Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού
Άρης Μαραγκόπουλος
Τόπος, 2016 | 528 σελ.
Η καταγραφή της ζωής των μεγάλων πρωταγωνιστών της ιστορίας, είτε σε μορφή τεκμηριωμένης βιογραφίας είτε ως λογοτεχνική μυθοπλασία είναι μια πρακτική συνήθης, σχεδόν στερεοτυπική. Το κίνητρο να «ξεκλειδωθούν» στοιχεία και λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν τις αιτίες πίσω από τα μεγάλα γεγονότα ή τις μεγάλες αποφάσεις είναι πάντα μεγάλο και κοινότοπο. Είναι λίγο πιο σπάνιο, και γι’ αυτό πιο φιλόδοξο και τελικά σίγουρα πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικά, να προσπαθήσεις να ξεκλειδώσεις τα μεγάλα γεγονότα μέσα από την καταγραφή της ζωής εκείνων που η ιστοριογραφία δεν τους επιφύλαξε τον ρόλο του μεγάλου πρωταγωνιστή, που η ιστορία τους διαβάζεται πάντα σε συνάρτηση με την ιστορία κάποιου άλλου. Να παρακολουθήσεις δηλαδή την Οδύσσεια από την σκοπιά των ναυτών, την ιστορία του Άμλετ από τη σκοπιά του Ρόζενκραντζ και του Γκίλντενστερν ή την κίνηση στα φολκ-μπαρ του Γκρίνουιτς Βίλατζ από τη σκοπιά κάποιου που δεν έγινε ο Μπομπ Ντίλαν[1].
Αυτό ακριβώς κάνει ο Άρης Μαραγκόπουλος στο πληθωρικό έργο του Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού (εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, Νοέμβριος 2016), το οποίο παρακολουθεί γεγονότα όπως η συγκρότηση και οι συγκρούσεις της Α’ Διεθνούς, η Κομμούνα του Παρισιού και οι πρώτες μεγάλες προσδοκίες του εργατικού κινήματος από τη σκοπιά δύο ανθρώπων που δεν υπήρξαν ακριβώς «δεύτεροι ρόλοι» (κάθε άλλο, θα μπορούσε κανείς να πει) στα γεγονότα, αλλά τα έζησαν και ενεπλάκησαν και έδρασαν μέσα σε αυτά κάτω από το βάρος μια μεγάλης σκιάς. Από τη σκοπιά του Πολ Λαφάργκ και της Λόρα Μαρξ, του γαμπρού και της κόρης του Καρλ Μαρξ, αλλά επίσης και εξαιρετικά δραστήριων αγωνιστών στα πρώτα χρόνια ανάπτυξης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού.
Ο Λαφάργκ και η Μαρξ (ίσως ο πρώτος λίγο πιο πολύ), ζουν στην πραγματικότητα περισσότερο από μέσα τα μεγάλα εμβληματικά γεγονότα της εποχής τους από τον ίδιο τον Κάρολο και τον «θείο» και προστάτη όλων, τον Ένγκελς, που σε όλο το βιβλίο έχει το προσωνύμιο «στρατηγός». Ο Λαφάργκ ταξιδεύει στην Ισπανία, σε μυστική αποστολή που του ανέθεσαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, για να επιχειρήσει να αντιμετωπίσει την επιρροή των αναρχικών και του Μπακούνιν στους εργάτες της χώρας –αποστολή που δεν στέφθηκε από ιδιαίτερη επιτυχία- και συνδέεται με πραγματικές εργατικές και επαναστατικές διεργασίες. Ο Λαφάργκ σπεύδει στο Παρίσι για να συμμετάσχει στα γεγονότα της Κομμούνας και ζει από μέσα αυτό το κεφαλαιώδες στιγμιότυπο της ιστορίας, για το οποίο ο Μαρξ απλά θα γράψει, στηριζόμενος στην αλληλογραφία του με άλλο πρόσωπο. Εκεί θα συναντήσει, στην λογοτεχνική μυθοπλασία, τον Αρθούρο Ρεμπό, ο οποίος χρησιμοποιεί το ίδιο τρένο για να βρεθεί στο Παρίσι, κι όταν ο Λαφάργκ θα του δώσει να διαβάσει τα αμυντικά σχέδια του Ογκίστ Μπλανκί για την υπεράσπιση της πόλης και το σχέδιο να ενωθούν τα σπίτια με σήραγγες αντί να στηθούν οδοφράγματα, ο νέος από τις Αρδέννες θα αναφωνήσει: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ποιητής!».[2]
Ωστόσο, όπως και στη ζωή του Λαφάργκ, έτσι και στο Πολ και Λόρα, ο Μαρξ είναι πάντα εκεί, ακόμα κι όταν δεν είναι. Ίσως μάλιστα περισσότερο όταν δεν είναι. Σε ένα βιβλίο που περιδιαβαίνει όλες τις μεγάλες προσωπικότητες του επαναστατικού κινήματος του 19ου αιώνα, από τον Μπακούνιν και τον Προυντόν μέχρι τον Λονγκέ και τη Λουίζ Μισέλ, η μορφή του Μαρξ μοιάζει να ίπταται πάνω από όλους, άλλοτε ένα όριο το οποίο οι οπαδοί του προσπαθούν μάταια να φτάσουν και άλλοτε ως ένα φάντασμα που δυσκολεύονται να αποτινάξουν. Για τον Λαφάργκ, ο Μαρξ είναι ταυτόχρονα ο δάσκαλός του, ο πολιτικός του καθοδηγητής και ο πατέρας της συντρόφου του. Το βάρος μοιάζει ασήκωτο για τον μετρίως πειθαρχημένο και πιο ουτοπικό από τον πεθερό του Πολ, ο οποίος δυσκολεύεται να ισορροπήσει ανάμεσα στις προσωπικές του απόψεις και τα καθήκοντα που του ανατίθενται. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς, δείχνουν να τον αντιμετωπίζουν συχνά ως τα πόδια ενός σώματος στο οποίο οι ίδιοι είναι το κεφάλι. «Πρέπει να κερδίσουμε τον Μπλανκί με το μέρος μας. Αν το καταφέρουμε, κερδίσαμε! Αυτός είναι το μυαλό και η καρδιά του παρισινού προλεταριάτου», τού γράφει κάποια στιγμή ο Κάρολος, έτσι ώστε να μην αμφισβητείται ότι ο Λαφάργκ πρέπει εν προκειμένω να λειτουργήσει ως εκτελεστικό όργανο και να αποσπάσει κάτι για λογαριασμό των κάπως αυταρχικών κεφαλών της σοσιαλιστικής πτέρυγας της Α’ Διεθνούς. Και το ίδιο θα συμβεί και στην Ισπανία, όπου ο Μαρξ θα στείλει τον γαμπρό του ως συνωμότη κατάσκοπο και όχι ως θεωρητικό προπαγανδιστή. Άλλωστε, είναι μάλλον αμφίβολο αν ο Μαρξ εκτιμούσε τις θεωρητικές ικανότητες του Λαφάργκ. Ο Άρης Μαραγκόπουλος παρατηρεί ότι ο φιλόσοφος από το Τρίερ, που δεν παρέλειψε να σχολιάσει οτιδήποτε δημοσιεύτηκε στις μέρες του, δεν αφιέρωσε ποτέ μια λέξη για το Δικαίωμα στην τεμπελιά του γαμπρού του, παρότι αυτό δημοσιεύτηκε τρία χρόνια πριν τον θάνατό του και μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Μαρξ γνώριζε το περιεχόμενό του νωρίτερα. Είναι πιθανό ο αυστηρός σοσιαλιστής που εξακολουθούσε να καγχάζει με το αίτημα για κατάργηση της παιδικής εργασίας στο Πρόγραμμα της Γκότα, αισθάνθηκε μάλλον αμήχανα με την πρόταση του Λαφάργκ για εργάσιμη μέρα 3 ωρών.
Ένα δεύτερο σημείο που μπορεί κανείς να σταθεί, διαβάζοντας το Πολ και Λόρα, είναι ο ιδιαίτερος ρόλος που είχε ο Ένγκελς πάνω σε ολόκληρη την οικογένεια Μαρξ. Ο ρόλος αυτός ήταν διπλός: αφενός αποτελούσε τον «στρατηγό» της ομάδας, αυτόν δηλαδή που αναλάμβανε να εκπονεί τα σχέδια για τη συντριβή των αντιπάλων του Μαρξ, ακόμα και με μεθόδους προσέγγισης που αποθέωναν τον τακτικισμό (κάτι στο οποίο ο Κάρολος εμφανίζεται μάλλον δυσκίνητος), αφετέρου αποτελούσε τον χρηματοδότη και παράλληλα τον ταμία όλης της οικογένειας. Κάθε γράμμα σχεδόν του Λαφάργκ προς τον Ένγκελς τελειώνει με το ποσό που χρειαζόταν σε λίρες και το ίδιο μπορούμε να συμπεράνουμε και για τη σχέση του με τον ίδιο τον Μαρξ. Έτσι ώστε να δημιουργείται ένα περίπλοκο και ελάχιστα οριζόντιο πλέγμα σχέσεων, στο οποίο ο Ένγκελς πληρώνει και σχεδιάζει, ο Μαρξ σκέφτεται και γράφει και ο Λαφάργκ εκτελεί.
Το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου δεν αποτελεί έναν ύμνο στον Μαρξ. Η παρουσία του, λογοτεχνικά και πολιτικά, είναι περισσότερο αυτή ενός αυστηρού πατέρα ο οποίος «καταδίκασε» τα παιδιά του να προσπαθούν αιώνια να φέρουν σε πέρας μια αποστολή που συνέλαβε η μεγαλοφυΐα του και τους ανέθεσε. Η μεγαλοφυΐα αυτή είναι παρούσα σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, η τρυφερότητα του οποίου όμως αφοσιώνεται στα δύο παιδιά που η έντονη και συναρπαστική ζωή τους, αφιερωμένη αδιαχώριστα στον έρωτά τους και στον αγώνα, δε γνωρίζει τη λιακάδα γιατί συμβαίνει πάντα κάτω από τη βαριά σκιά του Κάρολου.
Να είναι άραγε αυτή μια συμβολική ματιά στην ιστορία του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα; Από μια σκοπιά, ήταν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι που πρόσφεραν όση ζωτικότητα διέθεταν για να υπηρετήσουν μια επαγγελία που εξέφρασε συστηματικά ο Κάρολος. Κανένας άνθρωπος στην ιστορία δεν επηρέασε τόσο πολύ τη ζωή τόσων πολλών ανθρώπων, χωρίς ο ίδιος να αποκτήσει οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα. Από μια άλλη, όσο προχωρά το εργατικό κίνημα μέσα στον χρόνο, η σχέση των πολιτικών που το κινούν με τις πραγματικές ιδέες του Μαρξ μοιάζουν ολοένα και πιο αμφίβολες. Η ίδια η ιδέα της σκιάς όμως σημαδεύει το κομμουνιστικό κίνημα για πάντα. Ο Πολ Λαφάργκ θα αυτοκτονήσει στις 26 Νοεμβρίου του 1911, μαζί με τη Λόρα Μαρξ. Ο σταλινικός ποιητής Λουί Αραγκόν θα σχολιάσει αυτή την πράξη με μια ανατριχιαστικά αδηφάγο φράση: «Ο Λαφάργκ αφιέρωσε στην υπόθεσή μας τη ζωή του, αλλά όχι τον θάνατό του». Η εικόνα ενός φιλόσοφου που απαιτεί από τους μαθητές του πίστη στη ζωή και τον θάνατο, προβάλει αχνά μέσα από αυτά τα λόγια. Κι όμως, πίσω από αυτή την αδηφάγο αυστηρότητα, ο Μαρξ άφησε πίσω του λέξεις που δοκίμασαν κι ενίοτε πέτυχαν να απελευθερώσουν τις πιο μεγάλες ποσότητες τρυφερότητας που η ανθρωπότητα επιφύλασσε για τον εαυτό της.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο