Λυκοχαβιά
Κώστας Μπαρμπάτσης
Εκδόσεις Κέδρος, 2022 | 184 σελίδες
Με τον Κώστα Μπαρμπάτση γνωριστήκαμε σχετικά πρόσφατα και αυτό από μόνο του είναι μάλλον περίεργο και παράξενο. Προερχόμαστε από το ίδιο χωριό, τον Δρυμό Βονίτσης που δεν είναι και πολύ μεγάλο, οι γονείς μας ήταν φίλοι στα νιάτα τους και μάλιστα ο πατέρας μου είναι νονός ενός πρώτου εξαδέλφου του, δηλαδή θεωρούμαστε κουμπάροι με την ευρύτερη έννοια, όπως συχνά συμβαίνει στα χωριά. Ταυτόχρονα, μετέχουμε στο ίδιο αγωνιστικό μετερίζι, παρότι η κυρίαρχη κουλτούρα του συγκεκριμένου χωριού δεν είναι και τόσο δημοκρατική. Επίσης, ασχολούμαστε κι οι δύο, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, με τον γραπτό λόγο και, τέλος, ζούμε στην ίδια πόλη, την Θεσσαλονίκη. Εάν το σκεφτεί κανείς, από μια άλλη άποψη, μάλλον ήταν νομοτέλεια να γνωριστούμε και απλώς επρόκειτο για θέμα χρόνου.
Σε κάθε περίπτωση, μας συνδέουν κάποιες κοινές εμπειρίες. Πρόκειται για το βίωμα της δεύτερης γενιάς εσωτερικών μεταναστών αυτού του χωριού σε αστικά περιβάλλοντα. Ιδιαίτερα, μας συνδέει η σχέση των γονιών ,και κατ’ επέκταση ημών των ιδίων, με την κοινότητα του συγκεκριμένου χωριού, αλλά κυρίως με τις συλλογικές αναμνήσεις και κάποια συλλογικά συναισθήματα, όπως μεταφέρθηκαν σε εμάς. Οι γονείς μας γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ως χωρικοί μέσα στη συγκεκριμένη αγροτική και συνάμα ημι-κτηνοτροφική κοινότητα. Πρόκειται για ένα περιβάλλον ακόμη παραδοσιακό, θα έλεγε κανείς, με κάποια βέβαια καθοριστικά στοιχεία μοντερνικότητας τα οποία χάραξαν την εξέλιξη μερίδας των κατοίκων του και την ιστορία της συγκεκριμένης κοινότητας. Στη συνέχεια, οι γονείς μας μετανάστευσαν είτε στην Αθήνα είτε σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας είτε σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού. Για τους ίδιους αυτή η τομή σήμαινε κατά κανόνα μια ραγδαία κοινωνική, συμβολική, οικονομική και πολιτισμική άνοδο και βελτίωση. Οι μετανάστες αυτοί μετασχημάτισαν τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά κυρίως μετασχηματίστηκαν οι ίδιοι. Εκεί, αυτοί οι γεννημένοι παραδοσιακοί άνθρωποι, «βούτηξαν», θα λέγαμε, μέσα στο μοντερνισμό. Ο δικός μου πατέρας, ο οποίος σε μικρή ηλικία είχε ως καθήκον να ταΐζει τα άλογα του σπιτιού του, μεγάλωσε σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα και πάτωμα, στη συνέχεια σπούδασε ηλεκτρονικός και εργαζόταν στον ΟΤΕ μέσα σε ένα ακραία μοντερνικό περιβάλλον, γεμάτο κουμπιά, λυχνίες και καλώδια. Λαμβάνοντας υπόψιν τον εαυτό μου και τη δική μου βιοϊστορία, δεν θεωρώ ότι έχω ζήσει κάποια τεράστια πολιτισμική τομή, μια μετάβαση σε περιβάλλοντα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Οι γονείς μας όμως έζησαν μια ανατροπή στις προσωπικές τους ζωές και με κάποιο τρόπο προσπαθούσαν να την «χωνέψουν», να διατηρήσουν τον εαυτό τους σε μια συνοχή.
Αυτόν τον ρόλο, κατά την άποψή μου, καλούνταν να επιτελέσουν οι «αναμνήσεις από το χωριό» οι οποίες αναπαράγονταν διαρκώς και με μεγάλη ένταση από τους γονείς μας και τον κύκλο τους. Αναφέρομαι σε αυτές τις ιστορίες τις οποίες οι «μεγάλοι» αφηγούνται στα οικογενειακά τραπέζια, σε επισκέψεις φίλων ή γενικά σε συνεστιάσεις και αποτελούσαν τμήμα μιας συμποσιακής, οικογενειακής και συνεστιακής τελετουργίας. Εμείς λοιπόν, η δεύτερη γενιά, μεγαλώσαμε και ζήσαμε στη σκιά αυτών των αναμνήσεων και μας καθόρισαν με διάφορους τρόπους. Το βιβλίο του Μπαρμπάτση είναι ένα «παιδί» αυτής ακριβώς της σχέσης μας με τους γονείς μας, τον κύκλο τους και το χωριό τους, που έτσι γίνεται και δικό μας χωριό.
Ωστόσο, όπως το σκέφτομαι τώρα, οι ιστορίες αυτές ήταν κάτι παραπάνω από μια ρομαντική αναπόληση η οποία ταυτιζόταν με τα ανέμελα μεν, δύσκολα δε παιδικά χρόνια του παρελθόντος. Αυτές οι αφηγήσεις, γεμάτες γεγονότα του «παλιού χωριού», επιτελούσαν μια σειρά από βαθύτερες λειτουργίες, συνιστούσαν κατά έναν τρόπο τη γέφυρα ανάμεσα στους δύο κόσμους, οι οποίοι στα μάτια όλων φάνταζαν τόσο ξένοι μεταξύ τους. Για εμάς λοιπόν αυτό που κέρδιζε μεταξύ άλλων την εντύπωση ήταν ακριβώς αυτή η αίσθηση ενός παραδοσιακού κόσμου τόσο διαφορετικού από τον μοντέρνο δικό μας και, βέβαια, το γεγονός ότι οι δικοί μας μοντέρνοι γονείς τον είχανε ζήσει μόλις λίγα χρόνια πρωτύτερα. Με άλλα λόγια, οι ιστορίες αυτές, αλλά κυρίως η τελετουργία της επιτέλεσής τους είναι αναπόσπαστο μέρος του βιώματος της αγροτικής εξόδου των πληθυσμών της υπαίθρου προς τις πόλεις, ένας ατομικός και συλλογικός μηχανισμός διατήρησης της επαφής τους με τον «παλιό καιρό», μια φράση που συχνά χρησιμοποιούν.
Ο Κώστας Μπαρμπάτσης, κρίνοντας από το δικό μου κύκλο, συμμετείχε ενεργά σε αυτήν την τελετουργία. Άκουγε για χρόνια αυτές τις διηγήσεις να επαναλαμβάνονται διαρκώς από τα ίδια πρόσωπα, βίωνε έντονα τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων, συνομιλούσε μαζί τους για όλα αυτά. Κάποια στιγμή, αισθάνθηκε την ανάγκη, το βάρος, την υποχρέωση να μετασχηματίσει αυτήν την προφορική μνήμη σε γραπτό λόγο, να μετατρέψει τις αφηγήσεις σε μικρά διηγήματα. Οι ιστορίες του όμως δεν είναι απλώς κάποιες ηθογραφικές ιστορίες από το χωριό. Δεν είναι κάποια θετικά ή αρνητικά αστικά στερεότυπα για τους χωριάτες. Δεν είναι το υπεροπτικό αστικό βλέμμα πάνω στην επαρχία και τους ανθρώπους της. Αυτό το οποίο φαίνεται ότι συνεπήρε τον Κώστα, τον άγγιξε πολύ βαθιά, επέδρασε πάνω του και τον οδήγησε στη γραφή, είναι το ίδιο το συλλογικό βίωμα της μετάβασης, το δράμα αυτών των ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν την ανατροπή στη ζωή τους και συνεχώς ξαναγυρνούσαν εκεί, «στον παλιό καιρό». Και αυτό ακριβώς το κλίμα μεταφέρει ο Κώστας, ιδιαίτερα στο πρώτο του διήγημα, με έναν μοναδικό και επιδέξιο λογοτεχνικά τρόπο. Βέβαια, αυτή η αίσθηση ιχνηλατείται και στις άλλες ιστορίες, αν και όχι με αυτόν τον έντονο τρόπο.
Επίσης, αυτή η αίσθηση διαφοροποιεί το βλέμμα του Κώστα Μπαρμπάτση από την οπτική ενός άλλου συγχωριανού μας, του Πάνου Κοντοστέργιου, ο οποίος επίσης γράφει καταπληκτικά μικρά διηγήματα στο facebook. Εδώ όμως πρόκειται για μια άλλη τελετουργία. Ο Πάνος αντλεί τις ηθογραφικές ιστορίες από τη δική του άμεση εμπειρία με το χωριό, καθώς δεν έφυγε ποτέ ουσιαστικά από αυτό. Για αυτόν τον λόγο είναι κατά κανόνα πιο σύγχρονες, δηλαδή έχουν διαδραματιστεί στα πρόσφατα χρόνια, και η σχέση παράδοσης και μοντερνικότητας είναι διαφορετική. Να σημειωθεί πως ο Κώστας Μπαρμπάτσης και ο Πάνος Κοντοστέργιος επίσης δεν γνωρίζονται (πόσο μεγάλο πια είναι αυτό το μικρό χωριό;)!
Οι ιστορίες λοιπόν του Κώστα Μπαρμπάτση προέρχονται από το παρελθόν. Τώρα, όσες ιστορίες δεν αναφέρονται ακριβώς στο βίωμα της μετάβασης, ακουμπάνε τις δύσκολες στιγμές της ιστορίας αυτών των ανθρώπων, δηλαδή την εποχή του εμφυλίου. Αξίζει να σχολιαστεί στο σημείο αυτό πως οι ιστορίες που αφορούν τον εμφύλιο πόλεμο ανήκουν σε έναν άλλο κύκλο, θα λέγαμε, γονεϊκών αφηγήσεων, καθώς μας αποκαλύπτονται συνήθως όταν έχουμε ενηλικιωθεί και έχουμε αποκτήσει πολιτική συνείδηση.
Θα σταθώ λίγο στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Θα φύγω, ξάδελφε». Ο αφηγητής μιλάει στον ξάδελφό του και ήδη από την πρώτη σελίδα θέτει όλα τα ζητήματα που θα πραγματευτεί. Στην αρχή αναφέρεται σε ένα όνειρο που επανέρχεται. Συγκεκριμένα, βλέπει τα πρόβατα τα οποία φρόντιζε μικρός και ο πατέρας του πούλησε προκαλώντας του ένα τραύμα που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. Αυτό το όνειρο τον οδηγεί σε μια σειρά από ερμηνευτικές σκέψεις του ονείρου. Πρώτον, παραδέχεται ότι δεν του αρέσει ο ξένος τόπος και ότι θέλει να επιστρέψει πίσω στον τόπο του και άρα αναπολεί την προηγούμενη ζωή του με τα ζώα του. Αυτήν την τάση φυγής ενισχύει και η δυσκολία της βιομηχανικής εργασίας την οποία δεν την αντέχει γιατί, όπως δηλώνει, είναι «άμαθος» σε αυτή. Ο πρώην βοσκός περιγράφει με λεπτομέρεια όλα όσα τον ενοχλούν στη βιομηχανία: εξηγεί ότι κουράζεται εύκολα και ότι τον ενοχλεί η φασαρία· ακόμη και στον ύπνο του βουίζουν τα αφτιά του. Κατά την εργασία του δυσκολεύεται να συμπεριφέρεται αυτοματοποιημένα ως ένα εξάρτημα της μηχανής και να πειθαρχεί στη λειτουργία της πρέσας, δυσκολεύεται να πειθαρχεί στην ιεραρχία και να μην συμπεριφέρεται όπως επιθυμεί, τον εκνευρίζει ο επιστάτης και προσωποποιεί την κόντρα μαζί του. Τέλος, τον ενοχλεί η ξένη γλώσσα, καθώς ζει στο Παρίσι.
Η ταξική διάσταση στον λόγο είναι ρητή, αλλά αβίαστη, ώριμη, μετρημένη και φυσική, όπως προκύπτει λογικά από το βίωμα. Δεν εκβιάζεται ούτε συνδέεται με κάποιες ρητορικές υπερβάσεις. Όταν ο αφηγητής ολοκληρώνει την περιγραφή του δράματος στο παρόν του, μεταβαίνει στα τραύματα του παρελθόντος: «εγώ πάντως ένα πράμα ξέρω. Δεν έπρεπε να τα δώκουμε τα γίδια». Το τραύμα αυτό, το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει, γίνεται πολύ πιο οξύ εξαιτίας της ματαίωσης των προσδοκιών από την εργασία στη βιομηχανία και ευρύτερα της απογοήτευσης από το μοντέρνο κόσμο.
Αυτό το αίσθημα της σύγκρουσης των δύο κόσμων μέσα του φαίνεται πολύ πιο έντονο όταν περιγράφει την σχέση του με το ρολόι και παρατηρεί τη διαφορά στην πρόσληψη του χρόνου ανάμεσα στη μοντέρνα και την παραδοσιακή κοινωνία. «Α, αγόρασα και ρολόι» λέει στον ξάδελφό του. Μάλιστα, η αγορά ρολογιού πραγματοποιήθηκε ακριβώς την στιγμή της φυγής από το βουνό και της αναχώρησής του για τα ξένα. Είναι μια μορφή εισιτηρίου για το μοντέρνο κόσμο και το εξηγεί: «πρώτη βολά στη ζωή μου φορώ ρολόι, αλλά τι να το ‘κανα θα μου επις; Σάματις κι έγνοια την ώρα είχαμε εκεί πάνω που ‘μασταν; Είχαμε τον ήλιο, τι το θέλαμε το ρολόι; Από αυτόν καταλαβαίναμε πότε είναι πρωί, απόγιομα και τα λοιπά. […] Αλλά δω χωρίς ρολόι είσαι χαϊβάνι. Ετούτος ο διάολος σου λέει πότε να πας στο εργοστάσιο, πότε να κάμεις πάψη, πότε να φας και πάει λέγοντας».
Από τη μία, είναι ο χρόνος ο οποίος καθορίζεται από τις δουλειές του βουνού και τη σχέση τους με τη φύση, η διάκριση εργασίας και σχόλης δεν είναι πάντα απόλυτη ούτε πάντα καθορισμένη. Από την άλλη, είναι ο χρόνος ο οποίος καθορίζεται από τη βιομηχανική εργασία και όλα είναι αυστηρώς χρονικά καθορισμένα. Για τον πρώην βοσκό η παραδοσιακή σχέση με το χρόνο ταυτίζεται με την ελευθερία του, ενώ η δεύτερη με την σκλαβιά του. Σημειώνει: «ξέφυγα πάλε, αλλά καλά είναι να λέγονται κι αυτά. Να λέγονται, γιατί αλλιώς λησμονάμε το τι αφήκαμε και το τι βρήκαμε και δε το λες και σωστό». Ο αφηγητής αναμετριέται διαρκώς με αυτό που άφησε και αυτό που βρήκε. «Μη στεναχωριέσαι», μου είπε. Ότι καλά το ‘καμα κι ότι δεν είναι ζωή αυτή μες στη βρωμιά και στις βερβελήθρες. Κι ότι από δω και μπρος θ’ ανοίξει η τύχη μου έλεγε. Τι να σου πω πατριώτη; Μεγάλο λαχείο μας έτυχε. Έπρεπε να’ σαι από μια μεριά να μας δεις. Όλο μες στα χηνόφτερα πλαγιάζουμε εδώ που ‘ρθαμε.» Το κέντρο του διηγήματος παραμένει όμως η σχέση του βοσκού με τα ζώα του και ο πόνος του αποχωρισμού που κατ’ επέκταση συμβολίζει βέβαια τον πόνο του αποχωρισμού της παραδοσιακής κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, στην ίδια την ιστορία εμπεριέχεται η τελετουργία της διήγησης γεγονότων από το χωριό στην οποία αναφέρθηκα εκτενώς και αποτυπώνονται, κατά την άποψή μου πολύ λιτά και περιεκτικά, τα συναισθήματα αυτών των ανθρώπων της μετάβασης. Πρόκειται για την περίπτωση μιας ιστορίας-γέφυρα όπως αυτές που έχω συνηθίσει να ακούω από τον κύκλο μου, που μας δείχνει ότι οι άνθρωποι αυτοί παραμένουν συναισθηματικά και ταυτοτικά μετέωροι ανάμεσα σε δύο δομικά ξένους κόσμους. Ο πυρήνας αυτής της ιστορίας είναι πραγματικός, δηλαδή ο Μπαρμπάτσης έχει ακούσει μια τέτοια αφήγηση. Βέβαια, την έχει μεταπλάσει για να αποδώσει ευκρινέστερα τους συμβολισμούς και να συνθέσει μια πλοκή η οποία όμως είναι κατά βάση μια συναισθηματική πλοκή βασισμένη σε ένα μονόλογο.
Μια ακόμη ιστορία η οποία πραγματεύεται, έστω και έμμεσα, τη μετάβαση των ανθρώπων του χωριού στην πόλη είναι το διήγημα με τίτλο «Ας λάμπει ο ήλιος». Εδώ το θέμα είναι τα τραύματα του εμφυλίου πολέμου στους ανθρώπους της υπαίθρου. Μια έφηβη κοπέλα είναι παρούσα στην εκτέλεση από τους ΜΑΥδες ενός συνομήλικου γείτονα, με τον οποίο μάλλον ήταν ερωτευμένη. Η ίδια ποτέ δεν θα συνέλθει από το σοκ. Σε όλη της τη ζωή πιστεύει ότι ο Κωνσταντής έχει διαφύγει και είναι ζωντανός, ενώ μάλιστα από ένα σημείο και έπειτα αρχίζει και τον βλέπει και να του μιλάει θεωρώντας ότι είναι διάφοροι άνθρωποι που συναντούσε. Ενώ το δράμα του φόνου έχει ως σκηνικό το χωριό, το δράμα της παρανόησης έχει ως σκηνικό την πόλη. Η κοπέλα ξεκίνησε να εργάζεται σε μια βιομηχανία, αλλά δεν μπορούσε να προσαρμοστεί ούτε βέβαια να ξεχάσει. Ο υπέρτατος σκοπός της να συναντήσει και να μιλήσει με τον Κωνσταντή τελικά επικράτησε μέσα της και την οδήγησε στην παράνοια. Η κοπέλα συνεχίζοντας να ζει στην πόλη κατάντησε μια περίεργη που ενοχλούσε σε κεντρικά σημεία της πόλης τους περαστικούς. Όταν κάποιος προσπάθησε να της αποκαλύψει την αλήθεια, δεν δέχτηκε με τίποτε την πραγματικότητα επιμένοντας να κλειστεί στο δικό της κόσμο της ελπίδας και να μην αποθεραπευτεί.
Ο Κώστας σε αυτήν την ιστορία αποδίδει με έναν μοναδικό τρόπο την οπτική των ψυχικά νοσούντων, τις αρνήσεις τους και ιδιαίτερα τη σύγχυση που συχνά βιώνουν ανάμεσα από τη μία στο φανταστικό κόσμο τους, ο οποίος καθορίζεται από τα συναισθηματικά τους τραύματα, και από την άλλη στο πραγματικό περιβάλλον. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η κοπέλα παραμένει εξίσου, όπως και ο πρώτος εσωτερικός μετανάστης, πάνω σε μια γέφυρα και ποτέ δεν ολοκληρώνει τη μετάβαση από το παρελθόν/χωριό/ζωντανό Κωνσταντή στο παρόν/ πόλη/ νεκρό Κωνσταντή. Ο βιομηχανικός κόσμος και το ευρύτερο αστικό τοπίο δεν υπήρξε για εκείνη ένα θεραπευτικό περιβάλλον, αλλά ένα περιβάλλον που την έδιωχνε και την καθιστούσε παρείσακτη διαιωνίζοντας το τραύμα.
Θα ολοκληρώσω με το διήγημα «Στον Τόπο του». Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας αξιωματικός ο οποίος βρίσκεται στο αλβανικό μέτωπο. Αρνείται να σκοτώσει έναν φαντάρο που παραβιάζει την πειθαρχία και αυτή η επιλογή του καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας. Η στάση του αυτή προκύπτει από την ηθική επιταγή του πατέρα του ο οποίος τον είχε δασκαλέψει πάντα να υπηρετεί και να προσέχει τους φαντάρους του. Ο φαντάρος θα αποδεικνύεται συνεχώς κατώτερος των προσδοκιών μέχρι που κατά την υποχώρησή τους θα διαπράξει ένα έγκλημα. Η ιστορία αυτή αυτόματα παραπέμπει στις ανάλογες υποθέσεις του Γκιακ, ενός βιβλίου που περιγράφει τη βία των ελληνικών στρατευμάτων στη μικρασιατική εκστρατεία. Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει την οπτική του Μπαρμπάτση είναι οι βαθιές εσωτερικές αντιθέσεις του ήρωα ο οποίος αναμετριέται διαρκώς με το διακύβευμα να σκοτώσει ή να μην σκοτώσει το φαντάρο. Στην πραγματικότητα, ο αξιωματικός αρνείται να προσαρμοστεί στη βαρβαρότητα και την σκληράδα των πολεμικών υποχρεώσεών του προσπαθώντας να υπερασπιστεί τις αξίες της αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ζωής. Για αυτόν τον λόγο, προσπαθεί να αποφύγει την περιττή βία και να δώσει δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες. Κάθε φορά όμως η απόφασή του να διαφυλάξει τον φαντάρο από μια βίαιη τιμωρία τον οδηγεί σε μεγαλύτερη, μέχρι που φτάνει τελικά στο φόνο. Από αυτήν την άποψη και ο συγκεκριμένος ήρωας βρίσκεται σε μια άρνηση απέναντι στην πραγματικότητα δεμένος με τις ηθικές του αρχές, σε μια δική του γέφυρα ανάμεσα στις αξίες της ειρήνης και του πολιτισμού και στις αξίες του πολέμου και της βαρβαρότητας.
Εάν λοιπόν υφίσταται ένα στοιχείο που συνενώνει τους ήρωες της «Λυκοχαβιάς» είναι η μεταιχμιακή τους κατάσταση. Οι συνθήκες μετάβασης δεν σκληραίνουν ούτε διαμορφώνουν δυνατούς ναρκισσιστές ανθρώπους, ικανούς να αντέχουν τις δυσκολίες, αλλά διαμορφώνουν ρευστές, ευάλωτες και συντεθλιμμένες προσωπικότητες, αδύναμες να προσαρμοστούν στη δύσκολη πραγματικότητα. Οι άνθρωποι που ενδιαφέρουν τον Μπαρμπάτση είναι τα θύματα των ναρκισσιστικών, σκληρών, βάρβαρων προσωπικοτήτων που παράγει η νεωτερική και παραδοσιακή ανδροκρατική κουλτούρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ηρωίδας στο διήγημα «Πεσκέσι», η οποία ουσιαστικά είναι θύμα της αγριάδας του πατέρα της, όταν αυτός δεν αναγνωρίζει τη σχέση της με τον αγαπημένο της και στο πλαίσιο του εμφυλίου πολέμου της φέρνει δώρο το κεφάλι του. Η επιλογή του συγγραφέα να εστιάσει στο θύμα καθιστά το έργο του αντιπροσωπευτικό της εποχής μας η οποία επιδιώκει να αναδείξει τους επιζώντες και τις επιζήσασες από τις κάθε λογής θηριωδίες των μοντέρνων καιρών.
Το κείμενο του Κώστα Παλούκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο