Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους
Louis Althusser (Λουί Αλτουσέρ)
Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
Εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2019 | 352 σελίδες
Ο τίτλος του βιβλίου με μια πρώτη ματιά γεννά κάποιες παρεξηγήσεις. Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από βιβλία που ονομάζονται «Εισαγωγή»: εισαγωγή στην γλωσσολογία, εισαγωγή στη μοριακή βιολογία, εισαγωγή στη φιλοσοφία κοκ. Τα βιβλία αυτά είναι γραμμένα από κάποιους φτασμένους ειδικούς, συνήθως καθηγητές μεγάλου κύρους και μεγάλης ηλικίας, και απευθύνονται κυρίως σε σπουδαστές/τριες. Σκοπός τους είναι να παροτρύνουν και να καθοδηγήσουν την αναγνώστρια στο πώς θα διαβάσει άλλα βιβλία, όταν θα θελήσει να εντρυφήσει πραγματικά στο αντικείμενο.
Το βιβλίο αυτό δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση –για την ακρίβεια, παροτρύνει μάλλον για το αντίθετο. Άλλωστε, δεν απευθύνεται σε όσους θέλουν να γίνουν φιλόσοφοι, αλλά απευθύνεται ρητά στους μη-φιλόσοφους –κι όπως θα καταλάβουμε στο τέλος, στην πραγματικότητα σε αυτούς που δεν θέλουν να γίνουν φιλόσοφοι.
Αν πάλι κάποιος δεν είναι σπουδαστής, δεν θέλει να εντρυφήσει, αλλά θέλει να πάρει μια γεύση, υπάρχει μια άλλη σειρά από βιβλία, πολύ πιο διασκεδαστικά και χρήσιμα πολλές φορές, του στυλ «Για αρχάριους», “for dummies” κοκ., τα οποία προσφέρουν μια εύπεπτη περίληψη, χωρίς πολλές τεχνικές λεπτομέρειες του αντικειμένου τους.
Το βιβλίο δεν κάνει ούτε αυτό. Δεν είναι ούτε εισαγωγή, ούτε περίληψη· είναι κάτι πολύ περισσότερο: το βιβλίο αυτό αποτυπώνει όλη τη φιλοσοφική πορεία του Αλτουσέρ και της ομάδας του, όλη τη φιλοσοφική του τοποθέτηση, από την εποχή του «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο» και των «Θέσεων», ως την «Αυτοκριτική» και την «Απάντηση στον Τζον Λιούις», σε ένα σχετικά συνεκτικό κείμενο. Δηλαδή, αρκεί κάποιος να διαβάσει αυτό το βιβλίο για να έχει μια πλήρη εικόνα για το φιλοσοφικό έργο του Αλτουσέρ.
Ίσως αναρωτηθεί κάποιος εδώ, αν ολόκληρο το έργο ενός φιλοσόφου χωρά σε ένα μικρό βιβλιαράκι, πόσο σημαντικό μπορεί να είναι αυτό; Ακριβώς αυτό όμως είναι και το επιχείρημα του βιβλίου: ότι για να κάνεις φιλοσοφία δεν χρειάζεται να γράφεις τόμους, αλλά να διατυπώνεις θέσεις: θέσεις που είναι τόσο πιο σημαντικές, όσο είναι πιο σαφείς και συγκεκριμένες. Αυτό που μένει συχνά από ένα σπουδαίο φιλοσοφικό έργο είναι μια φράση, ή –με την ορολογία του Αλτουσέρ– μια θέση.
Η δουλειά των φιλοσόφων
Για να κατανοήσουμε το φιλοσοφικό έργο του Αλτουσέρ, θα βοηθούσε να ξεκινήσουμε από τη σχέση του Αλτουσέρ με τη φιλοσοφία. Ο Αλτουσέρ λοιπόν, έχει μια διπλή σχέση με τη φιλοσοφία.
Πρώτα από όλα, ήταν ένας κατ’ επάγγελμα φιλόσοφος. Όπως λέει κι ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου, στην ερώτηση ποιοι είναι οι φιλόσοφοι, η πιο έγκυρη απάντηση είναι «οι καθηγητές φιλοσοφίας». Ο Αλτουσέρ λοιπόν ήταν ένας τέτοιος και μάλιστα, είχε ξεκινήσει να γίνεται ένας τέτοιος, ένας επαγγελματίας φιλόσοφος, προτού καν γίνει μαρξιστής. Και όταν μυήθηκε στον μαρξισμό, συνέχισε να εργάζεται εντός του ως φιλόσοφος. Στο πρώτο κείμενο π.χ. του «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο» ξεκινά λέγοντας:
μιας και δεν υπάρχει αθώα ανάγνωση, ας ομολογήσουμε ποια ανάγνωση μας βαρύνει. Ήμασταν όλοι φιλόσοφοι. (…) Διαβάσαμε Το Κεφάλαιο ως φιλόσοφοι (σ.14-15).
Παρά τις προφανείς ενοχές, ο Αλτουσέρ είχε την ειλικρίνεια να μην απεκδυθεί αυτή την ιδιότητα σε καμία φάση της ζωής του.
Τι κάνει λοιπόν ένας φιλόσοφος, πέρα από το να πληρώνεται για να διδάσκει φιλοσοφία σε ένα πανεπιστήμιο; Σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, η βασική του δουλειά είναι να διατυπώνει θέσεις, οι οποίες είναι ανταγωνιστικές σε άλλες θέσεις που υπάρχουν ήδη στη φιλοσοφία. Να λέει π.χ. «υπάρχει Θεός» ή ότι ο Θεός πέθανε, ή «ο Θεός είναι Φύση» ο Θεός είναι υπολογιστής, ο Θεός είναι «βουβό ζώο» κοκ.
Ο Αλτουσέρ όμως έκανε κάτι παραπάνω από αυτό –και, συγχωρέστε μου την άγνοια αν κάνω λάθος– νομίζω ότι ήταν ο πρώτος που το έκανε: προσπάθησε να καταλάβει γιατί οι φιλόσοφοι αναλαμβάνουν αυτή τη δουλειά, να διατυπώνουν θέσεις. Από πού αντλούν τη σημασία, το κύρος, την εξουσία τους αυτές οι θέσεις; Γιατί μας νοιάζει ακόμα πχ. τι είπε ο Πλάτωνας πριν 2.500 χρόνια για τον Φιλόσοφο Βασιλιά ή τα σπήλαια και τις σκιές; Ή ο Επίκουρος για τα ά-τομα που έπεφταν σαν βροχή στο Κενό, μέχρι που κάποιο παρέκκλινε από την πορεία του και συγκρούστηκε με ένα άλλο και τότε γεννήθηκε το Σύμπαν; Τι το σοφό έχει μια τέτοια ιστορία, που συνεχίζει να επηρεάζει τον κόσμο μας και να γίνονται γύρω από αυτή τόσες μελέτες και αντιπαραθέσεις;
Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ο Αλτουσέρ κάνει μια -όπως την αποκαλεί ο ίδιος- «Μεγάλη Παρέκβαση». Φεύγει έξω από τη φιλοσοφία και πηγαίνει στις διάφορες κοινωνικές πρακτικές, τον έρωτα, την οικογένεια, τις επιστήμες και τελικά στην παραγωγή. Ισχυρίζεται ότι όλες αυτές οι πρακτικές πραγματοποιούνται κάτω από ένα καθεστώς αφαίρεσης: δηλαδή οι άνθρωποι που λαμβάνουν μέρος σε αυτές, δεν πιάνουν απλά ένα σφυρί και χτυπάνε ένα καρφί, αλλά πιάνουν ένα σφυρί, που κουβαλά μέσα του προηγούμενη γνώση, εμπειρία, κοινωνικές σχέσεις κι έχει έτσι μια συγκεκριμένη κοινωνική θέση σε έναν συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Ότι, εξαιτίας αυτούς του πλαισίου, οι άνθρωποι που πιάνουν αυτό το σφυρί το αντιλαμβάνονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μέσα στη γενικότητά του: στη γενικότητα όλων των σφυριών, των μέσων παραγωγής, των κοινωνικών σχέσεων. Στην καθημερινή εμπειρία, όλο αυτό το πλέγμα χάνεται, κρύβεται πίσω από την υλικότητα του σφυριού, αλλά στην πραγματικότητα, αν δεν υπήρχε όλο αυτό το πλέγμα, το σφυρί θα ήταν κυριολεκτικά τίποτα.
Εξηγεί έτσι αναλυτικά ότι κάθε κοινωνική πρακτική εμπεριέχει πάντα έναν αντίστοιχο τρόπο να καταλαβαίνουμε τα πράγματα: προϋποθέτει δηλαδή μια πρακτική ιδεολογία. Την ιδεολογία αυτή βέβαια ο κάθε άνθρωπος, είτε είναι εργάτρια είτε επιστήμονας είτε καθηγητής φιλοσοφίας, δεν την παράγει μόνος του: την εισπράττει αυθόρμητα, χωρίς συνήθως να το συνειδητοποιεί, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Ο πυρήνας της προσπάθειας του Αλτουσέρ είναι να δείξει ότι αυτή η περιρρέουσα ιδεολογία που κυριαρχεί σε έναν ορισμένο κοινωνικό σχηματισμό, η κυρίαρχη ιδεολογία δηλαδή, ταυτίζεται -τείνει μάλλον να ταυτίζεται- με την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Εδώ ξεκινά η ανάλυση του για το ρόλο της ιδεολογίας στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων, τη σχέση της με το κράτος και τελικά τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, δουλειά των οποίων είναι ακριβώς αυτό: να κουμπώσουν την κυρίαρχη ιδεολογία με την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης.
Σε αυτό το σημείο, αναδύεται ένα σημαντικό εμπόδιο για την κυρίαρχη ιδεολογία –και άρα για την κυρίαρχη τάξη: πώς θα ενοποιήσει τόσο διαφορετικές αντιλήψεις; Δεν είναι καθόλου εύκολο να υποθέσουμε ότι μια μισθωτή εργαζόμενη και ένας μάνατζερ θα αντιλαμβάνονται αυθόρμητα τη δουλειά τους με τον ίδιο τρόπο. Οι διαφορετικές θέσεις στον κοινωνικό σχηματισμό, οι διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές, παράγουν αυθόρμητα διαφορετικές αντιλήψεις. Κάθε τόσο μάλιστα έρχεται κάποια νέα πρακτική και αναταράζει βίαια τις προηγούμενες αντιλήψεις. Το παράδειγμα με το οποίο ξεκινά το βιβλίο του ο Αλτουσέρ είναι η γέννηση της πρώτης καθαρής επιστήμης, των μαθηματικών, στην αρχαία Ελλάδα. Μια τόσο διαφορετική πρακτική και τα αποτελέσματά της δεν μπορούσαν εύκολα να χωρέσουν στις προηγούμενες κυρίαρχες, θρησκευτικές ως τότε, αναπαραστάσεις.
Εδώ λοιπόν έρχεται η φιλοσοφία. Με την καθολικότητα που διεκδικεί για τον εαυτό της, μια καθολικότητα ολοκληρωτική, που -όπως λέει- αφορά όχι μόνο όλα τα υπαρκτά πράγματα, αλλά και τα ανύπαρκτα που θα μπορούσαν να υπάρξουν, προσπαθεί συνέχεια να αποδιαρθρώνει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα κάθε κοινωνικής πρακτικής, να την ανάγει στις ίδιες, κεντρικές έννοιες που η ίδια εφευρίσκει, για να ενοποιεί τις διαφορετικές πρακτικές, τις διαφορετικές αναπαραστάσεις, τις διαφορετικές ιδέες και τελικά να αποκαθιστά την ενότητα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Όλα τα πράγματα, όλες οι πρακτικές, οι εργασίες, οι επιστήμες, οφείλουν για την φιλοσοφία να αντλούν το νόημά τους από τις ίδιες ενοποιητικές κατηγορίες που η ίδια επιβάλλει: τον Θεό, τον Άνθρωπο, την Ελευθερία, το Κράτος, το Υποκείμενο. Ο Αλτουσέρ περιγράφει πολύ πειστικά στο βιβλίο αυτή την προσπάθεια που ανέλαβε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία ή την αντίστοιχη εργασία που έκαναν με τη σειρά τους οι φιλόσοφοι που συνόδευσαν την άνοδο της αστικής τάξης στην Ευρώπη του Διαφωτισμού.
Αυτή η εργασία ωστόσο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, όχι μόνο γιατί οι πρακτικές κι οι αυθόρμητες αναπαραστάσεις συνέχεια αλλάζουν, αλλά γιατί οι ίδιες οι πρακτικές δεν είναι ενιαίες, κουβαλούν μέσα τους αντιφάσεις, κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις. Οι αντιθέσεις αυτές μεταφέρονται κι εντός της φιλοσοφίας, τείνοντας συνέχεια να διαρρήξουν την επιδιωκόμενη ενότητα. Η ίδια η φιλοσοφία έτσι βρίσκεται πάντα σε ένα καθεστώς πολέμου, είναι ένα «πεδίο μάχης». Από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ο σκανδαλώδης αφορισμός του Αλτουσέρ, ότι, ακόμα κι αν μοιάζει τόσο απομακρυσμένη από τα γήινα προβλήματα (ή μάλλον ακριβώς για αυτό), η φιλοσοφία τελικά δεν είναι τίποτα άλλο από ταξική πάλη στον χώρο της θεωρίας.
Ο κομμουνισμός απέναντι στη φιλοσοφία
Κι εδώ -κλείνοντας- ερχόμαστε στη δεύτερη πτυχή της σχέσης του Αλτουσέρ με την φιλοσοφία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ο Αλτουσέρ αφιερώθηκε στη φιλοσοφία όχι ως φιλόσοφος, αλλά ως κομμουνιστής. Προσοχή: όχι για να εγκαθιδρύσει μια μαρξιστική ή μια κομμουνιστική φιλοσοφία –αλλά για να αναλύσει, να αποκαλύψει και να ανταγωνιστεί τον ταξικό ρόλο της κυρίαρχης φιλοσοφίας, δηλαδή του ιδεαλισμού.
Μάλιστα, μπορεί το βασικό του παράδειγμα να είναι η σχέση μεταξύ ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και ανερχόμενης αστικής τάξης, αλλά αυτό που φαίνεται να τον απασχολεί περισσότερο στην πραγματικότητα, λίγο υπόγεια το ’60, αλλά με σαφήνεια και μαχητικότητα από το ’70 και μετά, ήταν ο ρόλος του λεγόμενου «διαλεκτικού υλισμού» στην ενοποίηση της ιδεολογίας του σοβιετικού κράτους. Την εργασία διατύπωσης μιας τέτοιας φιλοσοφίας ανέλαβε ο ίδιος ο Στάλιν και την αναπαρήγαγαν, την αναπαράγουν ακόμα, όλοι οι ακολουθητές του σοβιετικού μαρξισμού.
Ο Αλτουσέρ αντίθετα προσεγγίζει τον υλισμό μόνο από τη σκοπιά της πάλης ενάντια στην κυρίαρχη φιλοσοφία. Όχι ως ένα διαφορετικό φιλοσοφικό σύστημα, αλλά ως μια σειρά από θέσεις μάχης σε ένα διαρκή πόλεμο ενάντια στον ιδεαλισμό. Οι θέσεις αυτές οφείλουν διαρκώς να αλλάζουν, να μετατοπίζονται, για να πολεμούν καλύτερα την φιλοσοφία των φιλοσόφων. Το κριτήριο για την εγκυρότητά τους δεν είναι η φιλοσοφική τους Αλήθεια, η συμφωνία τους δηλαδή με κάποιες ενοποιητικές θέσεις, ή αξίες, ή καθολικούς νόμους, όπως οι περίφημοι νόμοι της ύλης στον διαλεκτικό υλισμό, αλλά η αποτελεσματικότητά τους: δηλαδή η ευθυγράμμισή τους με την κύρια αντίθεση, σε κάθε στιγμή, σε κάθε μέρος. Αυτό που ο Αλτουσέρ αποκαλεί ορθότητα.
Από αυτή τη σκοπιά ερμηνεύονται και οι φιλοσοφικές θέσεις του Αλτουσέρ ενάντια στον Χέγκελ και την διαλεκτική του: ακόμα κι όταν δεν λέγεται ρητώς, δεν πρόκειται για μια ενδοφιλοσοφική αντιπαράθεση, αλλά για μια ζωντανή, επείγουσα μάχη ενάντια στον επίσημο σοβιετικό μαρξισμό και τα φιλοσοφικά του θεμέλια. Να ένα καλό παράδειγμα το τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις φιλοσοφικές αντιθέσεις, ακόμα κι όταν αυτές μοιάζουν τόσο μακρινές από τον πραγματικό κόσμο.
Κλείνοντας λοιπόν το βιβλίο, ο Αλτουσέρ δεν προτείνει μια διαφορετική φιλοσοφία, αλλά μια διαφορετική φιλοσοφική πρακτική: μια πιο συνειδητή προσπάθεια δηλαδή ανταγωνισμού της κυρίαρχης ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Για αυτόν τελικά φιλόσοφος είναι ένας «άνθρωπος που δίνει μάχες στη θεωρία» -και για να τις δώσει πιο αποτελεσματικά, καλείται να γνωρίζει καλύτερα το εχθρικό έδαφος στο οποίο κινείται. Γιατί το έδαφος της φιλοσοφίας, όπως ακριβώς και της ιδεολογίας, παραμένει πάντα ένα εχθρικό έδαφος.
Γι’ αυτό λοιπόν το βιβλίο, ρητά και συνειδητά, δεν απευθύνεται σε φιλοσόφους, αλλά σε μη φιλοσόφους. Όχι δηλαδή σε αυτούς που δεν έγιναν ακόμα φιλόσοφοι και πρέπει να διαβάσουν για να τα καταφέρουν, αλλά σε ανθρώπους που εμπλέκονται στον κοινωνικό ανταγωνισμό, στην ταξική πάλη, και θέλουν να τα καταφέρουν καλύτερα, θέλουν να μάθουν να δίνουν μάχες και στη θεωρία.
Και γι’ αυτό στον τίτλο του δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «Εισαγωγή», αλλά προτιμά αυτή την κάπως περίεργη λέξη. «Μύηση», διαβάζουμε στο λεξικό, είναι «είναι μια ιεροτελεστία διέλευσης που σηματοδοτεί την είσοδο ή την αποδοχή ενός ατόμου σε μια κοινότητα». Μύηση στη φιλοσοφία λοιπόν, για τον Αλτουσέρ, σημαίνει μύηση στην ταξική πάλη στον χώρο της θεωρίας, άρα -για τη δική του/μας πλευρά- μύηση στον κομμουνισμό, ή ορθότερα, μιας και μιλάμε για αποδοχή σε μια κοινότητα, μύηση στο κομμουνιστικό κόμμα. Οτιδήποτε άλλο, είναι σκέτο φιλοσοφία, δηλαδή ιδεαλισμός.
Το κείμενο του Νίκου Νικήσιανη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο