Middlesex: Ανάμεσα στα δύο φύλα
Τζέφρυ Ευγενίδης
μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Libro, Αθήνα 2003 | 750 σελίδες
Στην κριτική που έγραψε στα Marginalia για το «Ζωή μεθόρια» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (2015), ο Γιώργος Αναγνώστου προσεγγίζει το μυθιστόρημα αυτό μέσα από το πρίσμα του «Λόγου περί μεθορίου», της «μεθοριακής λογοτεχνίας», που εστιάζει «στην αμφίδρομη ροή ατόμων και ομάδων μέσω συνόρων, είτε αυτά είναι γεωπολιτικά, πολιτιστικά, γλωσσικά είτε άλλα. Αφηγείται τις διασχίσεις αυτών των ορίων, τι συνεπάγεται για τα άτομα που επιχειρούν περάσματα διαχωριστικών συνόρων». Σε ένα μάλιστα σημείο του κειμένου κάνει ρητή αναφορά και στο Middlesex (Τζέφρυ Ευγενίδης, 2001) ως ένα διακεκριμένο λογοτεχνικό δείγμα διασπορικής (υπό την έννοια της ελληνοαμερικανικής διασποράς) διάσχισης συνόρων.
Παρότι είχα διαβάσει διεξοδικά το κείμενο του Αναγνώστου, ομολογώ ότι δεν θυμόμουν καθόλου να αναφέρει το Middlesex όταν ξεκίνησα να το διαβάζω, μεσούντος του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του κορονοϊού -και πολύ καιρό μετά τον πάταγο που είχε κάνει η έκδοσή του. Όσο όμως το διάβαζα, τόσο μεγάλωνε η αίσθησή μου ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πολυεπίπεδο «μεθοριακό» μυθιστόρημα που δεν περιορίζεται μόνο στη χωρική διάσχιση των συνόρων· στην εμπειρία του να είναι κανείς «κάπου στη μέση/ κάπου ανάμεσα» [in the middle/ in between] εμπλέκει, με ιδιαίτερη επιτυχία, μια σειρά από «χώρους»: οικογένεια, καταγωγή, τόπο, ιστορία, έρωτα, ταξίδι, διασπορά, τάξη, χρώμα, γενιά, και, φυσικά πάνω απ’ όλα, όπως δηλώνεται ήδη από τον τίτλο, το φύλο.
Ο Ευγενίδης μάλιστα υπηρετεί αυτή την επιλογή όχι απλώς δημιουργώντας έναν ήρωα (και μια πλοκή) που συμπυκνώνει όλες τις παραπάνω οριακότητες, αλλά τοποθετώντας τον ως πρωτοπρόσωπο ομοδιηγητικό αφηγητή της ιστορίας του. Ο ίδιος δηλαδή πλάθει έναν αφηγητή που αποτελεί ήδη ένα προσωπικό στοίχημα «διάσχισης» για τον συγγραφέα, αφού πρόκειται για ένα άτομο που γράφει την προσωπική -και οικογενειακή- ιστορία του έχοντας υπάρξει πρώτα κορίτσι και έπειτα άντρας. Ίσως μάλιστα ακριβώς αυτή η επιλογή του Ευγενίδη, με την οποία αναμετράται διαρκώς σε όλο το βιβλίο, να είναι και ο πλέον καθοριστικός «Λόγος περί μεθορίου» όλου του μυθιστορήματος.
Ο 41χρονος ελληνοαμερικανός τρίτης γενιάς Καλ λοιπόν –ή η Καλλιόπη-Ελένη Στεφανίδη σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησης– ξεκινά να γράφει την αφήγησή του στις αρχές του 21ού αιώνα στο ενωμένο πλέον Βερολίνο όπου εργάζεται ως διπλωματικός υπάλληλος του Στέιτ Ντιπάρντμεντ· το παιχνίδι με τα όρια και τις μεθορίους έχει ήδη αρχίσει: 41, δηλαδή ούτε νέος ούτε γέρος (η μέση ηλικία [median age] στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες είναι γύρω στα 40), Αμερικανός, αλλά με ελληνική καταγωγή, ερμαφρόδιτος, στην αλλαγή δύο αιώνων, σε μια πόλη τόσο γερμανική και τόσο κοσμοπολίτικη ταυτόχρονα, που κάποτε στα δύο είχε κοπεί και τότε έψαχνε πλέον να ξαναβρεί την κοινή της ταυτότητα, και εργαζόμενος σε μια υπηρεσία που ασχολείται με τις σχέσεις ανάμεσα σε μια χώρα και άλλες.
Εννοείται ότι το πιο κρίσιμο σε όλα αυτά είναι το ζήτημα του φύλου· αυτό είναι που απασχολεί τον Καλ και για αυτό θέλει να μιλήσει κυρίως. Μια υπολειπόμενη μετάλλαξη του πέμπτου χρωμοσώματός του, που επιπλέον δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτή. Ο Καλ λοιπόν θέλει να αφηγηθεί την ιστορία του έτσι όπως τέμνεται τη στιγμή της γέννησής του, το κατεξοχήν οριακό σημείο της ζωής όλων μας: πριν από αυτή, ό,τι οδήγησε σε αυτή τη μετάλλαξη, ξεκινώντας δύο γενιές πίσω, από τους παππούδες του, και μετά από αυτή, πώς ανατράφηκε ως κορίτσι μέχρι τα 14 του, ενώ είχε γεννηθεί γενετικά άρρεν. Και την αφηγείται αριστοτεχνικά, με κέφι, χιούμορ και ενσυναίσθηση, ακόμη και τις στιγμές που (παίζοντας και εδώ στα όρια) γίνεται λυρικός, όπως τις στιγμές που μιλάει για τον έρωτα, ή επικός, όπως στην αφήγηση της καταστροφή της Σμύρνης. Ταυτόχρονα, αφηγείται, σε σύντομες παρεκβάσεις, και την ιστορία του παρόντος του στο Βερολίνο, και κυρίως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει γενικά με τις ερωτικές του σχέσεις (με γυναίκες) και ειδικά με μια νέα γνωριμία του.
Πριν μας μιλήσει όμως για τους παππούδες του, βρίσκει την ευκαιρία να μας συστήσει τη δεύτερη γενιά, αυτή των γονιών του, και μαζί της μερικές ακόμη μεθόριους: την κοινότητα των μεταναστών που πατάει με το ένα πόδι στην παράδοση και με το άλλο στην επιστήμη, τον κόσμο των γυναικών και των αντρών, το τέλος της δεκαετίας του ‘50, λίγο πριν την τρέλα των sixties… Κι όλα αυτά μέσα από ένα -περίεργα δυσοίωνο- περιστατικό που αφηγείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, «Το ασημένιο κουτάλι», όπου η γιαγιά Δεισδαιμόνα (από τις λίγες ατυχείς επιλογές του συγγραφέα αυτή η ονοματοδοσία, αφού πρόκειται για ένα όνομα που το ξέρουμε μόνο από τον Οθέλλο, και η ηρωίδα αυτού του βιβλίου δεν έχει καμία σχέση με την αγαπημένη του Μαυριτανού) χρησιμοποιεί ένα αιωρούμενο ασημένιο κουτάλι για να προσδιορίσει το φύλο του αγέννητου ακόμη αφηγητή (αγόρι), ενώ ο πατέρας έχει ήδη επιδιώξει να καθορίσει το φύλο του (κορίτσι) κατά τη σύλληψη χρησιμοποιώντας μια ψευδοεπιστημονική μέθοδο.
Μια κασσάνδρεια «προφητεία» λοιπόν, και μια προσπάθεια να ελεγχθεί η «μοίρα»· και σαν να μην αρκούσαν αυτά για να αποκτήσει αυτή η αφήγηση ξεκάθαρα χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας, καθώς ο Καλ αρχίζει να ξετυλίγει την ιστορία των παππούδων του προστίθεται και το στοιχείο της αιμομιξίας. Οι αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, τόσο στη μυθολογία της, όσο και στην τέχνη και τους συγγραφείς της, είναι ένα από τα κεντρικά μοτίβα όλου του βιβλίου και μοιάζουν να χρησιμοποιούνται από τον Καλ σαν πνευματική άγκυρα και σαν κληρονομικό βαρίδι εξίσου (τολμούμε να πούμε, και από τον συγγραφέα, που απευθύνεται κατά βάση σε ένα καλλιεργημένο αμερικανικό κοινό το οποίο, πέρα από το τουριστικό φολκλόρ, αυτά έχει ως βασικές πολιτισμικές αναφορές σε σχέση με την Ελλάδα).
Μεταφερόμαστε αρχικά λοιπόν στα 1922 σε ένα ελληνικό χωριό έξω από την Προύσα της Μ. Ασίας (άλλη μια χωρική και χρονική μεθόριος: μια περιοχή με Έλληνες και Τούρκους, οθωμανική για αιώνες, στα χέρια των Ελλήνων τα τελευταία τρία χρόνια, λίγο πριν την Καταστροφή), όταν μια γυναίκα και ένας άντρας, στενοί συγγενείς μεταξύ τους (από σεβασμό στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες δεν αποκαλύπτουμε την ακριβή τους συγγένεια εδώ, παρότι γίνεται φανερή πολύ νωρίς στο βιβλίο), ξεπερνούν, χωρίς καλά-καλά να συνειδητοποιούν τι κάνουν, τα ταμπού (δηλαδή τα όρια) και ερωτεύονται ο ένας τον άλλον, ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να αφήσουν τα όρια του χωριού τους και να φύγουν λόγω της προέλασης των δυνάμεων του Κεμάλ.
Επόμενος σταθμός -και επόμενο όριο- η Σμύρνη· εκεί αρχίζουν οι αποκρύψεις και οι αλλαγές ταυτότητας, ένα ακόμη μοτίβο του βιβλίου. Οι ήρωες όταν νιώθουν ότι απειλούνται, δεν διστάζουν να αποποιηθούν είτε ολόκληρη την ταυτότητά τους είτε κάποιο ή κάποια στοιχεία της: συγγενική σχέση, οικογενειακή κατάσταση, υπηκοότητα, τάξη, γλώσσα, ακόμη και φύλο/γένος. Αυτή η επιλογή τους δεν είναι πάντα σωτήρια, αλλά εν προκειμένω χάρη σε αυτή το αιμομικτικό ζευγάρι καταφέρνει να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο για τον Πειραιά, αφού πρώτα έχει σώσει και έναν χαροκαμένο Αρμένιο γιατρό, ανταποδίδοντάς του το καλό που τους έκανε, κίνηση που θα παίξει κι αυτή το ρόλο της στο μέλλον. Γιατί ένα άλλο από τα μοτίβα του μυθιστορήματος -και εδώ πια μπορούμε να μιλάμε καθολικά για το λογοτεχνικό είδος και όχι μόνο για το συγκεκριμένο δείγμα του- είναι ακριβώς αυτές οι βραδυφλεγείς συμπτώσεις και τυχαίες συναντήσεις που γεννούν τα δικά τους ερμαφρόδιτα αποτελέσματα πολλές σελίδες μετά (δεν είναι τυχαίο που ο αφηγητής αναφέρει κάποια στιγμή τον γνωστό αφορισμό του Τσέχοφ για το όπλο στον τοίχο).
Από τον Πειραιά το ζευγάρι θα ταξιδέψει για τις ΗΠΑ, όπου ζει ήδη μια συγγενής τους στο Ντιτρόιτ. Η σκηνή στο ελληνικό λιμάνι με τους επιβάτες και όσους τους αποχαιρετούν να κρατούν κουβάρια από νήματα που ξετυλίγονται καθώς το πλοίο απομακρύνεται, πέρα από τη δύναμη που έχει αυτή καθαυτή, αποκτά και αλληγορικές διαστάσεις για τον Καλ. Την ανακαλεί και σε άλλα σημεία του βιβλίου ως μεταφορά για τους δεσμούς που ενώνουν τους ανθρώπους με το παρελθόν. Δεσμούς που οι παππούδες του θα προσπαθήσουν να διαρρήξουν καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους, αφού θα υποκριθούν -για τα μάτια του κόσμου υποτίθεται, αλλά όπως σημειώνει και ο Καλ, τελείως αχρείαστα- ότι γνωρίστηκαν για πρώτη φορά πάνω στο πλοίο, θα φλερτάρουν επινοώντας ένα ψεύτικο παρελθόν για τον καθένα και θα παντρευτούν πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη.
Στο Ντιτρόιτ, πόλη που -σημειωτέον- συνορεύει με τον Καναδά και βρίσκεται δίπλα στο νερό, η νεότευκτη οικογένεια θα συνεχίσει να ζει σε οριακούς χώρους· στις παρυφές της εργατικής τάξης (ο άντρας, ο Λέφτυ, θα εργαστεί για λίγο στο εργοστάσιο της Φορντ), στη συγκατοίκηση με ένα άλλο ζευγάρι (με τη συγγενή τους και τον λαθρέμπορο οινοπνευματωδών σύζυγό της· στα όρια της παρανομίας (ο Λέφτυ δουλεύει αρχικά με τον λαθρέμπορο και όταν λήγει η ποτοαπαγόρευση, ανοίγει μπαρ -άλλη μια περίπτωση διάσχισης συνόρων, ανάμεσα στο παράνομο και το νόμιμο αυτή τη φορά, τα όρια ανάμεσα στα οποία αλλάζουν εδώ με μια τροποποίηση του συντάγματος)· και φυσικά, στην ενοχική τεκνοποιία, που θα φέρει δύο καρπούς, ανάμεσα στους οποίους και τον πατέρα του Καλ. Κι έπειτα, στη σχέση τόσο των ίδιων, όσο και της ελληνικής κοινότητας της πόλης, με την πολυπληθέστατη αφροαμερικανική κοινότητα (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την πόλη της Motown) και μάλιστα με τα μουσουλμανικά της στοιχεία (Έθνος του Ισλάμ), στη σχέση τους με τα παιδιά τους, και ιδιαίτερα τον γιο, τον Μίλτον, και πάει λέγοντας, μέχρι που αφηγηματικό κέντρο θα γίνει ο Μίλτον και η δική του οικογένεια, στην οποία θα γεννηθεί ο Καλ -ως Καλλιόπη.
Ως εδώ ο Καλ υιοθετεί ένα περίεργο μίγμα αφηγηματικής οπτικής: αφενός, αφού αφηγείται γεγονότα που δεν γνωρίζει, παίρνει τον ρόλο ενός αφηγητή παντογνώστη, αφετέρου επιλέγει κάθε φορά ένα μόνο πρόσωπο μέσα από τα μάτια (και τις σκέψεις) του οποίου βλέπει τα γεγονότα (τον παππού του, τη γιαγιά του, τον πατέρα του). Ταυτόχρονα, η παντογνωσία του έχει όρια, αφού σε άλλα σημεία μοιράζεται με βεβαιότητα τις σκέψεις του προσώπου αυτού, ενώ σε άλλα δηλώνει άγνοια ή απλώς προβαίνει σε κάποιες εικασίες για αυτές. Ακόμη δηλαδή και σε αυτό το επίπεδο κινούμαστε ανάμεσα σε όρια.
Από τη γέννησή του και μετά ο αφηγητής, όπως είναι λογικό, χάνει «κομμάτια της προγεννητικής του πανσοφίας» και βλέπουμε πια ό,τι συμβαίνει[1] μέσα από τα μάτια του -ή, μήπως, μέσα από τα μάτια «της»; Κι αυτό όχι απλώς επειδή όλοι, ακόμη και ο ίδιος, τον αντιλαμβάνονται ως κορίτσι μέχρι την εφηβεία του, αλλά και επειδή συχνά ως τα δεκατέσσερά του η αφήγηση χρησιμοποιεί το τρίτο αντί για το πρώτο πρόσωπο, μιλώντας για την «Καλλιόπη», την Κάλλι, που έκανε το ένα ή το άλλο, ίσως επειδή ο ενήλικος πια Καλ αντιλαμβάνεται την απόσταση που έχει διασχίσει από εκείνον τον εαυτό του.
Αυτή η διάσχιση συμβαίνει βέβαια ακριβώς στην εφηβεία, όταν πια μπαίνει στο παιχνίδι ο έρωτας και το σεξ και όταν τα όρια δεν μπορούν πια να αγνοηθούν ούτε από την Κάλλι ούτε από τους γύρω της. Το παζλ θα συμπληρωθεί από το κλινικό κομμάτι, η Κάλλι θα αποφασίσει να γίνει Καλ και θα διασχίσει μερικά ακόμη όρια -κάποιων Πολιτειών, της ερωτικής εργασίας, της αναδυόμενης αμφιφυλοφιλικής κοινότητας- λίγο πριν την επιστροφή στο (αφηγηματικό) παρόν για χάρη του οποίου έγραψε όλη αυτή την ιστορία, γιατί, όπως μαθαίνει από μια φίλη σε αυτό το τελευταίο μέρος του βιβλίου, «είμαστε αυτό που έρχεται μετά».
Καθώς ο αναγνώστης φτάνει προς το τέλος του βιβλίου, αντιλαμβάνεται όλο και πιο ξεκάθαρα ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν αποτελεί απλώς μια μυθιστορηματική σπουδή στα όρια, στους μεθοριακούς χώρους ή στη διάσχισή τους, αλλά ταυτόχρονα και στην έννοια του συνεχούς και της ολότητας που συνυπάρχει μαζί τους. Οι ήρωες ζουν διαρκώς σε (μεθ-)οριακές καταστάσεις, σε γκρίζες ζώνες, χωρικά, χρονικά, ηθικά, βιολογικά, ταξικά, κοινωνικά. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει ένα νήμα που τους συνδέει με κάθε στιγμή του παρελθόντος τους, με κάθε μέλος της οικογένειάς τους, με κάθε τόπο όπου έζησαν, με κάθε άνθρωπο που βρέθηκε στη ζωή τους, και, στην περίπτωση του αφηγητή, με κάθε φύλο που είχαν.
Με άλλα λόγια, αυτό που είναι «ανάμεσα» δεν χωρίζει, αλλά ενώνει· δεν είναι μια ουδέτερη ζώνη, αλλά ένας τόπος συνάντησης. Και το Middlesex είναι ένα σπουδαίο βιβλίο στο οποίο συναντιέται η εξαιρετική γραφή με το έξυπνο λογοτεχνικό εύρημα και τη συναρπαστική αφήγηση, ένα έργο που εκπληρώνει σε μεγάλο βαθμό αυτόν που θεωρεί ο Κούντερα στις Προδομένες Διαθήκες ως προνομιακό ρόλο του μυθιστορήματος, αναφερόμενος στον Τολστόι ως πρώτο διδάξαντά του: «μας προσφέρει μιαν άλλη αντίληψη για το τι είναι ο άνθρωπος: διαδρομή· ελικοειδής δρόμος· ταξίδι, που οι διαδοχικές φάσεις του δεν είναι απλώς διαφορετικές αλλά συχνά αντιπροσωπεύουν την απόλυτη άρνηση των προγενέστερων φάσεων» (σελ. 234)· μια άρνηση μόνο φαινομενική βέβαια, αφού, όπως γίνεται σαφές στο Middlesex, ό,τι υπήρξε μια φορά δεν γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει.[2]
ΥΓ. Διάβασα το βιβλίο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Libro, σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου. Σε γενικές γραμμές η μετάφραση δεν προδίδει το κείμενο, αλλά παρότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στο κομμάτι της απόδοσης των ιατρικών όρων και υπάρχουν αρκετές υποσημειώσεις της μεταφράστριας για ζητήματα που αφορούν την ιατρική και την ιστορία, κυρίως την αμερικανική, δυστυχώς το κείμενο μοιάζει να μην έχει περάσει από προσεκτική επιμέλεια (και όντως, πράγμα περίεργο για ένα τόσο απαιτητικό μεταφραστικά βιβλίο, δεν αναφέρεται πουθενά επιμελητής/τρια), καθώς έχουν ξεφύγει πολλοί ιδιωματισμοί ή υπάρχουν σημεία που φαίνεται από κάτω πολύ έντονα το αγγλικό πρωτότυπο, ενώ δεν λείπουν και κάποια, ελάχιστα ευτυχώς, τυπογραφικά και ορθογραφικά λάθη. Δεν γνωρίζω αν η επανέκδοση της ίδιας μετάφρασης το 2014 από τον Πατάκη επενέβη σε κάτι από όλα αυτά.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο