Το AKP χάνει την Κωνσταντινούπολη – δις
Το βράδυ της 23ης Ιουνίου, ο Εκρέμ Ιμάμογλου, υποψήφιος της Συμμαχίας Έθνος (Milli Ittifak) και μέλος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) αναδείχθηκε δήμαρχος Κωνσταντινούπολης και στην επαναληπτική εκλογική διαδικασία. Το μήνυμά του ήταν απλό: «Όλα θα γίνουν πολύ καλά!». Στον πρώτο γύρο στις 31 Μαρτίου είχε επικρατήσει και πάλι του φιλοκυβερνητικού αντιπάλου του Μπιναλί Γιλντιρίμ με 13.729 ψήφους αλλά ο πρόεδρος Ερντογάν έσπευσε να δηλώσει ότι «κανείς δεν μπορεί να θεωρεί εαυτόν νικητή με ένα οριακό προβάδισμα 13.000-14.000 ψήφων» και άσκησε πίεση στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) να κηρύξει άκυρα τα αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα αυτού στις 6 Μαίου ανακοινώθηκε η διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών στην Κωνσταντινούπολη.
Στο σύντομο διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης ο Ιμάμογλου και η ομάδα επικοινωνίας του εργάστηκαν αδιάκοπα προκειμένου να καταδείξουν ότι του στέρησαν μια καθαρή νίκη και ότι η υποστήριξή του στον δεύτερο γύρο ισοδυναμεί με ψήφο υπέρ της δημοκρατίας. Επί της ουσίας, ο βασικός άξονας της δεύτερης εκλογικής του καμπάνιας ήταν η καταδίκη των παρατυπιών που επέτρεψαν την ακύρωση των αποτελεσμάτων. Ως εκ τούτου, ουσιώδη πολιτικά ζητήματα έμειναν στο περιθώριο. Αυτή η στρατηγική τού επέτρεψε να διατηρήσει την αρχική του εκλογική πελατεία και να απευθυνθεί σε ένα τμήμα των ψηφοφόρων του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με στοιχειώδεις ευαισθησίες ως προς το κράτος δικαίου. Βάσει των δημοσκοπικών ευρημάτων η στρατηγική αυτή υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής. Ο Ιμάμογλου κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του από 3 έως 10 ποσοστιαίες μονάδες σε όλα τα διαμερίσματα της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη αίσθηση έκαναν τα αποτελέσματα σε συντηρητικές περιοχές όπως το Φατίχ, το Εγιουπσουλτάν και το Ούσκουνταρ. Καθότι η εκλογική συμμετοχή αυξήθηκε οριακά, συνάγεται με ασφάλεια ότι τα εκλογικά κέρδη του Ιμάμογλου ήταν ως επι το πλείστον σε βάρος του AKP. Οι τεράστιες ανατιμήσεις σε είδη διατροφής και λοιπά χρειώδη αποτελεί τη βασική αιτία δυσαρέσκειας των συντηρητικών, κατώτερων στρωμάτων με την κυβέρνηση. Εκμεταλλευόμενος την αυτο-προβολή του ως θεοσεβής μουσουλμάνος, ο Ιμάμογλου κατάφερε σε αυτά τα πλαίσια να κερδίσει την εμπιστοσύνη τμήματος των θρησκευόμενων στρωμάτων της Κωνσταντινούπολης παρά την έλλειψη σαφούς οικονομικού ή κοινωνικού προγράμματος. Το ίδιο ισχύει και για τον νέο δήμαρχο της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, επίσης προερχόμενο από το CHP. Ως πρώην μέλος του υπερεθνικιστικού MHP, ο τελευταίος ορίστηκε υποψήφιος προκειμένου να διεμβολίσει την εκλογική πελατεία του συνασπισμού AKP-MHP.
Από την πλευρά του, το AKP επιχείρησε να επιβάλει τη δική του εκδοχή ως προς το γιατί ήταν αναγκαία η επανάληψη των εκλογών στην Κωνσταντινούπολη. Ενόσω προσπαθούσε να τεκμηριώσει τις αιτιάσεις περί παρατυπιών (στον πρώτο γύρο), ο αντιπρόεδρος του AKP, Αλί Ιχσάν Γιαβούζ, έκανε σαφές ότι ο βασικός λόγος δεν ήταν η νοθεία αλλά η δυσαρέσκειά τους με το αποτέλεσμα. Σε συνέντευξή του στις 17 Απριλίου δήλωσε συγκεκριμένα: «Η νοθεία δεν συνετελέσθη απαραίτητα αλλά σίγουρα κάτι συνέβη, απλώς δεν μπορούσαμε να το δούμε». Παρ’ όλο που το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο επιβεβαίωσε στην έκθεσή του ότι δεν καταγράφηκαν παρατυπίες ή απώλεια ψήφων, όπως ισχυριζόταν το AKP, οι εκλογές επαναλήφθησαν. Προς έκπληξη πολλών αναλυτών, το AKP αυτή τη φορά αποδέχτηκε άμεσα την ήττα του, πριν ακόμη επικυρωθούν τα επίσημα αποτελέσματα. Ο Ιμάμογλου είχε αυξήσει τη διαφορά του σε πάνω από 800.000 ψήφους.
Εκρέμ Ιμάμογλου, ένας δημοκρατικός λαϊκιστής
Ο υποψήφιος του CHP, σχετικά άγνωστος μέχρι τις δημοτικές εκλογές, έγινε σύμβολο της αντιπολίτευσης στην Κωνσταντινούπολη και όχι μόνο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στις 23 Ιουνίου καταγράφηκαν περιστατικά σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας με πολίτες να πηγαίνουν στους εκλογικούς σταθμούς προκειμένου να ψηφίσουν τον Ιμάμογλου, μόνο για να ανακαλύψουν ότι οι εκλογές λάμβαναν χώρα αποκλειστικά στον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης, γεγονός ενδεικτικό της πόλωσης αλλά και της επίδρασης που άσκησαν οι εξελίξεις. Από το 1994, οπότε και εκλέχθηκε δήμαρχος ο Ερντογάν, η πόλη βρισκόταν σταθερά στα χέρια του AKP. Ήταν μάλιστα ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος που εμπνεύσθηκε το ρητό «αυτός που κερδίζει την Κωνσταντινούπολη, κερδίζει την Τουρκία». Κάτι που βεβαίως ισχύει τουλάχιστον για τη δική του πολιτική καριέρα και εξηγεί γιατί το AKP δεν ήθελε να απολέσει τον έλεγχο της πόλης.
Ποιός είναι όμως στ’ αλήθεια ο νεοεμφανισθείς αστέρας της Συμμαχίας Έθνος (CHP-İyi Party), που αμφισβήτησε επιτυχώς την ηγεμονία του AKP; Ο Ιμάμογλου, όπως και ο πρόεδρος Ερντογάν, κατάγεται από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη σε μεγαλύτερη ηλικία. Η οικογένειά του διαχειρίζεται διάφορες επιχειρήσεις, μια εκ των οποίων είναι η κατασκευαστική İmamoğlu İnşaat. Εκτός αυτού, ο ίδιος κατείχε κατα το παρελθόν τη θέση του εκπροσώπου της ποδοσφαιρικής ομάδας της Trabzonspor στην Κωνσταντινούπολη. Η συγκεκριμένη θέση του επέτρεψε να οικοδομήσει επαφές με την φίλαθλη βάση του συλλόγου καθώς και με τους διάφορους χορηγούς του. Όσον αφορά την πολιτική του σταδιοδρομία καθ’ εαυτή, ο Ιμάμογλου υπήρξε αρχικώς μέλος του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (Anavatan Partisi), το οποίο προσπαθούσε να συγκεράσει τον τουρκικό εθνικισμό με τις ισλαμικές παραδόσεις. Κατα τη διάρκεια, όμως, των σπουδών του έγινε μέλος του CHP. Το 2014 το CHP τον όρισε υποψήφιο για το διαμέρισμα του Μπειλίκντουζου στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο και αναδείχθηκε δήμαρχος συγκεντρώνοντας το 50,8% των ψήφων. Λίγα είναι γνωστά για τα πεπραγμένα του ως δημάρχου του Μπείλίκντουζού πέραν του ότι συνέχισε και παρουσιάσε ως δικές του επιτυχίες τα έργα του υποστηρίζομενου από το AKP προκατόχου του.
Το Δεκέμβριο του 2018, κατα τη διάρκεια της πρώτης του προεκλογικής ομιλίας ως υποψηφίου δημάρχου για την Κωνσταντινούπολη, ο Ιμάμογλου παρουσίασε τους πέντε βασικούς άξονες της πολιτικής του: 1) επίλυση του κυκλοφοριακού, 2) καταπολέμηση της αστεακής φτώχειας και μείωση του κόστους ζωής στην πόλη, 3) επίλυση των ζητημάτων που αφορούν την αντισεισμική προστασία και τον πολεοδομικό σχεδιασμό, 4) προσέλκυση βιομηχανιών στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να μειωθεί η ανεργία, και 5) βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μέσω της επέκτασης των υποδομών αναψυχής. Το πρώτο σημείο ειδικότερα υπήρξε κεντρικό θέμα της καμπάνιας του. Υποσχέθηκε δημόσιες μεταφορές, δωρεάν ή με χαμηλό αντίτιμο, για κοινωνικές κατηγορίες όπως οι φοιτητές, οι μητέρες κλπ. Στο debate που διεξάχθηκε μια βδομάδα πριν τις επαναληπτικές εκλογές έδωσε επίσης έμφαση στην ανικανότητα της κεντρικής κυβέρνησης να διαχειριστεί επιτυχώς το ζήτημα των Σύρων πρόσφυγων που ζουν στην Κωνσταντινούπολη και άλλες μεγάλες πόλεις και υποσχέθηκε να επιλύσει όποια προβλήματα έχουν ανακύψει.
Αναφορικά με το προσφυγικό, οι δηλώσεις του Ιμάμογλου υπήρξαν αντιφατικές τόσο κατα τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας όσο και την επαύριο της νίκης του στις επαναληπτικές. Στις ομιλίες του τόνιζε ότι «όλες οι διαφορετικές φωνές, χρώματα και θρησκείες θα θεωρούνται όφελος παρά κίνδυνος για την πόλη». Στην τηλεοπτική μονομαχία, από την άλλη, σημείωσε ότι «ο απλός κόσμος της Κωνσταντινούπολης είναι σε κίνδυνο, θεωρεί ότι του παίρνουν το ψωμί μέσα από τα χέρια». Δυστυχώς, η σχετική αναφορά πέρασε απαρατήρητη, επισκιαζόμενη από πιο κεντρικο-πολιτικά θέματα, παρά το γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη διαβιούν σήμερα περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Σύροι πρόσφυγες. Ως αποτέλεσμα, σε μεταγενέστερα debate o Ιμάμογλου απέσπασε ακόμα και επαίνους για τη μη πολωτική στάση του στο συγκεκριμένο ζήτημα. Σε σύγκριση άλλωστε με το γενικότερο τρόπο αντιμετώπισης των προσφύγων, η δική του τοποθέτηση εμφανιζόταν όντως ως προοδευτική. Το CHP είναι γνωστό για τις επιθετικές θέσεις του τόσο απέναντι στους μετανάστες όσο και απέναντι, κυρίως, στους Σύριους. Ο υποστηριζόμενος από το CHP δήμαρχος του Μπολού, Τανζού Όζτσαν, για παράδειγμα, ανακοίνωσε τον Απρίλιο ότι θα κόψει όλα τα επιδόματα προς τους Σύριους καθότι διάγουν ήδη πολυτελή βίο. Σε άλλες περιοχές, όπως τα Μουδανιά στην επαρχία της Προύσας, ο υποστηριζόμενος από το CHP δήμαρχος, Χαΐρι Τουρκγιλμάζ, απαγόρευσε στους Σύριους να πηγαίνουν στις παραλίες, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα προκαλόυσε αμηχανία στους υπόλοιπους παραθεριστές. Δυστυχώς δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός προκειμένου να υιοθετήσει και ο Ιμάμογλου τη λογική αυτή. Στην πρώτη του μετεκλογική συνέντευξη δήλωσε: «Υπάρχουν πολλοί Σύριοι που δουλεύουν χωρίς να έχουν δηλωθεί. Οφείλουμε να προασπίσουμε τα συμφέροντα των συμπολιτών μας. Δεν μπορεί να αλλάξουν την όψη της Κωνσταντινούπολης απερίσκεπτα». Προκειμένου να αντιμετωπίσει φαινόμενα γκετοποίησης των Σύριων θα συνεργαστεί με την τουρκική αστυνομία. Ένας από τους κύριους λόγους που ο Ιμάμογλου κέρδισε στο παραδοσιακά συντηρητικό διαμέρισμα του Φατίχ ήταν η ελπίδα που δημιουργήθηκε ότι θα στείλει πίσω στη Συρία τους πρόσφυγες. Με άλλα λόγια, παρόλο που ο ίδιος ο Ιμάμογλου δεν στάθηκε στο εν λόγω ζήτημα κατα τη διάρκεια της καμπάνιας του, οι ψηφοφόροι θεώρησαν ότι απηχεί τις θέσεις του CHP. Ένα περιστατικό που διαδραματίστηκε στην περιοχή Ικίτελλι της Κωνσταντινούπολης στις 29 Ιουνίου, καταδεικνύει εναργώς το πώς αυτή η πολιτική ανοίγει το δρόμο για τη στοχοποίηση και τη βία εναντίον των Σύριων. Αφότου διαδόθηκε η ψευδής φήμη ότι ένας νεαρός Σύριος παρενόχλησε μια μικρή Τουρκάλα, ένα πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους επιτιθέμενο σε Σύριους και τα καταστήματά τους. Αντί να καταδικάσει τις επιθέσεις ο Ιμάμογλου, δύο μέρες αργότερα, έριξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Παραπονέθηκε ότι σε κάποιες περιοχές της πόλης ιδιοκτήτες καταστημάτων αναρτούν πινακίδες στα Αραβικά, σημειώνοντας χαρακτηριστικά «εδώ είναι Κωνσταντινούπολη, εδώ είναι Τουρκία και πρέπει να προασπίσουμε την ταυτότητά μας».
Πέραν αυτού, τα σχέδιά του παραμένουν δυστυχώς αρκερά θολά και ανακριβή. Είναι σαφές ότι επιχείρησε να ενσωματώσει και να υποσχεθεί λύσεις σε όσα περισσότερα λαϊκιστικά αιτήματα μπορούσε, εκμεταλλευόμενος το χαρισματικό και προσηνές προφίλ του, χωρίς να παρουσιάσει κανένα συγκεκριμένο σχέδιο. Ένα σχόλιό του κατα τη διάρκεια της τηλεμαχίας είναι απολύτως ενδεικτικό της στρατηγικής αυτής και των προβληματικών που τη συνοδεύουν. Ο συντονιστής απευθυνόμενους και στους δύο υποψηφίους ρώτησε: «Φανταστείτε ότι είμαι αδελφός σας, με Κουρδική καταγωγή και αγάπη για την Τουρκική Δημοκρατία, πώς θα με πείθατε να σας ψηφίσω;». Αντί να αναγνωρίσει τη δομική καταπίεση που υφίστανται οι Κούρδοι ή οι λοιπές μειονότες της Τουρκίας και να αδράξει την ευκαιρία για να εμφανίσει τον εαυτό του ως πολέμιο κάθε μορφής ρατσισμού, ο Ιμάμογλου απάντησε ότι «δεν με ενδιαφέρει η καταγωγή του καθενός, όλοι είναι πολίτες». Ο υποψήφιος του CHP, Μπιναλί Γιλντιρίμ, απάντησε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ότι ενδεχομένως φαίνεται ως καλοπροαίρετο στην εν λόγω απάντηση, επι της ουσίας δεν είναι τίποτα άλλο από την αναπαραγωγή της αντίληψης «μα όλες οι ζωές μετράνε!», η οποία στο Τουρκικό πλαίσιο αρνείται την πολιτική και πολιτισμική καταπίεση που εξακολουθούν να βιώνουν οι Κούρδοι καθώς και τον ρατσισμό που προσπαθεί να αναδείξει το κίνημα «όλες οι ζωές μετράνε».
Πάνω από όλα, όμως, το ρεύμα που έχει δημιουργηθεί υπέρ του Ιμάμογλου ανάμεσα στους Κωνσταντινοπουλίτες και τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης ανά την επικράτεια, εδράζεται στη διακηρυχθείσα πρόθεσή του να συγκρουστεί με το σύστημα διαφθοράς που εγκαθίδρυσε το AKP στον δήμο της Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια της εικοσιπεντάχρονης διοικήσής του. Αυτό ενισχύει τη φήμη του ακόμα και στο εξωτερικό. Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά μέσα τον παρουσιάζουν ως πρωτοπόρο στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Ο χρόνος θα δείξει εάν αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το οριστικό τέλος της διαφθοράς γενικά ή απλώς η αλλαγή των ωφεληθέντων. Σε κάθε περίπτωση, ακριβώς μετά την επανεπικύρωση της εκλογής του ως δημάρχου κατέστησε σαφές ότι προτίθεται να εργαστεί σε σύμπνοια με την κεντρική κυβέρνηση στην Άγκυρα.
Ο συνδυασμός ενός φυσικού ταλέντου στην εκφώνηση διεγερτικών λόγων, από τη μια πλευρά, και της γοητείας του νεοεισερχόμενου στην υψηλή πολιτική, από την άλλη, ανέδειξε τον Ιμάμογλου σε σημαντική φιγουρά, σύμβολο της ελπίδας για την αρχή του τέλους του AKP. Παρ’ όλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, το πολιτικό του πρόγραμμα παραμένει εξαιρετικά ασαφές προκειμένου να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις ως προς το ποιός θα είναι ο αντίκτυπος της δημαρχίας του στην Κωνσταντινούπολη.
Η στρατηγική της Αριστεράς
Ο Ιμάμογλου δεν θα είχε κερδίσει τις εκλογές εάν δεν είχε μαζική στήριξη από την Αριστερά και το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), το οποίο δεν έθεσε υποψηφίους στα μεγάλα αστικά κέντρα της δυτικής Τουρκίας. Υποσχόμενη άνευ όρων στήριξη στους υποψηφίους του CHP, όμως, η ηγεσία του HDP απώλεσε την ευκαιρία να θέσει επι τάπητος τα δικά της αιτήματα. Κριτικές φωνές επισήμαναν ότι η άρση της ασυλίας και η προφυλάκιση των βουλευτών του HDP τον Μάιο του 2016 κατέστη εφικτή μόνο χάρη στις ψήφους των βουλευτών του CHP. Παρ’ όλα αυτά, η βάση του κόμματος υποστήριξε τους κεμαλιστές υποψηφίους όχι λόγω σύμπνοιας με το CHP αλλά λόγω της έντονης προσμονής για μια ενδεχόμενη ήττα του AKP.
Από την επαύριο κιόλας του πρώτου γύρου στις 31 Μαρτίου, η ανανέωση της ελπίδας και της δυναμικής ήταν έκδηλη, ιδιαίτερα ανάμεσα στη νεολαία. Η διαδήλωση της Πρωτομαγίας στην Κωνσταντινούπολη ήταν μια από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντική μερίδα της Αριστεράς δεν έχει καταφέρει ακόμη να διαχωρίσει την κεμαλιστική ιδεολογία, η οποία εκφράζει τις θεμελιώδεις αξίες του τουρκικού κράτους, από μια πραγματικά προοδευτική πολιτική εναλλακτική. Όπως ευρέως συνομολογείται, ο Ιμάμογλου δεν κέρδισε πολιτικά τη βάση του HDP, κατόρθωσε μόνο να ενώσει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης στη βάση του προσωπικού του χαρίσματος και του γεγονότος ότι ήταν η μοναδική εναλλακτική επιλογή στον βαθμό που το HDP δεν κατέβασε υποψηφίους. Η δυνατότητα άρθρωσης μιας επί της ουσίας αποπολιτικοποιημένης καμπάνιας, όπως αυτή, πρέπει να θεωρείται παράγωγο της συγκυρίας και ως κάτι που δεν μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την προκήρυξη ενδεχόμενων πρόωρων εκλογων. Τα προβλήματα της χώρας πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, ένα ζήτημα στο οποίο ο λαϊκισμός και η υπόσχεση δωρεάν δημόσιων μεταφορών δεν αποτελούν λύση.
Η πλειοψηφία των δυνάμεων της Αριστέρας που υποστήριξαν τον υποψήφιο του CHP παρουσίασαν την επιλογή τους αυτή ως σημαντικό βήμα στον αγώνα ενάντια στον φασισμό. Μιλώντας για φασισμό, εννοούν επί της ουσίας την αυταρχική διακυβέρνηση του AKP σε ανεπίσημη συνεργασία με το MHP. Συνεπώς, όχι μόνο υποθμίζεται το περιεχόμενο του όρου αλλά ακυρώνεται στην πράξη και η όλη συζήτηση γύρω από το στρατηγικό ερώτημα του πώς μπορεί να οικοδομηθεί η ενότητα απέναντι σε μια πραγματική φασιστική απειλή. Την ίδια ώρα, εκείνοι που δίσταζαν να υποστηρίξουν το υποτιθέμενο ‘αντι-φασιστικό’ στρατόπεδο στοχοποιούνταν αμέσως ως υποστηρικτές της άλλης πλευράς. Αυτό κατέστησε σχεδόν αδύνατη τη διεξαγωγή ενός δημοκρατικού διαλόγου γύρω από την εκλογική στρατηγική εντός της Αριστεράς και δημιούργησε εξ αρχής συνθήκες αποκλεισμού της όποιας κριτικής.
Όσον αφορά το AKP, αυτή τη στιγμή ταλανίζεται από εσωκομματικές έριδες με τον κυρίαρχη τάση που συγκροτείται γύρω από τον Ερντογάν να φοβάται τη διάσπαση. Αυτή θα μπορούσε να σηματοδοτεί την απαρχή διάλυσης του κόμματος. Ενόσω τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά μέσα φαντασιώνονται μια πιθανή επιστροφή της Τουρκίας στη δημοκρατία, οι πρωταγωνιστές της ρήξης έχουν ήδη κάνει σαφές ότι βασικός τους στόχος είναι η υπεράσπιση των πολιτικών που όρισαν τη στρατηγική του AKP στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Συνεπώς, το νέο αυτό κόμμα θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει χρήσιμο σύμμαχο τόσο ενός αποδυναμωμένου AKP όσο και του CHP, το οποίο είναι ακόμη μουδιασμένο από την πρόσφατη εκλογική του επιτυχία και πολύ μακριά από οποιαδήποτε αριστερόστροφη μετατόπιση. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο αργηγός του MHP απέκλεισε το ενδεχόμενο διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, γεγονός που συνεπάγεται μια σημαντική ευκαιρία για τη ριζοσπαστική αριστερά. Απαλλαγμένη από την πίεση να υποστηρίξει μια εθνικιστική αστική δύναμη, όπως το CHP, απέναντι στον ‘φασισμό’, η τελευταία έχει τώρα τον χρόνο και τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθεί και να επαναξιολογήσει τη σημερινή της οργάνωση, καθώς και το πρόγραμμά της. Όπως ήδη σημειώθηκε, το ζήτημα του προσφυγικού είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε συγκρούσεις, ενώ κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, συμπεριλαμβανόμενης της Αριστεράς, δεν έχει λύσεις να προτείνει. Την ίδια στιγμή, η διαφαινόμενη αυτοκαταστροφή του AKP εδράζεται στην αναδυόμενη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα· όποιος μπορέσει να την επιλύσει θα κερδίσει την υποστήριξη των φτωχοποιημένων μαζών.
Το HDP έλκει σημαντική υποστήριξη από τον κόσμο της αριστεράς και τμήματα άλλων κοινωνικά περιθωριοποιημένων και καταπιεσμένων ομάδων στην Τουρκία από την εποχή των κινητοποιήσεων για το πάρκο Γκεζί το 2013. Η σκληρή καταστολή με την οποία ήρθε όμως αντιμέτωπο από τον Ιούνιο του 2015, οπότε και εισήλθε στη Βουλή, έχει παραλύσει το κόμμα και δυσχεράνει τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό του. Η άνευ όρων υποστήριξη του CHP στη δυτική Τουρκία είναι ενδεικτική αυτής της κατάστασης. Το HDP επικεντρώθηκε στην επανάκτηση του ελέγχου των δήμων στις νοτιο-ανατολικές περιοχές, όπου το κουρδικό στοιχείο είναι πλειοψηφικό και στις οποίες η κεντρική κυβέρνηση είχε καθαιρέσει και φυλακίσει δημάρχους του κόμματος προκειμένου να τοποθετήσει φιλοκυβερνητικούς. Η συνετή αυτή επιλογή δείχνει όμως παράλληλα ότι το μεγάλο πλεονέκτημα του HDP, το ότι μπορεί δηλαδή να είναι μια προοδευτική συμμαχία για όλη τη χώρα, έρχεται σήμερα σε δεύτερη μοίρα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί το εξής. Η σκαιά προσπάθεια του AKP να αποτρέψει τους Κούρδους ψηφοφόρους από το να υποστηρίξουν τον Ιμάμογλου στις επαναληπτικές εκλογές δημοσιεύοντας ένα γράμμα του ηγέτη του PKK, Αμπτουλάχ Οτζαλάν, είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Δύο μέρες πριν τις εκλογές, ο εντελώς άγνωστος ακαδημαϊκός Αλί Κεμάλ Όζτζαν, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον Οτζαλάν στο νησί-φυλακή του Ιμραλί, δημοσίευσε το εν λόγω γράμμα. Σε αυτό, ο Οτζαλάν έκανε μια αμφίσημη δήλωση, η οποία ερμηνεύτηκε από την κυβέρνηση ως κάλεσμα προς την βάση του κινήματος να παραμείνει αμέτοχη. Στην πραγματικότητα, ο ηγέτης του PKK υποστήριζε εμφατικά ότι το HDP οφείλει να ακολουθήσει τη δική του διακριτή πολιτική πορεία. Έως και σήμερα παραμένει άγνωστο: 1) το πότε γράφτηκε το εν λόγω γράμμα, καθότι δεν έχει ημερομηνία, 2) γιατί δημοσιεύτηκε δύο μόλις μέρες πριν τις εκλογές, και 3) γιατί δημοσιοποιήθηκε από κάποιον εντελώς άγνωστο και όχι από το δικηγόρο του Οτζαλάν που συνήθως κοινοποιεί τις δηλώσεις του. Λίγο μετά τη δημοσίευση του κειμένου η ηγεσία του HDP κατέστησε σαφές ότι δεν θα υπαναχωρήσει από την αρχική της απόφαση και θα επιμείνει στο δημόσιο κάλεσμα για υποστήριξη του Ιμάμογλου. Τις ώρες που ακολούθησαν η τουρκική πολιτική σκηνή βίωσε πρωτόγνωρες σκηνές. Ο φασίστας πρόεδρος του MHP, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, επέκρινε το HDP οτι δεν παίρνει στα σοβαρά την επιστολή του Οτζαλάν, ενώ ο πρόεδρος Ερντογάν αναπαρήγαγε το περιεχόμενό της κατα τη διάρκεια μιας συνέντευξής του. Προσπάθησε μάλιστα να την παρουσιάσει ως απότοκο διαμάχης μεταξύ του προφυλακισθέντα πρώην συμπροέδρου του HDP, Σελαχατίν Ντεμιρτάς και του Οτζαλάν, κάτι που και οι δύο αρνήθηκαν. Το επί της ουσίας αποτέλεσμα του όλου επεισοδίου ήταν ότι δόθηκε η δυνατότητα στο HDP να κάνει δημοσίως γνωστό ότι το κόμμα λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις και δεν ακολουθεί τις υποδείξεις του ηγέτη του PKK. Αυτό ήταν μάλλον το μεγαλύτερο ακούσιο δώρο που θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση στο HDP. Εκτός αυτού, η συμμαχία AKP-MHP αυτοϋπονομεύτηκε, καθότι η πλειοψηφία των Κούρδων ψηφοφόρων είχε ήδη αποφασίσει τι θα πράξει. Η σκαιά αυτή προσπάθεια να αλλάξουν στάση απλώς επανεπιβεβαίωσε σε πόσο δεινή θέση βρισκόταν η κυβέρνηση.
Είναι κατανοητό ότι 25 χρόνια διαρκούς διακυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης από το AKP επέτειναν την διάθεση για πολιτική αλλαγή. Όσο θελκτικό όμως κι αν εμφανίζεται σήμερα το CHP σε σύγκριση με το βίαιο, αντιδημοκρατικό και καταπιεστικό προφίλ των αντιπάλων του, η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος για την εγκαθίδρυση ενός πραγματικά δημοκρατικού καθεστώτος. Από το 2018, οπότε και εισήχθη το προεδρικό σύστημα, το σύνολο σχεδόν της κρατικής εξουσίας βρίσκεται στα χέρια του προέδρου Ερντογάν. Η σταδιακή εξασθένηση του πολιτικού του κεφαλαίου μπορεί φυσικά να οδηγήσει το καθεστώς σε κρίση νομιμοποίησης, η οποία θα προσφέρει σειρά δυνατοτήτων. Αυτό κατέστη εμφανές στο δημοψήφισμα του 2017, το οποίο ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει βασιζόμενος στη νοθεία των αποτελεσμάτων και την αδυναμία της αντιπολίτευσης να ασκήσει επαρκή πίεση στους θεσμούς προκειμένου να γίνει επανακαταμέτρηση των ψήφων. Η σταδιακή φθορά του μπλοκ εξουσίας προσφέρει νέες ευκαιρίες στην Αριστερά, δεδομένου ότι οι ψευδευσθήσεις γύρω από τον ρόλο του CHP εγκαταλείπονται και ανοίγεται η δυνατότητα για τη διαμόρφωση πολιτικής εναλλακτικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν λόγω της διστακτικότητας του CHP που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αμφισβητήθηκε. Μια πραγματική πολιτική εναλλακτική οφείλει να επέχει όχι μόνο το ρόλο της ενωτικής πλατφόρμας για τις διάφορες εθνικές ομάδες αλλά και του πεδίου αρθρώσης ενός πολιτικού προγράμματος που θα εστιάζει στη διαμόρφωση ενός δημοκρατικού συντάγματος και την κατάργηση του προεδρικού συστήματος.
Κατα τη διάρκεια του 1970, η ριζοσπαστική Αριστέρα εναπόθεσε πολλές ελπίδες στο CHP, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν πολύ πιο αριστερόστροφο απ’ ό, τι είναι σήμερα. Η εκλογική της συμμαχία όμως με τους Ρεπουμπλικάνους και η δυνατότητα που είχε να οικοδομεί τις δικές της δομές δεν ήταν επαρκείς προκειμένου να κατακτήσει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. Ενισχύοντας φασιστικές ομάδες διαμέσου των μηχανισμών του βαθέως κράτους, η νεοπαγής αστική τάξη μπόρεσε να επιβάλει τη στρατηγική της, ενορχηστρώνοντας πραξικόπημα. Η σημερινή κατάσταση υπό μια έννοια προσιδιάζει σε εκείνη την περίοδο.
Το κείμενο μετέφρασε από τα αγγλικά ο Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο