Οικονομικός κύκλος και απεργίες
Διάφορες μελέτες υποστηρίζουν ότι η απεργιακή δράση μειώνεται σε περιόδους αυξημένης ανεργίας, εξαιτίας της απροθυμίας των εργαζομένων να οργανωθούν στα συνδικάτα κυρίως λόγω του φόβου της απόλυσης, ενώ αντίθετα, η απεργιακή δραστηριότητα εντείνεται σε περιόδους αύξησης της απασχόλησης, διότι τότε τα συνδικάτα διεκδικούν μισθολογικές αυξήσεις από θέση ισχύος. Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι τα συνδικάτα ισχυροποιούνται κατά τη φάση ανάπτυξης του οικονομικού κύκλου, ενώ αντίθετα υπάρχει διαρροή μελών, με αποτέλεσμα την πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, κατά τη διάρκεια καθόδου της οικονομικής δραστηριότητας επειδή αφενός το σύστημα λόγω της οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να ανταποκριθεί θετικά σε αιτήματα των εργαζομένων, και αφετέρου επειδή υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανέργων που είναι διατεθειμένοι να χρησιμεύσουν ως εφεδρικός στρατός εργασίας, ασκώντας ουσιαστικά πίεση σε όσους έχουν απασχόληση.
Όσον αφορά τους μη οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την εξέλιξη των απεργιών, ως κυριότερους τέτοιους μπορούμε να αναφέρουμε το αν βρισκόμαστε πριν ή μετά τις εκλογές, την εισοδηματική πολιτική, το πολιτικό κλίμα, την γενική κυβερνητική πολιτική, την συνδικαλιστική ισχύ, τις αυξήσεις των μισθών σε επιμέρους κλάδους.
Η απεργιακή δραστηριότητα της περιόδου 2010-16
Οι παραπάνω γενικές ερμηνείες για την ένταση και την μείωση της απεργιακής δραστηριότητας μπορούν να εφαρμοστούν συγκεκριμένα στην εξέλιξη των απεργιών στην Ελλάδα την περίοδο 2010–2016.
Από τις 5 Μάη 2010, που άρχισαν να εφαρμόζονται τα Μνημόνια, μέχρι τα τέλη του 2016, έγιναν από τη ΓΣΕΕ, 24 εικοσιτετράωρες και 4 σαρανταοκτάωρες απεργίες. Συνολικά 32 εικοσιτετράωρες πανελλαδικές απεργίες (βλ. πίνακα και διάγραμμα στο τέλος του κειμένου). Στις απεργίες αυτές δεν έχουμε υπολογίσει τις πρωτομαγιάτικες απεργίες, οι οποίες είναι θεσμοθετημένες έτσι και αλλιώς, ούτε τις στάσεις εργασίας και τα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας. Βέβαια, αυτές οι μορφές κινητοποιήσεων έχουν ληφθεί υπόψη στις εμπειρικές έρευνες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ).
Όπως φαίνεται στον πίνακα, ως «Σύνολο Συμβάντων» εννοούμε τις απεργίες, τις στάσεις εργασίας, τις καταλήψεις χώρων εργασίας, τα συλλαλητήρια κλπ. Όμως, και εδώ, έχουν γίνει οι απαραίτητοι διαχωρισμοί, ώστε να δούμε όσο καλύτερα γίνεται την εξέλιξη των απεργιών. Έτσι, από το «Σύνολο των Συμβάντων», ξεχωρίζουμε την εξέλιξη των απεργιακών κινητοποιήσεων με βάση τα εμπειρικά στοιχεία του ΙΝΕ, ενώ επίσης έχουμε λάβει υπόψη και τις 24ωρες απεργίες που έχει προκηρύξει η ΓΣΕΕ (βλ. την ένδειξη: «σύνολο απεργιών» στον πίνακα και το διάγραμμα).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι από το 2010 μέχρι το 2012 είχαμε ένα μεγάλο απεργιακό κύμα, σχεδόν σε όλους τους τομείς (ιδιωτικός τομέας, Κοινή Ωφέλεια, δημόσιος τομέας), ενώ από το 2012 και μετά παρατηρούμε μια συνεχή κάμψη των απεργιακών αγώνων. Επίσης, φαίνεται ότι η απεργιακή δράση μειώνεται την ίδια στιγμή που αυξάνεται η ανεργία και μειώνεται η απασχόληση των μισθωτών. Και εδώ κομβικό σημείο είναι πάλι το έτος 2012, στο οποίο τέμνονται όλες οι μεταβλητές, ενώ από εκεί και μετά υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις.
Αιτίες της κάμψης των απεργιακών αγώνων
Το 2012 φαίνεται ότι είναι το σημείο καμπής των απεργιακών αγώνων. Μέχρι τότε η εργατική τάξη και τα συνδικάτα προσπάθησαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα, τα οποία η εφαρμογή των Μνημονίων τα πήρε πίσω. Έκτοτε, και εξαιτίας των αποτυχιών και της ήττας που δέχτηκε το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, ο κόσμος της εργασίας εναπόθεσε τις ελπίδες του στο πολιτικό επίπεδο, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, προκειμένου να καταργηθούν τα Μνημόνια και να επανέλθουν τα εργατικά δικαιώματα, άσχετα από τον μετέπειτα συμβιβασμό του.
Είναι σαφές ότι η αποκλιμάκωση των εργατικών κινητοποιήσεων, ως ένα βαθμό οφείλεται στις προσδοκίες που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς επίσης στην «στρατηγικής της ανάθεσης» που καλλιέργησε, αρχής γενομένης από τις βουλευτικές εκλογές του 2012, στις οποίες αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, στις οποίες ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Επιπρόσθετοι παράγοντες είναι η κόπωση (φυσική και οικονομική) των κινητοποιούμενων, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν απτά αποτελέσματα από τις συλλογικές δράσεις, η απογοήτευση και η απόσυρση, το χαμηλό επίπεδο συνείδησης, η έλλειψη στόχων και ηγεσίας στο συνδικαλιστικό επίπεδο, οι ανταγωνισμοί, καθώς επίσης η εξανέμιση των προσδοκιών και η γενικευμένη απογοήτευση που προκάλεσε η μνημονιακή μεταστροφή της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ωστόσο, στην ίδια περίοδο εξακολουθούν να υπάρχουν όλοι οι βασικοί παράγοντες που συντελούν στην μείωση των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Σε γενικές γραμμές η πτώση της απεργιακών κινητοποιήσεων οφείλεται στις τακτικές ήττες που έχει υποστεί η εργατική τάξη, εξαιτίας της επικράτησης των μνημονίων και των περιοριστικών οικονομικών μέτρων που εφάρμοσαν όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά, καθώς επίσης και στη διόγκωση της ανεργίας, της εργασιακής επισφάλειας-ανασφάλειας. Οι παθογένειες του συνδικαλιστικού κινήματος λειτούργησαν ως πρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας. Έτσι, παρά τη σχετική μαζικότητα που είχαν οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων, σχεδόν σε όλους τους τομείς (ιδιωτικός τομέας, Κοινή Ωφέλεια, δημόσιος τομέας) μεταξύ 2010-12, εντούτοις από εκεί και μετά παρατηρούμε μια συνεχή πτώση των απεργιακών αγώνων.
Εδώ, βέβαια, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως ενώ οι απεργίες συνιστούν ένα βασικό στοιχείο της ταξικής πάλης, εντούτοις όλοι οι ταξικοί αγώνες δεν σημαίνουν, κατ’ ανάγκη,απεργίες. Ενδιάμεσα, μπορεί να υπάρξει αναμονή, συζητήσεις (με όλα τα διαθέσιμα μέσα), ανάπτυξη της θεωρητικής εργασίας, διαπραγματεύσεις, προώθηση αιτημάτων με κάθε τρόπο, εξάσκηση πιέσεων μέσω της νομοθετικής οδού, επεξεργασία θέσεων, διεργασίες ανάπτυξης νέων συμμαχιών και ανασύνταξης των δυνάμεων.
Η ήττα έρχεται από παλιά
Η εργατική αδρανοποίηση δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών, αλλά και της πολύχρονης νεοφιλελεύθερης πολιτικής των κρατούντων, πριν από τα Μνημόνια, οι οποίοι καλλιεργούσαν συστηματικά την ιδεολογία της «κοινωνικής συναίνεσης», της «εργασιακής ειρήνης», του «ήπιου μονεταρισμού», της «εθνικής» αναγκαιότητας, της «κοινωνικής ανόδου» κλπ., ενισχύοντας ουσιαστικά την εργοδοτική εξουσία σε βάρος της εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθούν οι συλλογικές αξίες της αλληλεγγύης και της αγωνιστικής διεκδίκησης για καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης και έτσι να εμπεδωθεί στη συνείδηση της εργατικής τάξης μια ατομοκεντρική αντίληψη και ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας αντί των συλλογικών αξιών. Όλα αυτά, οδήγησαν στην εργατική αδρανοποίηση, στην κοινωνική καθήλωση και σε μια συμπεριφορά εργαζόμενου-ικέτη της κρατικής και εργοδοτικής εξουσίας.
Κατά συνέπεια, και με δεδομένο τον σημερινό αρνητικό συσχετισμό για τις δυνάμεις της εργασίας, λόγω της αυξημένης ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης, ήταν επόμενο να αποδιαρθρωθούν τα σωματεία, να διαλυθούν πολλές συνδικαλιστικές οργανώσεις και να επέλθει η «παθητικοποίηση».
Το πώς και μέσα από ποιές διεργασίες θα ανακάμψει το απεργιακό κίνημα δεν μπορεί να απαντηθεί με ακρίβεια. Ένας σημαντικός αριθμός απεργιών διεξάγεται με κεντρικό αίτημα την καταβολή των δεδουλευμένων ή την ανάκληση των απολύσεων. Αυτές οι απεργίες έχουν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Επίσης, δεν υπάρχει κάποια αυτόματη μεταβίβαση μεταξύ κρίσης και ριζοσπαστικοποίησης.
Γι’ αυτό, από μια παρατεταμένη κρίση δεν παράγονται εύκολα οικονομικοί αγώνες. Αντίθετα, μια οικονομική άνθηση, ακόμη και εάν αρχικά προέρχεται μόνο από ορισμένους κλάδους, βοηθά στην ανάπτυξη των οικονομικών διεκδικήσεων και άρα στην αναγέννηση των απεργιακών αγώνων και ενδεχομένως σε πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και αντεπίθεση, αν και αυτή μπορεί να μην γίνει αμέσως ορατή επειδή οι προηγούμενες ήττες έχουν οδηγήσει στην αποδυνάμωση του πολιτικού ενδιαφέροντος των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι, θα αρχίσουν να συμμετέχουν ενεργά στα συνδικάτα όχι μόνο στην περίπτωση που βελτιώνεται η οικονομική τους κατάσταση, αλλά και επειδή βλέπουν ότι αυτά κρατούν μια πιο αξιόπιστη και αγωνιστική στάση. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, διότι οι συνθήκες ζωής των μισθωτών είναι αφάνταστα βαριές.
Για μια νέα συνδικαλιστική πρακτική. Ερωτήματα προς διερεύνηση
Η ανασυγκρότηση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης η αναβάθμιση του περιεχομένου της συνδικαλιστικής παρέμβασης και διεκδίκησης επιδέχεται, πλέον, και νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας.
Υπό αυτή την έννοια, είναι αναγκαίο να ανοιχτεί η συζήτηση. Διότι, η ίδια η πραγματικότητα, μας αναγκάζει να παρατηρήσουμε τις διεργασίας που συντελούνται και να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις, να πειραματιστούμε, να ανοίξουμε νέους δρόμους, να δώσουμε απαντήσεις και να αξιοποιήσουμε όλες τις μορφές και εμπειρίες τόσο του παρελθόντος όσο και των σύγχρονων.
Ως παράδειγμα, αναφέρουμε τις αλλαγές στην εργασία και πως αυτές επηρέασαν τη συνδικαλιστική οργάνωση και πρακτική. Επειδή τα τελευταία 35 χρόνια αυξήθηκε η απασχόληση στον λεγόμενο τριτογενή τομέα της οικονομίας (χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, εκπαίδευση, υγεία, εμπόριο, διασκέδαση κλπ.), αλλά και σε ορισμένους τομείς του δευτερογενούς τομέα (κατασκευές, τρόφιμα κλπ.) μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες σε αυτούς τους τομείς και να καταλάβουμε τα προβλήματα της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Άρα, μια νέα συνδικαλιστική πρακτική σημαίνει και ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη συνδικαλιστικών πρακτικών και φορέων στους ανάλογους κλάδους.
Επιπρόσθετα, με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού μεγάλωσαν δυο γενιές ανθρώπων, οι οποίες γαλουχήθηκαν να σκέφτονται από τη σκοπιά του ταξικού αντιπάλου, ενώ η μεταγενέστερη γενιά, η οποία δεν έχει την εμπειρία των κατακτήσεων του παρελθόντος, προσαρμόζεται εύκολα στην εργασιακή ευελιξία, δείχνοντας σε πολλές περιπτώσεις και αδιαφορία για τη συλλογική δράση. Της είναι ξένη. Γι’ αυτό, πολλές φορές, μας κάνει εντύπωση γιατί η κοινωνία, ακόμη και οι τοπικές κοινωνίες, δεν προβαίνουν σε μαζική αντίσταση σε φαινόμενα κλεισίματος επιχειρήσεων και απολύσεων. Ή διερωτόμαστε, πώς γίνεται στις απεργίες να συμμετέχουν κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενώ οι νεότεροι απέχουν, όταν ιστορικά συνέβαινε το αντίθετο. Διότι, η κοινωνική συμμετοχή περιλαμβάνει σχέδιο, στόχο, δράσεις και αλληλεπίδραση με τους άλλους με σκοπό να επηρεάσουν πλευρές της δημόσιας ζωής. Όμως, η συλλογική δράση έχει κόστος. Χάνεις ελεύθερο χρόνο και είναι ψυχοφθόρα, και ο εργαζόμενος δεν το θέλει αυτό. Το βαριέται. Ξέχωρα που έχουν τρωθεί τα κοινωνικά πρότυπα (π.χ. τα συνδικάτα έχουν απαξιωθεί, καθώς επίσης και το πρότυπο του συνδικαλιστή).
Το αποτέλεσμα είναι να έχουν μειωθεί τα κοινωνικά αντανακλαστικά, να κυριαρχεί η παραίτηση από την πολιτική και κοινωνική δράση σαν κάτι παρωχημένο, και να συνηθίζουμε στην κάθε αυθαιρεσία, εκφράζοντας μόνο τη συμπόνια μας για τα θύματα, ευχόμενοι να μην είμαστε «εμείς» οι επόμενοι. Μπορεί, βέβαια, να προκαλούν θλίψη τα διάφορα φαινόμενα αυθαιρεσιών, το κλείσιμο επιχειρήσεων, οι απολύσεις κλπ., αλλά γρήγορα ξεχνιούνται και υπάρχει επιστροφή στην «κανονικότητα».
Αυτή η ψυχολογία και αυτές οι πρακτικές δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι επειδή διαψεύστηκαν οι προσδοκίες και η κοινωνία φτωχοποιείται και υποφέρει θα υπάρχει εύκολη επιστροφή στο συλλογικό. Η λογική που ισχυρίζεται πως «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα» έχει αποδειχτεί λάθος.
Η ταξική συνείδηση των δυνάμεων της εργασίας δεν υπάρχει έτσι και αλλιώς, λόγω της εργασιακής εκμετάλλευσης, ούτε λόγω της χειροτέρευσης της κοινωνικής κατάστασης (π.χ. φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση κλπ.).
Ίσως, η ταξική συνείδηση να βρίσκεται σε «παρωχημένα» θέματα και σε καθημερινά ζητήματα, τα οποία όμως απασχολούν τον κόσμο της εργασίας και όχι στις μεγάλες πολιτικές αναλύσεις και αποκαλύψεις.
Χωρίς να υποτιμάμε τις πολιτικές και θεωρητικές αναλύσεις, υπάρχει ταυτόχρονα η αναγκαιότητα να βρεθεί μέσω ποιων στοιχείων θα μπορούσε να διαμορφωθεί η ταξική συνείδηση, να αναπτυχθεί με βάση τις δοσμένες μορφές της, να αποσαφηνισθεί και να προωθηθεί. Ίσως χρειάζεται, μέσα στο γενικό πλαίσιο των αιτημάτων, να υπάρχει επικέντρωση σε ένα αίτημα κάθε φορά, το οποίο μπορεί να μην είναι σπουδαίο, όμως θα είναι εφικτό, και θα συμβάλλει στη στράτευση και συσπείρωση.
Ήδη, μια νέα γενιά συνδικαλιστών/-τριων αναπτύσσεται, σε δύσκολες και αντίξοες εργασιακές συνθήκες, την οποία δεν την ενδιαφέρει η κομματικοποίηση και η παραταξιοποίηση. Μια τέτοια γενιά ίσως τελικά μπορέσει να εμπνεύσει τους εργαζόμενους να δραστηριοποιηθούν στα συνδικάτα, με την προϋπόθεση ότι θα είναι μαχητική, θα επενδύει στον αγώνα έστω κι αν η ίδια έχει προσωπικό κόστος, θα είναι σταθερή, όμως όχι άκαμπτη, θα βρίσκεται στο χώρο εργασίας και θα εργάζεται μαζί και δίπλα με τους άλλους εργαζόμενους, θα ταυτίζεται μαζί τους, θα δείχνει το καλό πρόσωπο του συνδικαλισμού, θα προωθεί την εναλλαγή στα όργανα και φυσικά θα είναι κοινωνική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τώρα είναι που αξίζει να αγωνίζεται κανείς, επειδή δεν υπάρχουν οι δομές και η ασφάλεια που πρόσφερε ο παλιός συνδικαλισμός.
Ο παλιός συνδικαλισμός, καθώς και το πρότυπο του παλιού συνδικαλιστή, όπως τα ξέραμε μέχρι τώρα, έχουν τελειώσει. Έχουν δεχτεί ήττα, γι’ αυτό εξακολουθούν να υπάρχουν όλοι οι βασικοί παράγοντες της μη κινητοποίησης.
Η προσφορά που έχουν ακόμη να δώσουν οι παλιοί, αλλά μάχιμοι συνδικαλιστές, είναι να ακούσουν και να βοηθήσουν να αναπτυχθεί ο νέος συνδικαλισμός και ιδιαίτερα αυτός της επισφάλειας, παραχωρώντας τη θέση τους στη νέα γενιά.
Κατά συνέπεια, για να υπάρξει μια συνδικαλιστική παρέμβαση νέου τύπου, οφείλει να διακρίνεται και να κινείται στον αντίποδα των μέχρι τώρα αποτυχημένων πρακτικών.
Πίνακας και Διάγραμμα: Απεργιακοί αγώνες και απασχόληση
Τα στοιχεία προέρχονται από τις εμπειρικές μελέτες του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, 2011-16, με τίτλο: Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα. Ως «Σύνολο Συμβάντων» εννοούμε τις απεργίες, τις στάσεις εργασίας, τις καταλήψεις χώρων εργασίας, τα συλλαλητήρια κλπ. Εδώ, από το σύνολο των συμβάντων, ξεχωρίζουμε την εξέλιξη των απεργιακών κινητοποιήσεων με βάση τα εμπειρικά στοιχεία του ΙΝΕ, ενώ επίσης έχουμε λάβει υπόψη τις 24ωρες απεργίες που έχει προκηρύξει η ΓΣΕΕ.
Βιβλιογραφία
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα, από το 2011 και εξής.
Κατσανέβας Θ., «Η εξέλιξη των απεργιών στην Ελλάδα», Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων, Ιούλιος 1996, τεύχος 3.
Κατσορίδας Δ., «Οικονομικοί κύκλοι και απεργιακά κύματα», Ενημέρωση (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), Απρίλιος 2000, τεύχος 58.
Κατσορίδας Δ., Κυβέρνηση, διαπραγμάτευση και λαϊκός παράγοντας, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 20 Οκτωβρίου 2016.
Δ. Παπανικολόπουλος, «Η δυναμική των εργατικών κινητοποιήσεων την εποχή των Μνημονίων. Από την παλίρροια στην άμπωτη», στο Δ. Κατσορίδας – Γ. Κολλιάς – Σοφία Λαμπουσάκη – Δ. Παπανικολόπουλος, Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα. Καταγραφή των απεργιών κατά το 2014, (Συντονιστής: Γ. Κουζής), έκδοση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Μελέτες/Τεκμηρίωση 45, Αθήνα 2015, σελ. 27-32.
Προσθέστε σχόλιο