει ποτέ σε κανέναν! Κι ύστερα θα φύγω και θα σε αφήσω ήσυχο. Σε έναν άγνωστο εκμυστηρεύεται κανείς πιο εύκολα τα απόκρυφα μυστικά του», μου είπε.
Σκέφτηκα για λίγη ώρα, ενόσω αυτός περιεργαζόταν στη βιβλιοθήκη κάτι αγγλικά βιβλία.
«Είναι χειμώνας, είναι βράδυ και κάνει πολλή ψύχρα. Είμαι σε μία ξένη πόλη του βορρά. Έχω πολύ πρόσφατα μεταναστεύσει και δεν έχω κάνει ακόμα ούτε μία γνωριμία. Έχω πολύ λίγα χρήματα στην τσέπη και τριγυρνώ μόνος σε μια πλούσια γειτονιά, σχεδόν ερημική, για να βρω κάτι να φάω, αλλά εκεί τα εστιατόρια έχουν τιμές πολύ πιο ακριβές από αυτές που συνήθως συναντά κανείς εδώ. Τελικά, τρώω ένα βρόμικο σε έναν Τούρκο ή Λιβανέζο. Στον δρόμο της επιστροφής προς το φθηνό κατάλυμα, όπου έχω εγκατασταθεί προσωρινά, συνειδητοποιώ ότι με πιάνει κόψιμο. Θέλω επειγόντως να χέσω. Αλλά το λεωφορείο αργεί. Υπολογίζω τον χρόνο και αποφασίζω πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να το πάρω με τα πόδια. Δεν έχω υπολογίσει όμως καλά τις αποστάσεις, γιατί είμαι καινούριος στην πόλη. Οι διαδρομές εκεί είναι πολύ πιο μακρινές απ’ ό,τι εδώ. Αρχίζω λοιπόν να επιταχύνω το βήμα, αλλά ένας συνδυασμός φόβου και ντροπής επιτείνει την ανάγκη μου. Συμβουλεύομαι το GPS και καταλαβαίνω πως δεν θα τα καταφέρω ως το σπίτι. Αρχίζω να τρέχω αλλά αυτό κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η κοιλιά μου πονάει, η καρδιά μου χτυπάει, τα μάτια μου γυαλίζουν. Έτρεμα και ίδρωνα από τον πόνο, το κρύο και τη ντροπή. Και χέστηκα, φίλε μου. Χέστηκα πάνω μου. Κολύμπησα στα σκατά μου. Ένας σκίουρος χοροπήδησε στο δέντρο, μια αλεπού γρύλισε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένα πεσμένο φύλλο θρόισε δίπλα στο πόδι μου που ιδρωμένο έτρεμε ακόμα. Και περίμενα. Περίμενα, με το παντελόνι να στάζει, σε εκείνο το σκοτεινό πάρκο, μέχρι να πέσει για τα καλά η νύχτα, για να μπορέσω να επιστρέψω ήσυχα στο δωμάτιό μου, χωρίς να με πάρει είδηση κανείς».
«Ντύσου να φύγουμε, έχουμε αργήσει», μου είπε, κρατώντας ένα αντίτυπο του Μόμπι Ντικ στα ταλαιπωρημένα χέρια, το οποίο είχα αγοράσει κάπου κάποτε, στο εξωτερικό, από έναν πάγκο με μεταχειρισμένα.
«Πού θα πάμε;», τον ρώτησα συνωμοτικά.
«Μας έχει καλέσει μια φίλη Γαλλίδα στο σπίτι της. Είναι εδώ πιο κάτω. Έχει πάρτι κρεμαγιέρ. Γιορτάζουν την άφιξη της νέας συγκατοίκου», μου εξήγησε.
«Να ξέρεις πως είμαι άφραγκος. Με άδεια χέρια θα πάμε;».
«Κερνάω εγώ απόψε», μου απάντησε με εκείνο το γήινο χαμόγελο που αναδύει η πηγαία αλληλεγγύη της κοινωνικής αφάνειας.
«Κράτα τον Μέλβιλ. Σου τον χαρίζω», του είπα. Και πιασμένοι αγκαζέ γλιστρήσαμε στην καρδιά της σαββατιάτικης νύχτας.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο