Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα
Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του
Γιάννης Μηλιός
Αλεξάνδρεια, 2020 | 312 σελίδες
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα γερμανικά στην εφημερίδα neues deutschland, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου στα γερμανικά.
Όχι νέο, αλλά ακόμα αμφιλεγόμενο, είναι το ζήτημα που εξετάζει ο Γιάννης Μηλιός στο βιβλίο του «Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα», η κυκλοφορία του οποίου στα ελληνικά συνέπεσε χρονικά με το ξέσπασμα της πανδημίας το 2020: Πού αναδύθηκε ο καπιταλισμός; Δεν πρόκειται εδώ απλώς για μια ιστοριογραφική υπόθεση εργασίας. Διότι, όπως θα ισχυριστεί ο Μηλιός, προκειμένου να διερευνηθεί ο τόπος γέννησης του καπιταλισμού, πρέπει πρωτύτερα να οριστεί τι είναι το ειδικά καπιταλιστικό στον καπιταλισμό. Αυτό το ζήτημα φαίνεται, ωστόσο, να μην είναι λιγότερο περίπλοκο από το ζήτημα της προέλευσης του καπιταλισμού. Στη μελέτη του για την ιστορία ανάδυσης του καπιταλισμού ο Μηλιός μάς συστήνει μια σειρά κλασικών πλέον —μαρξιστικών όσο και μη μαρξιστικών— θεωριών. Εκκινώντας από διαφορετικές αντιλήψεις περί του τι είναι ο καπιταλισμός, η εκάστοτε προσέγγιση εντοπίζει κάπου αλλού τον χωροχρόνο ανάδυσης του καπιταλισμού: στη Βαβυλωνία, την ελληνική αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη φεουδαρχική Αγγλία, τη Μεσόγειο του Ύστερου Μεσαίωνα, τις αποικιοκρατούμενες χώρες της Νότιας Αμερικής και, φυσικά, την αγγλική βιομηχανική επανάσταση.
Ανάδυση και αναπαραγωγή του καπιταλισμού
Ο Μηλιός κινείται στη μελέτη του σε δύο επίπεδα —ένα θεωρητικό κι ένα ιστορικό. Το θεωρητικό επίπεδο εκθέτει τις τυπικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούμε να μιλάμε για εγκαθιδρυμένες καπιταλιστικές σχέσεις. Με φίλτρο αυτές τις προϋποθέσεις, o συγγραφέας υποβάλλει αρκετές προσεγγίσεις για την ανάδυση του καπιταλισμού σε ένα crash-test, το οποίο δεν κατορθώνουν να περάσουν —οι συγγραφείς κάνουν, κατά τον Έλληνα οικονομολόγο, λάθος.
Από όλες τις εξεταζόμενες προσεγγίσεις ή θεωρητικές παραδόσεις —τη γερμανική ιστορική σχολή της εθνικής οικονομίας, τη θεωρία των παγκόσμιων συστημάτων, το Brenner debate— διαφεύγει για τους πιο διαφορετικούς λόγους το ειδικά καπιταλιστικό στον καπιταλισμό, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε μια υπεριστορικοποίησή του. Η συχνότερη αντίληψη που συναντά κανείς είναι αυτή της ταύτισης του καπιταλισμού με την επιχειρηματική δραστηριότητα. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή κάθε χρηματοπαραγωγική δραστηριότητα είναι δίχως άλλο καπιταλιστική. Μόνο ο Φερνάρντ Μπρωντέλ, ο επιφανής ιστορικός της σχολής των Αnnales, λαμβάνει υπόψη τη διαφορά μεταξύ καπιταλιστικών και προκαπιταλιστικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, παραβλέποντας ωστόσο τον ρόλο της ταξικής εκμετάλλευσης και των μορφών που αυτή λαμβάνει στην εκάστοτε εποχή.
Το crash-test του Μηλιού δεν είναι φορμαλιστικό· οι τυπικές προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούνται για να θεωρείται ένα κοινωνικό σύστημα καπιταλιστικό δεν προκύπτουν αφηρημένα, ερήμην των εμπειρικών καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά από την ανασυγκρότηση και συστηματοποίηση της εμπειρίας στο επίπεδο της θεωρίας. Έτσι, ακολουθώντας τη μέθοδο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας στο πνεύμα του Μαρξ, ο Μηλιός επιδιώκει στο θεωρητικό μέρος της μελέτης του να αναδείξει τα μη συγκυριακά χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να εμφανίζει κάθε κοινωνικός σχηματισμός, προκειμένου να είναι και να θεωρείται καπιταλιστικός. Το θεωρητικό μέρος της μελέτης κινείται τρόπον τινά «από πίσω προς τα μπρος»: η επιστήμη εξετάζει το αντικείμενό της στην ήδη αποκρυσταλλωμένη του μορφή και ορίζει τα νομοτελειακά χαρακτηριστικά του, που τού επιτρέπουν την αναπαραγωγή του.
Για το αντικείμενο-καπιταλισμός αυτά τα χαρακτηριστικά συνοψίζονται στα ακόλουθα:
«(α) μισθωτή εργασία, (β) εκχρηματισμός του συνόλου της οικονομίας (το χρήμα τίκτει χρήμα), (γ) συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και αποχωρισμός του καπιταλιστή από την καθαυτό εργασιακή διαδικασία, (δ) ελεύθερος ανταγωνισμός και συγχώνευση των ατομικών κεφαλαίων σε συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο, (ε) χρηματοπιστωτικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, (στ) σχηματισμός μιας ιδιαίτερης δικαιοπολιτικής και ιδεολογικής δομής και μιας αντίστοιχης κρατικής μορφής.» (σελ. 30).
Σε αυτό το σημείο ωστόσο πρέπει να σταματήσει η αναζήτηση της νομοτέλειας στον καπιταλισμό. Το ιστορικό επίπεδο εγκαινιάζει από ‘δω και στο εξής τη σκηνή: εφόσον δεν εξετάζεται πλέον η λογική της αναπαραγωγής ενός ήδη εγκαθιδρυμένου καπιταλισμού, αλλά η ιστορία της ανάδυσής του, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη, η συγκυρία, ώστε να μελετηθούν τα νέα ιστορικά γεγονότα. Πρέπει να εξηγηθεί πώς το για τα δικά μας μάτια έτοιμο προϊόν-καπιταλισμός κάποτε δεν ήταν έτοιμο. Το πώς, δηλαδή, μπόρεσε να αναδυθεί από τη συνάντηση διαφορετικών στοιχείων, τα οποία εμφανίζουν από τη μεριά τους μια ολόδική τους ιστορία και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν πάρει άλλες ατραπούς.
Τυχαιότητα και αναγκαιότητα στον καπιταλισμό
Μπορεί λοιπόν ο καπιταλισμός να δύναται να αναπαραχθεί βάσει μια σειράς προϋποθέσεων, δεν ήταν ωστόσο αναγκαίο να αναδυθεί —αυτή είναι η κεντρική θέση του Μηλιού. Η ανάδυσή του κατέστη δυνατή μέσα από το συναπάντημα μιας σειράς προϋποθέσεων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τον καπιταλισμό, μόνον όμως στην εντελώς ειδική συγκυρία, στην οποία τα στοιχεία αυτά συναρθρώθηκαν. Σύμφωνα με τον Μηλιό η κατάσταση είχε περίπου ως εξής: ο προκαπιταλιστικός κάτοχος χρήματος συναντά στη Βενετία του 14ου αιώνα τον στερημένο μέσων παραγωγής προλετάριο σε μια μοναδική ιστορική συνθήκη: τρεις αιώνες νωρίτερα η Βενετία είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε σημαίνουσα εμπορική δύναμη της Μεσογείου και σε ανεξάρτητη πλέον από τη βυζαντινή αυτοκρατορία αποικιακή δύναμη. Για τις εμπορικές της δραστηριότητες χρειαζόταν πολλά πλοία και έπρεπε να ιδρύσει αντίστοιχα μανιφακτούρες, οι οποίες θα παρήγαγαν πλοία, σκοινιά και νομίσματα για το εμπόριο.
Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε ακόμα για καπιταλισμό: υπάρχει μεν εδώ ένας —συλλογικός— κάτοχος χρήματος, το κράτος, που όμως δεν συνιστά ταυτόχρονα αποκλειστικό κάτοχο των μέσων παραγωγής. Διότι ο άλλος «πόλος», οι στερημένοι μέσων παραγωγής προλετάριοι/ες, δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί. Οι μισθωτοί εργάτες στις μανιφακτούρες και στα εμπορικά ταξίδια κατέχουν μέρος των μέσων παραγωγής, ώστε δεν συνιστούν «προγραμμένους» (vogelfrei) προλετάριους/ες με την έννοια που δίνει στον όρο ο Μαρξ.[1] Σε προλετάριους εξελίσσονται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα: η επέκταση τεράστιων, διοικούμενων από το κράτος μανουφακτούρων —στο φόντο των βενετογενουατικών πολέμων, των οικονομικών ανταγωνισμών στη Μεσόγειο, της κρίσης της βενετικής αποικιοκρατίας και της πανούκλας— αναδεικνύει τη μισθωτή εργασία σε κυρίαρχη μορφή οικειοποίησης ξένης υπερεργασίας, σε κυρίαρχη μορφή εκμετάλλευσης στη βάση μιας συμβολαιακής σχέσης. Η σχέση αυτή γίνεται ειδικά καπιταλιστική μόλις τώρα, όπου μια στερημένη μέσων παραγωγής εργαζόμενη τάξη τελεί σε μεγάλη κλίμακα υπό την εκμετάλλευση μιας μη εργαζόμενης τάξης.
Παράλληλα, εγκαθιδρύεται η κεφαλαιακή σχέση στα εμπορικά ταξίδια. Οι κάτοχοι χρήματος, οι οποίοι χρησιμοποιούν κρατικά πλοία και άλλοι, που κατέχουν ιδιωτικά πλοία, γίνονται, επανδρώνοντας στα πλοία τους στερημένους μέσων παραγωγής προλετάριους, καπιταλιστές. Μια περαιτέρω εξέλιξη, η οποία οδηγεί το βενετικό κράτος σε καπιταλιστικές σχέσεις, αποτελεί η ανάπτυξη ενός σύνθετου χρηματοπιστωτικού συστήματος εξαιτίας των πολεμικών χρεών. Το κράτος της Βενετίας εμφανίζει, επιπλέον, από τον 14ο αιώνα κι εξής την ειδικά καπιταλιστική ιδιαιτερότητα μιας αφηρημένης, σε δικαιϊκή βάση, ισότιμης μεταχείρισης των κατοίκων της βενετικής επικράτειας, ανεξάρτητα από το κοινωνικό τους στάτους. Εξίσου καπιταλιστικό σε αυτό το κράτος είναι το γεγονός ότι αποκτά σταδιακά έναν «απρόσωπο» χαρακτήρα, καθώς αυτονομείται εν μέρει από την κυρίαρχη τάξη και παράγει το ιδεολογικό αποτέλεσμα μιας δήθεν ουδετερότητας, η οποία διευκολύνει τη συναίνεση των από κάτω.
Νέοι τρόποι παραγωγής
Η διαδεδομένη αντίληψη εντός του μαρξισμού-λενινισμού, σύμφωνα με την οποία οι τρόποι παραγωγής διαδέχονται ο ένας τον άλλον με επιστημονικά αποδείξιμη ιστορική αναγκαιότητα, βλέπει στον καπιταλισμό το αναγκαίο προϊόν μιας ωριμασμένης φεουδαρχίας. Ο Μηλιός αντιτίθεται σε αυτήν αντίληψη, εκφράζοντας μια μη τελεολογική αντίληψη για τη διαδοχή των τρόπων παραγωγής. Δεν βλέπει, συνεπώς, ένα αναγκαίο, αλλά ένα απλώς τυχαίο ιστορικό προϊόν στον καπιταλισμό, του οποίου η μοναδική διαδικασία ανάδυσης πρέπει να μελετηθεί και ανασκευαστεί προσεκτικά, χωρίς ωστόσο να προβάλλει το ιστορικά αναδυμένο στο παρελθόν. Εκεί, στο παρελθόν, μπορεί κανείς να ψάξει τα στοιχεία, των οποίων η ξεχωριστή ιστορική διάρθωση κατέστησε δυνατή την ανάδυση του παρατηρούμενου αντικειμένου, δίχως να προϋποθέτει την «πρώτη» διάρθρωση των στοιχείων ως ήδη υπάρχουσα: ο κάτοχος χρήματος παρουσιάζει μια διαφορετική ιστορία από τον στερημένο μέσων παραγωγής προλετάριο, ώστε η υπό προϋποθέσεις πραγματοποιηθείσα συνάντησή τους δεν επιτρέπεται να υποστασιοποιηθεί.
Η νομοτέλεια της «συνάντησης» του κατόχου χρήματος και του στερημένου μέσων παραγωγής προλετάριου πρέπει, αντίθετα, να τοποθετηθεί μετά το «δέσιμο» της τυχαίας συνάντησης. Αυτή η επιστημολογική στάση είναι και η στάση του Μαρξ στην κριτική του της οικονομίας: εντοπίζει τη νομοτέλεια του καπιταλισμού —τουλάχιστον εκεί που δεν μπλέκεται ο ίδιος σε έναν τελεολογικό περί της ιστορίας λόγο— στο επίπεδο της αναπαραγωγής του συστήματος, δηλαδή στο επίπεδο της ήδη πετυχημένης, εγκαθιδρυμένης και πλέον επαναλαμβανόμενης συνάντησης. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της νομοτέλειας του συστήματος δεν αφορά τις συνθήκες ανάδυσης, αλλά τις συνθήκες αναπαραγωγής του. Ο Μηλιός βασίζεται εδώ στις ιδέες του Γάλλου μαρξιστή Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος ανέπτυξε στα ύστερα γραπτά του μια αντίληψη για τον υλισμό η οποία επιδιώκει να αποδεσμευτεί από κάθε είδους τελεολογία: «όπως και κάθε άλλος υλισμός εντός της παράδοσης του ορθολογισμού, ένας υλισμός της αναγκαιότητας και της τελεολογίας… είναι μια μετασχηματισμένη, συγκεκαλυμμένη μορφή του ιδεαλισμού», γράφει ο Αλτουσέρ.
Το ζήτημα των απαρχών
Εν τέλει τίθεται το ερώτημα: ποιο είναι το διακύβευμα της υπόθεσης που μελετά ο Μηλιός; Κατά τη γνώμη μου υπάρχει ένα διπλό διακύβευμα. Πρώτον, η προσπάθεια αποδόμησης κάθε παθητικού ντετερμινισμού, που αντιμετωπίζει την υπέρβαση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ως προδιαγεγραμμένη. Δεύτερον, η προσπάθεια απόδειξης του χρηματοπιστωτικού τρόπου ύπαρξης του κεφαλαίου ως δομικού χαρακτηριστικού του καπιταλισμού. Αυτό διαφαίνεται στην ανάδειξη της φιγούρας του κατόχου χρήματος και του προκαπιταλιστικού εμπορικού και τοκογλυφικού κεφαλαίου ως προδρόμων της σταδιακής επικράτησης καπιταλιστικών σχέσεων. Με αυτό θέλει να αμφισβητήσει την κυρίαρχη αντίληψη που υποτιμά τον ρόλο του κατόχου χρήματος κατά την ανάδυση του καπιταλισμού και ανάγει την τελευταία στη συσσώρευση χρήματος εκ μέρους των εύπορων αγροτών και γαιοκτημόνων.
Η μελέτη του Μηλιού αποφεύγει συνειδητά την ενασχόληση με τις σύγχρονες συζητήσεις για την υποστηριζόμενη επικαιρότητα και τη συνεχή αναγέννηση της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου —όπως κάνουν για παράδειγμα οι μελέτες του Ντέιβιντ Χάρβεϊ [David Harvey] και του Κλάους Ντέρε [Klaus Dörre]. Αυτό θα ήταν όμως χρήσιμο ώστε να καταστεί ορατός ο λόγος που η ιστορία ανάδυσης του καπιταλισμού δεν αφορά μόνο τους/τις ιστορικούς, αλλά και τους απανταχού εκμεταλλευόμενους σήμερα. Παρόλα αυτά, από τη μελέτη του Μηλιού απορρέει ένα σημαντικό πολιτικό ερώτημα: πόσο βαθιά οφείλει να σκάψει κανείς στην ιστορία ανάπτυξης των σχέσεων που επικρατούν, αν θέλει να τις υπερβεί;
Το κείμενο της Δήμητρας Αλιφιεράκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο