Ας μην το σταματήσω στη μέση, ας μην το κόψω τώρα, αλλά αυτή θα είναι και η τελευταία φορά. Η πρώτη και η τελευταία. Με ενοχλεί η φωνή του, με ενοχλεί το βάρος του πάνω μου και δεν είμαι συγκεντρωμένη. Από το κρεβάτι παρατηρώ τα βιβλία πάνω στο γραφείο του και διακρίνω έναν τίτλο με μεγάλα λευκά γράμματα σε μαύρο φόντο. Oι τοίχοι του δωματίου είναι λευκοί. Το δωμάτιο του είναι στενό, άλλα σίγουρα καλύτερο από το δικό μου.
– Μου υπόσχεσαι πως αυτή δε θα είναι η τελευταία φορά;
Με ξάφνιασε. Αναρωτιέμαι αν φαίνομαι αδιάφορη.
– Πες μου! Μου το υπόσχεσαι;
Αυτό το «tu me promets» πολλαπλασιάζεται σαν ήχος μέσα μου.
– Όχι, δε θα είναι η τελευταία φορά.
Ψέματα. Σκέφτομαι ήδη τη δικαιολογία που θα χρησιμοποιήσω στο επόμενο κάλεσμά του. Συντάσσω ήδη στον νου μου το ευγενικό μήνυμα της άρνησής μου.
Εκείνο το βράδυ μου είχε στείλει μήνυμα αν θα ήθελα να περάσω από το δωμάτιό του μετά το μάθημά μου. Τον είχα γνωρίσει ένα βράδυ μέσα από μια κοινή παρέα. Έκανε και εκείνος το μεταπτυχιακό του, έμενε στο ίδιο campus με εμένα, ήταν σίγουρα ευγενικός και ίσως όμορφος. Για το τελευταίο δεν ήμουν σίγουρη. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε σύντομα.
– Θέλεις να μείνεις εδώ απόψε; με ρωτά.
Δε με νοιάζει τόσο να κοιμηθώ μαζί του, αλλά δε θέλω να περπατήσω μέσα στο κρύο για τον δρόμο της επιστροφής. Του λέω ότι θα μείνω και τον παρατηρώ να κινείται στο χώρο του και να ψάχνει να μου δώσει ρούχα για τον ύπνο.
Ήταν ευγενικός κι εγώ κουρασμένη. Κοιμήθηκα γρήγορα, αλλά το κρεβάτι ήταν στενό και τον ένιωθα συνέχεια δίπλα μου. Θυμάμαι ένα συναίσθημα ενόχλησης από τη συνεχή παρουσία κάποιου στη διάρκεια του ύπνου μου. Σαν κάποιος να έμπαινε σε ένα προσωπικό μου χώρο και να επέβαλε την παρουσία του.
*
Το πρωί ξύπνησα με έναν πόνο στο δεξί μου ώμο και με μια όρεξη να ξεκινήσω τη μέρα μου. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω αν ο πόνος στον ώμο οφειλόταν στο ότι κοιμήθηκα στο πλάι ή απλά στην κακή ποιότητα του στρώματος. Δεν έδωσα σημασία. Είχε ήλιο μετά από τόσους μήνες και ξαφνικά υπήρχαν τόσα πράγματα που ήθελα να κάνω.
– Θα ήθελες να πάρουμε πρωινό μαζί; με ρωτά ευγενικά.
Όχι, θέλω απλά να φύγω, να γυρίσω στο δωμάτιο μου, να αλλάξω ρούχα και να πάρω το τραμ για το πανεπιστήμιο.
– Ναι οκ, γιατί όχι; Αλλά να μην αργήσουμε.
– Μπορούμε να πάρουμε πρωινό στο καφέ της cité. Σερβίρουν ένα πολύ χαριτωμένο πρωινό!
«Χαριτωμένο»; Πώς του ήρθε αυτή η λέξη; Νομίζω ότι βγήκε από άλλη εποχή. Για κάποιον λόγο είμαι σίγουρη ότι η ευγένεια είναι μόνο ένα πρώτο στρώμα, μια κάλυψη στον συντηρητισμό και στα καλά δομημένα κουτάκια του, για το πώς οφείλουν να συγκροτούνται οι κοινωνικοί ρόλοι ενός άντρα και μιας γυναίκας.
Ένιωθα τόσο έντονα την ανάγκη να τον προκαλέσω, να δω μέχρι πού μπορώ να ταρακουνήσω λίγο τα όρια από τα κουτάκια του. Αυτό που έκανα, ωστόσο, ήταν να αποδέχομαι ανόρεχτα τις προτάσεις του. Δεν έδινα σημασία, επειδή εκείνο το πρωινό είχε ένα λαμπερό φως. Είχε κρύο και υγρασία, αλλά και μια γλυκιά ηρεμία. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω από πού πρόκυπτε αυτό το συναίσθημα.
*
Περπατήσαμε στα γρασίδια με κατεύθυνση το καφέ του campus. Στον χώρο του καφέ ήταν ήσυχα, επειδή ήταν νωρίς. Από το μεσημέρι και μετά ήταν γεμάτο φοιτητές. Εκείνος κινούνταν χαρούμενα και μιλούσε με άνεση στην κυρία πίσω από το μπαρ. Η αμηχανία της χθεσινής βραδιάς είχε χαθεί και είχε γίνει μια ευγενική οικειότητα.
– Θα μπορούσες να διαλέξεις το πρωινό που θα ήθελες και θα το φέρω εγώ, λέει με μια συστολή.
Παρατηρώ τις λέξεις που χρησιμοποιεί για να περιγράψει το πρωινό μας. Μιλάει με τόση ευκολία και γνωρίζει ακόμη και τις πιο μικρές λεξούλες. Τα δικά μου γαλλικά επαρκούν μόνο για τα βασικά και ίσα για να καταλαβαίνω τις διαλέξεις στο πανεπιστήμιο. Μιλάει όμορφα και πατάει με σιγουριά πάνω στην κάθε λέξη. Εγώ μασάω τις μισές, επειδή δεν έχω ιδέα πως προφέρονται.
Τρώμε το πρωινό μας και συζητάμε. Μιλάμε για το πανεπιστήμιο, την πόλη, τις οικογένειες μας, την πολιτική κατάσταση της Γαλλίας και γλιστράμε από το ένα θέμα στο επόμενο. Παρατηρώ το πως γελάει, πως ντρέπεται, πως με κοιτάζει. Τελειώνοντας το πρωινό μας έχει ήδη αρχίσει να μου αρέσει.
– Να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου; ρωτά με μια απλότητα.
– Ναι, ευχαριστώ, λέω και αρχίζουμε να περπατάμε αργά μαζί.
*
Το πρωινό εκείνο ήταν η αρχή της άνοιξης στο Παρίσι. Ήταν και η αρχή του Philippe στη ζωή μου. Ήταν η αρχή μιας ιστορίας από αυτές που φανταζόμουν χρόνια πριν, όταν σαν μαθήτρια ξεφύλλιζα τα βιβλία των γαλλικών. Μια ιστορία αγάπης με όλα τα κλισέ που μπορεί να έχει φανταστεί ένα κορίτσι που φεύγει για σπουδές στη Γαλλία.
Φοιτήτρια Σορβόννης: Ναι
Ετών: 24
Γαλλικά: μέτρια
Τάξη: μικροαστική
Χώρα προέλευσης: σε διάλυση
Πλάνο ζωής: ασαφές
Σχέση: πυροτεχνηματική
Εκτόξευση
Ραντεβού μπροστά από την παλιά Σορβόννη;
– Ναι, θα σε περιμένω στις 8.
Θα φάμε στο μικρό μεξικάνικο εστιατόριο στο Quartier Latin;
– Ναι, θα περάσω να σε πάρω.
Να βγάλουμε μια φωτογραφία μπροστά στη γέφυρα;
– Ναι, θα μας βγάλω εγώ.
Θα βρεθούμε το βράδυ μπροστά στο σινέ Alésia στο 14ο;
– Ναι, θα σε περιμένω εκεί.
Να πάμε για φαγητό στο Butte aux Cailles;
– Ναι, και να περάσουμε το βράδυ μαζί.
Μου έλειψες.
– Κι εμένα.
Σε λατρεύω.
– Κι εγώ.
Έκρηξη
Μ’ αγαπάς;
– Ναι.
Θέλεις να είμαστε συνέχεια μαζί;
– Ναι.
Θέλεις να έρθεις το καλοκαίρι μαζί μου;
– Ναι.
Θέλεις να ζήσουμε μαζί στο Παρίσι ;
– Ναι.
Θέλεις να είμαστε για πάντα μαζί;
– Ναι.
Εξαφάνιση
Γιατί δε μου λες αλήθεια;
– Ναι.
Γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνο;
– Ναι.
Γιατί εξαφανίζεσαι;
– Ναι.
Γιατί φεύγεις το καλοκαίρι για την Αμερική;
– Ναι.
Θα συνεχίσουμε;
– Ναι.
Θα χωρίσουμε;
– Ναι.
Πότε θα βρεθούμε ξανά;
– Ναι.
*
Οι αναμνήσεις μου από εκείνη την περίοδο είναι σαν ένα φιλμ μικρού μήκους από σκηνές που γυρίσαμε μαζί. Εκείνος πρωταγωνιστούσε κι εγώ έπαιζα σε δεύτερο γυναικείο ρόλο, χωρίς να το γνωρίζω.
Σκηνή 1η
Είχα περάσει ένα μεσημέρι κάνοντας βόλτα στο Λούβρο
και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν εκείνος.
Μπροστά στη Νίκη της Σαμοθράκης είδα τον εαυτό μου.
Μισή κι εγώ χωρίς αυτόν.
Επέστρεψα και χτύπησα την πόρτα του δωματίου του.
Καθόμουν στο κρεβάτι και εκείνος με κοίταζε.
Σκηνή 2η
Ένα βράδυ κοιμηθήκαμε στο δωμάτιό μου με το παράθυρο ανοιχτό.
Εγώ κοίταζα για ώρα την κουρτίνα να κουνιέται από το αεράκι.
Μύριζε το φρεσκοκομμένο γρασίδι και ήταν τόσο όμορφα.
Είχα βάλει να παίζει ένα τραγούδι.
Τότε δεν ήξερα, ότι κάθε φορά που θα ακούω αυτό το τραγούδι,
θα θυμάμαι το χέρι του πάνω στο πόδι μου την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος.
Σκηνή 3η
Στη Γιορτή της Μουσικής καθίσαμε στην Πλατεία της Όπερας.
Φορούσα ένα πουά φουλάρι και ένα λευκό πουκάμισο.
Θέλω να σε κοιτάζω συνέχεια, μου είχε πει
και νομίζω ότι το βλέμμα του έμεινε πάνω μου για ώρες.
Ακουγόταν μουσική, πίναμε κρασί και μιλούσαμε.
Δεν μπορεί αυτή η στιγμή να μην κρατήσει για πάντα,
σκεφτόμουν.
Σκηνή 4η
Είχαμε περάσει μια μέρα στο πάρκο με τον ήλιο να μας τυφλώνει.
Μετά επιστρέψαμε στο δωμάτιο μου.
Ο ήλιος έπεφτε πρώτα στο σκονισμένο τζάμι,
μετά πάνω στο παλιό ξύλο του γραφείου και μετά πάνω σε μας.
Σκηνή 5η
Ένα βράδυ μόνη στο δωμάτιο του, κοίταζα τα βιβλία του.
Κάτω από ένα βιβλίο υπήρχε μια φωτογραφία από ένα αυτόματο μηχάνημα.
Εκείνος με ένα καστανό κορίτσι, που αγκάλιαζε, φιλούσε και κοίταζε στα μάτια.
Η ημερομηνία της φωτογραφίας συνέπιπτε με τον καιρό που ήμασταν μαζί.
Τον περίμενα για να του δείξω τη φωτογραφία,
αλλά είχε αποφασίσει να μη μου δώσει καμία εξήγηση.
*
Τέλος
Το τέλος ήρθε λίγο πιο μετά, προς τα μέσα του καλοκαιριού μπροστά στα ίδια γρασίδια. Το πρόσωπο μου είχε ένα αστείο κόκκινο χρώμα από τα δάκρυα και την ταραχή. Εκείνος θα έφευγε στην Αμερική να συνεχίσει τις σπουδές του. Είχε μια αξιοζήλευτη σιγουριά για το τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Εγώ ούτε και που ήξερα πού θέλω να πάω, τι θέλω να κάνω, τι πρέπει να γράψω για να γεμίσω ανόρεχτα τις σελίδες της διπλωματικής.
– Μην κλαις τόσο σε παρακαλώ, δεν χωρίζουμε. Θα μιλάμε και θα βρεθούμε ξανά σύντομα.
Ήμουν τόσο σίγουρη ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Δεν ήθελα να απομακρυνθώ. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να κοιτάζει περίεργα ένα αγόρι σοβαρό και ψύχραιμο κι ένα κορίτσι που κλαίει, φεύγει κι επιστρέφει, κάνει δύο βήματα και γυρίζει.
– Δεν με νοιάζει αν με κοιτάζουν, δεν θέλω να σε αφήσω. Να σε κρατήσω λίγο ακόμη, να μη σε χάσω από το βλέμμα μου. Δεν θέλω να γυρίσω την πλάτη και να περπατήσω μόνη μου τον δρόμο για την επιστροφή.
Φορούσα ένα γυαλιστερό τζάκετ αντίντας, όταν επέστρεφα στο σπίτι. Το τζάκετ αυτό το έχω ακόμη. Θυμάμαι και τη μυρωδιά του, όταν μου το χάρισε και κάποιες φορές νομίζω ότι μυρίζει το ίδιο. Τον πόνο στο δεξί μου ώμο τον έχω, επίσης, ακόμη. Ο ώμος μου χάλασε εκείνη την άνοιξη από το στενό κρεβάτι που κοιμόμασταν στο πλάι μαζί.
– Η παρακαταθήκη σου Philippe. Ένας χαλασμένος ώμος και το τζάκετ.
Η επιμέλεια του κειμένου έγινε από τον Άγγελο Κοντογιάννη-Μάνδρο.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο