Σονέτο για ῾μένα
Κουράστηκα πολύ να περιμένω
για την ενηλικίωση της λύπης.
Σαν έφηβο μωρό και πεισμωμένο
να πίνω τα στυφά μητέρας κρύπτης.
Δε θέλω για τους άλλους να μιλήσω.
Πρώτα τον εαυτό να επινοήσω,
ταυτότητα να βρω και να στεγάσω
τ’ ανέστιο εγώ, μήπως ξεχάσω
τους παιδικούς τους πόνους μου, τα πάθη,
των μεγάλων τα λάθη και τη στάχτη
που τη ζωή μου σκέπασε με βάρος
τόσο που δεν μπορώ να τη σηκώσω.
Είναι καιρός λοιπόν να μεγαλώσω.
Ένα σονέτο γράφω, να βρω θάρρος.
Η ρήτωρ
κάποτε ήμουν ρήτωρ
είχα θράσος
επαρχιώτισσας βρύσης
μετά έκρυψα τη βάνα
κατάπια τη φόρα
τα γάργαρα λόγια
φύτεψα
και περιμένω
ψιθυριστά
να με χαϊδέψουν
για νερό
Counter-margic
οι χορδές σου άπλωσαν ρίζες
στη φωνή μου
σε καλώ με ξόρκια στην αυλή μου
απεύχεσαι
δεν έρχεσαι
μισή ντροπή
όλη δική μου
Ο δρυμός στο παράθυρο
έλα
αρκούδε μου
να χαθούμε
τόσες κρυψώνες
στον Ασωπό
θα σου τραγουδήσω
χίλια ρυάκια
κι ένα μικρό καταρράκτη
περιμένουν
οι μέλισσες
και οι σημύδες
αρκούδε μου
έλα
πριν εξαφανιστεί
στην Αρπινή
το φθινόπωρο
Αγαποκτήνος
το παιδί-γυναίκα κλαίει, δροσερά αναφιλητά, αφίλητο για μέρες, με το κεφάλι ανάμεσα στους αγκώνες. κατοικεί στο ερείπιο των χαδιών
το αγαποκτήνος τηλεφώνησε και μιλούσε, το παιδί-γυναίκα άκουγε και έτσουζε
το παιδί-γυναίκα καρφώνει τα ρούχα του στο ταβάνι και περιμένει. το αγαποκτήνος εμφανίζεται στο παράθυρο. περπατούν χέρι χέρι προς το ζωολογικό κήπο. εκεί, το αγαποκτήνος θα μπει στο κλουβί του και αδιάφορο θα διαβάζει την εφημερίδα του. το παιδί-γυναίκα θέλει να κρυφτεί, μα δεν έχει παιδικά χρόνια
Προσθέστε σχόλιο