Το δίλημμα «ακροδεξιά ή δημοκρατικές δυνάμεις» κυριαρχεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση μπροστά στις επικείμενες ευρωεκλογές. Στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ το χρησιμοποιεί ήδη έντονα (και καταχρηστικά) για τις ανάγκες του προεκλογικού του αγώνα. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη δήλωση του ευρωβουλευτή του κ. Σ. Κούλογλου, ο οποίος ορίζει το ΚΙΝΑΛ ως την νέα κεντροδεξιά και την Νέα Δημοκρατία ως την νέα ακροδεξιά, διεκδικώντας έτσι για τον ΣΥΡΙΖΑ τον μέγιστο δυνατό «δημοκρατικό/προοδευτικό» και «φιλοευρωπαϊκό» χώρο. Στο ίδιο μήκος κύματος κι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής του κόμματος. O κ. Μητσοτάκης, από κοντά, αποδέχεται την πρόκληση και απαντά με παρόμοιο τρόπο: με μέσο την ισοπεδωτική έννοια «λαϊκισμός» εξισώνει την κυβέρνηση Όρμπαν με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, σε μία ακόμα, μάλλον τετριμμένη, εφαρμογή της θεωρίας των δύο άκρων.
Τέτοιου είδους χρήσεις, εργαλειοποιώντας αστόχαστα αυτό το δίλημμα, το ευτελίζουν καταντώντας το απλώς προεκλογικό κόλπο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα δίλημμα πολύ σοβαρό και επείγον για τις κοινωνικές ομάδες το δικαίωμα των οποίων σε μια ζωή με αξιοπρέπεια και ελευθερία πλήττεται άμεσα από την άνοδο της ακροδεξιάς, καθώς και για τις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που μάχονται περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένα ενάντια στη φασιστική απειλή. Είναι ένα δίλημμα που τροφοδοτείται από την αξιακή αντίθεση «ρατσισμός/ξενοφοβία/αυταρχισμός ή δημοκρατία/ανθρωπισμός».
Ακόμα όμως κι αν το δίλημμα δεν ευτελίζεται εντελώς, για να μπορούν να το χρησιμοποιήσουν οι «δημοκρατικές ευρωπαϊκές» πολιτικές δυνάμεις, από τη γερμανική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση μέχρι τον ελληνικό ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να συγκαλύψουν ένα έγκλημα. Το έγκλημα αυτό που αποκαλύπτει το πρόσφατο ρεπορτάζ του Channel 4 του BBC για τα βασανιστήρια (δεν έχει νόημα να τα χαρακτηρίσει κανείς με ένα επίθετο, «φριχτά» ή κάτι άλλο) των μεταναστών στα κέντρα κράτησης της Λιβύης, τα οποία λειτουργούν με την αμέριστη υποστήριξη και των «δημοκρατικών ευρωπαϊκών δυνάμεων»· αυτό που διαπράττεται στα κέντρα κράτησης μεταναστών στη Λέσβο και τη Σάμο, στην Κύπρο, και στους προσφυγικούς καταυλισμούς εκατοντάδων χιλιάδων στην Τουρκία, οι οποίοι συντηρούνται εξαιτίας της σχετικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κυβέρνησης Ερντογάν· αυτό που εκτυλίσσεται μέρα τη μέρα στη Μεσόγειο των δεκάδων χιλιάδων πνιγμένων προσφύγων.
Το δίλημμα «ακροδεξιά ή δημοκρατικές δυνάμεις» δεν μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία των πολιτικών δυνάμεων που είναι υπεύθυνες για το έγκλημα αυτό, παρά μόνο αν αυτό το έγκλημα αποσιωπηθεί.
Γιατί οι ρατσιστικές πολιτικές, βασικός πυρήνας του πολιτικού τρόπου της ακροδεξιάς, είναι οι πρακτικές που εφαρμόζουν, χρηματοδοτούν ή ανέχονται με πλήρη γνώση οι «δημοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις», οι πρακτικές που στόχο έχουν να κρατούν με κάθε θυσία (ανθρώπινων ζωών) πρόσφυγες έξω από το φρούριο «Ευρώπη».
Γιατί οι «ευρωπαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις» δεν αντιπαρατίθενται ευθέως με την ακροδεξιά ρητορική και συλλογιστική που συνδέει άμεσα, αιτιωδώς και αναπόδραστα την οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια σε μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών με την παρουσία μεταναστών. Αντιθέτως την υποστηρίζουν στην πράξη όταν επιλέγουν να θεωρούν δεδομένο ότι μια ενδεχόμενη «πολύ μεγάλη» είσοδος προσφύγων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενίσχυε αποφασιστικά τις ακροδεξιές δυνάμεις και επισείουν ως φόβητρο ή προβάλλουν ως χυδαία δικαιολογία το «ή έχουμε κέντρα “υποδοχής/αποτροπής” σαν την Μόρια, τα στρατόπεδα βασανιστηρίων στη Λιβύη, τους καταυλισμούς-στρατόπεδα βασανιστηρίων στη Λιβύη, τους καταυλισμούς-στρατόπεδα προσφύγων στην Τουρκία και τους χιλιάδες πνιγμένους στη Μεσόγειο ή ζούμε τον ακροδεξιό ρατσιστικό τρόμο στην Ευρώπη».
Οι «δημοκρατικές δυνάμεις», για να είναι τέτοιες σήμερα, πρέπει να είναι σε θέση να ορίσουν και να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών ως αυτό που είναι, ως προβλήματα δηλαδή εργασιακής ανασφάλειας, εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, φτωχοποίησης και διάλυσης υποδομών πρόνοιας και πρωτοφανούς ανισοκατανομής πλούτου μετά από μια τριακονταετή επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Αν οι «δημοκρατικές δυνάμεις» δεν θέλουν ή δεν μπορούν (αδιάφορη η διαφορά) να κάνουν κάτι τέτοιο, τότε είναι πολιτικά άχρηστες στην μάχη εναντίον της ακροδεξιάς. Ακόμα χειρότερα: οι «δημοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις» που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά αιτήματα της εργατικής και μικροαστικής τάξης με την ριζική απαξίωση, τον αυταρχισμό, και την ακραία καταστολή διαρκείας με την οποία αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Μακρόν τα αιτήματα και τις κινητοποιήσεις των «Κίτρινων γιλέκων», φέρουν αποφασιστικό μερίδιο ευθύνης για την άνοδο της ακροδεξιάς.Το δίλημμα «δημοκρατικές ή ακροδεξιές δυνάμεις» είναι πράγματι πολύ κρίσιμο. Όχι μόνο όμως επειδή το ζήτημα της στάσης απέναντι στους μετανάστες και πρόσφυγες ευτελίζεται σε μια ρηχή προεκλογική αντιπαράθεση. Είναι πολύ κρίσιμο πρώτα-πρώτα επειδή συγκαλύπτει, όπως περιγράψαμε ήδη, ένα διαρκές έγκλημα. Αυτό από μόνο του θα ήταν ικανός λόγος για να αποκαλύπτουμε διαρκώς την προσχηματικότητά του σήμερα.
Είναι όμως πολύ κρίσιμο και για έναν επιπλέον, ευρύτερο, λόγο: στην υποκρισία της διατύπωσής του από τις υποτιθέμενες «δημοκρατικές» δυνάμεις –που εφαρμόζουν και οι ίδιες ρατσιστικές πολιτικές στον αντίποδα των διακηρύξεών τους– κρύβεται άλλη μία εκδοχή των διλημμάτων / μονοδρόμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με διαφορετικές εκδοχές των οποίων βρισκόμαστε αντιμέτωποι σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Αυτή τη φορά το δίλημμα / μονόδρομος, έχει προκάλυμμα δημοκρατίας. Ο στόχος του, ωστόσο, σταθερος: να διασώσει τα ευρωπαϊκά καθεστώτα λιτότητας και αναδιανομής του πλούτου προς τα πάνω.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο