Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι.
Γιάννης Μόσχος
εκδόσεις Τόπος, 2021 | 272 σελίδες
Πριν λίγες μέρες (μέσα Απρίλη 2021) κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιάννη Μόσχου (γεν. 1982), «Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι.»[1] Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στη Θεσσαλία του 1975, όταν ο πρώην νομάρχης Μαγνησίας Σταύρος Σούλας βρίσκεται δολοφονημένος μετά τη συνάντησή του με τον ηγούμενο των Μετεώρων, και την Αθήνα της δικτατορίας (1967), όπου παρακολουθούμε τα βασανιστήρια στα οποία υπόκειται κάποιος του οποίου η ταυτότητα αρχικά δεν αποκαλύπτεται. Την υπόθεση θα αναλάβει ένας παραγκωνισμένος υπομοίραρχος ο οποίος προσπαθώντας να λύσει την υπόθεση βρίσκεται αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο σκάνδαλο στα χρόνια της χούντας, αλλά και τις άνωθεν πιέσεις.
Με αφορμή την κυκλοφορία το βιβλίου του, ζητήσαμε από τον Γιάννη Μόσχο να μας μιλήσει για το πώς προέκυψε αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα πολιτικής χροιάς για μια ταραγμένη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας. Αμέσως μετά ακολουθεί ένα σύντομο απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιό του, το οποίο είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας παραχωρήσουν ο ίδιος και οι εκδόσεις Τόπος.
– Η αφήγηση στο βιβλίο σας ξεκινά το 1975 και περιλαμβάνει αναδρομές στην περίοδο της χούντας, αφορά δηλαδή μια περίοδο λίγο πριν γεννηθείτε ο ίδιος· τι σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτή; Πώς προέκυψε η ιδέα για αυτό το βιβλίο;
Η ιδέα προέκυψε όταν μετά την δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου είχα διαβάσει ρεπορτάζ για πληθώρα καταγγελιών για βασανισμούς, ακόμη και ανεξήγητους θανάτους, κυρίως μεταναστών αλλά και Ελλήνων, στο περίφημο Αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας. Το μυαλό μου πήγε συνειρμικά στη χούντα, στους βασανισμούς, στην κατάχρηση της εξουσίας, στην ανημποριά του ανθρώπου μπροστά στον βάναυσο εξουσιαστή. Αυτοί που έχουν αναλάβει το έργο της προστασίας μας, είναι πολλές φορές αυτοί από τους οποίους χρειαζόμαστε προστασία. Εκεί επικεντρώνεται το μήνυμα του βιβλίου μέσα από μια ενδιαφέρουσα πλοκή και ιστορία που διαδραματίζεται στην ελληνική επαρχία και συγκεκριμένα στην Κεντρική Ελλάδα την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης όπου τα κατάλοιπα της επταετίας είναι ακόμη πολύ έντονα.
– Όπως και το πρώτο σας βιβλίο, και αυτό ανήκει στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος. Και τα δύο όμως έχουν εμφανείς ιστορικές και πολιτικές αναφορές· γιατί επιλέγετε το αστυνομικό ως το λογοτεχνικό σας όχημα;
Επιλέγω το αστυνομικό και γενικότερα ιστορίες εγκλήματος γιατί σε καταστάσεις παραβατικότητας και βίας αναδεικνύονται καλύτερα κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι καταστάσεις οι οποίες ταρακουνούν τα ασάλευτα νερά, είναι το πετραδάκι στη λίμνη που κινεί μια σειρά γεγονότων με σκοπό να αλλάξει μια λιμνάζουσα κατάσταση. Για πολλούς, το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι κοινωνικό μυθιστόρημα. Νομίζω ότι μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί και ως πολιτικό μυθιστόρημα, από την άποψη ότι η φαιδρή πολιτική κατάσταση, οι πολιτικές συνθήκες και η διαφθορά στους κρατικούς μηχανισμούς είναι βασικοί παράγοντες της παραβατικότητας. Υπάρχει, βέβαια, και ο κοινωνικός παράγοντας αλλά μου αρέσει να βλέπω το πράγμα και να το εξετάζω από την πολιτική σκοπιά. Γι’ αυτό και τοποθετώ τις ιστορίες μου σε συγκεκριμένο πολιτικό background και με συγκεκριμένες πολιτικές αναφορές.
– Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά την ανάπλαση της πρώτης μεταπολιτευτικής εποχής και της δικτατορίας; Ποιες ήταν οι βασικές πηγές από τις οποίες αντλήσατε υλικό;
Η αλήθεια είναι ότι προκύπτουν δυσκολίες όταν καλείσαι να περιγράψεις μια εποχή και κατάσταση που δεν έχεις βιώσει όπως είναι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Είναι, όμως, τόσες πολλές οι πληροφορίες που μπορεί κάποιος να αντλήσει από έρευνα, διηγήσεις ανθρώπων και αναγνώσεις βιβλίων της εποχής. Επίσης, μεγάλωσα λίγα χρόνια αργότερα σε χωριό της επαρχίας και έχω έντονη την ατμόσφαιρα της ελληνικής υπαίθρου, τις συνήθειες των ανθρώπων, την καθημερινότητά τους. Όσον αφορά ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα επί χούντας που αναφέρεται στο βιβλίο, σημαντική πηγή ήταν και το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου, Λαμόγια στο χακί (Τόπος, 2015).
Και οι τέσσερις ήταν απαίσιοι. (σελίδες 35-41)
1971
«Έλα, ρε Τσίχλα, μπες και κλείσε να πούμε, έχουμε πλημμυρίσει εδώ πέρα, γαμώ τη βροχή μου!»
«Τέτοια βρόχα, αδερφάκι μου, ούτε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Πλημμύρισε όλος ο Βόλος! Ρέματα οι δρόμοι. Έχει πέσει και το σκοτάδι… έξω, δεν βλέπεις ούτε πού πατάς, ούτε πού βρίσκεσαι», περιέγραψε ο λεπτοκαμωμένος τύπος που μόλις μπήκε, βγάζοντας και τινάζοντας το λαδί αδιάβροχό του. «Κοίτα να δεις, λούτσα έχω γίνει μέχρι τ’ αρχίδια».
Κρέμασε το αδιάβροχο στο καρφί και μπήκε πιο μέσα στο κεντρικό γραφείο του τελωνείου Βόλου. Έτριψε τα χέρια του και πλησίασε την ξυλόσομπα στο κέντρο. Πήρε ένα ποτήρι, έβαλε κονιάκ, άρπαξε και μια χούφτα σταφίδες και κάθισε κοντά στη σόμπα. Έξω οι αστραπές συνεχίζονταν.
«Αμάν, αμάν! Χαμός! Θα κάνει κακό τόσο νερό», είπε ο άλλος.
«Τι σε νοιάζει; Πάντως εδώ δεν θα πατήσει ψυχή. Ποιος θα έρθει τέτοια ώρα;»
«Ήρθε ένα φορτηγό με κρέατα και το έδιωξε ο Νιόνιος. Δεν είχε καλά χαρτιά, λέει».
«Χα! Ρε, τον Νιόνιο, μάγκεψε κι ο Νιόνιος. Τι λέει, ρε Νιόνιο; Το παίζεις εξουσία;» κορόιδεψε ο Τσίχλας, μασουλώντας τις σταφίδες του, τον τρίτο του δωματίου που καθόταν αμίλητος στη γωνιά και διάβαζε ένα βιβλιαράκι που μάλλον περιείχε τον νεότερο τελωνειακό νόμο.
Ο άλλος γύρισε και ρώτησε χαμηλόφωνα: «Άσε τον Νιόνιο τώρα και πες. Πήρες;». «Πήρα, Λοχαγέ μου, πήρα».
«Πόσα;»
«Είκοσι».
Ο Λοχαγός έμεινε πίσω σκεπτικός. Ύστερα είπε: «Λίγα είναι».
«Δεν γινόταν παραπάνω. Δεν χρειάζεται όλα μονομιάς. Θα ξανακάνει εισαγωγή. Μην είσαι κορόιδο, Λοχαγέ! Τέτοιους τύπους τους μαδάμε λίγο λίγο», έκανε ο Τσίχλας με προσποιητή πονηριά. Ο Λοχαγός σκεφτόταν.
«Τι του είπες;»
«Τι να του πω; Ότι υπάρχουν έξοδα, έτσι γίνονται οι δουλειές. Τι είναι αυτός, πονηρός, να αράζει στο γραφειάκι του και να φέρνει λαθραίο εμπόρευμα κι εμείς να χώνουμε το κεφάλι στον ντορβά; Δεν έχουμε οικογένειες εμείς; Ή μήπως νομίζει ότι θα μπούμε μέσα από τα λαδώματα;»
«Καλά του είπες!»
«Ε, και του λέω, κοίτα, το νταραβέρι κοστίζει τριάντα χιλιαρικάκια, μου λέει με γδέρνεις, του λέω καλύτερα από το να με γδάρουν άλλοι, ε, και μου λέει τόσα έχω, ή πάρ’ τα ή πάρε τα πράματα. Του λέω καλά, είκοσι για σένα και να το θυμάσαι αυτό, και τα πήρα και ήρθα».
«Ε, ρε, γέλιο που έχουν κάτι άνθρωποι», πήρε θάρρος ο Λοχαγός. «Νομίζουν ότι μπορούν να εξαπατήσουν τον συνεργάτη τους. Σου εκτελωνίζουμε τα εμπορεύματα, κύριε, και από παράνομα σου τα νομιμοποιούμε. Εσύ θα βγάλεις κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες, τα είκοσι λυπάσαι; Ε, είσαι άξιος της μοίρας σου! Κοίτα την επόμενη φορά να τον φάμε αυτόν».
«Τι να φάμε, όχι, καλύτερα να τον έχουμε να τον μαδάμε».
«Γιατί, σώθηκαν οι κότες; Να το φάμε, ρε, το λαμόγιο, που θα μας κοροϊδέψει! Κοίτα να στείλεις έναν επιθεωρητή να ελέγξει το επόμενο φορτίο του. Μιλημένο. Και μετά θα πλερώσει πενταπλάσια να γλιτώσει την Ασφάλεια. Έτσι γίνονται οι δουλειές».
«Χα!» γέλασε ο Τσίχλας. «Σαν τότε με τον Γεωργίου, τον Κύπριο, που νόμιζε ότι θα κάνει μπάζες μόλις γίνηκε η Επανάσταση και ήθελε μερτικό. Τον επισκέφτηκα μια φορά και του έστειλα πεσκέσι έναν φάκελο να, ότι τάχα μου ήταν κομμουνιστής, και του λέω μαζέψου, γιατί θα σε πετάξω στα βάτα. Κατάλαβε, κι από τότε ούτε κιχ δεν έχει βγάλει».
Ο Λοχαγός χαμογέλασε νοσταλγικά.
«Γιατί τότε, στις αρχές που έφεραν εδώ τον Γαρρή, εκείνον τον νέο που το έπαιζε βαρύ χαρτί της Επαναστάσεως, για ελεγκτή των τελωνειακών; Με καλεί μια μέρα στο γραφείο του για έλεγχο και του λέω, χαλάρωσε, ρε μάγκα μου, κι εμείς με την Εθνοσωτήριο είμαστε. Και μου λέει, θα σε πατήσω κάτω, ποιος υπέγραψε εκεί κι εκεί και τι παρανομίες κάνετε και τα λοιπά. Και τότε τυγχάνει και περνάει έξω από την πόρτα ο διευθυντής του τελωνείου, γαμπρός του Παττακού, τον ήξερα εγώ, γιατί του είχα φέρει λάδι και κρασί από το χωριό και με γνώριζε καλά και με αγαπούσε. Του κάνω νόημα και μπαίνει μέσα. Κόκαλο ο Γαρρής. Έλα, μου λέει ο διευθυντής. Κύριε διευθυντά, του λέω, αυτός εδώ λέει ότι τα παίρνετε. Τα τσεπώνετε, λαδώνεστε, πώς το λένε. Ο άλλος τρελάθηκε. Κόντεψε να βάλει τα κλάματα. Εγώ δεν είπα τίποτα, κύριε διευθυντά μου, λέει. Ρε, του κάνω. Εσύ δεν λες ότι κάνω παρανομίες; Ξέρεις ποιος τα έχει υπογράψει αυτά; Ο διευθυντής από δω. Ξέρεις ποιος τα εγκρίνει; Τίνος είναι η υπογραφή αυτή εδώ πέρα; Κιτρίνισε, ζήτησε οχτακόσιες φορές συγγνώμη και από τότε κάθε φορά που με βλέπει στον διάδρομο κάνει στην άκρη να περάσω».
Ο άλλος ξέσπασε σε γέλια. Και πώς να μη γελάσει! Όλα τού πήγαιναν καλά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχαν πνιγεί στο χρήμα. Ναι, αυτή η Κυβέρνηση, της Επαναστάσεως, ήταν μάννα εξ ουρανού. Είχαν έρθει εκείνοι στα πράγματα και, γνωρίζοντας το παιχνίδι καλά, τους είχαν όλους ικανοποιημένους. Και να τα χιλιάρικα να ρέουν. Σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το τζάμι του γραφείου. Απέραντο σκοτάδι και η καταιγίδα να τους δείχνει επιδεικτικά. Μα εκείνοι προστατευμένοι. Έτριψε τα χέρια του, όχι τόσο να τα ζεστάνει, μα πιο πολύ από χαρά και ανυπομονησία για αυτά που θα έρθουν. Τριάντα χιλιάδες δραχμές τον περίμεναν. Δέκα το μερτικό από το εικοσάρικο που κανόνισε με τον Λοχαγό και άλλα είκοσι που πήρε παραπάνω και δεν το είπε στον Λοχαγό.
Λοχαγέ μου, δεν είναι προσωπικό, έτσι γίνονται οι δουλειές.
Γύρισε προς τη σόμπα και τον είδε να έχει απλώσει τις παλάμες του να τις ζεστάνει. Στο βάθος, ο Νιόνιος συνέχιζε να μελετάει, ποιος ξέρει τι.
Ο Λοχαγός κοίταξε προς το παράθυρο. Η βροχή ολοένα και δυνάμωνε. Έδερνε τη σκεπή των γραφείων στο τελωνείο Βόλου λες κι έφταιγε το κτίριο για το ποιόν των ανθρώπων που φιλοξενούσε. Κι εκείνοι, εκεί μέσα, δεν ήξεραν ούτε πότε θα σταματήσει, ούτε πώς θα έφευγαν από εκεί. Οι θόρυβοι απ’ έξω ακούγονταν όλο και περισ σότεροι. Φυσομανούσε ο αέρας, το σκοτάδι απλωνόταν παντοδύναμο. Ένα τέλειο σκηνικό τρόμου. Μα ο τρόμος δεν είχε έρθει ακόμα. Ήρθε αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα και ξεπρόβαλε η μουσκεμένη ως το μεδούλι φιγούρα του νομάρχη Μαγνησίας, Σταύρου Σούλα. Από τη φαλάκρα του ξεκινούσαν ποτάμια νερό που κατέληγαν στις άκρες του μουστακιού του, σαν βρύσες χωρίς σταματημό. Οι τρεις άντρες πετάχτηκαν πάνω. Ήξεραν πολύ καλά τι σημαίνει Σούλας, πόσο μάλλον βρεγμένος Σούλας.
«Πού είναι το φορτηγό;» γκάριξε προς τους τελωνειακούς.
Εκείνοι κοιτάχτηκαν με τρόμο αλλά και απορία.
«Ποιο, ποιο φορτηγό;» κατάφερε να ψελλίσει ο Λοχαγός.
«Το φορτηγό με τα κρέατα, ρε παλιόπουστα! Ποιος πούστης έδιωξε το φορτηγό;»
«Ποιο…»
«Ήρθε ένα φορτηγό και κάποιος που δεν ξέρει ακόμα ότι είναι πεθαμένος το έδιωξε. Ποιος είναι αυτός;» ούρλιαζε τώρα ο νομάρχης.
«Ο… ο Νιόνιος… ο Νιόνιος εκεί πέρα», έδειξε τον κατακίτρινο υπάλληλο ο Τσίχλας και ο Λοχαγός αβάνταρε: «Α… αυτός, αυτός εκεί, κύριε νομάρχα μου! Αυτός…»
Ο Σταύρος Σούλας όρμησε πάνω στον δύσμοιρο Νιόνιο, του οποίου είχε πέσει το βιβλίο και προσπαθούσε τώρα να φυλάξει το κεφάλι του από τις μανιώδεις γροθιές του νομάρχη Μαγνησίας, ενώ ταυτόχρονα πάλευε να απαντήσει στη, ρυθμική με κάθε χτύπημα, ερώτηση: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Μα, φυσικά και ήξερε, ποιος δεν ήξερε; Ήταν ο απόλυτος άρχοντας της Μαγνησίας, ο βαλτός νομάρχης της Εθνικής Κυβερνήσεως, όπως την έλεγαν οι υποστηρικτές της. Ο φόβος και ο τρόμος στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο άνθρωπος που νομιμοποίησε τις παρανομίες, που δημιούργησε άλλες τόσες, που κυνήγησε τόσους και τόσους συνανθρώπους του. Τον έβλεπες εκεί με την κοιλιά του και το μουστάκι του που θαρρείς πως ήταν τσιγκέλι, απ’ όπου κρέμονταν ψυχές και ψυχές τις οποίες ο Σούλας είχε δικάσει και καταδικάσει. Έλεγαν διάφορα εκεί στον Βόλο. Για το πού πήγε όταν χάθηκε από την πιάτσα, τέσσερα πέντε χρόνια τώρα, για το ότι από τότε που επέστρεψε έγινε άλλος άνθρωπος, για το τι έκανε για να φτάσουν οι συνταγματάρχες να τον κάνουν νομάρχη κι άλλα τέτοια. Όλα αυτά σκεφτόταν τώρα ο Νιόνιος κάτω από τις γροθιές του Σούλα, κλαίγοντας και παρακαλώντας για τη ζωή του.
Ο Σταύρος Σούλας έβγαλε το πιστόλι του και το κόλλησε στη μούρη του τρομοκρατημένου Νιόνιου.
«Γιατί, ρε, το έδιωξες; Λέγε, ρε. Θέλεις να πεθάνεις;»
«Ε, ε, δε… δεν είχε καλά χαρτιά, κύριε νομάρχα, δεν… το τιμολόγιο…»
Ο Σούλας είχε θολώσει. Πίεσε το πιστόλι στο μάγουλο του Νιόνιου που έβλεπε το δάχτυλο του Σούλα να πιέζει τη σκανδάλη. Όλο το πίεζε και το πίεζε και είχε πάρει ήδη δυο φορές τα μπόσικα, και ο δύσμοιρος Νιόνιος ήξερε ότι είχε έρθει το τέλος και προσπαθούσε να δει τη ζωή να περνά μπροστά απ’ τα μάτια του, αλλά δεν τα κατάφερνε, μιας και το μόνο που έβλεπε ήταν το χοντροδάχτυλο του Σούλα να πιέζει και να πιέζει τη σκανδάλη, μέχρι που τον έσωσε η πόρτα που άνοιξε.
«Κύριε νομάρχα, το φορτηγό!»
Ο Σούλας γύρισε προς την πόρτα.
«Τι; Λέγε!»
«Δεν έφυγε, είναι εδώ, πίσω από το κτίριο του σταθμού λεωφορείων. Ο οδηγός σταμάτησε γιατί φοβόταν τη βροχή», του είπε κάποιος συνοδός του την ώρα που ο νομάρχης Σταύρος Σούλας ξεχυνόταν προς την έξοδο σαν λιοντάρι στην αρένα.*
Ο νομάρχης Μαγνησίας, Σταύρος Σούλας, μπήκε στο ψυγείο με τα κρέατα. Αφού έμεινε εκεί πέντε λεπτά, βγήκε, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο του τελωνείου. Μπούκαρε στο άδειο γραφείο του διευθυντή, έκλεισε την πόρτα και σχημάτισε το νούμερο που ήθελε να καλέσει. Μια γνώριμη φωνή απάντησε από την άλλη άκρη της γραμμής.
«Βρήκες το φορτηγό;»
«Το βρήκα. Πες στον Σιδερώστρα να έρθει να τα πάρει… αλλά…»
«Τι; Όλα καλά;»
«Ναι… δεν ξέρω! Να, τα κρέατα… παραείναι μαύρα!»
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο