Κριτική Τεύχος #14

Τέχνη, απελευθερώνοντας τη μορφή της ύλης

Ο Ερνστ Μπλοχ διερευνά τη σχέση μεταξύ ύλης και μορφής στην καλλιτεχνική δημιουργία, υποστηρίζοντας ότι η τέχνη δεν αντιγράφει απλώς την πραγματικότητα, αλλά αποκαλύπτει τις λανθάνουσες δυνατότητες της ύλης, δίνοντάς τους μορφή και ολοκλήρωση.

Το παρακάτω κείμενο του Ερνστ Μπλοχ,[1] που μετέφρασε στα ελληνικά η Χρύσα Κατσογριδάκη, διερευνά τη σχέση μεταξύ ύλης και μορφής στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι η τέχνη δεν αντιγράφει απλώς την πραγματικότητα, αλλά αποκαλύπτει τις λανθάνουσες δυνατότητες της ύλης, δίνοντάς τους μορφή και ολοκλήρωση. Μέσα από αναφορές σε φιλοσόφους όπως ο Αριστοτέλης, ο Αβικέννας και ο Χέγκελ, ο Μπλοχ παρουσιάζει την τέχνη ως μια διαδικασία απελευθέρωσης, όπου ο καλλιτέχνης λειτουργεί ως δημιουργός που φέρνει στο φως την «αλήθεια» που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στην ύλη.

Η ανθρώπινη εργασία σταθερά προάγει την τρέχουσα ύπαρξη. Μετασχηματίζει τα αντικείμενα ανακατευθύνοντάς τα ή προωθώντας τα κανονικά για τους δικούς μας σκοπούς. Η εργασία της καλλιτεχνικής διαμόρφωσης διαφέρει από αυτήν μόνο ως προς τη φύση του σκοπού, ενός διασκεδαστικού και σημαντικού σκοπού, προς τον οποίο αναπτύσσει αυτό που έχει αδράξει. Καθώς αυτός ο διασκεδαστικός και σημαντικός σκοπός εμφανίζεται πάντοτε σε ένα ουσιωδώς αποσαφηνισμένο ή αναβαθμισμένο θέμα, είναι αναγκαία και εδώ μια αναφορά σε αυτό που ο Αβικέννας ονόμασε προ-διάθεση της ύλης. Πλήρως εναρμονισμένη με την παράδοση της ύλης η οποία εγκυμονεί μορφές και πρόκειται να απελευθερωθεί περαιτέρω, είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο μια δήλωση του Λέσσινγκ. Ο ζωγράφος στην Εμίλια Γκαλότι, ο οποίος φέρνει στον πρίγκιπα τον πίνακα που έχει παραγγείλει, εκφράζει τη γνώμη του ίδιου του Λέσσινγκ, και μάλιστα με αυτά τα λόγια που θυμίζουν τον Αριστοτέλη και ακόμη περισσότερο τους Αβικέννα και Αβερρόη: «Η τέχνη πρέπει να ζωγραφίζει τον πίνακα, όπως τον συνέλαβε η εύπλαστη φύση –εάν αυτή υπάρχει– : χωρίς τη σπατάλη που το ανθεκτικό υλικό κάνει αναπόφευκτη, χωρίς τη φθορά με την οποία την πολεμά ο χρόνος».[2] Το ανθεκτικό υλικό, είναι η ύλη του «κατά το δυνατόν είναι» [Nach-Möglichkeit-Seins], που λαμβάνεται ως διαταραχή ή αναστολή· αλλά η φερόμενη ως εύπλαστη φύση, που συλλογίζεται την εικόνα της, είναι η ύλη του «εν δυνάμει είναι» [In-Möglichkeit-Seins], την οποία πραγματοποιεί περαιτέρω ο καλλιτέχνης. Και μάλιστα –κάτι που παραπέμπει απευθείας στην αριστοτελική αριστερά– όχι ως παθητική αλλά ως ενεργητική ύλη, δηλαδή ως natura naturans, η οποία πραγματοποιεί στον καλλιτέχνη τη δική της δύναμη και δυνατότητα. Η τρέχουσα ύπαρξη δεν ζωγραφίζεται επομένως με δουλοπρέπεια, ούτε παραβιάζεται από μια αποτυπωμένη μορφή, αντίθετα αυτό που ενυπάρχει στην ύλη της, το οποίο μπορεί να μην έχει πλήρως ωριμάσει, οδηγείται στην ολοκλήρωσή του μέσα από την τέχνη. Σύμφωνα με την αβερροϊκή ρήση του Λέσσινγκ, όλη η τέχνη είναι εύπλαστη, διαρκώς εξελισσόμενη εργασία, στο διαμορφωμένο υλικό, όπως και στο διαμορφωμένο θέμα του αντικειμένου. Πράγματι, τόσο διαφορετικοί και διαφορετικής βαθμίδας στοχαστές όπως ο Σοπενχάουερ και ο Χέγκελ συμφωνούν στην ιδέα της καλλιτεχνικής απελευθέρωσης της μορφής μέσα από την πλούσια σε μορφές ύλη. Και οι δύο, ωστόσο, το κάνουν με μια σχετική υποβάθμιση της φύσης, με τη μετατροπή του καλλιτέχνη σε ό,τι έχει απομείνει από το «dator formarum». Έτσι ισχυρίζεται ο Σοπενχάουερ για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα ότι «λες και καταλαβαίνει τα μισόλογα της φύσης και ύστερα εκφράζει καθαρά αυτό που εκείνη μόνο τραυλίζει, αποτυπώνει την ομορφιά της μορφής πάνω στο σκληρό μάρμαρο, την αντιπαραθέτει στη φύση, λες και της φωνάζει: «Αυτό ήθελες να πεις!» και το «Ναι, αυτό ήταν!» αντηχεί ως απάντηση από τον ειδήμονα».[3] Ο Χέγκελ, ωστόσο, παρά την επιφυλακτικότητά του απέναντι στην αδιαμόρφωτη ακόμη ομορφιά της φύσης, ομολογεί με τον τρόπο του Λέσσινγκ: «Όπως λέγεται για την επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, ότι, σε αντίθεση με το ζώο, η παλλόμενη καρδιά είναι παντού ορατή, με την ίδια έννοια μπορεί να ειπωθεί για την τέχνη ότι πρέπει να μετασχηματίζει αυτό που εμφανίζεται σε όλα τα σημεία της επιφάνειάς της στο μάτι. Έτσι μπορεί να ειπωθεί για την τέχνη ότι μετατρέπει κάθε μορφή της σε ένα πανόπτη Άργο, έτσι ώστε η εσωτερική ψυχή και η πνευματικότητα να φαίνονται σε κάθε σημείο».[4] Αυτός ο ορισμός περιγράφει επίσης με σαφήνεια ένα είδος καλλιτεχνικής έκφρασης του λανθάνοντος περιεχομένου της μορφής. Αυτό είναι σύμφωνο με ένα αισθητικό ιδεώδες, το οποίο όμως είναι εγγενώς προδιαγεγραμμένο στο ενεργό φαινόμενο.

Έτσι, ο νεότερος καλλιτέχνης εμφανίζεται ως η δύναμη που απελευθερώνει και ολοκληρώνει ταυτόχρονα. Με τέτοιο τρόπο ώστε αναδεικνύει καθαρά και ευδιάκριτα και αποκαλύπτει την μορφή που είναι εμμενής στην ύλη. Η μορφή, η «πνευματικότητα», ταυτίζεται έτσι με τον εμμενή-εντελεχειακό τύπο των πραγμάτων, των χαρακτήρων, των καταστάσεων. Ο Αβικέννας είχε αποκαλέσει τη μορφή «φλογερή αλήθεια» της ύλης, ο Αβερρόης επέτρεψε σε αυτή την αλήθεια να αναδυθεί εντός της ύλης μέσω μιας «κυκλικής κίνησης των ουρανών». Στην αριστοτελική αριστερά, ωστόσο, όπως και στον Τζιορντάνο Μπρούνο, ο καλλιτέχνης εντοπίζεται μόνο ως οικουμενική ή πανθεϊστική natura naturans, όχι ως άτομο. Η έμφαση στον ίδιο τον καλλιτέχνη ως την τελειοποιητική κινητήρια δύναμη ήρθε στη σύγχρονη εποχή μόνο μέσω του μεγάλου ουμανιστή Ιουλίου Καίσαρα Σκάλιγκερ· ωστόσο, ο Σκάλιγκερ συνδέθηκε επίσης με τον νατουραλισμό της Πάδοβας, το προπύργιο του Αβερροϊσμού. Στην επιδραστική «Ποιητική» του (1561), ο Σκάλιγκερ όρισε τον ποιητή ως κάποιον που δεν μιμείται τη φύση «σαν ηθοποιός», αλλά συνεχίζει να τη δημιουργεί, την ολοκληρώνει, «σαν άλλος θεός», δηλαδή σαν Προμηθέας· με τέτοιο τρόπο ώστε το τυπικό-πραγματικό να αναδύεται από το υπάρχον, «χωρίς εμπόδια». Το τυπικό-πραγματικό είναι το «είδος» [species], δηλαδή η προκαθορισμένη εντελεχειακή μορφή· αν τεθεί επομένως με τρόπο αβερροϊστικό: «In ipsis naturae normis atque dimensionibus univer sa perfectio est».[5]Στο πλαίσιο του καλλιτέχνη-Προμηθέα του Σκάλιγκερ, αυτό σημαίνει ότι: το ωραίο της τέχνης πρέπει δημιουργικά να μορφοποιήσει την τελειότητα που υποδεικνύουν οι νόρμες και οι διαστάσεις της ύλης. Εδώ, και ακόμη περισσότερο στις συνέπειες της φράσης του Λέσσινγκ, βρίσκεται η αισθητική ωριμότητα της αριστοτελικής αριστεράς, δηλαδή η καλλιτεχνική θεωρία για την ύλη που εγκυμονεί τη μορφή. Ταυτόχρονα, όσον αφορά το επιδιωκόμενο τυπικό, αυτό είναι συνέπεια της αριστοτελικής πρότασης ότι η ποίηση είναι πιο φιλοσοφική από την ιστοριογραφία, επειδή δείχνει περισσότερο το αντικειμενικά έγκυρο (την πλήρη ενότητα του γεγονότος), σε αντίθεση με την ιστοριογραφία που δείχνει περισσότερο το μεμονωμένο. Σε αυτήν, τέλος, συγκαταλέγεται ο αριστοτελισμός του Γκαίτε (στα «Δοκίμια του Ντιντερό για τη ζωγραφική»),[6] όταν εκείνος δεν απεικονίζει ως εξής τη φύση, αλλά αναπτύσσει περαιτέρω αυτό που είναι εμμενές: «Και έτσι ο καλλιτέχνης, ευγνώμων προς τη φύση, η οποία παρήγαγε και εκείνον, της επιστρέφει μια δεύτερη φύση, αλλά μια αισθητή, μια νοούμενη, μια ανθρώπινα τελειοποιημένη φύση». Από αυτές τις αναμνήσεις, επίσης, γίνεται σαφές: το καθήκον της ανοιχτής εντελέχειας, η οποία τοποθετείται ορθά στις βάσεις της, δεν έχει ολοκληρωθεί, τουλάχιστον όσον αφορά τον αισθητικό ρεαλισμό, που τόσο πολύ διαφέρει από την ηλιθιότητα της αντιγραφής όσο και από τα ψέματα της ωραιοποίησης. Η τέχνη που δημιουργεί είναι αυτή που, καθώς αναγνωρίζει το τυπικό και το σημαντικό, και καθώς πυροδοτεί και ενθαρρύνει το απραγματοποίητο δυνατό μέσα στο ενεργά πραγματικό, προσχηματίζεται ως ένα ρεαλιστικό ιδεώδες. Και γι’ αυτό η έννοια της μορφής της ύλης, όπως την έφερε στη φυσιοκρατική μνήμη ο Αβικέννας, απαιτεί μια ευρύτερη αριστερή φιλοσοφία ως φιλοσοφία της διαλεκτικής-υλιστικής τάσης και του λανθάνοντος ταυτόχρονα. Ομοίως και εδώ: η μήτρα της ύλης δεν έχει ακόμη εξαντληθεί με ό,τι έχει πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα· οι σημαντικότερες μορφές ύπαρξης της ιστορίας και της φύσης της βρίσκονται ακόμη στη λανθάνουσα κατάσταση της πραγματικής δυνατότητας. Αυτό το πλέον σημαντικό πράγμα, διαμεσολαβημένο ιστορικά, εμφανίζεται ως ένα ρεαλιστικό ιδεώδες και μάλιστα ως ένα ιδεώδες που ενυπάρχει στην, ανοιχτή προς τη δυνατότητα, πραγματικότητα, δηλαδή στην ημιτελή ύλη. Το εν δυνάμει ον έχει περισσότερο από αρκετό χώρο για το ρεαλιστικό ιδεώδες· η μορφή του είναι μόνο αυτό, το οποίο ο Αβικέννας ονόμαζε «η φλογερή αλήθεια της ύλης». Αυτό παραπέμπει στη φωτιά του Ηράκλειτου, όχι ως «ουσία» των πραγμάτων, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε τα πράγματα να βρίσκονται στη φωτιά σαν να πρόκειται για εστία, και έτσι η ουσία της ύλης τους να βράζει και να ωριμάζει. 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Αναδημοσίευση

Το περιοδικό Μarginalia σε εξαιρετικές περιπτώσεις αναδημοσιεύει κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων μετά από συνεννόηση με τους εκδότες/τις εκδότριες και τους/τις συγγραφείς ή μεταφράστριες/μεταφραστές τους.

Σχετικά με τον συντάκτη

Χρύσα Κατσογριδάκη

Η Χρύσα Κατσογριδάκη είναι υποψήφια διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Είναι απόφοιτος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στην πολιτική φιλοσοφία από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και έχει εργαστεί ως κοινωνιολόγος με έμφαση στην έρευνα και την αντιμετώπιση της έμφυλης και της ενδοοικογενειακής βίας. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία, στη φιλοσοφική σκέψη του Μαρξ, στην κριτική θεωρία της σχολής της Φρανκφούρτης, σε ζητήματα φύλου και πολιτικής, στην ιστορία της ουτοπικής σκέψης και στην αισθητική θεωρία.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange