Τεύχος #04 Επίμονος μοντέρνος Μάης

Το ιταλικό μακρύ 1968 μέσα από την πένα του Νάννι Μπαλεστρίνι

Δεν θα ήταν υπερβολή να αποκαλέσει κανείς τον Μπαλεστρίνι [Nanni Balestrini] ανατόμο της μεταπολεμικής ιταλικής κοινωνίας. Έχει ασχοληθεί με την Καμόρα στον ιταλικό Νότο ως μια «συγκλονιστική ιστορία καπιταλιστικής ανάδειξης»,[1] με τους οπαδούς (της Μίλαν) ως συλλογικότητα,[2] αλλά κυρίως με την ιταλική αριστερά και κατ’ επέκταση με τη μεταπολεμική Ιταλία κατά τη μακρά δεκαετία του 1960. Γράφει υπό την σκοπιά του «εγώ», πάντα όμως πλαισιωμένο από το «εμείς» μέσα στο ιστορικό πλαίσιο του θέματος το οποίο πραγματεύεται.

Το 2012, επ’ αφορμή της παρουσίασης του βιβλίου Furiosi στην Αθήνα, ο Μπαλεστρίνι μίλησε για τα νέα του σχέδια και μαζί εξέφρασε κι έναν προβληματισμό: Αρχικά ανέφερε πως του τελείωσαν τα υποκείμενα, για να προσθέσει ότι σκέφτεται κάτι σε σχέση με τους μετανάστες χωρίς χαρτιά ή τους νέους που δουλεύουν σε τηλεφωνικά κέντρα. Η απάντηση του Μπαλεστρίνι είναι σημαντική για δύο λόγους: Αφενός διότι η παραδοχή του τόνιζει την εμφανή επιλογή του οι πρωταγωνιστές του να μην εκπροσωπούν ατομικότητες αλλά συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα μέσα από τις ατομικότητες των πρωταγωνιστών του. Αφετέρου δε διότι έναν χρόνο μετά κυκλοφορεί το επόμενο μυθιστόρημά του μ’ ένα τελείως διαφορετικό θέμα από αυτό που ο ίδιος είχε πει σ’ εκείνη την παρουσίαση. Εκδίδει το Καρμπόνια: Ήμασταν όλοι κομμουνιστές, το οποίο πρόσφατα εκδόθηκε στα ελληνικά. Πρόκειται για την αφήγηση ενός κομμουνιστή ανθρακωρύχου, η οποία λαμβάνει χώρα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, προς το τέλος του θερμού ιταλικού φθινοπώρου.

Πρελούδιο

Το βιβλίο αφορά από τη μία τη ριζοσπαστικοποίηση ενός τμήματος της ιταλικής νεολαίας ως εναντίωση στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από την άλλη το αίσθημα της αδικίας κατά τον μεταπόλεμο, όπου περισσότερο αποτυπώθηκε μια συνέχεια παρά κάποια τομή σε σχέση με τη φασιστική περίοδο. Έτσι, περιγράφει την εξέγερση μεγάλης μερίδας του ιταλικού λαού με αφορμή την απόπειρα δολοφονίας κατά του Παλμίρο Τολιάττι [Palmiro Togliatti] το 1948, μιας και το όραμα μιας άλλης Iταλίας των παρτιζάνων και των αντιστασιακών της μουσολινικής περιόδου και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου εν γένει απομακρυνόταν ολοταχώς.

Ο αφηγητής, ανθρακωρύχος στο επάγγελμα, τονίζει την ταξική διάσταση των αγώνων του μεταπολέμου στα ορυχεία και τις αντιπαραβάλλει με τις μάχες στις διαταξικές γειτονιές της δεκαετίας του ’70. Μνημονεύει τους αγώνες αυτομείωσης (ενοικίων) και κατά των εξώσεων, της οργανώσεις της περιόδου, όπως η Διαρκής Πάλη (Lotta Continua) και η Εργατική Εξουσία (Potere Operaio), της οποίας υπήρξε μέλος, όπως άλλωστε και της Εργατικής Αυτονομίας (Autonomia Operaia), αλλά και ιστορικές μορφές του ιταλικού ’68, που επέδρασαν είτε θετικά (όπως ο σύντροφός του στην Εργατική Εξουσία, Τόνι Νέγκρι [Toni Negri]) είτε αρνητικά (Ενρίκο Μπερλινγκουέρ [Enrico Berlinguer]) κατά την περίοδο αυτήν. Ο ιστορικός συμβιβασμός του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η πετρελαϊκή κρίση, το πραξικόπημα στη Χιλή και άλλα εσωτερικά και διεθνή γεγονότα που στιγμάτισαν το θερμό ιταλικό 1968, το οποίο χωρίς υπερβολή κράτησε μία δεκαετία, παρελεύνουν στις σελίδες του Καρμπόνια.

Το βιβλίο αυτό, παρότι έπεται χρονικά ως έκδοση, φαίνεται να προηγείται θεματολογικά της τριλογίας Τα θέλουμε όλα, Ο εκδότης και Οι αόρατοι. Κι αυτό γιατί η τριλογία αναφέρεται στις διάφορες εκφάνσεις της μακράς δεκαετίας του ’60, από το μαζικό κίνημα μέχρι το ένοπλο, ενώ στο Καρμπόνια ο Μπαλεστρίνι μάς δείχνει ότι υπάρχει ιστορική συνέχεια, ότι το ιταλικό ’68 ως επαναστατική διεργασία δεν συνιστούσε παρθενογένεση. Αντιθέτως, ήταν η προσπάθεια υλοποίησης μιας –ατελέσφορης εντέλει– εφόδου στον ουρανό, την οποία επιδίωξε η προηγούμενη γενιά κατά τη δεκαετία του 1940, αλλά την απέτρεψε η ίδια της η καθοδήγηση, η ηγεσία του ΙΚΚ. Η αναφορά του στα κομματικά στελέχη που «κατέστειλαν» το ένοπλο εξεγερμένο πλήθος μετά την απόπειρα δολοφονίας Τολιάττι είναι ενδεικτική. Επιπλέον, οι διεργασίες και οι διαφοροποιήσεις εντός του κόμματος προηγούνται του 1968.

Όταν το ιταλικό προλεταριάτο τα διεκδίκησε όλα!

Ο ανθρακωρύχος αφηγητής του Καρμπόνια μπορεί να ζούσε τον Μάη, αλλά δεν ήταν στο επίκεντρό του, όχι όπως τα νεαρά αγροτόπαιδα από τον Nότο, που προλεταριοποιήθηκαν στον Βορρά και αποτέλεσαν τη δύναμη κρούσης του ιταλικού κινήματος. Από αυτά τα αγροτόπαιδα προέρχεται αντίθετα ο ήρωας του Τα θέλουμε όλα,[3] ένα βιβλίο ωδή και ταυτόχρονα περιοδολόγηση στον ιταλικό Μάη και το θερμό φθινόπωρο που ακολούθησε έναν χρόνο μετά. Πρόκειται για το πρώτο πεζό του Μπαλεστρίνι –όπου πρωτοεφαρμόζει σε πρωτόλεια μορφή την ιδιαίτερη και αναγνωρίσιμη πλέον γραφή του– μιας και μέχρι τότε ασχολείται με την πρωτοποριακή ποίηση.[4] Στο έργο αυτό ο Μπαλεστρίνι βιογραφεί τον εργάτη-μάζα. Δίνει σάρκα και οστά στη θεωρητική σύλληψη των διανοουμένων της λεγόμενης ιταλικής εργατικής αυτονομίας,[5] στην οποία άλλωστε ανήκε κι ο ίδιος. Υπό αυτή την έννοια, το Τα θέλουμε όλα αποτελεί έργο στρατευμένο, και η πρώτη του έκδοση στην Ιταλία το 1971 σημείωσε μεγάλη επιτυχία ακριβώς λόγω του μαζικού ιταλικού κινήματος και κατ’ επέκταση του μαζικού αναγνωστικού κοινού.

Ο Μπαλεστρίνι ξεκινά με μια κοινωνικοοικονομική περιγραφή του ιταλικού Nότου και της διαδικασίας εσωτερικής μετανάστευσης και προλεταριοποίησης. Ο αφηγητής του, ένας νέος προλετάριος, ανειδίκευτος εργάτης, περιγράφει την ένταξή του στην παραγωγή, στο εργοστάσιο, τη ζωή και την εργασία εκεί, με διαδικασίες όπως η αυτοματοποίηση που τότε αρχίζουν να συντελούνται μαζικά. Ταυτόχρονα όμως περιγράφει και τη σταδιακή απόκτηση ταξικής συνείδησης και την ένταξη και συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες. Αναφέρεται ακόμη στην ανάπτυξη της νεανικής (καταναλωτικής) κουλτούρας και την ανάγκη για χρήμα που αυτή γεννά, παράμετρο σημαντική όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ’60. Πρόκειται για διάσταση που υπήρξε για καιρό αγνοημένη· μόνο τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν βήματα προς την εξέτασή της. Τα αδιέξοδα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, οι προβληματισμοί γύρω από την ένταξη στην παραγωγή που θα παρέχει χρήμα για κατανάλωση αλλά και αλλοτρίωση –ορατό ενδεχόμενο, στον βαθμό που αντίστοιχα συνέβη και με την οικογένειά του– ή η παραμονή στην ανούσια θεωρητική εκπαίδευση, η οποία όμως παρείχε περισσότερα εφόδια για την κοινωνική κινητικότητα, αποτέλεσαν ερωτήματα για εκείνη τη γενιά νεαρών Νότιων. Η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής τούς οδήγησε μαζικά στον Βορρά.

Στον Βορρά λειτουργούσε το δίκτυο του Νότου, δηλαδή οι νέοι μετανάστες επιχειρούσαν να βρουν όσους είχαν φύγει πρώτοι από το χωριό κι αυτοί με τη σειρά τους να βοηθήσουν τους νεοφερμένους. Η δυσκολία προσαρμογής στις καινούργιες συνθήκες και το συνεχές φλερτ με την επιστροφή στον φτωχό πλην όμορφο Νότο αποτελούν κοινό τόπο στις ιστορίες μετανάστευσης, έτσι και στην περίπτωσή μας. Η ζωή στο άστυ όμως παραείναι ελκυστική για να επιστρέψουν μόνιμα οι νέοι στο χωριό. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας και η σιγουριά ως προς την εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας κάνει τη νέα γενιά να αντιληφθεί τη δύναμή της, να μην υποκύπτει στους εκβιασμούς των αφεντικών και να αντιστέκεται, όχι μόνο συλλογικά αλλά και ατομικά. Αυτή η διαδικασία δεν σχετίζεται ακόμα με την πολιτικοποίηση των νότιων προλετάριων αλλά με μια αυθόρμητη αντίδραση στην εξουσία, την πειθάρχηση και την εκμετάλλευση την οποία βιώνουν. Η πολιτικοποίηση έρχεται σταδιακά, με τη μετακίνηση του πρωταγωνιστή μας στο μεγάλο πολιτικό σχολείο της Fiat.

Είναι αρκετά ενδιαφέρουσα η συνεχής αναφορά του πρωταγωνιστή στην εργασία ως εξαναγκασμό, ως εκβιασμό. Ο πρωταγωνιστής δεν θέλει να εργάζεται, εξαναγκάζεται προκειμένου να ζήσει, μισεί τη μισθωτή σκλαβιά· τον ξενίζει ακόμη και η Πρωτομαγιά ως εορτασμός: «Δεν το χωρούσε το κεφάλι μου τι πάει να πει γιορτή των εργατών, γιορτή της εργασίας» (σ. 89). Αυτή η άρνηση της εργασίας αποτέλεσε άλλο ένα από τα θεωρητικά εργαλεία της εργατικής αυτονομίας. Επιπλέον, ο πρωταγωνιστής περιγράφει το πώς η επαναστατική συνείδηση έρχεται απ’ έξω,[6] κυριολεκτικά, από τους φοιτητές που ξεροσταλιάζονται στην είσοδο της Fiat και που αρχικά «[…] τους θεωρούσα μαλάκες. Δεν είχα ιδέα τι λέγανε, δε διάβαζα κανένα από τα χαρτιά που μοίραζαν» (σ. 107), αλλά και το ότι δεν διαχέεται τόσο εύκολα: Οι εργάτες δεν θα σε ακολουθήσουν έτσι απλά και δεν θα αγωνιστούν επειδή έχεις δίκιο κι επειδή αποτελούν θύματα εκμετάλλευσης!

Γράφει και για την υπέρμετρη πολιτικοποίηση, για τη διαδήλωση που οργάνωσε εντός του εργοστασίου η Εργατική Εξουσία φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Μάο και του Χο Τσι Μινχ, άγνωστων στους εργάτες, που πιο πιθανό ήταν να γνώριζαν και τον τελευταίο ποδοσφαιριστή της Κάλιαρι. Παρ’ όλα αυτά, οι εργάτες δεν δυσανασχετούσαν, φώναζε καθένας ό,τι ήθελε, ακόμη και πράγματα «που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση, αλλά που μας άρεσε να τα λέμε» (σ. 116). Τη διαδήλωση αυτή δεν την αντιμετώπισε αρχικά η διοίκηση αλλά οι συνδικαλιστές του ΙΚΚ. Όταν αυτοί απέτυχαν να τη διαλύσουν, το επιχείρησε η διοίκηση –αποτυγχάνοντας βέβαια κι αυτή– με την τρομοκράτηση του πρωταγωνιστή μας, ο οποίος αναδείχτηκε σε πρωτεργάτη του αγώνα. Έπειτα περιγράφει το πώς η διοίκηση προσπάθησε να παγιδεύσει ποινικά τους πρωταίτιους.

Τα πιο πάνω δεν είναι παρά η περιγραφή της απεργίας της 29 Μαΐου 1969 που έλαβε χώρα στο εργοστάσιο Fiat Mirafiori του Τορίνο και που αποτέλεσε μία από τις πολλές κυλιόμενες απεργίες που κράτησαν μέχρι και τα τέλη του Ιουνίου. Ο πρωταγωνιστής μας, σεσημασμένος πλέον, δεν επιστρέφει στο εργοστάσιο αλλά οι αγώνες συνεχίζονται. Τους περιγράφει, αναλύοντας ταυτόχρονα τον τρόπο λειτουργίας της Fiat, τις συνθήκες εργασίας και το πώς η διοίκηση επιχειρεί να διασπά τους εργάτες και να καταστέλλει τους αγώνες, κυρίως χρησιμοποιώντας έναν εφεδρικό στρατό νότιων νέων προλετάριων. Οι αγώνες φέρνουν σε προσωρινή κρίση και το μοντέλο διαχείρισης της εργασίας, τα τύποις «εργοστασιακά συμβούλια». Τα εργοστασιακά συμβούλια, ως μέσο συνδιαχείρισης και συνδιοίκησης της εργασίας, ήταν κάτι που ήθελε το ελεγχόμενο από το ΙΚΚ παραδοσιακό συνδικαλιστικό κίνημα αλλά όχι οι μάζες των ανειδίκευτων εργατών, οι οποίοι αρνούνταν την ίδια την εργασία κι άρα δεν τους ενδιέφερε αν ο έλεγχός τους θα είναι δημοκρατικά εκλεγμένος ή μη, απλώς δεν ήθελαν έλεγχο. Τα συνδικάτα καταδίκαζαν τις αυθόρμητες απεργίες, διαστρέβλωναν την πραγματικότητα, επιχειρούσαν να σαμποτάρουν ό,τι δεν έλεγχαν, δηλαδή τα πάντα! Ανεπιτυχώς βέβαια, μιας και οι εργάτες συνέχισαν μαζικά τον αγώνα τους, ανακάλυπταν μέρα με τη μέρα τη δύναμή τους, τα κοινά προβλήματα και ταυτόχρονα διατύπωναν σκέψεις για τη μοναδική τους διέξοδο, την πάλη ενάντια στη μισθωτή σκλαβιά.

Ο πρωταγωνιστής περιγράφει την ώσμωση των αγωνιζόμενων νεαρών προλετάριων με τους φοιτητές, και την ανάδυση αλλά και τους μετασχηματισμούς της εργατικής αυτονομίας μέσω αυτής της διαδικασίας. Η αφήγηση κλείνει με μια μεγάλη ταξική μάχη, στις 3 Ιουλίου 1969. Πρόκειται για σύγκρουση χιλιάδων εργατών της Fiat και φοιτητών με τις αστυνομικές δυνάμεις του Τορίνο, οι οποίες σύντομα ενισχύoνται με δυνάμεις καταστολής από γειτονικές περιοχές. Η μάχη κράτησε πάνω από δώδεκα ώρες. Το βιβλίο διαβάζεται είναι σαν ένα αδιάλειπτο μανιφέστο, και ίσως είναι. Άλλωστε, δεν ήταν μόνο ο συγγραφέας του πολιτικοποιημένος, αλλά και ο αφηγητής, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Ο νεαρός αυτόνομος προλετάριος Αλφόνσο Νατέλλα, του οποίου η αφήγηση αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τη συγγραφή του βιβλίου.

Από την υποσχόμενη άνοιξη του ’68 και το θερμό φθινόπωρο του ’69 στην κορύφωση και την πτώση της Αυτονομίας

Αυτή η συγκρουσιακή σχέση των νεαρών προλετάριων με την εξουσία συνδέει το Τα θέλουμε όλα με το επόμενο βιβλίο, τους Αόρατους, που γράφτηκε το 1985 και εκδόθηκε το 1987.[7] Και πάλι πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού αυτόνομου, του Σέρτζιο Μπιάνκι, που περιγράφει το «κίνημα του ’77», το χρονικά ανώτατο στάδιο της εργατικής αυτονομίας. Σε αντίθεση με το Τα θέλουμε όλα, όπου τα κεφάλαια είχαν τίτλο σχετικό με το περιεχόμενο, τα 48 κεφάλαια των Αόρατων τιτλοφορούνται με τον αντίστοιχο αριθμό και μόνο. Ο Μπαλεστρίνι ξανά σε αντίθεση με το προηγούμενό του βιβλίο, όπου τοποθετούσε τα γεγονότα χρονικά, παρότι αναφέρεται σε αρκετά γνωστά συμβάντα, τα οποία μπορούν να ταυτοποιηθούν χρονικά (από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980), επιχειρεί μια άχρονη αφήγηση. Γενικώς πρόκειται για ένα μυθιστόρημα όπου ο πρωταγωνιστής και οι σύντροφοί του ανήκουν στην εργατική αυτονομία χωρίς να προσδιορίζεται αυστηρά η οργάνωση, όπως στο προηγούμενο έργο του. Ο Αχιλλέας Καλαμαράς θεωρεί ότι ο συγγραφέας μέσω αυτού του τρόπου γραφής «πετυχαίνει να αποδώσει το φαντασιακό και τον τρόπο ζωής μιας γενιάς χωρίς να καταφύγει σε ιδεολογικές διακηρύξεις ή εύκολη ρητορεία».[8]

Χωρίς κατ’ ανάγκην να αμφισβητώ την προσέγγιση του Αχιλλέα Καλαμάρα, ο οποίος είναι εξαίρετος γνώστης του έργου του Μπαλεστρίνι, θα ήθελα να εντάξω ακόμα δύο στοιχεία στην εν λόγω προβληματική. Όταν έγραφε το Τα θέλουμε όλα, το κίνημα ήταν σε διαρκή άνοδο, ο φόβος ήταν από τη μεριά των κυρίαρχων κι όχι των κυριαρχούμενων. Ως εκ τούτου, η ελευθερία στη γραφή του, η αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις ίσως να σχετιζόταν με την αλαζονεία αυτών που αντιλαμβάνονται πως υπάρχει κι άλλος δρόμος, που δεν χρειάζεται να παραμένουν γονατιστοί. Το 1985, όταν γράφει το βιβλίο, το κίνημα έχει ηττηθεί, πίσω έχουν μείνει νεκροί, φυλακισμένοι, διωκόμενοι και εξόριστοι κι ένα ασφυχτικό πλαίσιο καταστολής με πρώην συντρόφους τους να έχουν γίνει τμήμα της καταστολής, πληροφοριοδότες και μάρτυρες κατηγορίας. Και ο ίδιος άλλωστε βρέθηκε με κινηματογραφικό τρόπο στη Γαλλία –όπου και γνώρισε τον Μπιάνκι– για να αποφύγει τη σύλληψη, το 1979, και παρέμεινε υπό διωγμό μέχρι το 1984. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι, οι οργανώσεις και τα γεγονότα αποτελούν κομμάτι ενός ηττημένου και κυρίως διωκόμενου παρελθόντος ίσως να συντέλεσε στη σχετική απογύμνωση των Αόρατων από στοιχεία ταυτοποίησης συμβάντων.

Αν το Τα θέλουμε όλα αποτέλεσε ωδή στον αγώνα των εξεγερμένων, οι Αόρατοι ήταν η κραυγή των ηττημένων που δεν παραδέχτηκαν την ήττα, την ήττα που προαναγγέλλει και το κεφάλαιο 1, περιγράφοντας τη διαδρομή των διωκόμενων αγωνιστών προς το δικαστήριο. Αυτή τη φορά, ο πρωταγωνιστής δεν είναι ο προλεταριοποιημένος νεαρός νότιος, αλλά γέννημα θρέμμα του Βορρά. Επιπλέον, η πολιτικοποίησή του δεν ήρθε μέσα από την ένταξή του στην παραγωγή αλλά κατά τα σχολικά του χρόνια. Ως προς την καταπίεση και τον αυταρχισμό, η περιγραφή του σχολικού περιβάλλοντος θυμίζει το αντίστοιχο γαλλικό από τις σκηνές της ταινίας Μετά τον Μάη. Η διαφορά όμως έγκειται στη μαζική αντίσταση των μαθητών. Μαθητές που συμμετέχουν στο ευρύτερο κίνημα και στις συγκρούσεις. Συγκρούσεις μαζικές και γενικευμένες ανάμεσα στην επαναστατική αριστερά και το κράτος και παρακράτος, συγκρούσεις έως και ένοπλες. Κατά τη δεκαετία του ’70, βία και καταστολή κλιμακώνονται καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο. Στους Αόρατους δεν υπάρχει το εργοστάσιο της Fiat, παρά μόνο το κοινωνικό εργοστάσιο της μητρόπολης, οι δρόμοι της αλλά και οι φυλακές. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, το κίνημα, οι εσωτερικές διεργασίες, η βία ως εργαλείο, ως αυτοσκοπός και ως αδιέξοδο συζητιούνται και αναλύονται μέσα από την πορεία συντρόφων. Το πολύπλευρο κίνημα, οι πειρατικοί ραδιοσταθμοί, οι καταλήψεις βρίσκουν χώρο στις σελίδες του Μπαλεστρίνι, άλλωστε υπήρξαν σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του κινήματος.

Η αποτυχημένη έφοδος στον ουρανό οδηγεί τον αφηγητή μας και χιλιάδες συντρόφους του στις φυλακές. Το εάν ευσταθούν ή όχι οι κατηγορίες δεν έχει καμιά σημασία, αρκεί η αντιφατική κατάθεση ενός «μεταμελημένου» για να βρεθεί κανείς στη φυλακή. Το ζήτημα ήταν η καταστολή του κινήματος και υπό αυτό το πρίσμα συγκροτείται ένα νομικό οπλοστάσιο που διευκολύνει τη μαζική καταστολή παράλληλα μ’ ένα δίκτυο φυλακών υψίστης ασφαλείας. Οι φυλακές υψίστης ασφαλείας ήταν και η απάντηση του συστήματος σε αρκετές αποδράσεις πολιτικών κρατουμένων. Ο αφηγητής περιγράφει την εξέγερση στη φυλακή υψίστης ασφαλείας όπου βρίσκεται. Από τα συμφραζόμενα αντιλαμβάνεται κανείς πως πρόκειται για τη φυλακή Τράνι, όπου στις 28 Δεκεμβρίου 1980 τα φυλακισμένα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών πραγματοποιούν εξέγερση.

Στη δεκαετία του 1980 τίποτα δεν είναι ίδιο. Το κίνημα είναι πλέον μια γλυκόπικρη ανάμνηση, οι σύντροφοι νεκροί, φυλακισμένοι, απογοητευμένοι. Λίγα χρόνια μετά, έπαψε να υπάρχει και το πάλαι ποτέ πανίσχυρο ΙΚΚ, το αντίπαλο δέος και συχνός αντίπαλος της επαναστατικής αριστεράς κατά τη μακρά δεκαετία του 1960.

Η φανερή γοητεία της επανάστασης

Η πικρία απέναντι στην προδοσία της επαναστατικής διαδικασίας από πλευράς του ΙΚΚ που διατρέχει το έργο του Μπαλεστρίνι διαφαίνεται και μέσα από τη φιγούρα του παλιού παρτιζάνου στο έργο του Ο εκδότης, το οποίο κυκλοφορεί το 1989 στα ιταλικά και δύο χρόνια αργότερα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γνώση. Ο εκδότης παραπέμπει στον Τζιαν Τζιάκομο Φελτρινέλλι,[9] Ιταλό μεγαλοαστό ριζοσπάστη εκδότη, πάλαι ποτέ μέλος του ΙΚΚ και ιδρυτή ένοπλης ομάδας κατά τη δεκαετία του ’60. Ο Φελτρινέλλι βρέθηκε νεκρός το 1972 από έκρηξη βόμβας την οποία εικάζεται πως επιχείρησε να τοποθετήσει ο ίδιος, αν και υπήρχαν υποψίες για δολοφονία του. Οι υποψίες αυτές δεν αφήνουν αδιάφορο τον Μπαλεστρίνι, μιας και το έργο του ξεκινάει με την ιατροδικαστική εξέταση, τα ερωτήματα, τις απαντήσεις και τα κενά που αφορούν τον θάνατο του εκδότη. Οι υποψίες αυτές πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης του ευρύτερου κινήματος απέναντι στο ιταλικό (παρα)κράτος. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης έγινε ακόμα βαθύτερη κατά τον μακρύ ιταλικό Μάη – από τις εκπαραθυρώσεις από αστυνομικά τμήματα μέχρι τα τυφλά βομβιστικά χτυπήματα (Πιάτσα Φοντάνα, Italicus, σταθμός της Μπολόνια, κ.ά.) με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, που συγκλόνισαν τη χώρα.

Πριν προχωρήσει στην υπόθεση Φελτρινέλλι, ο συγγραφέας δίνει μέσω σύντομων ειδήσεων εικόνες του παγκόσμιου ’68 και των sixties, από τη Βόρεια Ιρλανδία μέχρι την Ισπανία, και από τη Νικαράγουα μέχρι την Κίνα· μάλιστα δίνει και μια εικόνα της παγκόσμιας ακτινοβολίας της Κίνας για τα επαναστατικά κινήματα, γράφοντας για τους Αμερικανούς Μαύρους Πάνθηρες που την επισκέφτηκαν. Σε αυτό το πλαίσιο της παγκόσμιας επαναστατικής διέγερσης περιγράφει συχνά πυκνά και την παραφωνία του ιστορικού συμβιβασμού του Μπερλιγκουέρ.

Το κίνημα, ο φεμινισμός, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, η ελληνική χούντα και ο φόβος για αντίστοιχες εξελίξεις στην Ιταλία, οι μυστικές υπηρεσίες –ιταλικές και ξένες– ο νεοφασισμός, η Κούβα, το ΙΚΚ, που δεν ήταν αυτό το οποίο πρόσμενε η ιταλική αριστερά για την ανατροπή, και συνάμα η προσπάθεια για την ανατροπή παρά τη στάση του ΙΚΚ, οι πολιτικές εκδόσεις, το ένοπλο, όλα αυτά πλαισιώνουν τη ζωή και τον θάνατο του εκδότη, όλα αυτά σημαδεύουν μια ολόκληρη γενιά. Και όλα αυτά συνδέονται με το ιστορικά αδικαίωτο της γενιάς της αντίστασης, της γενιάς του εκδότη, που πάλεψε και ηττήθηκε χωρίς να της επιτραπεί να δώσει τη μάχη. Γι’ αυτό εξάλλου είχε μια μελαγχολία και μια πικρία. Αυτή η πικρία μεγάλωσε με τη νέα ήττα του σκληρού και εις μάκρος ’68, όπου τουλάχιστον δόθηκε η μάχη.

Ο Φελτρινέλλι ήταν ιδιάζουσα προσωπικότητα, μια γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, που συνυπάρχουν. Το καινούργιο το αφουγκράζεται και το στηρίζει μέσα από τις εκδόσεις και τα βιβλιοπωλεία του αλλά και ως οικονομικός αρωγός. Ταυτόχρονα αποτελεί κομμάτι του παλιού, του μαχόμενου αντιφασισμού, τον οποίο επιχειρεί να αναβιώσει στις νέες συνθήκες. Αποτελεί εμβληματική μορφή αποστάτη της τάξης του που θυσιάζεται για ανώτερα ιδανικά.

Αντί επιλόγου

Καθώς έγραφα το κείμενο αυτό, ένιωθα κάπως άβολα, είχα την αίσθηση πως γράφω ένα μανιφέστο με πρώτη ύλη ιστορικά ντοκουμέντα του ιταλικού κινήματος της περιόδου 1968-1977. Εν μέρει ένιωθα ότι αδικώ τον συγγραφέα με την ιδιαίτερη και πρωτότυπη γραφή, που αρχικά σε ξενίζει έως και σε δυσκολεύει, και στο τέλος σε μαγεύει. Ο Μπαλεστρίνι όμως υπήρξε πρωτίστως ένας πολιτικός συγγραφέας και μέσα από το έργο του διέσωσε τη μνήμη ενός κινήματος του οποίου υπήρξε κι αυτός κομμάτι και το οποίο το σκιαγράφησε με πολύ ζωντανό τρόπο μέσα από το σύνολο του έργου του. Η διάσωση της μνήμης μέσα από τα κείμενά του είναι ιδιαίτερα σημαντική μιας και από αυτό το ισχυρό κίνημα δεν φαίνεται να έχει απομείνει κάτι σήμερα. Η τριλογία του Μπαλεστρίνι αφορά τη γέννηση, μέσα από το 1968, και την πτώση της ιταλικής επαναστατικής αριστεράς της Ιταλίας. Μιας αριστεράς που επιχείρησε να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις, να αναλύσει τον κόσμο προκειμένου να τον αλλάξει. Κι αν πνίγηκε στο αίμα, αυτό δεν οφείλεται μόνο ή τόσο στις λανθασμένες επιλογές και αναλύσεις της, αλλά στη βία ενός συστήματος που όσο τρομάζει μπροστά στην πιθανή του ήττα τόσο πιο αιμοβόρο και αδυσώπητο γίνεται. Ο Μπαλεστρίνι παρά την πικρία της ήττας αποφεύγει την ηττοπάθεια λέγοντας εμμέσως πως επειδή εμείς χάσαμε δεν πάει να πει πως είχαν οι άλλοι δίκαιο.

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Χρίστος Μάης

Ο Χρίστος Μάης είναι διδάκτορας πολιτισμικής ιστορίας και σπουδών βιβλίου. Έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις «Προλεταριακή Σημαία» και «Εκτός των Τειχών», κυρίως ως μεταφραστής, και έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα (Προλεταριακή
Σημαία, Αντίθεση, Πριν, Δρόμος της Αριστεράς, Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου και Έρευνας, Σύγχρονα Θέματα, ΥΦΕΝ) και ιστολόγια, μεταξύ άλλων και για θέματα βιβλίου.

Σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

  • Φαντάζομαι καλό κι ενδιαφέρον θα είναι το κείμενο αλλά εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να το διαβάσω ως το τέλος. Όταν τα κείμενα είναι τόσο κακογραμμένα, όπως αυτό, τα παρατάω. Διατυπώσεις όπως “Αφενός διότι η παραδοχή του τονίζει την εμφανή επιλογή του οι πρωταγωνιστές του να μην εκπροσωπούν ατομικότητες αλλά συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα μέσα από τις ατομικότητες των πρωταγωνιστών του.” μαρτυρούν τόση προχειρότητα που είναι ανυπόφορη. Και το συγκεκριμένο τουλάχιστον έχει πολλές τέτοιες και πολύ χειρότερες.

Secured By miniOrange