Κι ανάμεσα στα δύο γεγονότα η δεκαετία της κρίσης στην Ελλάδα. Κάπως έτσι, παρά τις δυναμικές και πλατιές κινητοποιήσεις που απαιτούν δικαιοσύνη για τον Ζακ στους δρόμους της Αθήνας, το 2008 φαντάζει μακρινό. Μαζί με το ημερομίσθιο και τον αριθμό των προϊόντων στο «καλάθι της νοικοκυράς», έπεσε λοιπόν και το κόστος της ανθρώπινης ζωής;
Μια ανθρώπινη ζωή που έρχεται αντιμέτωπη με τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την εργοδοτική βία, τον κρατικό αυταρχισμό. Μόνο το πρόσφατο διάστημα (τέλη Νοέμβρη-αρχές Δεκέμβρη 2018), μια 21χρονη φοιτήτρια, η Έλενα Τοπαλούδη, δολοφονείται από δύο άνδρες, στη Ρόδο, γιατί αρνήθηκε να κάνει σεξ μαζί τους· ένας 63χρονος εργάτης γης, ο Petrit Zifle, δολοφονείται από 44χρονο Έλληνα, πιθανά μέλος της Χρυσής Αυγής, στη Λευκίμμη της Κέρκυρας, γιατί λογόφεραν στο καφενείο για το Μακεδονικό· ένας διανομέας φαγητού στη Θεσσαλονίκη, ο Τάσος Τοπαλίδης, χτυπήθηκε με σιδηρογροθιά από τον εργοδότη του και τραυματίστηκε σοβαρά, όταν ζήτησε να μην δουλέψει λόγω ασθένειας.
Κι ακόμη, μια καθαρίστρια βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, σε μια απίστευτη τιμωρητική στιγμή της Δικαιοσύνης προς τους «κατώτερους». Όπως έγραφε κι ένας κλασικός της μαρξιστικής σκέψης, ο Εβγκένι Πασουκάνις, «το δίκαιο και η αυθαιρεσία –έννοιες που φαίνονται να είναι αντίθετες– συνδέονται στην πραγματικότητα πολύ στενά» ή όπως είπε με τον ελαφρύ κυνισμό του ο ίδιος ο Μαρξ «το δίκαιο του ισχυρού είναι και αυτό δίκαιο».
Συνδέουμε τα γεγονότα αυτά, όχι απλώς γιατί «συνέπεσαν» τις τελευταίες ημέρες, αλλά γιατί μας απασχολεί επίμονα ένα ερώτημα. Πόσο μακριά είμαστε από μια αλλαγή συσχετισμών δύναμης στην ελληνική κοινωνία, η οποία θα επιτρέψει σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας αυτής να συνταχθούν με τον αναδυόμενο νεο-φασισμό της εποχής μας;
Αν δούμε τις περιπτώσεις μία–μία, ή αν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την καθεμία μαζί με παρόμοιες περιπτώσεις σε βάθος χρόνου, τότε ίσως η εικόνα να μη μοιάζει τόσο αποθαρρυντική ή, έστω, να μην είναι η εικόνα μιας ολοφάνερα επαπειλούμενης τομής. Εξάλλου, κανένα από αυτά τα γεγονότα δεν θεωρείται αποδεκτό από όλους ως μια κανονικότητα, κανένα δεν μένει χωρίς αντιδράσεις και κινήσεις αλληλεγγύης, και μάλιστα αρκετά σοβαρές.
Το ερώτημα, ωστόσο, για μια πιθανή αλλαγή συσχετισμών δεν μπορεί παρά να τεθεί, δεδομένης μάλιστα μιας γενικευμένης διεθνούς πολιτικής κατάστασης στην οποία νεοφασιστικοί και ακροδεξιοί πολιτικοί σχηματισμοί αυξάνουν πολύ σημαντικά ή και εμπεδώνουν την επιρροή τους.
Η κρίση, που μετρά σχεδόν μια δεκαετία πια στην Ελλάδα, διαμόρφωσε με καινούριο τρόπο τη θέση των λεγόμενων νέων μικροαστικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Η οικονομική θέση ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας επιδεινώθηκε γρήγορα και ταυτόχρονα το ευρύτερο ανθρωπογεωγραφικό περιβάλλον των μεγάλων πόλεων, ειδικά της Αθήνας, φαίνεται να αλλάζει επίσης ραγδαία.
Σε αυτή την κατάσταση της νέας ρευστότητας και αβεβαιότητας χαράσσονται δύο βασικές επιλογές για τους (πρώην;) μικροαστούς: ή να ενσωματωθούν σε μια νέα πραγματικότητα που τους θέλει πιο κοντά στα προλεταριακά στρώματα και επομένως να συγκροτήσουν μια αντίστοιχη ταξική συνείδηση και να αναπτύξουν ανάλογη πολιτική δράση ή να απαντήσουν στην αβεβαιότητα μέσα από την «πειθαρχία του στρατοπέδου», με την ορολογία του Γκράμσι, και να στοιχηθούν σε ένα σχέδιο που περιλαμβάνει την αυταρχικοποίηση ολοένα και περισσότερο σημαντικών τμημάτων του Κράτους.
Το στοίχημα είναι ανοιχτό και είναι ένα από τα κεντρικά επίδικα της ταξικής πάλης, όπως διεξάγεται αυτήν την στιγμή στην Ελλάδα. Τα μικροαστικά στρώματα δεν είναι εντελώς άδεια δοχεία που περιμένουν να τα γεμίσει με ιδεολογία το προλεταριάτο ή η αστική τάξη, αλλά φέρουν κάθε φορά σπαράγματα ιδεολογίας λόγω των πρακτικών που αναπτύσσουν.
Mε τη ματιά μας στραμμένη πάντα σε αυτό το επίδικο, θα επιμείνουμε στο γεγονός της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, γιατί εκτιμάμε ότι μας φανερώνει μια νέα κατάσταση.
Καταρχάς, η συγκεκριμένη περιοχή του κέντρου της Αθήνας όπου έλαβε χώρα η δολοφονία αυτή είναι ένα θερμοκήπιο μικρο-φασισμού στον τρόπο που αναπαράγει την καθημερινότητά του. Μαγαζάτορες-σαράφηδες, ξεπεσμένοι μικροαστοί, περίεργοι μεσίτες, αστυνομικοί· απέναντί τους; Άνθρωποι που με μεγάλη ευκολία αποκαλούμε «περιθώριο».
Εμείς στα Marginalia έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τα περιθώρια. Αντιλαμβανόμαστε ότι σαν από πάντα ή, για την ακρίβεια, επειδή έτσι συμβαίνει ακόμα κι όταν τα πράγματα είναι «κανονικά», υπάρχει ένας μηχανισμός, που είναι διαρκώς σε λειτουργία, για να απωθεί, με όση βία χρειάζεται, ό,τι ορίζεται κάθε φορά ως «περιθώριο» και να το εμποδίζει να εισβάλει στην καθημερινότητα μας και τη δημόσια σφαίρα.
Αυτός ο μηχανισμός περιλαμβάνει και ένα ολόκληρο οργανωμένο σύστημα γραφειοκρατίας βγαλμένο από τα όνειρα του Μαξ Βέμπερ, το οποίο καλύπτει όλες εκείνες τις στιγμές που κάποιος εν ονόματι της Αγίας Ιδιοκτησίας ή της δυσανεξίας προς το διαφορετικό, ξεστρατίζει και ξεπαστρεύει τον έναν ή τον άλλον αναξιοπαθούντα γιατί το σουλούπι του ή οι κινήσεις του δεν ήταν αυτά του «κανονικού ανθρώπου».
Από την πρώτη στιγμή μετά τη δολοφονία λειτούργησε συντονισμένα -και λειτουργεί ακόμα- μια επίμονη προσπάθεια καταστροφής αποδεικτικών στοιχείων, παραπληροφόρησης, συκοφάντησης του θύματος και συγκάλυψης των δολοφόνων: από τα ΜΜΕ που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, επένδυσαν στο κλίμα απίστευτης κανονικοποίησης του λόγου που θέλει το «περιθώριο» αυτοδίκαια να έχει λιγότερο αξιοβίωτη ζωή και άρα να δικαιολογείται η ποδοπάτησή της στο πεζοδρόμιο, μέχρι την υπουργό Προστασίας του Πολίτη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που με διάφορους τρόπους δηλώνει ότι η αστυνομία έχει κάνει σωστά τη δουλειά της.
Εμείς λοιπόν στεκόμαστε στα περιθώρια για να εστιάσουμε το βλέμμα μας σε αυτά που το κέντρο θέλει να συγκαλύπτει. Το κέντρο εκείνων των ανθρώπων που, πεισμένοι ότι οι σκελετοί στις δικές τους ντουλάπες δεν θα βγουν ποτέ στην επιφάνεια, βροντοφωνάζουν «καλά να πάθει, αφού πλαστογράφησε» για την καθαρίστρια, «καλά να πάθει, αφού πήγε να ληστέψει» για τον Ζακ Κωστόπουλο, «καλά να πάθει, αφού δεν σεβάστηκε τον ντόπιο» για τον Αλβανό εργάτη, «πήγαινε γυρεύοντας», για την δολοφονημένη γυναίκα στη Ρόδο.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την εξέγερση του 2008,μοιάζει να έχει συμπυκνωθεί πια και να εκφράζεται εντελώς ανοιχτά και χωρίς αναστολές η αγανάκτηση χιλιάδων, οι οποίοι ήθελαν από τότε να πουν «μπράβο Κορκονέα!» και δεν ήξεραν πώς. Γιατί τότε το πρόσφατο λούστρο τους, καμωμένο από startups, φαεινές επιχειρηματικές ιδέες, entrepreneurship, ταξίδια-αστραπή στις μητροπόλεις κι άλλα τέτοια φανταχτερά, τους κρατούσε σε μια κάποια απόσταση από την «παλιά φρουρά» των χουντόγερων και τον λόγο της. «Προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αμαρτίες», όπως έγραφε εύστοχα ο Γιώργος Ιωάννου.
Ταυτόχρονα, το πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν Κράτος επανέρχεται στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης. Πού βρίσκονται σήμερα, κάτω από την διαχείριση της κυβέρνησης Τσίπρα, οι μηχανισμοί του κράτους στον ταξικό συσχετισμό δύναμης; Πόσο άραγε μπορεί να αποφευχθεί η διαρκής σκλήρυνση τους, όταν η κυβέρνηση επιλέγει την διαρκή συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση με το βαθύ κράτος και αποφεύγει οποιαδήποτε ρήξη; Μια κυβέρνηση, που, σημειωτέον, υποτίθεται ότι θα τους μετακινούσε προς τα αριστερά, δοκιμάζοντας το δικό της ιδιαίτερο μείγμα ενός (τρόπον τινα) αριστερού λόγου, μιας εντελώς νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της υπεύθυνης εφαρμογής της πατριωτικής ιδεολογίας.
Κάπου εδώ θυμόμαστε τον Πουλαντζά από τον καιρό της προηγούμενης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, της δεκαετίας του 1970: «μέσα στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης και της κρίσης του κράτους πρόνοιας, που επιφέρουν μια αυξανόμενη κι έρπουσα κρίση νομιμοποίησης, δίχως να οδηγούν εντούτοις σε μια ρήξη της συναίνεσης, οι λαϊκές εξεγέρσεις παίρνουν καινούργιες μορφές.»
Με ορίζοντα αυτόν τον προβληματισμό, αντιλαμβανόμαστε το αφιέρωμα που ετοιμάζουμε αυτές τις μέρες στα Marginalia, με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Μαρξ, στη σύγχρονη μελέτη του έργου του, τις αναγνώσεις και τις χρήσεις του, σαν επιστροφή στο θεωρητικό και ιστορικό υλικό που έχει δημιουργήσει το εργατικό κίνημα, σαν «το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου», με τα λόγια του Μπένγιαμιν.
Γιατί, απλά και καθαρά, με την ταξική πάλη να μαίνεται σε πολλαπλά μέτωπα, ο Μαρξ παραμένει επίκαιρος το 2018. Κι ακόμη, γιατί, δέκα χρόνια μετά την εξέγερση της νεολαίας, μπορούμε να κατανοήσουμε τον ρόλο της με μαρξικά εργαλεία: την οργή της και τον ξεσηκωμό της ως κραυγή που δεν αρθρώθηκε συνειδητά, αλλά βρέθηκε εντός της αλήθειας.
Ανοίγοντας κι άλλο τη ματιά μας στην εποχή, στο βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ, Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης, που πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, διαβάζουμε ότι οι νέοι αγώνες που ξεκινούν βασιζόμενοι στις ταυτότητες και τον σεξουαλικό προσανατολισμό προβάλλουν μια σειρά από δικαιώματα τα οποία είναι πληθυντικά και ότι η πολυφωνία δεν περιορίζεται εκ των προτέρων από την ταυτότητα.
Δεν είναι δηλαδή ένας αγώνας στον οποίο μπορούν να ανήκουν μερικές μόνο ταυτότητες. Αντίθετα, πρόκειται για έναν αγώνα που επιδιώκει να επεκτείνει αυτό που εννοούμε όταν λέμε “εμείς” και να το μετασχηματίσει σε ένα νέο πληθυντικό υποκείμενο, δρώντας με αυτοσυνείδηση ότι αποτελεί έναν πληθυσμό κι όχι ένα άμορφο πλήθος.
Τελικά, μέσα από τη συνάθροιση, μέσα από μία πολύμορφη και ανοιχτή διαδικασία επιτέλεσης άμεσης πολιτικής, ανατρέπεται στην πράξη το γεγονός ότι ο καθένας από τους συναθροιζόμενους εκτίθεται σε συνθήκες ριζικού κινδύνου, επισφάλειας και αποστέρησης ουσιωδών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Έτσι, βλέπουμε με τη μεγαλύτερη περηφάνια τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, τους πρεζάκηδες, τους τρελούς αυτής της πόλης, να ανταμώνουν με νοικοκυρές και καθηγητές θεολογίας στις πορείες για τον Ζακ και να κουβεντιάζουν για τη ζωή με έναν νέο τρόπο. Κι ακόμη, αντλούμε ελπίδα από τις μαζικές αντιδράσεις που οδήγησαν στην -προσωρινή έστω- αποφυλάκιση της καθαρίστριας που είχε καταδικαστεί σε δεκαετή κάθειρξη ως καταχραστής του δημοσίου.
Αλλά και πέρα από τα σύνορά μας, αφουγκραζόμαστε με αγωνία και αλληλεγγύη τις γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, όλους όσοι δεν έχουν σταματήσει να αγωνίζονται απέναντι στον Μπολσονάρο στη Βραζιλία.
Και βέβαια, προσπαθούμε να κατανοήσουμε, με αισιοδοξία και με την απαραίτητη αμηχανία, αυτό το πολύμορφο κι αναγκαστικά αντιφατικό κίνημα που συγκλονίζει αυτές τις μέρες τη Γαλλία· ένα κίνημα που μας αναγκάζει να βιώσουμε από τη θέση μας την εξέγερση, σαν το ερωτικό παραλήρημα που έγραφε ο Μαγιακόφσκι στην Τατιάνα Γιακόβλεβα: «Έτσι κι αλλιώς κάποτε θα σε πάρω μαζί μου. Μόνη σου ή μαζί με το Παρίσι».
Προσθέστε σχόλιο