Οι σύγχρονες θεωρίες του «ολοκληρωτισμού» -με κεντρικά σημεία τον παραλληλισμό του ναζισμού με τον σταλινισμό, αλλά και την ταύτιση του σταλινισμού με τον κομουνισμό- έχουν ως στόχο την καταγγελία της ιδέας ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο με τη μέθοδο των εργατικών λαϊκών επαναστάσεων. Επιτίθενται στο 1917 (ακόμα και στο 1789…) επιδιώκοντας να περιορίσουν τις πιθανότητες για μελλοντικές επαναστάσεις.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο «προϊόν», που αφορά κυρίως τη συγκυρία που διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στα 1989 και τον μετέπειτα καλπασμό της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας του κεφαλαίου διεθνώς. Το ξέσπασμα της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού στα 2008 -και η παράταση της κρίσης, χωρίς διέξοδο, μέχρι σήμερα- αναβάθμισαν τη χρησιμότητα αυτών των θεωριών για τις καθεστωτικές δυνάμεις. Οι υποστηρικτές αυτών των ιδεών κερδίζουν θέσεις στα κρατικά ιδρύματα και θεσμούς, στον κόσμο των εκδόσεων και στον Τύπο.
Δεν ήταν πάντα έτσι.
Κάποιες από τις πιο πρώιμες διατυπώσεις της θεωρίας του ολοκληρωτισμού (Άρεντ, Καστοριάδης κ.ά.) διατηρούσαν τις γέφυρες με τις παραδόσεις του εργατικού και επαναστατικού κινήματος, βάσιζαν τις ελπίδες τους σε μια αναβίωση των εργατικών συμβουλίων και σε μια στροφή προς την άμεση δημοκρατία.
Αν πάμε παλιότερα, θα διαπιστώσουμε ότι οι πρώτες διατυπώσεις ακόμα και του ίδιου του όρου «ολοκληρωτισμός», προέρχονται από τα σπλάχνα του εργατικού/κομουνιστικού κινήματος, από διανοητές ή στελέχη που είχαν ταυτιστεί με τη Διεθνή και το επαναστατικό κύμα της περιόδου από το 1917 μέχρι και τα μέσα της φοβερής δεκαετίας του 1930.
Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια προδρομική -ακατέργαστη και με μεγάλα προβλήματα θεωρητικής συνοχής- κραυγή καταγγελίας του σταλινισμού, κραυγή απόγνωσης για την ανατροπή των ελπίδων που είχε δημιουργήσει ο κόκκινος Οκτώβρης.
Ζώντας σήμερα μια εποχή απογοήτευσης, μετά την τραγική «κωλοτούμπα» του 2015, ας προσπαθήσουμε να αναλογιστούμε τι συναισθήματα μπορούσε να δημιουργήσει μέσα στον κόσμο και στα στελέχη της Αριστεράς μια φοβερή αλυσίδα γεγονότων, όπως η ακύρωση της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου (των αποφάσεων του 3ου και 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν)· η περιθωριοποίηση και η συντριβή των ηγεσιών που είχαν ταυτιστεί με το Ενιαίο Μέτωπο -κυρίως στο ΚΚ Γερμανίας, με την κατηγορία περί «λουξεμπουργκισμού»- και η στροφή στην αυτοκτονική πολιτική της «3ης Περιόδου» και του «σοσιαλ-φασισμού», που διευκόλυνε τη νίκη του Χίτλερ· η αιφνίδια στροφή από τον «σοσιαλφασισμό» στα Λαϊκά Μέτωπα, δηλαδή η πίεση για συνεργασία με τις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις προκειμένου να αποτραπεί η νίκη του φασισμού (μετά όμως από την επικράτηση των Ναζί στη Γερμανία…)· η ήττα και η κατάρρευση του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία· η ήττα της επανάστασης στην Ισπανία· η γενίκευση των εκκαθαρίσεων στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ με τις μεγάλες δίκες και τις μαζικές εκτελέσεις του 1936-39· και, τέλος, η χαριστική βολή, η υπογραφή του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, το «μνημόνιο» κατανόησης και συνεργασίας μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της σταλινικής ΕΣΣΔ.
Ο Λέοπολντ Τρέπερ, ο ηγέτης του αντιναζιστικού κατασκοπευτικού δικτύου «Κόκκινη Ορχήστρα», στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Το Μεγάλο Παιχνίδι», γράφει:
«Ποιοι διαμαρτυρήθηκαν εκείνη την εποχή; Ποιοι ύψωσαν τη φωνή τους για αυτά τα αίσχη; Οι τροτσκιστές μπορούν να διεκδικήσουν αυτήν την τιμή. Ακολουθώντας το παράδειγμα του ηγέτη τους… πολέμησαν το σταλινισμό μέχρις εσχάτων και ήταν οι μόνοι που το έκαναν. Μετά τις μεγάλες εκκαθαρίσεις, μπορούσαν να φωνάζουν την εναντίωσή τους μόνο στις παγωμένες στέπες, όπου είχαν σταλεί για να εξοντωθούν. Στα στρατόπεδα, η συμπεριφορά τους ήταν αξιοθαύμαστη. Αλλά οι φωνές τους χάνονταν μέσα στην τούνδρα. Σήμερα, οι τροτσκιστές έχουν το δικαίωμα να κατηγορούν αυτούς που κάποτε ούρλιαζαν μαζί με τους λύκους… Είχαν όμως ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με εμάς, ένα συγκροτημένο πολιτικό σύστημα ικανό να αντικαταστήσει το σταλινισμό. Είχαν κάτι να στηριχθούν μέσα στη βαθιά απογοήτευση… δεν «ομολόγησαν» γιατί ήξεραν ότι οι ομολογίες δεν θα εξυπηρετήσουν ούτε το κόμμα, ούτε το σοσιαλισμό…».
Οι τροτσκιστές, με το «τεράστιο πλεονέκτημα» των αναλύσεων του Τρότσκι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30, οχύρωσαν την παθιασμένη αντίστασή τους από τα «ολισθήματα» που ενέχει η θεωρία του ολοκληρωτισμού. Δεν θα αναφερθώ άλλο σε αυτούς, θεωρώντας τη στάση και τις απόψεις αυτού του ρεύματος επαρκώς υποστηριγμένες από το ίδιο.
Ένα σημείο όπου διαφωνώ με τον Τρέπερ είναι η διαπίστωση ότι οι τροτσκιστές ήταν οι μόνοι που αρνήθηκαν «να ουρλιάξουν μαζί με τους λύκους». Σήμερα γνωρίζουμε ότι ένα πλατύτερο τμήμα των στελεχών των ΚΚ και της Διεθνούς αντιστάθηκε -στον α΄ή β΄ βαθμό- σε αυτόν τον εκφυλισμό. Η συντριβή τους έχει αφήσει «χνάρια» στην ιστορία των ΚΚ, ειδικά στην κεντρική Ευρώπη, ενώ, άλλωστε, επιβεβαιώθηκε με τον τραγικό τρόπο του επόμενου κύματος εκκαθαρίσεων στα ΚΚ των χωρών του ανατολικού μπλοκ, μετά το 1945, όταν οι προσωπικότητες με ρίζες στην τοπική αντίσταση απομονώθηκαν, συκοφαντήθηκαν και συνήθως εκτελέστηκαν.
Είναι ελάχιστες οι πληροφορίες για τη στάση και τη μοίρα αυτού του πλατύτερου τμήματος στελεχών που έχουν φτάσει στον κόσμο της σύγχρονης Αριστεράς. Προκύπτουν κυρίως από τις αναμνήσεις παλιών αγωνιστών και περισσότερο με τον διαθλασμένο τρόπο που η σκιά τους εμφανίζεται μέσα σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά βιβλία για την εποχή.
Ο όρος «ολοκληρωτισμός» και ένας παραλληλισμός μεταξύ σταλινισμού και ναζισμού, προκύπτουν για πρώτη, ίσως, φορά στο έργο του Βικτόρ Σερζ. Όμως ο Σερζ, ως έμπειρος επαναστάτης, φροντίζει να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις παρενέργειες: το «Έτος Ένα της Ρώσικης Επανάστασης» είναι μια δημοκρατική/ελευθεριακή, αλλά άνευ όρων, υποστήριξη της επανάστασης του 1917 και μια ισχυρή υπεράσπιση του μπολσεβικισμού. Άλλωστε ο Σερζ παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του στρατευμένος στην υπόθεση της εργατικής-σοσιαλιστικής επανάστασης.
Μέσα στις φοβερές μυλόπετρες της εποχής ήταν φυσιολογικό αυτές οι προϋποθέσεις να μην εκπληρωθούν από όλους. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι το να τους κρίνουμε αλλά, κυρίως, να κατανοήσουμε το τι αντιμετώπιζαν.
Το βιβλίο «Οστάνδη 1936, το καλοκαίρι πριν από το σκότος», του Volker Weidermann, μιλά για επάλληλους κύκλους τέτοιων ανθρώπων και τη φοβερή μοίρα τους. Αρχικά μιλά για τους αντιχιτλερικούς συγγραφείς, εβραϊκής καταγωγής, Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ, που έχουν καταφύγει στο θέρετρο της Οστάνδης (ο πρώτος θα αυτοκτονήσει στη Βραζιλία το 1942, ο δεύτερος θα πεθάνει -από το πιοτό;- μετά την είδηση της αυτοκτονίας του Τόλλερ, το 1939). Τους δύο φίλους επισκέπτεται ο, επίσης εβραϊκής καταγωγής, συγγραφέας Ερνστ Τόλλερ. Ο Τόλλερ δεν είναι no politica: είναι άνθρωπος της επανάστασης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, με πλούσια αντιναζιστική δράση, παθιασμένος υποστηρικτής της Ισπανικής Επανάστασης. Το 1939, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της ήττας, θα αυτοκτονήσει στη Νέα Υόρκη. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ήμουν ένας Γερμανός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΡΑΤΩ.
Δίπλα τους περνά μια ομάδα παράνομων επαναστατών: είναι η επιτροπή αγκιτάτσιας και προπαγάνδας της Διεθνούς, που συνεχίζει στην παρανομία την αντιναζιστική δράση στη Γερμανία και στην κεντρική Ευρώπη. Ο επικεφαλής της, Βίλι Μύντσενμπεργκ, παρά τις διαφωνίες του με τη Διεθνή, είναι ένας από τους θρύλους της εποχής, οργανώνοντας τις πιο παράτολμες επιχειρήσεις. Το 1939, μετά το Σύμφωνο, θα αποχωρήσει από τη Διεθνή και θα προσπαθήσει να αναπτύξει αντιναζιστική αλλά και αντισταλινική δράση στη Γαλλία. Θα βρεθεί «αυτοκτονημένος» μετά από μια δραπέτευση, ενώ οι σύντροφοί του θα επιμείνουν ότι δολοφονήθηκε. Στην ομάδα μετέχει ο Ετκάρ Αντρέ· θα αποκεφαλιστεί από την Γκεστάπο το Νοέμβρη του 1936. Μετέχει επίσης ο Όττο Κατς, με «ειδικότητα» να ενημερώνει τη Μόσχα για τις δραστηριότητες του Μύντσενμπεργκ· το 1952 θα καταδικαστεί μαζί με πολλούς άλλους στην Πράγα και θα εκτελεστεί. Μετέχει ακόμα ο άγνωστος, τότε, δημοσιογράφος Άρθουρ Καίσλερ. Με την προτροπή του Μύντσενμπεργκ θα ταξιδέψει στην Ισπανία, για να γράψει για την επανάσταση. Θα αποχωρήσει από τη Διεθνή, θα γράψει το εμβληματικό «αντι-ολοκληρωτικό» βιβλίο «Το Μηδέν και το Άπειρο». Θα αυτοκτονήσει το 1983, έχοντας πριν αποκηρύξει τον κομουνισμό…
Στο βιβλίο του Μανές Σπέρμπερ, «Η Καμένη Βάτος» , τμήμα της τριλογίας Δάκρυ στον Ωκεανό, που ο Καίσλερ χαρακτήρισε σαν τη «Σάγκα της Κομιντέρν», το σκοτάδι είναι ακόμα πιο πηχτό. Εδώ η βασική αναφορά είναι στους «επαγγελματίες επαναστάτες», στους ανθρώπους που, παρά την ήττα από τους Ναζί και την οργανωτική συντριβή των κομμάτων τους, επιμένουν να λειτουργούν ως «ταχυδρόμοι» -ως «πράκτορες» της Διεθνούς. Όμως η προσοχή δεν στρέφεται μόνο στην άνιση πάλη ενάντια στον εξωτερικό εχθρό, αλλά, κυρίως, δίνεται η έμφαση στον «εσωτερικό αγώνα». Στον ταχυδρόμο, που αρχίζει να κατανοεί ότι οι εντολές που μεταφέρει οδηγούν στη συντριβή των συντρόφων στον τόπο παράδοσης. Στις ριψοκίνδυνες συνεδριάσεις, σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, όπου οι συμμετέχοντες διαισθάνονται ότι συγκαλούνται κυρίως για να καταδικάσουν τους καλύτερους. Στο θρήνο των μελών για την καταδίκη των δοκιμασμένων από τη Διεθνή στον καιρό του Λένιν, στελεχών τους. Στις φοβερές συγκρούσεις μεταξύ τάσεων και φραξιών σε ένα ηττημένο κόμμα, όπως αυτό στη Γιουγκοσλαβία (εδώ ο έμπειρος στην ιστορία των ΚΚ αναγνώστης θα αναγνωρίσει πρόσωπα αλλά και αίτια, τόσο της μετέπειτα νίκης της αντίστασης στη Γιουγκοσλαβία, που παραβίασε τη συμφωνία της Γιάλτας, όσο και της γρήγορης ρήξης του Τίτο με το «κέντρο» της Μόσχας και της Κομινφόρμ). Η προσοχή στρέφεται στη «διαλεκτική της λήθης», στη μέθοδο που αναπτύχθηκε μέσα στο Κόμμα για να βαφτίζεται το κρέας σε ψάρι και η συντριβή σε νίκη, ίσως με το όπλο παρά πόδας…
Η απελπισία του Σπέρμπερ είναι απόλυτη, είναι απωθητική. Από την αρχή δηλώνει ενήμερος για όσους μιλούσαν για ένα «νέο ξεκίνημα»:
«… “υπάρχει μια άλλη βάτος, πρέπει να ψάξουμε να την βρούμε”, διακηρύσσουν οι μυστικές φωνές των διωκόμενων από τα πρωτοπαλίκαρα των παλαιών και των νέων κυρίων. Δεν τη βρίσκουμε; Θα φυτέψουμε μια καινούργια».
Δηλώνει επίσης, τη συμπάθειά του προς αυτό το ρεύμα:
«Ευλογημένοι ας είναι όσοι μιλούν έτσι. Μακάρι να είναι ευκολοδιάβατα για αυτούς τα πέτρινα μονοπάτια, είθε το φρόνημά τους να ξεπερνά το θρήνο μας».
Όμως η συμπάθεια δεν αρκεί για να γίνει πολιτική θέση, για να γίνει πολιτική συμμετοχή:
«Προσπαθήσαμε να τους ξεχάσουμε γρήγορα, τους ίδιους και την πικρή γεύση της ελπίδας τους. Μας είχαν κουράσει τα αιωνίως νέα ξεκινήματα».
Ανάλογες φωνές υπήρξαν στη λογοτεχνία και στον ελλαδικό χώρο μεταπολεμικά. Η ηρωική πάλη του κόσμου της Αριστεράς στη μεγάλη δεκαετία του ’40 και οι σκληρές συνθήκες του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, επέβαλαν μιαν αυστηρότερη «πειθαρχία». Ο Τσίρκας στη «Χαμένη Άνοιξη», ταυτίζεται με τους εξεγερμένους στη Μέση Ανατολή, αν και καταγγέλλει προειδοποιητικά τις «κομμένες κεφαλές». Ο Αλεξάνδρου στο «Κιβώτιο» εξακολουθεί να ταυτίζεται με τους αντάρτες, αν και γνωρίζει ότι το κιβώτιο είναι αδειανό.
Αυτές οι «μυστικές φωνές», αυτά τα «μηνύματα» που για χρόνια ήταν σαν να ταξίδευαν με μπουκάλι στη θάλασσα, βρήκαν τελικά αποδέκτες στη μετά το 1968 διεθνή Αριστερά. Στην Αριστερά που μπορεί πλέον, αν και οφείλει ακόμα να κάνει πολλά, να κρατήσει το νόημα της αντισταλινικής προειδοποίησης που μας έρχεται από παλιά, απορρίπτοντας τις σειρήνες του νεοφιλελεύθερου «αντιολοκληρωτισμού» που προσπαθούν να μας κάνουν να χάσουμε το βασικό νήμα: την επαναστατική παράδοση του Οκτώβρη.
Προσθέστε σχόλιο