Αν στην Ορμπανανία του φαιοκίτρινου συρφετού οι εορτασμοί για τα 200 χρόνια από το ’21 είχαν την ελάχιστη σχέση με τη μνήμη, αν είχαν την παραμικρή σύνδεση με τον δημόσιο αναστοχασμό των ιστορικών γεγονότων στην πολυπλοκότητά τους κι όχι με την προπαγανδιστική κακοποίηση της ιστορίας για το θεαματικό κιτς μαφιόζων και ακραίων νεοσυντηρητικών, τότε ένα από τα πρώτα ερεθίσματα προς ευρύτερη συζήτηση και αξιοποίηση θα ήταν, οπωσδήποτε, «Το ελληνοαλβανικόν λεξικόν» του Μάρκου Μπότσαρη («Λεξικόν της Ρωμαϊκοίς και Αρβανητηκής απλής», κατά τον τίτλο και με την ορθογραφία του πρωτοτύπου).
Τούτο το πρώτο ελληνο-αλβανικό λεξικό φαίνεται πως συντάχθηκε από τον 19χρονο Μάρκο Μπότσαρη στην Κέρκυρα, κατόπιν βοήθειας του πατέρα του, του Κίτσου Μπότσαρη, του εκ πατρός θείου του, του Νότη Μπότσαρη, και του πεθερού του, Χριστάκη Καλογήρου. Αυτοί οι συγγενείς του Μάρκου Μπότσαρη κατείχαν άριστα όλο τον προφορικό πλούτο του τοσκικού ιδιώματος της αλβανικής που μιλιόταν στο Σούλι, με ευρύτερες επιρροές από την ελληνική γλώσσα των ιδιωμάτων της Ηπείρου. Ο νεαρός Μάρκος, με τα λίγα ελληνικά γράμματα που είχε διδαχθεί, κατέγραψε όλον αυτόν τον γλωσσικό θησαυρό βιωματικότητας και προφορικότητας με την παραίνεση και την ενθάρρυνση του Πουκεβίλ, ο οποίος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την αλβανική κουλτούρα στον ελλαδικό χώρο, όπου ταξίδεψε: Από αυτές τις περιηγήσεις προέκυψε και το περίφημο «Ταξίδι στην Ελλάδα». Ο Πουκεβίλ, εξάλλου, αξιοποίησε μεγάλο μέρος από το ελληνοαλβανικό λεξικό του Μπότσαρη στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του και δώρισε το χειρόγραφο στη γαλλική Εθνική Βιβλιοθήκη.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου χιλιάδες νέοι/ες και παιδιά αλβανικής καταγωγής μεγαλώνουν στη γη των Μποτσαραίων, όπου νέοι/ες και παιδιά ζούνε, διδάσκονται και μοιράζονται με άλλα παιδιά, τα οποία αναγνωρίζουν μόνο τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα ή μιλούν δεύτερη κύρια γλώσσα άλλης προέλευσης, το λεξικό του Μπότσαρη θα ήταν μιας πρώτης τάξεως αφετηρία συζήτησης για το συνανήκειν, τη διαπολιτισμικότητα, τις συνάφειες και τις προσμείξεις των (βαλκανικών) λαών, τον δυναμικό χαρακτήρα των εθνογενέσεων και της «διγλωσσίας», τη δόμηση και τη διαρκή ανα-δόμηση των ταυτοτήτων μέσα από την προσωπική εμπειρία και την αρτιότερη αντίληψη της ιστορικής της διάστασης.
Θα ήταν. Δεν είναι· όχι μόνο εξαιτίας των αναστατώσεων που προκάλεσε η πανδημία, όχι μόνο εξαιτίας μιας άρρυθμης και οικτρά αποτυχημένης «τηλεκπαίδευσης». Αλλά κι επειδή η επέτειος των 200 ετών συμπίπτει χρονικά με τις φρικαλέες επιδιώξεις και το θηριώδες κιτς της λήθης μιας Ορμπανανίας λούμπεν κι ανιστόρητου εθνοφυλετισμού, ρατσισμού, σκοταδιστικής απομόρφωσης, φαιάς και πολεμοκάπηλης προπαγάνδας.
Κατά το αρχαιογνωστικό μου παρελθόν, εξερευνώντας και καταγράφοντας τα συνοριακά φρούρια και περάσματα της αρχαίας Αθήνας και της Βοιωτίας ή ανιχνεύοντας την τοπογραφία της μάχης στην ευρύτερη περιοχή των Πλαταιών, με τη βιβλιογραφία φωτοτυπημένη σε ντοσιέ μέσα στο σακίδιό μου, αντίκριζα παντού ίχνη και τεκμήρια του «ελληνοαλβανικού» παρελθόντος, αξεδιάλυτα πια. Όπως λ.χ. στην Παρασωπία, εκεί όπου κατάλοιπα της κλασικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας (που άλλοι ταυτίζουν με τον βακχικό Ετεωνό, τον Σκώλο του Πενθέα – «ενθένδε καταγόμενον διασπασθήναι φασιν» – ή τις αρχαίες Ερυθρές) γειτνιάζουν με κατάλοιπα από τα λησμονημένα, αλβανόφωνα σπαηλίκια, Μπουμπούκα και Κατσούλα. Όπως στην από πολλές δεκαετίες έρημη Ραπεντώσα ή Δαφνούλα, με τα μισογκρεμισμένα αρβανίτικα σπίτια του 18ου και του 19ου αιώνα (λες κι είναι δόντια μιας γης πανάρχαιας και ξεχασμένης), στα οποία διακρίνονταν ολοκάθαρα αγκωνάρια και λιθόπλινθοι από αρχαίες κατασκευές μιας περιοχής διαρκών μεταβάσεων, ερίδων, συνυπάρξεων, καταστροφών, δόξας και αττικοβοιωτικών θρύλων.
Ή όπως σ’ εκείνο το παλιό καφενείο στο Δερβενοσάλεσι, την Πύλη, στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων, μια κρύα μέρα της άνοιξης πριν από 22 χρόνια, εκεί όπου βρήκα, ύστερα από ερωτήσεις κι υποδείξεις κατοίκων, τον 88χρονο παλιό ημιονηγό, κτηνοτρόφο κι Ελασίτη, ο οποίος ήξερε καλά πού ακριβώς ήταν το πανάρχαιο πέρασμα, οι «Πόρτες», το δερβένι των οπλαρχηγών της τοπικής Αρβανιτιάς, που ο παππούλης του μνημόνευε κάποτε έναν προς έναν, προτού να αναμειχθούν τα πρόσωπά τους σε ένα μοναδικό, στον ρόχθο του χρόνου, στα βάθη του γήρατος, «πριν απ’ τον πόλεμο».
Συνάντησα εκείνον τον παππούλη, που είχε ακόμα τη δύναμη του ανταρτόπουλου και του τσοπανόπουλου, που είχε δει όλα «τ’ αρχαία πράματα» κοντά στις Πόρτες, στο Δαριμάρι, στο Κλιντέτε, στα Καβάσιλα και το Κακονισκίρι, που αναθυμόταν, μαζί με την επίσης υπερήλικη αδερφή του, μέσα σε γέλια και καβγάδες, αρβανίτικα παραμύθια με αρχαία στοιχειά και μετεπαναστατικά θαύματα, μονοπάτια προπολεμικά της Πάρνηθας και της Πάστρας από καιρό κλεισμένα, τα κεντήματα και τα σχέδια στην ποδιά της γιαγιάς τους, τις δυσκολίες της ζωής και την αγάπη τους για τον τόπο από τον οποίο δεν έφυγαν ποτέ, παρά μόνο για κάποια σύντομη επίσκεψη στη «Λεσίνα» ή τη «Φήβα». «Δυσοίκητος τόπος και τραχύς […] μητ’ αυτός ίναι, μητ’ άλλω έπεσθαι».
Το επισκέφθηκα μερικές φορές ακόμα εκείνο το 90χρονο ανταρτόπουλο από τα αρβανίτικα δερβένια. Μια μέρα, μάλιστα, άκουσε με συγκίνηση να του διαβάζω την πυρπόληση των Δερβενοχωρίων από τους Γερμανούς, όπως την είχε γράψει ο Πατατζής, κι ύστερα του χάρισα το βιβλίο, που χάιδευε σαν μικρό παιδί, γιατί μπορούσε να διαβάσει μοναχός του, με τα λίγα ελληνικά του γράμματα, τη συνθηματική κραυγή που είχε φωνάξει κι ο ίδιος στα νιάτα του, εκείνες τις φοβερές μέρες, που η Βέρμαχτ ανέβαινε στα Κρώρα: “Ούλι! Ούλι!”.
Μεγαλύτερη συγκίνηση, όμως, πραγματικό ενθουσιασμό, αισθάνθηκε την προτελευταία φορά που ειδωθήκαμε, όταν τού πήγα το «ελληνοαλβανικό λεξικό» του Μπότσαρη στην έκδοση του Γιοχαλά από το 1980. Άκουγε λέξεις οικείες, μα και λέξεις που κάτι του θύμιζαν, αν και δεν τις έλεγαν έτσι στα χωριά του. Πρόσθετε, με δυο ανάσες, δεκάδες λέξεις και ιστορίες από τη δική του ελληνοαλβανική προφορικότητα, από τη βιωματικότητα μιας ύπαρξης που στέριωσε, κάρπισε κι ωρίμασε ανάμεσα στα δάση του Κιθαιρώνα, της Πάστρας και της Πάρνηθας, ανάμεσα στα ορεινά περάσματα και το σύνορο του ποταμού, ανάμεσα στο οροπέδιο και την πεδιάδα, ανάμεσα σε «φρέαρ ιερόν» και σε νεροσυρμές, σε ερειπωμένα αρβανίτικα σπαηλίκια, όπου οι νεαροί βοσκοί «εμαντεύοντο πίνοντες». Μέσα από τις σελίδες του λεξικού, πετούσαν οι τόποι και οι λέξεις από το δικό του Σούλι, «επί των όρων των της Αττικής». Κι αλήθεια λέω πως γελούσαν και τα μουστάκια του τ’ ασπρισμένα -μποτσαρέικα κι αυτά.
Ύστερα ξεχάστηκα κι εγώ στη Γερμανία, ύστερα ήρθαν άλλα κι άλλαξαν πολλά περισσότερα, το ανταρτόπουλο από το Δερβενοσάλεσι κι η αδερφή του πέθαναν, πάνω από 15 χρόνια, πια, σε βαθύ και σιωπηλό γήρας όπως ο παππούλης τους, όμως όλα αυτά είναι ακόμα για μένα η αφετηρία που με πηγαινοφέρνει στα άδυτα της ιστορίας, η οποία είναι και μέθοδος και μνήμη. Ενίοτε κι επιστήμη.
Αυτή η αφετηρία θα υπάρχει για μένα όσο ζω. Για να θέτει τα ερωτήματα που προσπαθούν να λειάνουν ή να πνίξουν οι ασχήμιες των… «εορτασμών». Δεν χρειαζόμαστε τις επετείους ώστε να μιλήσουμε για το ’21 και-τους-κατοπινούς-χρόνους. Και στα 201 χρόνια, ίδια θα μένει η ανάγκη, όπου γεννιέται κι αρθρώνεται. Πάντα εμείς θα βρίσκουμε τους λόγους και τις αφορμές. Πάντα εμείς θα ανασκάπτουμε τις λέξεις, τα λεξικά και τα πρόσωπα που θυμόντουσαν πώς αναζήτησαν την ελευθερία στον κακοτράχαλο τόπο. Για να τα θυμίζουμε.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Εξαιρετικό άρθρο, εύγε!
Συγχαρητήρια, εκπληκτικό άρθρο, εξαίρετη γραφή!