Τα θεμελιώδη -Δέκα κλειδιά για την πραγματικότητα
Frank Wilczek
μετάφραση: Ανδρέας Δημητρόπουλος
Κάτοπτρο, Αθήνα 2024| 294 σελίδες
Αυτά, που υπάρχουν, στην πραγματικότητα, είναι όσα δεν βλέπουμε, μας λέει ο Δημόκριτος.
Και ο Γουίλτσεκ -κάτοχος του Νόμπελ Φυσικής του 2004, για έρευνα στη θεωρητική φυσική που πραγματοποίησε σε ηλικία 21 ετών, ως μεταπτυχιακός φοιτητής- μας καλεί, με το τελευταίο του βιβλίο να γνωρίσουμε την πραγματικότητα. Μ’ όλο που είναι πολλοί οι κορυφαίοι φυσικοί, ίσως και ο ίδιος, που θεωρούν ότι η ενασχόληση με τη φιλοσοφία «βλάπτει σοβαρά την επιστήμη», η αλήθεια, νομίζω, είναι ότι, αν είναι «να γνωρίσουμε την πραγματικότητα», βρισκόμαστε ήδη (και) στην περιοχή της φιλοσοφίας -ιδίως της οντολογίας.
Η πραγματικότητα, δηλαδή, το είναι, η ύπαρξη, η ύλη και η μορφή, η «ποίηση» και η πράξη είναι το κατεξοχήν φιλοσοφικό αντικείμενο. Οι επιστήμονες, που το αμφισβητούν, είναι, «στην πραγματικότητα», και οι ίδιοι ακόλουθοι μιας φιλοσοφικής σχολής, έστω κι αν το αγνοούν. Συχνά, μάλιστα, πρόκειται για υψηλού επιπέδου φιλοσόφους.
Θέλω να πω με αυτό, ότι, όσο κι αν το νομίζουμε, ποτέ δεν ασχολούμαστε με τα «γυμνά δεδομένα». Η «θεωρία» παρεισφρέει ακόμη και στην πιο ακριβή παρατήρηση, ακόμα και στο πιο προσεγμένο πείραμα.
Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου του Γουίλτσεκ.
Υπάρχει πολύς χώρος. Υπάρχει πολύς χρόνος. Υπάρχουν πολύ λίγα συστατικά. Υπάρχουν πολύ λίγοι νόμοι. Υπάρχει πολλή ύλη και ενέργεια.
Τι και πώς υπάρχει, λοιπόν, είναι το περιεχόμενο του ερωτήματος για την πραγματικότητα.
Χώρος, χρόνος, συστατικά, νόμοι. Όλα απαιτούν ακριβείς ορισμούς -και εδώ χωρίς την Φυσική, δουλειά δεν γίνεται.
Από την άλλη, η φιλοσοφική επιμονή στη σημασία είναι πάντα χρήσιμη. Για παράδειγμα, στη διατύπωση «υπάρχει πολλή ύλη και ενέργεια», είναι εύλογο να σημειώσουμε ότι η διάκριση μεταξύ ύλης και ενέργειας είναι, στην ουσία, αυθαίρετη. Ο λόγος είναι πως η ύλη είναι φιλοσοφική κατηγορία και όχι επιστημονική έννοια. Η ενέργεια δηλαδή είναι κι αυτή μορφή ύλης. Αντί της ύλης, η έννοια, που φαίνεται πως υποδηλώνεται στη σύζευξη της διατύπωσης είναι -μάλλον- η μάζα.
Προφανώς, η τελευταία παρατήρηση δεν είναι «διορθωτική», αλλά διευκρινιστική της σημασίας των εννοιών -και εδώ, χωρίς την (αναλυτική, εν προκειμένω) φιλοσοφία, δουλειά δεν γίνεται.
Ας δούμε για παράδειγμα το ζήτημα της προοπτικής, ως προς την πραγματικότητα.
Γράφει ο Γουίλτσεκ:
Η κβαντική μηχανική αποκαλύπτει ότι, τελικά, δεν μπορείς να παρατηρείς κάτι χωρίς να το μεταβάλλεις. Καθένας μας λαμβάνει μοναδικά σήματα από τον εξωτερικό κόσμο. Φανταστείτε ότι εσείς και ένας φίλος σας κάθεστε μαζί σε ένα πολύ σκοτεινό δωμάτιο, παρατηρώντας ένα πολύ αχνό φως. Εξασθενήστε το φως πάρα πολύ -καλύπτοντάς το, φερ’ ειπείν, με στρώσεις υφάσματος. Στο τέλος, τόσο εσείς όσος και ο φίλος σας, θα βλέπετε μόνο διαλείπουσες αναλαμπές. Αλλά θα τις βλέπετε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Το φως αποσυντέθηκε σε διακριτά κβάντα, και τα κβάντα δεν είναι δυνατόν να τα μοιράζεστε από κοινού. Στο θεμελιώδες αυτό επίπεδο αντιλαμβανόμαστε διαφορετικούς κόσμους (σελ. 18).
Ακόμη όμως και χωρίς την κατάδυση στα βάθη της κβαντικής, μένοντας στο δικό μας «κλασσικό» χωρόχρονο, καθένας μας «βλέπει τον κόσμο» από μια μοναδική θέση: εδώ που βρίσκομαι εγώ τώρα δεν μπορεί να βρίσκεται κανείς άλλος «τώρα».
Σημαίνει αυτό πως η πραγματικότητα είναι υποκειμενική; Με άλλα λόγια, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα, καθορίζει την ίδια την πραγματικότητα; Εδώ υπάρχει ένα απεριόριστο πεδίο, το οποίο παρέχει τροφή για σκέψη στο διηνεκές.
Ακόμη και στα «προφανή» παρεισφρέει η παραδοξότητα. Ποια είναι η ιδέα που έχετε για τον χώρο; Ενός κενού δοχείου, μέσα στο οποίο είναι ή συμβαίνουν -άλλη μια διαφιλονικούμενη διάζευξη- τα πράγματα;
Η ιδέα του κενού δοχείου όπου εμπεριέχεται ο κόσμος, δεν είναι όσο αφελής φαίνεται στους πιο «ειδήμονες». Απόδειξη ότι είναι η εικόνα που υιοθετούσε ο ίδιος ο Νεύτων. Ένα άπειρο δοχείο μέσα στο οποίο βρίσκονται τα πάντα που υπόκεινται στο «βλέμμα του Θεού»: που «αντιλαμβάνεται» τον κόσμο ως (άπειρο) όλον και διαμιάς.
Σήμερα ξέρουμε πως ο χώρος «δεν είναι έτσι». Όπως δεν είναι και μια -υπερβατολογική- μορφή της εποπτείας, όπως υποστήριζε ο Καντ: δεν βρίσκεται «μέσα στο μυαλό μας», αλλά έχει, χωρίς αμφιβολία, αντικειμενική υπόσταση.
Μακριά από το να είναι ένα «τίποτε», που περιέχει τα πάντα, μετά τον Αϊνστάιν, ξέρουμε πως είναι ένα είδος «σκληρού», δύσκαμπτου υλικού. Μια δυναμική οντότητα, που κινείται η ίδια· που τα σημεία της μπορούν να πλησιάζουν ή να απομακρύνονται. Προσοχή! Δεν αναφέρομαι στο πλησίασμα ή την απομάκρυνση των «περιεχόμενων» αντικειμένων, αλλά σημείων του χώρου. Η γενική σχετικότητα δείχνει τον χώρο ως ένα «πράγμα», που διαστέλλεται, συστέλλεται, συστρέφεται κι απλώνεται διαρκώς. Μέσα σε τι; Ερώτημα χωρίς νόημα, όπως εύκολα καταλαβαίνουμε.
Είναι και η κβαντική, όμως. Σύμφωνα με την οποία, ο χώρος είναι ένα είδος τρεμάμενου ζελέ, σε διαρκή κίνηση. «Όταν η απόσταση μεταξύ δύο σημείων δεν είναι πολύ μικρή, οι κβαντικές διακυμάνσεις της απόστασης προβλέπονται ως αμελητέο κλάσμα της ίδιας της απόστασης […] Όταν, όμως, […] εστιάσουμε σε αποστάσεις της τάξης [των 0.00000000000000000000000000000000001 μέτρων (35 ψηφία πίσω από την υποδιαστολή, μήκος Planck)], τότε οι τυπικές διακυμάνσεις της απόστασης μπορεί να είναι εξίσου μεγάλες, ή και μεγαλύτερες, από την απόσταση καθεαυτή» (σελ. 61).
Παρόμοια είναι τα πράγματα και για τον χρόνο. Καλύτερα ωστόσο να πάψουμε να μιλάμε για χώρο και χρόνο και να υιοθετήσουμε την αναφορά στην αληθή οντότητα του χωροχρόνου.
Παρόλο που το πείραμα σε αυτά τα βάθη είναι εντελώς αδύνατο -κι ίσως θα μείνει έτσι για αιώνες- ο Γουίλτσεκ δεν μπορεί να αντισταθεί στην ιδέα ότι ο χωροχρόνος δεν διαφέρει ουσιαστικά από την «ύλη». Ο χωροχρόνος λοιπόν αποτελείται από τεράστιο πλήθος ταυτόσημων δομικών μονάδων, από «σωματίδια χωροχρόνου». Ο ίδιος είναι κβαντωμένος, όχι συνεχής. Με τους όρους του μεγάλου Δημόκριτου και το κενό αποτελείται από «άτομα».
Να πώς αναρωτιέται ο συγγραφέας, έχοντας δεδομένη την καταφατική απάντηση:
Μπορούμε να θεωρήσουμε τον ίδιο τον «κενό χώρο» ως υλικό, του οποίου τα οιονεί σωματίδια δεν είναι παρά εκείνα, που εμείς νομίζουμε ως τα «θεμελιώδη σωματίδια;» (σελ. 113).
Μπορούμε.
Αυτός είναι ένας εύλογος τρόπος, μάλιστα, για να καταλάβουμε την μυστηριώδη, αλλά αναμφίβολα υπάρχουσα, «σκοτεινή ενέργεια», η οποία καθορίζει απολύτως την ίδια τη μοίρα του Σύμπαντος. Που καθορίζει, δηλαδή, αν θα τελειώσει μέσα στο απόλυτο κρύο, στην τρομερή «φωτιά» ή με «άλλον τρόπο».
Ή, με τα λόγια του Έλλιοτ, αν θα τελειώσει με έναν κρότο ή με έναν λυγμό.
Ο Γουίλτσεκ μας δείχνει πως η μεγάλη επιστήμη είναι μεγάλη τέχνη και μεγάλη φιλοσοφία.
Το κείμενο του Χρήστου Λάσκου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο