Κριτική Τεύχος #13

«Για μια πολιτική Οικολογία», του Serge Audier: Για την επινόηση μιας νέας οικο-πολιτικής

Το ερώτημα λοιπόν πάνω στο οποίο επιχειρεί κάποιες απαντήσεις και ο Σερζ Οντιέ, αποδεχόμενος την ένταση και την επιτακτικότητά του, είναι το πώς μπορούμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση, αλλά και το «πού θα προσγειωθούμε», το αν δηλαδή μπορεί να υπάρξει ένας στρατηγικός ορίζοντας που θα θεμελιώσει μια νέα διαλεκτική ανάμεσα στην φύση και τον άνθρωπο, ή «ένα νέο ηθικό και πολιτικό φαντασιακό».

Για μια πολιτική Οικολογία
Serge Audier
μετάφραση Άγγελος Μουταφίδης
Πόλις, 2021 | 272 σελίδες

Εισαγωγή 

Δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Nature[1] μια εκτίμηση πιθανότητας υλοποίησης των φιλόδοξων και «τολμηρών» στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού[2] για το κλίμα, και πιο συγκεκριμένα τον στόχο συγκράτησης της θέρμανσης του πλανήτη μετά το 2030 στον 1,5οC –ή έστω, κάτω από τους 2οC–, σε σύγκριση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα. Ίσως όχι τόσο απρόσμενα για όσους και όσες παρακολουθούν την επιστημονική βιβλιογραφία και την όποια «θέρμη» των μεγαλύτερων κρατών να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μέτρα διαχείρισης της κλιματικής κρίσης (ακόμα και προ του πολέμου στην Ουκρανία), οι πιθανότητες να ξεπεραστεί αυτός ο 1,5 βαθμός Κελσίου, ακόμα και αν μηδενίσουν σήμερα οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, είναι περίπου μια στις δύο.   

Η κατάσταση των πραγμάτων είναι ακόμα πιο δυσοίωνη: το να μηδενιστούν οι ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ακόμα και λογιστικά, παραμένει κάτι μακρινό και πολύπλοκο, ενώ έχουν ήδη περάσει εφτά χρόνια από την περίφημη Συμφωνία και ο πρώτος κόμβος του 2030 θα είναι σύντομα εγγύτερα από την υπογραφή της. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως αυτοί οι δύο βαθμοί ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη σηματοδοτούν ήδη μια ζημιά εν πολλοίς ανυπολόγιστη, καθώς είμαστε σε θέση να διακρίνουμε μόνο τα πρώτα πλακίδια ενός εξαιρετικά πολυδιάστατου και πολυπαραμετρικού ντόμινο: 2 βαθμοί σημαίνουν, με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα, οριακή εξαφάνιση των κοραλλιογενών βιότοπων των ωκεανών, τρομακτική αύξηση πιθανοτήτων εκδήλωσης ακραίων καιρικών φαινομένων σε όλο τον πλανήτη, ανεκτίμητη ακόμα ένταση κλιματικής μετανάστευσης, τρομακτική μείωση βιοποικιλότητας και πολλά ακόμα, χώρια η αναμενόμενη αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Στο παρατηρητήριο του ηφαιστείου Μάνουα Λόα, στη μέση του Ειρηνικού, μετρήθηκε πρόσφατα[3] πως το ανθρωπογενές διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα είναι ήδη 50% περισσότερο από την προ-βιομηχανική περίοδο και συνολικά έχει ήδη αφήσει πίσω τα 410ppm, που αντιστοιχούν στην μέγιστη συγκέντρωση που είχαμε κατά το πρώιμο Πλειόκαινο πριν περίπου 4 εκατομμύρια χρόνια, όταν και η στάθμη της θάλασσας ήταν υψηλότερη από 5 έως 25 μέτρα σε διάφορες περιοχές –μεγέθη που φωτογραφίζουν μοίρα Ατλαντίδας για ένα συντριπτικό ποσοστό της παράκτιας ανθρώπινης παρουσίας. 

Με άλλα λόγια, η όποια αλήθεια των αριθμών, των μαθηματικών μοντέλων, αλλά και η εμπειρία των τελευταίων ετών,[4] οριοθετούν το έδαφος πάνω στο οποίο οφείλει να κινείται οποιαδήποτε συμβολή στη συζήτηση για την οικολογία, το περιβάλλον και τη σχέση ανθρώπου-φύσης, θεωρητική, πολιτική ή επιστημονική: Δεν υπάρχει αμφιβολία πως βρισκόμαστε στο κατώφλι (ή ίσως ήδη στα πρώτα κεφάλαια) μιας επικείμενης κατάρρευσης, και συγκεκριμένα μιας ολοσχερούς διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας που επί κάποιες χιλιάδες έτη καθιστά την ανθρώπινη παρουσία και δράση βιώσιμη. Το ερώτημα δηλαδή είναι αρκετά μετατοπισμένο από μια προειδοποιητική πολεμική ή μια δυσοίωνη προφητεία, ενώ φαίνεται να έχουμε ήδη ξεπεράσει ακόμα και την αναζήτηση των γενεσιουργών αιτιών, που αποδεδειγμένα εντοπίζονται στο σύγχρονο (με όρους αιώνα) κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης. Το ερώτημα λοιπόν πάνω στο οποίο επιχειρεί κάποιες απαντήσεις και ο Σερζ Οντιέ (Serge Audier), αποδεχόμενος την ένταση και την επιτακτικότητά του, είναι το πώς μπορούμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε την κρίση αυτή αλλά και το «πού θα προσγειωθούμε»,[5] το αν δηλαδή μπορεί να υπάρξει ένας στρατηγικός ορίζοντας που θα θεμελιώσει μια νέα διαλεκτική ανάμεσα στην φύση και τον άνθρωπο, ή, όπως σημειώνει, ένα νέο ηθικό και πολιτικό φαντασιακό (σελ.9). Στο βιβλίο του «Για μια πολιτική οικολογία», ο Οντιέ ασχολείται με την πολιτική στρατηγική, ανατέμνοντας το πολιτικό φάσμα και τη σχέση του με την οικολογία με μια έμφαση στην αριστερή και προοδευτική σκέψη, και επιχειρεί κάποιες τροχιοδεικτικές επισημάνσεις για τις αναγκαίες τομές και υπερβάσεις που απαιτεί μια σύγχρονη δημοκρατική οικο-πολιτική. 

Η φύση ως παράπλευρη απώλεια

Ο κυρίαρχος λόγος σήμερα σε ό,τι αφορά την κλιματική κρίση και το μέλλον των ανθρωπίνων κοινωνιών εντός της μοιάζει να στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες: τη δυνητική δυνατότητα της τεχνολογίας να «υπερβεί»[6] το πρόβλημα χωρίς κάποια δομική αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις, αλλά και την επίσης δυνητική δυνατότητα ενός θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου[7] να «ρυθμίσει» το ανθρωπογενές αποτύπωμα στη φύση. Πέραν της εμφανούς βραδύτητας που παρουσιάζουν και οι δύο αυτοί πυλώνες στο να αποτυπώσουν μια ουσιαστική αλλαγή κατεύθυνσης μέχρι σήμερα, είναι μάλλον ανεπαρκείς στο να αντιμετωπίσουν τα δομικά, θεμέλια αίτια που δρομολόγησαν το πρόβλημα. Ο καπιταλισμός, όπως σημειώνει και ο Οντιέ, οικοδομήθηκε πάνω σε κάποιες προϋποθέσεις οι οποίες με την σειρά τους δρομολογούν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος αδιεξόδου: η κατηγορική προσταγή της ανάπτυξης, η φαουστική προϋπόθεση της αφθονίας σε έναν πλανήτη πεπερασμένων πόρων και ο προμηθεϊκός χαρακτήρας της τεχνολογίας είναι τα πλήρη ερμηνευτικά κλειδιά της κλιματικής κρίσης. 

Επιπλέον, η επίσης δομική συνθήκη της ανισότητας, σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, η προϋπόθεση δηλαδή της ανέχειας ώστε να υπάρχει κάπου ιδιωτική συσσώρευση και πολυτέλεια, επεκτείνεται και στην ανισότητα της ίδιας της κλιματικής κρίσης: οι χώρες με το μικρότερο αποτύπωμα αναμένεται να αντιμετωπίσουν τις χειρότερες εκδοχές της «εχθρικής μετάλλαξης» του φυσικού περιβάλλοντος, η πρόσβασή τους στην τεχνολογία είναι περιορισμένη ακόμα και αν κάτω από το δικό τους χώμα βρίσκονται οι σπάνιες γαίες και πρώτες ύλες της καινοτομίας, ενώ ακόμα και μια υποθετική παγκόσμια οριζόντια ρυθμιστική πρωτοβουλία θα ήταν εγγενώς άδικη στις αναπτυσσόμενες χώρες. 

Η απουσία ενός ολιστικού θετικού προτάγματος γύρω από το περιβάλλον και την κλιματική κρίση είναι ένα ακόμα στοιχείο της γενικευμένης αποσταθεροποίησης του κυρίαρχου λόγου (του φιλελεύθερου δυτικού φαντασιακού) που, στον αντίποδα, δρομολογεί και τις κύριες όψεις της αμφισβήτησης: Οι όψεις υποτίμησης έως και πλήρους «άρνησης» της κρισιμότητας της κλιματικής κρίσης, δεν αποτελούν απλά ένα εργαλείο marketing ή lobbying κάποιων μεγάλων πολυεθνικών, αλλά εγγράφονται ως κύριοι άξονες στην ευρύτερη αμφισβήτηση και υποχώρηση του πολιτικού προοδευτισμού[8] γύρω από την εκ νέου αναζήτηση ενός αυστηρά εθνικού ορίζοντα ή μιας ανανεωμένης εκδοχής συντηρητικού ρεπουμπλικανισμού. Παρά την έμφυτη προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού σε ετερογενή πολιτικά καθεστώτα, ακόμα και τα πλέον αυταρχικά, είναι μάλλον προφανές πως οποιαδήποτε επιστροφή στην δήθεν ασφάλεια του εθνικού αποτελεί «στρουθοκαμήλια» αυτοκτονία: Ακόμα και αν οι εκπομπές μηδενιστούν σε μια δοσμένη χώρα, η εχθρότητα της φύσης δεν αναμένεται να έχει αξιολογικό κριτήριο. 

Πέρα όμως από την ανάδυση πολιτικών και κοινωνικών ρευμάτων με καταστατική αρχή την αμφισβήτηση του «φιλελεύθερου ορθολογισμού» και της νεωτερικότητας, η πραγματικότητα ακόμα και για παραδοσιακά προοδευτικές κοινωνικές μερίδες είναι πως ειδικά ο κυρίαρχος λόγος για την κλιματική κρίση προσομοιάζει πολλές φορές σ’ ένα μαύρο κουτί: Από την μια μεριά μπαίνουν πολύπλοκα επιστημονικά δεδομένα και μαθηματικά μοντέλα, εντός του συντελούνται πολυπαραμετρικοί υπολογισμοί και στην έξοδό του βγαίνουν υλικές επιπτώσεις από διεθνή και εγχώρια ρυθμιστικά πλαίσια, όπως φόροι εκπομπών, αυξήσεις τελών σε καύσιμα, ανατιμήσεις ρυπογόνων προϊόντων μέχρι και… χάρτινα καλαμάκια. Ωστόσο, παραφράζοντας τον Γιάννη Μπαλαμπανίδη στο βιβλίο του «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης»,[9] ο κόσμος (και η κλιματική κρίση) μπορεί να είναι χαοτικός, αλλά δεν είναι παράλογος ή ανερμήνευτος, με την επίκληση στη συνθετότητά του να δρομολογεί πολύ συχνά την πολιτική και πνευματική παράλυση. 

Και ίσως είναι αυτή ακριβώς η πολιτική και πνευματική παράλυση απέναντι στην πολυπλοκότητα της νέας Παγγαίας των αλυσίδων αξίας, στην πολυπλοκότητα της κλιματικής κρίσης και στην φαινόμενη αναπόδραστη κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που δρομολογεί την απουσία ενός ανταγωνιστικού προτάγματος και ενός διαφορετικού οικολογικού στρατηγικού ορίζοντα. 

Ένα από τα πλέον επιτυχημένα εγχειρήματα του Οντιέ είναι ότι εστιάζει με εμβρίθεια και σαφήνεια στην ιστορική και θεωρητική πορεία των δυνάμεων του αντιπροτάγματος ως προς την σχέση τους με την οικολογία, διακρίνοντας το νήμα των αστοχιών και ανεπαρκειών μέχρι σήμερα. Πράγματι, πέρα από την ευκολία της αναδρομικής καταδίκης ή «απολογίας» και την γενικότερη «μανιχαϊκή οκνηρία» (σελ.8) που παρατηρείται στην ανάλυση της σχέσης αριστεράς και οικολογίας, ο Οντιέ υπογραμμίζει πως η ιστορική απουσία εναλλακτικής αφήγησης για τον άνθρωπο και τη φύση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ενσωμάτωση μεγάλου μέρους του καπιταλιστικού φαντασιακού από την αριστερή και σοσιαλιστική στρατηγική. Ο παραγωγισμός και αριστερόστροφος επιταχυντισμός, η αίγλη του φορντικού μοντέλου και του βιομηχανιστικού δόγματος ως μονόδρομου ανάπτυξης, είναι μέρος ενός οράματος που χαρακτηρίζει το Πρώτο Πενταετές Πλάνο της ΕΣΣΔ έως και την πορεία προς τον κρατικό καπιταλισμό της σημερινής Κίνας. 

Για τον Οντιέ, η «παράπλευρη απώλεια» της φύσης και η διαρκής απολογία των προτεραιοτήτων του «ανατολικού» μαρξισμού συνάντησε την πρώτη ουσιώδη αμφισβήτηση από την κριτική και αναστοχαστική διάθεση της αριστερής σκέψης από το ’60 και μετά. Περιδιαβαίνοντας τον θεωρητικό, πολιτικό και ζωηρά κριτικό ως προς τα κραταιά τεχνοοικονομικά πρότυπα πλούτο της εποχής, από τον Μπένγιαμιν μέχρι την σχολή της Φρανκφούρτης και από εκεί στον Καστοριάδη, ανιχνεύει σε αυτό που ονομάζει «δυτικό» μαρξισμό ένα ενδιαφέρον ξέφτι επαναθεμελίωσης, μεταξύ άλλων, του στρατηγικού ορίζοντα της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον του. Καθώς αυτό το ξέφτι επεκτεινόταν στα θεμέλια της μαρξικής παράδοσης, εντάσσοντας στην αριστερή σκέψη τις έννοιες των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, του βιώσιμου πεπρωμένου της δημοκρατίας και τα όρια της κρατικής γραφειοκρατίας, η κριτική αυτή πολεμήθηκε ως υποχωρητική σε καπιταλιστικά και φιλελεύθερα ιδεώδη (μια παραμένουσα ενεργός αντίφαση) και, για τον Οντιέ, οι δυνατότητες αυτού του κριτικού αναστοχασμού παραμένουν ως σήμερα μια μεγάλη, χαμένη ευκαιρία. 

Modernizer la modernite

Ίσως για αυτόν τον λόγο παρατηρείται σήμερα μια αυξημένη διαπερατότητα του άξονα αριστεράς/δεξιάς σε αρκετά ετερογενή προτάγματα γύρω από την κλιματική κρίση, με κύρια τις κατά βάση συντηρητικές (από παραδοσιακές έως λουδιστικές) θέσεις για αποανάπτυξη, την επικίνδυνη έξη προς τον υποδαυλισμό της αμφισβήτησης της νεωτερικότητας και του προοδευτικού ορθολογισμού, φαινόμενο που βέβαια παρατηρείται και στην αντιστροφή του, με την εύκολη πρόσδεση σε διάφορα άρματα του τεχνοθετικισμού. 

Ωστόσο, η κλιματική κρίση δεν ανήκει στους χάρτες των επίκαιρων ερωτημάτων ή των όποιων γεωπολιτικών εξελίξεων· η αντιμετώπισή της είναι θέμα σχεδόν υπαρξιακό, πιθανά και αγώνας επιβίωσης στο εγγύς μέλλον· η υπέρβασή της απηχεί σε οικουμενικά ερωτήματα, ανάλογης υφής με την διερώτηση του Καστοριάδη: Τελικά ζούμε για να κάνουμε τι; 

Αν πράγματι η νεωτερικότητα και ο εύθραυστος μα πάντα θαυμαστός καινούργιος μας κόσμος είναι, κατά Χάμπερμας, ένα ανεκπλήρωτο πρόταγμα χειραφέτησης, τότε πράγματι ο εκμοντερνισμός του μοντέρνου, η νέα επινόηση του ανθρωπισμού και η ανάδυση της φύσης στο πολιτικό προσκήνιο αποτελούν τη βασική πυξίδα για την κατάστρωση ενός νέου οδικού χάρτη για το μέλλον. Κατά τον Οντιέ, η κατασκευή του χάρτη αυτού στηρίζεται επίσης σε μερικές ακόμα αρχές: Στο ότι η δημοκρατία είναι το μοναδικό βιώσιμο πεπρωμένο (σελ.125) και πως το οικολογικό ζήτημα είναι οργανικό τμήμα (και όχι πρόσθετο μπούλετ) των ζητημάτων της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του λαού. 

Το ζήτημα της δημοκρατίας, όπως και το ζήτημα της ελευθερίας, κατέχει σημαντικό χώρο στη συλλογιστική του βιβλίου και στη σκέψη του Οντιέ, που προτείνει διαρκώς μια κίνηση «ανοίγματος» των εννοιών ώστε να μπορούν να παραμείνουν αδιαχώριστες από το όποιο νέο οικολογικό πρόταγμα. Άλλωστε, δεν είναι αβάσιμο ένα μέλλον ρυθμιστικής και τεχνολογικής δεσποτείας, όπου το «μαύρο κουτί» της κλιματικής κρίσης θα επιβάλλει ένα κανονιστικό πλαίσιο ζωής εντός μιας παρατεταμένης «έκτακτης ανάγκης». Επιπλέον, η αποσπασματικότητα έχει πολλάκις αποδείξει την ανεπάρκειά της ως στιβαρό πολιτικό σχέδιο (βλ. την πορεία των πράσινων ή οικολογικών κομμάτων ανά την Ευρώπη, ακόμα και των εξαιρέσεων αυτών που όντως διαμόρφωσαν έναν συσχετισμό δύναμης στις χώρες τους). Η ανάγκη ενός διαθεματικού προτάγματος που θα συνενώνει οργανικά τη δημοκρατία, τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και την οικολογία αποτελεί ένα από τα εξαγόμενα του βιβλίου πριν ακόμα το τρίτο και τελευταίο μέρος του. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι νύξεις του Οντιέ για ένα ακόμα επίπεδο «ανοίγματος», που φωτογραφίζει και τα σύγχρονα όρια της δημοκρατίας: το επίπεδο του χρόνου. 

Η «χρονική δημοκρατία» δεν είναι κάτι άγνωστο στην ανθρώπινη ιστορία: Από την δημοκρατία των ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής και τον «κανόνα των επτά γενεών»[10] μέχρι τις επιστημονικές και θεωρητικές αναζητήσεις γύρω από τις επιπτώσεις, σε βάθος γενεών, της σημερινής δραστηριότητας, το μείζον θέμα της δημοκρατίας σήμερα είναι πως λαμβάνει αποφάσεις με δάνεια (φυσικών πόρων και επιπτώσεων) από μελλοντικές γενιές, κληροδοτώντας ένα δυσβάσταχτο χρέος χωρίς δυνατότητα ρύθμισης. Είναι μάλλον δυσοίωνη παράμετρος για κάθε πρόβλεψη πως το 2021, μια χρονιά με επιβραδυμένους ρυθμούς λόγω πανδημίας και υψηλότατης, ιδίως σε νεότερες γενιές, απήχησης της σημασίας της κλιματικής κρίσης, της κυκλικής οικονομίας και της βιωσιμότητας, από τον πλανήτη εξορύχθηκαν πάνω από 100 δισεκατομμύρια τόνοι πρώτων υλών.[11] 

Ποιος θα μπορούσε να είναι λοιπόν, με όρους συνέχειας, αλλά και τομής, ο φορέας και ο στρατηγικός κορμός μιας οικολογικής, ανοιχτής, ελεύθερης και δημοκρατίας Πολιτείας; Την απάντηση επιχειρεί ο Οντιέ στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, που είναι συγκριτικά και το πιο αδύναμο –εξυπακούεται ασφαλώς και το πλέον απαιτητικό για την σκέψη ενός και μόνο διανοητή. 

Η ιστορική αναζήτηση του υποκειμένου

Αν η περιγραφή, σε θεωρητικό και φιλοσοφικό πλαίσιο, του νέου συλλογικού φαντασιακού έχει αρκετά στοιχεία ενός καλώς νοούμενου βολονταρισμού, η μεταφορά των αρχών και των αξιών στο πεδίο της πολιτικής είναι πάντα μια δύσκολη αποστολή· πολύ δε περισσότερο η εξειδίκευση εντός πραγματικών, υπαρχόντων πολιτικών σχεδίων. O Οντιέ, χωρίς να ξεμένει από ζέση και ευγλωττία, επιχειρεί να προσεγγίσει τα βασικά πολιτικά σχέδια (φιλελευθερισμός, συντηρητικός εθνικός καπιταλισμός, σοσιαλισμός, αναρχισμός) και να αναδείξει τις ανεπάρκειές τους, για να καταλήξει στη δική του πρόταση (ο «συγκρουσιακός οικο-ρεπουμπλικανισμός», σελ. 192-206), επί της ουσίας μια παραλλαγή του σύγχρονου ρεπουμπλικανισμού (τύπου Γαλλίας), με αναβαθμισμένες δομές λαϊκής συμμετοχής και οικολογικών προτεραιοτήτων.  

Πέρα όμως από την αξιολόγηση της πρότασης καθαυτής, στον συλλογισμό του Οντιέ υπάρχει ένα κενό, μια απουσία, η οποία δεν καλύπτεται από τη σχολαστική θεωρητική και ιστορική περιοδολόγηση και, αντίθετα, μοιάζει όλο και περισσότερο με αδυναμία παρά με εσκεμμένη επιλογή: πέρα από σκόρπιες αναφορές σε οικολογικά και περιβαλλοντικά κινήματα, το ερώτημα της οικολογικής ριζοσπαστικής πρακτικής και της εν γένει ανταγωνιστικής προς το υπάρχον status quo κίνησης κινημάτων και κοινωνικών διεκδικήσεων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο, απουσιάζει τόσο ηχηρά που μάλλον υποτιμάται. Ακόμα και αν ο συγκρουσιακός ρεπουμπλικανισμός του Οντιέ φέρει εν σπέρματι στοιχεία στρατηγικού χαρακτήρα για μια νέα οικοπολιτική, η συλλογιστική του μοιάζει να τον εγκαθιδρύει ως αποτέλεσμα πολιτικής βούλησης (ως ένας ρεαλιστικός, ώριμος και συγγενής με την ευρύτερη οικογένεια της αριστεράς χώρος), ως μια σύλληψη πρωτοπόρων ρευμάτων που θα «αποκωδικοποιήσουν» στη συνέχεια την εξειδίκευση των αρχών σε πολιτικές πρακτικές και μεταρρυθμιστικές τομές, παράλληλα με την συνεχή ιδεολογική ζύμωση για την πραγμάτωση ενός νέου φαντασιακού. 

Ποιο είναι όμως το κίνητρο για μια τέτοια επιλογή και μεταμόρφωση των πολιτικών ιεραρχήσεων, ποιος ο «καταλύτης» μιας τέτοιας αντίδρασης; Για τον Οντιέ πιθανότατα είναι η επιτακτικότητα του κρισιακού χαρακτήρα της εποχής, υπό τη φλόγα του οποίου γράφει. Ωστόσο, είναι εμφανές πως η σοβούσα κλιματική κρίση δεν έχει επιφέρει στρατηγικές τομές μεγάλου βάθους, παρά τον εμπλουτισμό πολιτικών προγραμμάτων (σε μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος), ενώ δεν υπάρχει πουθενά κάποια διαβεβαίωση πως αυτός ο εμπλουτισμός συναρτάται γραμμικά με κοινωνική διεκδικητικότητα ή έστω ουσιώδεις τομές σε βασικούς πυλώνες λειτουργίας της παραγωγής και κατανάλωσης. Με άλλα λόγια, ακόμα και μια φυγή προς τα εμπρός κάποιας πρωτοπορίας, ελλείψει ενός αντίστοιχα πρωτοπόρου ιστορικού μπλοκ που θα διαπερνά και κάθετα το κοινωνικό σύνολο, μοιάζει με έναν ετεροχρονισμένο βολονταρισμό που θα έπρεπε να υπάρχει ήδη από το ’90. 

Το θέμα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία ειδικά αν μελετηθεί αυτοτελώς η εικόνα, η δυναμική και ο χαρακτήρας των σύγχρονων περιβαλλοντικών κινημάτων ανά τον κόσμο. Αν και εδώ η βιβλιογραφία είναι αρκετά πυκνή για το παρόν άρθρο, ένα μάλλον ασφαλές πρώτο συμπέρασμα είναι πως η μερικότητα, η ετερογένεια και η πασιφιστική προσήλωση,[12] συνθέτουν μεν ένα ενδιαφέρον και πολυσυλλεκτικό σύμπαν ευαισθητοποίησης, αλλά φαίνεται να απουσιάζει τόσο ο στρατηγικός ορίζοντας όσο και άμεσα αιτήματα που ξεφεύγουν από έναν επίκαιρο, αμυντικό χαρακτήρα (π.χ. η διάσωση ενός προστατευόμενου βιότοπου, σταμάτημα κάποιας επιβλαβούς δραστηριότητας). Με άλλα λόγια, φαίνεται σήμερα να υπάρχουν σημαντικές αποστάσεις ανάμεσα στην μαχητικότητα, τις μορφές πάλης και τα αιτήματα ενός τοπικού/μερικού κινήματος με τον προγραμματικό λόγο που θα μπορεί να τροφοδοτεί και να τροφοδοτείται και όλοι μαζί από τον στρατηγικό ορίζοντα ενός πρωτοπόρου πολιτικού υποκειμένου.  

Ίσως λόγω αυτής της διπλής απουσίας (κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που θα διεμβολίσει το κεντρικό πολιτικό σκηνικό με το ερώτημα της οικολογίας) το πολιτικό συμπέρασμα του Οντιέ μοιάζει κάπως ανεπαρκές, ακόμα και στη βάση των προσδοκιών της συλλογιστικής του. Ο συγκρουσιακός ρεπουμπλικανισμός που προτείνεται φαντάζει περισσότερο ως μια εγκεφαλική επίλυση του προβλήματος των αντιθέσεων που πρέπει να υπερβεί ένας σύγχρονος οικολογικός στρατηγικός ορίζοντας (εθνικό/διεθνές, δημοκρατία/χρονική δημοκρατία, ελευθερία/κεντρικός έλεγχος) αντί μιας πρότασης ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της σημερινής πολιτικής γεωγραφίας. 

Φυσικά, αυτή η κριτική δεν είναι απορριπτική προς τη σκέψη του Οντιέ. Είναι πιθανότατα δομικά αδύνατον να προκύψουν στρατηγικές τομές από τη σκέψη ενός και μόνο στοχαστή, ακόμα και αν αυτός επιχειρεί να επεξεργαστεί και να χωνέψει αιώνες σκέψης και βιβλιογραφίας· το οικολογικό ζήτημα και η κλιματική κρίση έχουν αναδείξει, περισσότερο από κάθε άλλου είδους και χαρακτήρα στρατηγικό ερώτημα, την ανάγκη ενός συλλογικού νου, όχι τόσο με όρους ποσότητας όσο με όρους διαθεματικότητας και εμβέλειας. Μοιάζει για τον σκοπό αυτό λοιπόν παραπάνω από επιτακτική η συνάντηση των πολλαπλών και κατακερματισμένων σήμερα στοχασμών, κινήσεων και ρευμάτων, με καταστατική αρχή το να ορίσουν το ζήτημα της οικολογίας ως κυρίαρχη διαιρετική τομή για τον 21ο αιώνα και όχι απλά ως ένα αναβαθμισμένο τμήμα ενός πολιτικού προγράμματος.


Το κείμενο του Πάνου Τσερόλα επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Πάνος Τσερόλας

Ο Πάνος Τσερόλας γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1985. Σπούδασε στην Πάτρα, ζει στην Αθήνα και συμμετέχει στο εκδοτικό εγχείρημα Εκτός Γραμμής. Μυθιστορήματα και παιδικά βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος, ενώ έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Αναγνώστη το 2016 στην κατηγορία των Παιδικών.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange