Τεύχος #13 Παρισινή Κομμούνα

Οι λύκοι και τα πρόβατα δεν κοιτιούνται με καλοσύνη*

Η Ξένια Μαρίνου παραθέτει στιγμιότυπα από τη συνάντηση δυο γνωστών δημοσιογράφων και συγγραφέων της εποχής της εξέγερσης, του κομμουνάρου Ζιλ Βαλές (Jules Valles) και του πολιτικού του αντιπάλου και σφοδρού επικριτή της Κομμούνας Μαξίμ Nτι Καν (Maxime Du Camp).
Φωτογραφία της Αναστασίας Δεληγιάννη

Οι ζωές δύο δημοσιογράφων και συγγραφέων, του Ζιλ Βαλές (Jules Vallès) και του Μαξίμ Ντι Καν (Maxime Du Camp), που προέρχονται από αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα, διασταυρώνονται για δυο στιγμές στην έναρξη και στο τέλος της περιπέτειας του γαλλοπρωσικού πολέμου και της Παρισινής Κομμούνας. Το κείμενο που ακολουθεί προσπαθεί να διερευνήσει αυτές τις στιγμές μέσα από τα βιβλία τους και τον Τύπο της εποχής.[1]  

Ποιος θέλει να κρύψει δυο εξεγερμένους;

Το φωνάξαμε στις αυλές, με το βλέμμα καρφωμένο στους ορόφους, σαν ζητιάνοι που περιμένουν μια δεκάρα. Κανείς δεν μας δίνει ελεημοσύνη. Αυτή την ελεημοσύνη με το όπλο στο χέρι […] 

-Μας θέλετε;

-Ναι!

Απάντηση ξεκάθαρη και αρχοντική από μια νοσοκόμα[2] με στολή –υπέροχο πλάσμα 25 ετών, με πλούσιο στήθος και λεπτή μέση μέσα στην πανοπλία της από μπλε ύφασμα. Δεν δειλιάζει η λεβέντισσα.[3]

-Να, έχω εδώ 15 τραυματίες. Εσείς θα κάνετε τον γιατρό, ο φίλος σας τον μαθητευόμενο.

Μας έδεσε στη μέση την ποδιά της κλινικής.[4] 

Κάπως έτσι ξεκινά η απόδραση του Ζιλ Βαλές, δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας Η Κραυγή του Λαού, εκλεγμένου της Επιτροπής των Είκοσι Διαμερισμάτων και αργότερα της Παρισινής Κομμούνας, τον Μάιο του 1871 από το Παρίσι της αιματηρής εβδομάδας. 

Παριστάνοντας τον γιατρό, ο Βαλές περιδιαβαίνει την ματωμένη πρωτεύουσα πάνω σε μια άμαξα, μεταφέροντας νεκρούς και τραυματίες. Στο τρίτο μέρος της τριλογίας του[5], κλείνοντας το σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Εξεγερμένος, καταγράφει σκέψεις, σκηνές και παραθέτει αποσπασματικούς διαλόγους από μια διαλυμένη, φλεγόμενη πόλη. Έχοντας γεμίσει την καρότσα «ψοφίμια», έπειτα από αρκετές περιπέτειες, οι στρατιώτες τον βοηθούν και «σέρνουν το άλογο για να απαλλαγούν στα γρήγορα από τους μακαρίτες που θα τους κολλήσουν πανούκλα».[6] Και ενώ η τύχη φαίνεται αρχικά να χαμογελά σε αυτόν τον εξεγερμένο, το υποζύγιο της μακάβριας άμαξας αρχίζει να κουτσαίνει, γεγονός που τραβάει την προσοχή ενός ορκισμένου εχθρού της επανάστασης. 

Ωχ! Αυτή τη φορά είμαι χαμένος!

Ένας άντρας είναι εκεί, βυθίζει τα μάτια του στα δικά μου, και έχει καταλάβει ποιος είμαι. Το νιώθω. […] Σήμερα, με ένα του νεύμα, οι δήμιοι με πετσοκόβουν.[7]

Ο Βαλές αναγνωρίζει τον Ντι Καν και αυτή η στιγμή θα μπορούσε να αποτελεί την τελευταία σκηνή κάποιου μυθιστορήματος του γαλλικού ρομαντισμού στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Η γνωριμία τους είναι μάλλον αμήχανη και ξεκινάει σχεδόν έναν χρόνο πριν, το καλοκαίρι του 1870. Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος ξεσπά τον Ιούλιο του 1870 και από τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις η Γαλλία φαίνεται να ηττάται σε όλα σχεδόν τα μέτωπα, γεγονός που προμηνύει το τέλος της Β΄ Αυτοκρατορίας. Λίγο νωρίτερα έχουν αρχίσει οι διώξεις των μελών της Διεθνούς στο Παρίσι και την επαρχία με σκοπό τη διάλυση της οργάνωσης στη Γαλλία, ενώ από τις 22 Ιουνίου βρίσκεται σε εξέλιξη η τρίτη κατά σειρά δίκη ενάντια στα μέλη της Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, μια μικρή ομάδα μπλανκιστών, με επικεφαλής τον Εμίλ Έντ (Emile Eudes), τολμά μια ένοπλη επίθεση σε ένα στρατώνα της πυροσβεστικής στο βουλεβάρτο Λα Βιλέτ (la Villette) με σκοπό την αρπαγή οπλισμού, τον οποίο θα χρησιμοποιούσαν σε μια ενδεχόμενη εξέγερση που έμοιαζε πλέον κοντινή. Η επιχείρηση της 14ης Αυγούστου του 1870 εξελίσσεται σε φιάσκο και ο Εντ, με τον φίλο του Μπριντώ (Brideau), συλλαμβάνονται, περνούν από στρατοδικείο και καταδικάζονται σε θάνατο. 

Νεαροί μαθητές, καλλιτέχνες και σημαντικά πρόσωπα του επαναστατικού κινήματος, όπως η Λουίζ Μισέλ (Louise Michel), συλλέγουν υπογραφές για να ζητήσουν χάρη για τους καταδικασμένους ενώ απευθύνονται και στον διάσημο, γηραιό τότε ιστορικό, Ζυλ Μισλέ (Jules Michelet), ο οποίος τελικά συναινεί στο αίτημά τους, συντάσσοντας μια σχετική επιστολή.[8] Στη συνέχεια μια επιτροπή στην οποία συμμετέχει ο Βαλές απευθύνεται στις γνωστότερες εφημερίδες του Παρισιού για τη δημοσίευσή της. Στα γραφεία της Journal des Débats, ο Ντι Καν αρνείται τη δημοσίευση του κειμένου και τελικά η επιστολή δημοσιεύεται σε άλλες εφημερίδες της πρωτεύουσας, συμβάλλοντας στην απελευθέρωση των καταδικασμένων.

Κατά την Παρισινή Κομμούνα ο Ντι Καν παραμένει στο Παρίσι και στη διάρκεια της αιματηρής εβδομάδας κυκλοφορεί στην πόλη ελέγχοντας την πρόοδο των επιχειρήσεων του στρατού των Βερσαλλιών. Στις 27 Μαΐου, αρκετές εφημερίδες ανακοινώνουν την εκτέλεση του Ζιλ Βαλές. Μάλιστα η εφημερίδα Le Gaulois επανέρχεται στην περίπτωση του Βαλές λίγες ημέρες αργότερα με ξεχωριστό αφιέρωμα, με σκοπό αυτή τη φορά τη δυσφήμισή του.[9] Τη στιγμή λοιπόν που ο Ντι Καν αναγνωρίζει τον Βαλές στις 28 Μαΐου, έχει ήδη διαβάσει τον πρώτο θάνατό του στις εφημερίδες.

**

 Το 1878 ο Ντι Καν δημοσιεύει ένα τετράτομο έργο για την καταδίκη της Παρισινής Κομμούνας, με τίτλο Les Convulsions de Paris, το οποίο θα του εξασφαλίσει μια θέση στη Γαλλική Ακαδημία το 1880. Πρόκειται ενδεχομένως για έναν από τα εκτενέστερους και πιο εμπαθείς λιβέλους κατά της επανάστασης του 1871 που γράφτηκαν ποτέ.   

Στον δεύτερο τόμο, ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες στην τελευταία του συνάντηση με τον εκδότη της Κραυγής του Λαού. Αναφερόμενος στον αστικό Τύπο  που αναδιαμόρφωνε την ύλη του για την παρακολούθηση εκτελέσεων και συλλήψεων κατά την αιματηρή εβδομάδα, σημειώνει:

Υπήρξαν πολλά ακούσια λάθη σε αυτά τα κείμενα της στιγμής, όπου αποδεχόμασταν χωρίς έλεγχο όλα τα νέα που κυκλοφορούσαν. Υπήρξε όμως και ένα αφήγημα, το οποίο το είχε συντάξει το άτομο, που για να εξασφαλίσει την φυγή του, δήλωνε πως ήταν νεκρός. Η ιστορία για τον θάνατο του Ζιλ Βαλές δεν ήταν καθόλου αποτέλεσμα ενός λάθους. Λέγεται, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις, ότι ο ανυπότακτος[10] έγραψε μόνος του την λεπτομερή αναφορά της εκτέλεσής του και ότι την έριξε στο κουτί της εφημερίδας η οποία την καταχώρησε. Την Πέμπτη, 25 Μαΐου, κατά τις 6 το απόγευμα, ο Βαλές, συνοδευόμενος από στρατιώτες, είχε βγει από το θέατρο Châtelet και οδηγήθηκε στην οδό Prêtres-Saint-Germain l’Auxerrois […] ντουφεκίστηκε και στη συνέχεια «κατατρυπήθηκε από χτυπήματα μπαγιονέτας». Η ιστορία ήταν λεπτομερής, περιέγραφε το κοστούμι, τη συμπεριφορά, παρέθετε ακόμα και κουβέντες, ήταν τόσο ακριβής που γινόταν αναληθοφανής […] δεν υπήρχε κανένας λόγος για να τραβήξεις έναν αιχμάλωτο από το θέατρο Châtelet και να πας να τον εκτελέσεις σε ένα τόσο απομακρυσμένο δρόμο.[11] Την είχα διαβάσει αυτή την ιστορία και δεν την είχα πιστέψει. Στις 27 ήμουν στην Journal des Débats, ακριβώς στην οδό Prêtres-Saint-Germain l’Auxerrois· είχα ρωτήσει μερικούς καταστηματάρχες· κανείς από αυτούς δεν είχε δει την εν λόγω εκτέλεση […]. Την επομένη, 28 Μαΐου, είχα την απόδειξη ότι ο Ζιλ Βαλές ζούσε ακόμα και μιλάω σήμερα για αυτό για πρώτη φορά […] Η 28η ήταν Κυριακή. Η μάχη δεν είχε ακόμα λήξει αλλά η εξέγερση είχε περιοριστεί και όλα θα τελείωναν. […] Ήμουν πολύ κουρασμένος, έκανε ζέστη, περπατούσα από το πρωί. Κάθισα κοντά στο σιντριβάνι Cuvier. […]  Όσο ήμουν εκεί, ξαποσταίνοντας και κοιτάζοντας τριγύρω, είδα να έρχεται μια μικρή άμαξα-ασθενοφόρο, που την έσερνε ένα μουλάρι και την οδηγούσαν δύο άνδρες. Ο ένας καροτσέρης […] τράβηξε την προσοχή μου από την υπερβολική κτηνωδία του. Προχωρούσε κουνιστός με μια κίνηση υπερτονισμένη στους γοφούς και στους ώμους, μαστίγωνε, φώναζε παραγγέλματα και βλαστημούσε το μουλάρι που τίναζε τα μεγάλα αυτιά του. Είχε μια συμπεριφορά ελάχιστα φυσιολογική, που έμοιαζε με αυτήν ενός ηθοποιού που δεν ξέρει τον ρόλο του. […] Αυτός ο αμαξάς γύρισε προς το μέρος μου, τα μάτια μας συναντήθηκαν. Τον αναγνώρισα. Ήταν ο Ζιλ Βαλές. […] φανταζόμουν ότι για να τον αναγνωρίσω εγώ, θα τον αναγνώριζε όλος ο κόσμος […] ότι οι αστυνομικοί που περιπολούσαν τη γειτονιά θα έρχονταν να τον σταματήσουν, ότι θα τον στήναμε σε ένα τοίχο και ότι θα τον εκτελούσαμε.[12]  

 

Τελικά ο Ντι Καν δεν καταδίδει τον εξεγερμένο και τόσα χρόνια μετά, φαίνεται να το μετανιώνει. Από την πλευρά του, ο Βαλές, εξόριστος στην Αγγλία, προσπαθεί να δώσει τη δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα, αλλά η αυστηρή λογοκρισία που επιβάλλει η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία δεν επιτρέπει τη δημοσίευση των άρθρων του στη Γαλλία, ακόμα και όταν καταφεύγει σε κάποια από τα πολλά του ψευδώνυμα. Μετά τη γενική αμνηστία, ο Βαλές επιστρέφει στο Παρίσι και υπογράφει μια σειρά άρθρων με το γνωστό ψευδώνυμο Arthur Vingtras στην εφημερίδα Gil Blas, όπου αναφέρεται σε όσους εκτελέστηκαν την Άνοιξη του 1871, απλά και μόνο επειδή του έμοιαζαν.[13]

***

Το 1882 το πολιτικό κλίμα στη Γαλλία έχει αλλάξει αρκετά. Οι μετριοπαθείς ή οπορτουνιστές ρεπουμπλικάνοι διαθέτουν πλέον μεγάλη πολιτική δύναμη και ισχυρή αντιπροσώπευση στους θεσμούς του καθεστώτος, έχοντας εκτοπίσει δυνάμεις της δεξιάς του 1870 και αντιμετωπίζοντας πολιτικές πιέσεις κυρίως από τον ριζοσπαστικό χώρο. Εκείνη τη χρονιά η Γαλλική Ακαδημία ψηφίζει ως νέο μέλος της τον ποιητή Sully Prudhomme. Η εθιμοτυπία της Ακαδημίας επιβάλλει ο νέος ποιητής να εκφωνήσει έναν λόγο προς τιμήν του μέλους του οποίου παίρνει τη θέση, εν προκειμένω του αποβιώσαντος Duvergier de Hauranne.[14] Ο Ντι Καν υποδέχεται τον Prudhomme με μια ομιλία που προκαλεί αίσθηση. Δημοσιογράφοι που αυτοπαρουσιάζονται πλέον ως μάχιμοι ρεπουμπλικάνοι, επιτίθενται στις συντηρητικές θεωρήσεις του Ντι Καν.[15]

Προς γενική έκπληξη όλων, ο Ζιλ Βαλές αναλαμβάνει μέσα σε λίγες μέρες την υπεράσπιση του πολιτικού του αντιπάλου. Σε άρθρο που υπογράφει ξανά ως Arthur Vingtras, δίνει όλο το χρονικό της συνάντησής του με τον Ντι Καν, τόσο το καλοκαίρι του 1870, όσο και την τελευταία ημέρα της Κομμούνας και στέκεται στην κρίσιμη εκείνη στιγμή: «Ο συντάκτης της Εφημερίδας των Συζητήσεων αναγνώρισε τον συντάκτη της Κραυγής του Λαού και δεν τον κατέδωσε».[16] Ο Βαλές δεν παραλείπει να κατακρίνει το έργο του Ντι Καν για την Κομμούνα, ωστόσο επιτίθεται εξίσου στην Γαλλική Ακαδημία που τον βράβευσε, για αυτό ακριβώς το έργο. 

Στη συνέχεια υπερασπίζεται τον Ντι Καν απέναντι σε δημοσιογράφους και πολιτικούς που άλλαξαν όψιμα πολιτικό στρατόπεδο και σκανδαλίζονται από τον συντηρητισμό του έως τότε κοινά αποδεκτού συγγραφέα: 

[…] ανάμεσά τους αναγνωρίζω αυτούς που επιτίθονταν στους αιμόφυρτους ή αλυσοδεμένους, και που ήθελαν να τους βγάλουν τα μάτια με τις ομπρέλες […]. Ε λοιπόν, έχω να πω ότι αυτοί οι συνένοχοι δεν έχουν δικαίωμα να μιλούν για τον κ. Ντι Καν.[17]

Το 1885, ο Ντι Καν εκφωνεί στη Γαλλική Ακαδημία έναν λόγο περί φιλανθρωπίας στηρίζοντας την Γαλλική Δημοκρατία, και ο Βαλές πεθαίνει από σοβαρά προβλήματα υγείας, τα οποία επιδεινώνονται, σύμφωνα με τον αναρχικό Τύπο της εποχής, έπειτα από μια έφοδο της αστυνομίας σπίτι του και μια ανακριτική διαδικασία.[18] Στις 17 Φεβρουαρίου, σε μια νεκρική πομπή που θυμίζει διαδήλωση, περίπου 60.000 άνθρωποι θα συνοδεύσουν τον Ζιλ Βαλές στο κοιμητήριο Père-Lachaise.

 

*Η φράση είναι από το διήγημα του Κόμη Λωτρεαμόν, Τα τραγούδια του Μαλντορόρ, σε μετάφραση Δημήτρη Πουλικάκου, η οποία δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό ΠΑΛΙ το 1967. Εδώ την αντλώ από το: Δημήτρης Πουλικάκος, Φρυκτωρίες ή πόσο ζουν οι μύγες;, εκδόσεις opportuna, Πάτρα, 2019, σ. 71.


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Ξένια Μαρίνου

Η Ξένια Μαρίνου είναι διδάκτορας του ΕΚΠΑ στην Ιστορία Γαλλικού Πολιτισμού. Το βιβλίο της Αναζητώντας Οδοφράγματα. Αστικός Τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange