«ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. Λαέ της Ελλάδας, το Πολυτεχνείο είναι σημαιοφόρος του αγώνα μας, του αγώνα σας, του κοινού αγώνα μας ενάντια στη δικτατορία και για την Δημοκρατία». Τα λόγια, ο τόπος και η δράση που καθόρισαν τον αντιδικτατορικό και αντιφασιστικό αγώνα στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, το Νοέμβρη του 1973 είναι γνωστά. Η ιστορική κατάληψη του Μετσόβιου από το φοιτητικό κίνημα της εποχής έπαιξε αναγνωρίσιμο και πολυσυζητημένο ρόλο τόσο την πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας. Έδωσε επίσης το στίγμα συνεχιζόμενων κοινωνικών αγώνων στην Αθήνα, από την Μεταπολίτευση ως την σημερινή εποχή της «κρίσης» – μια Αθήνα που έχει αλλάξει, υπό την πίεση και καταπίεση της υπό εξέλιξης παγκόσμιας συνθήκης, αλλά στην οποία το Μετσόβιο εξακολουθεί να λειτουργεί ως τόπος σύνδεσης μεταξύ του τότε και του τώρα σε σχέση με το δημοκρατικό πρόταγμα. Κρίνοντας ότι το Μετσόβιο είναι ο κατεξοχήν τόπος σύνδεσης του τότε και του τώρα, σε μια συγκυρία όπου το δημοκρατικό πρόταγμα βάλλεται με παραδοσιακές και νέες μεθόδους, τασσόμαστε ενάντια στην πρόταση μουσειοποίησης του ιστορικού κτιρίου μέσω της επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Η πρόταση ανήκει στον συνδυασμό ΑΘΗΝΑ ΨΗΛΑ που διεκδικεί τον Δήμο της Αθήνας στην εκλογική αναμέτρηση της 26ης Μάη.
Οι ενστάσεις μας είναι πολιτικού χαρακτήρα με την ευρύτερη έννοια του όρου, αναγνωρίζοντας στην πρόταση μουσειοποίησης του Μετσόβιου μια γενικότερη τάση του νεοφιλελευθερισμού – σε σύμπραξη με τον νέο αυταρχισμό – προς την καταστολή της ιστορικής μνήμης που αφορά σε όποια επεισόδια αμφισβήτησης της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Θεωρούμε ότι η πρόταση μουσειοποίησης είναι ενδεχομένως δύσκολο να πραγματοποιηθεί, δεδομένου ότι η λειτουργία του κτιριακού συγκροτήματος προστατεύεται από ένα καταστατικό λειτουργίας και από το ότι το Μετσόβιο είναι κληροδότημα. Μας απασχολεί ωστόσο η πρόθεση – η πολιτική πρόθεση – εργαλειοποίησης του θεσμού του μουσείου καθαυτού με στόχο την αποκοπή του «τότε» από το «τώρα» – του «τότε» της δεκαετίας του ’70, και όχι εκείνου της αρχαίας Αθήνας ως τουριστικής ατραξιόν. (Στο βάθος, βλέπουμε επίσης την επιθυμία, εκφρασμένη από τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, να “φύγει η Αρχιτεκτονική” από το Μετσόβιο, να φύγει δηλαδή το φοιτητικό σώμα και η κινηματική του δυναμική, παρά το ότι, όπως παραδέχεται, «το Πολυτεχνείο ίσως δεν είναι κατάλληλο να γίνει Μουσείο»). Μας ανησυχεί η παρουσίαση μιας τέτοιας πρόθεσης μουσειοποίησης-κατασκευής τουριστικού κράχτη ως δήθεν απολίτικης, ως δήθεν αποσκοπούσας σε μία καλοπροαίρετη «αναβάθμιση» και «απόλαυση» του «πολιτισμού της καθημερινότητας» (όροι που εμφανίζονται συχνά στο πρόγραμμα του ΑΘΗΝΑ ΨΗΛΑ), δήθεν καθόλου διαφορετικής από την πρόθεση αύξησης του πράσινου στην πόλη. Στην ρητορική αυτής της πολιτικής πρόθεσης, η έννοια του πολιτισμού συρρικνώνεται σε μια σχεδόν θρησκευτικού τύπου, αδιαμφισβήτητη «θετικότητα» την οποία οφείλουμε ν’ αποδεχτούμε όλοι (sic). Αυτό δηλαδή που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ο πολιτισμός απαξιωμένος σε τέλειο ντεκόρ – σε απαραίτητο φόντο-καταναλωτικό προϊόν στο πλαίσιο τουριστικοποίησης και γενικότερης κανονικοποίησης της περιοχής, σύμφωνα με το ηγεμονικό πρότυπο που επιθυμεί μια πόλη-διασκεδαστήριο όσων αισθάνονται καλά με την κρατούσα τάξη. Η Αθήνα χρειάζεται πράγματι πράσινο. Όμως χρειάζεται και την ζώσα ιστορία της – αυτή χωρίς την οποία είναι αδύνατον να κατανοηθεί η πορεία προς την σύγχρονη αστική πραγματικότητα της επισφάλειας και της πολυσχιδούς «κρίσης».
Η σύνδεση του τότε και του τώρα δεν είναι άρρηκτη. Είναι, αντίθετα, ευάλωτη και διαρρήξιμη. Για όσους έχουν εντοπίσει στην «κρίση» μια μοναδική ευκαιρία δημιουργίας πειθήνιων και εκφοβισμένων συνειδήσεων, η σύνδεση του τότε και του τώρα καλύτερα να λείπει – κι αυτό γιατί μια τέτοια σύνδεση διευκολύνει ένα μακρο-πολιτικό αφήγημα αντίστασης στην κατάσταση πραγμάτων. Η απομάκρυνση πανεπιστημιακών σχολών και του φοιτητικού σώματος από το κέντρο της πόλης αποτελεί χειραγωγικό πρότζεκτ δεκαετιών, αλλά έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όταν το πρότζεκτ αυτό στρέφεται κατά του Μετσόβιου όπου φοιτητές και φοιτήτριες τάχθηκαν κατά της χούντας και ενάντια στο φασισμό. Στο πεδίο κοινωνικοοικονομικών ανταγωνισμών που συνθέτουν το σύγχρονο αστικό τοπίο της Αθήνας – το τοπίο με τους κατοίκους σε έξωση και τις «εταιρείες» Airbnb, το τοπίο των κοινωνικών κινημάτων και της πρόθεσης καταστολής ή έστω περιθωριοποίησής τους, το τοπίο που αποτυπώνεται στον Μαύρο Χάρτη των ρατσιστικών επιθέσεων,[1] το τοπίο από το οποίο λείπουν ο Παύλος Φύσσας, ο Ζακ Κωστόπουλος, το οριζόμενο από γυναικοκτονίες, βιασμούς, εκτοπισμούς και αποκλεισμούς τοπίο – σε αυτό το τοπίο, το ζωντανό, ανοιχτό Μετσόβιο Πολυτεχνείο επιτελεί τον ρόλο ενός χρόνου: του χρόνου διεκδικήσεων, του χρόνου διαλόγου, του χρόνου της μαθησιακής συνάντησής μας με την ιστορία ως κάθετη και οριζόντια, ως παρελθόν αλλά και παρόν, και εν τέλει με την ιστορία ως καθημερινή διαλεκτική. Το Μετσόβιο είναι η «απόλαυση» της καθημερινότητας – αλλά μιας διαφορετικής καθημερινότητας από εκείνη που φαντασιώνεται ο νεοφιλελευθερισμός ως αποτροπή μιας ουσιαστικής δημοκρατίας.
Η ουσιαστική δημοκρατία (δεν θα την κρίνουμε εδώ ως «άμεση» σε αντιπαράθεση με την «αντιπροσωπευτική», θεωρώντας το αυτό δίπολο προβληματικό ως προς την περίπλοκη διεκπεραίωση του δημοκρατικού προτάγματος) δεν κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα των κοινωνικο-οικονομικών ανταγωνισμών και της δομικής ανισότητας και εκμετάλλευσης απ΄ όπου αυτοί προκύπτουν. Αντίθετα, η ουσιαστική δημοκρατία ενθαρρύνει συνθήκες συνάντησης και κριτικής. Στο Μετσόβιο πηγαίνουμε για να μιλήσουμε μεταξύ μας, για να ακούσουμε διαλέξεις, να διδαχτούμε και να μάθουμε να σχεδιάζουμε μια πόλη με δικαιώματα, να συμμετέχουμε σε ανοιχτές συνελεύσεις, να γνωρίσουμε έργα τέχνης, να κάνουμε πάρτι, και βεβαίως να διαμαρτυρηθούμε. Στο Μετσόβιο πηγαίνουμε για να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην πόλη, ως τότε και ως τώρα, με τρόπο που ελάχιστα άλλα σημεία στην πόλη επιτρέπουν. Το «εμείς» που υπονοείται παραπάνω δεν είναι μονοσήμαντο, ενιαίο, ομοιογενές, δεδομένο, αλλά προκύπτει δυνητικά στον χώρο και χρόνο συνάντησης.
Το Μετσόβιο είναι ένα σύμβολο συλλογικής διεκδίκησης δημοκρατίας που αναπνέει και ζει, και στο οποίο αναπνέουμε και ζούμε ως πολλαπλότητα κοινών ή αυτό που ορίστηκε στην δυτική κριτική σκέψη της αριστεράς και του φεμινισμού ως counterpublics:[2] ως άνισες, υπό διαμόρφωση συλλογικές υποκειμενικότητες που διεκδικούν πάραυτα το δικαίωμα της συνύπαρξης ως μια εναλλακτική δημόσια σφαίρα. Η εναλλακτική αυτή δημόσια σφαίρα δεν συνιστά απλό «συμπλήρωμα» της κανονιστικής δημόσιας σφαίρας την οποία νομιμοποιεί το σύμπλεγμα της ταξικής-πατριαρχικής-φυλετικής ηγεμονίας, αλλά εισρέει στην τελευταία ως ενοχλητική προβολή κριτικής και αμφισβήτησης, και ως προϊδεασμός μιας εναλλακτικής ζωής. Αυτή η ενοχλητική προβολή συμβολοποιείται και βιώνεται στο Μετσόβιο από το 1973 και εξής, ακριβώς επειδή το «εδώ και τώρα» ως χώρος και χρόνος συνάντησης δεν αποκόπηκε από το «εδώ τότε». Δεν είναι άρα τυχαίο που το 2019, σε μια εκλογική αναμέτρηση, το Μετσόβιο αναδεικνύεται σε σύμβολο υπό απειλή (καθώς παρουσιάζεται ως τόπος παρακμής και ανομίας, ως λεκές που πρέπει να υποβληθεί σε επιχείρηση εκκαθάρισης). Το Μετσόβιο ως σύμβολο απειλείται από τη λογική του Νόμου-και-Τάξης που αποτελεί το sine qua non του σύγχρονου συντηρητικού λόγου, ο οποίος εμφανίζεται στη δημόσια σφαίρα, ως συνήθως, με το μανδύα του προοδευτισμού. Γενικά, η «πρόοδος» είναι λέξη και έννοια αρκούντως ταλαιπωρημένη στον δημόσιο λόγο αναπαραγωγής της καθεστηκυίας τάξης.[3] Ποια πολιτισμική λογική και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί η πρόταση μετατροπής ενός ιστορικού κτιρίου που φιλοξενεί την ζωντανή εμπλοκή παιδείας και κοινωνικών κινημάτων σε χώρο ελεγχόμενης ροής επισκεπτών και επέκτασης της τουριστικής οικονομίας;[4] Η εναντίωσή μας στο σχέδιο απαλλοτρίωσης της κοινωνικής μνήμης – ως προς την ιστορική και τη σύγχρονη άρθρωση του αντιφασισμού στην Ελλάδα – που συνιστά η πρόταση μουσειοποίησης και παρελθοντοποίησης του Μετσόβιου αφορά ακριβώς στο ερώτημα: τι νοείται ως «πολιτισμός», στις παρούσες συνθήκες, για την πόλη της Αθήνας;
Η πρόταση μουσειοποίησης εντάσσεται σε μια λογική «αναβάθμισης» και συνδυάζεται (στο ίδιο προεκλογικό πρόγραμμα) με την υποστήριξη της «κατάργησης του ακαδημαϊκού ασύλου» και με μία γενικότερη λογική υπέρ-αστυνόμευσης των δημόσιων χώρων που προβάλλει την «ασφάλεια». Την τελευταία δεκαετία, στην Ελλάδα και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, η «ασφάλεια» έχει αναδειχθεί σε ιδεολόγημα χειραγώγησης μέσω του οποίου κοινωνικά σύνολα χάνουν όλο και περισσότερα κεκτημένα δικαιώματα ενός δημοκρατικού βίου. Σε παγκόσμια κλίμακα, η «ασφάλεια» αναδείχθηκε σε μείζονα λόγο του νεοφιλελευθερισμού ήδη από τον Σεπτέμβρη του 2001 και την επίθεση στο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, και βασικό μοχλό καταστολής τοπικών και δι-εθνικών κοινωνικών κινημάτων αμφισβήτησης του δόγματος «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική». Αυτά όλα είναι γνωστά. Έχουμε βιώσει, και βιώνουμε, επανειλημμένα την απαξίωση της δημοκρατίας στην Αθήνα, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη – όμως, απ΄ό,τι φαίνεται, πάντα τα πράγματα μπορούν να γίνουν χειρότερα, πάντα ο σχεδιασμός του «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» μπορεί να γίνει πιο τολμηρός. Ενάντια σε τέτοιου τύπου σχεδιασμούς, πώς συντηρείται το δημοκρατικό πρόταγμα ως συλλογικό, κοινωνικό διακύβευμα; Γιατί η «απόλαυση της καθημερινότητας» αίφνης απαιτεί την αποσύνδεση του «εδώ τότε» από το «εδώ και τώρα»; Ποιος είναι ο ρόλος της σημειολογίας της πόλης ως προς το δημοκρατικό διακύβευμα, και ειδικά μια πόλης όπως η Αθήνα, μιας πόλης πολυπληθούς, πολυπολιτισμικής, πρωτεύουσας ενός κράτους μεθόριου, με όσα συνεπάγεται μια τέτοια γεωπολιτική θέση το 2019; Τι είδους εμπόδιο συνιστά το ζωντανό Πολυτεχνείο στην παρούσα συγκυρία;
Μέσα από την οπτική της μνήμης των αγώνων που κρατούν ζωντανό το δημοκρατικό πρόταγμα, η πρόταση μουσειοποίησης του Μετσόβιου δεν φαίνεται να «πρεσβεύει ένα διαφορετικό ήθος και ύφος εξουσίας» για τον «μετριοπαθή παρατηρητή», όπως ανακοίνωσε Η Καθημερινή (11.11.2018).[5] Οι μετριοπαθείς παρατηρητές και παρατηρήτριες δεν πάσχουν κατ’ ανάγκη από ιστορική αμνησία, ούτε τελούν αμέτοχοι και αμέτοχες στο πρόταγμα της δημοκρατίας ως ευάλωτο κοινό αγαθό, το οποίο δήθεν δύναται να ισχύσει ως καθημερινό βίωμα χωρίς συνεχή, επιτελεστική συνεισφορά. Αντίθετα, η πρόταση μουσειοποίησης του Μετσόβιου προδίδει ένα πολύ γνωστό και παραδοσιακό ήθος και ύφος εξουσίας, με ακρογωνιαίο λίθο τη συρρίκνωση των χώρων και χρόνων συνεύρεσης τμημάτων του κοινωνικού συνόλου που τίθενται – εκ των πραγμάτων ή από συνειδητή επιλογή – κατά της σιωπηρής αποδοχής της τάξης πραγμάτων, της τάξης που παράγει τα γνωστά δεινά, τα οποία βεβαίως δεν βιώνονται συμμετρικά στον αθηναϊκό κοινωνικό ιστό, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά. Θεωρούμε συνεπώς ότι η πρόταση μουσειοποίησης του Μετσόβιου επικαιροποιεί το αλλοτινό «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» ως ανεκπλήρωτη διεκδίκηση. Και απορρίπτουμε τη λογική που, επεκτείνοντας την πρακτική του «Ησυχία, Τάξη και Ασφάλεια», υπονομεύει αυτή τη διεκδίκηση μέσα από την πρόταση μουσειοποίησης του Μετσόβιου.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο