Κριτική Τεύχος #14

Αναζητώντας τους καταγωγικούς μας μύθους: οι νταλίκες της Ελλάδας μέσα από τα μάτια της Άννης Σιμάτη

Βρίσκω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, τόσο από τη θέση ενός ατόμου που έχει επιλέξει να ασχοληθεί με την έρευνα πάνω σε ζητήματα φύλου, αλλά και από τη θέση μίας βιωματικής, συν-αισθηματικής σχέσης με το αντικείμενο έρευνας της Άννης, την αρρενωπότητα και τις πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας.

Οι Νταλίκες και τα Γυναικάκια τους: Πολιτικές της Γυναικείας Ομοερωτικής Επιθυμίας
Άννη Σιμάτη
Futura 2022 | 224 σελίδες

 

Η ανάγκη μου να μιλήσω για το βιβλίο της Άννης Σιμάτη, «Οι Νταλίκες και τα Γυναικάκια τους: Πολιτικές της Γυναικείας Ομοερωτικής Επιθυμίας» απορρέει από τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους νιώθω να σχετίζομαι με αυτό. Βρίσκω τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, τόσο από τη θέση ενός ατόμου που έχει επιλέξει να ασχοληθεί με την έρευνα πάνω σε ζητήματα φύλου, αλλά και από τη θέση μίας βιωματικής, συν-αισθηματικής σχέσης με το αντικείμενο έρευνας της Άννης, την αρρενωπότητα και τις πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας. Δεν μπορώ να μην δω κάτι από τον εαυτό μου και από τα άτομα που απαρτίζουν τους κοινωνικούς, πολιτικούς και ακαδημαϊκούς μου κύκλους. Μιλάω γι’ αυτό γιατί βλέπω την ίδια την Άννη μέσα σε αυτό το βιβλίο και, διεκδικώντας μία θέση στον ακαδημαϊκό χώρο της ανθρωπολογίας, με ενδιαφέρει να υποστηρίξω τόσο επιστημολογικά, όσο και πολιτικά, την διανοητική πρακτική και τις εθνογραφίες που περιλαμβάνουν κάτι από εμάς, που μας αγγίζουν, μας κινούν και μας συγκινούν, και έτσι παράγουν θεωρία.

Το κείμενο της Άννης είναι μια τέτοια εθνογραφία, μια εθνογραφία που αγγίζει ακριβώς το όριο μεταξύ θεωρίας και βιώματος: όταν αναφέρεται στην Τσβέκτοβιτς και την διανοητική ζωή ως στρατηγική επιβίωσης, μιλάει για τους τρόπους με τους οποίους γυρνάμε στη θεωρία προκειμένου να βγάλουμε νόημα για τις ζωές μας. Θυμίζει την κατανόηση της θεωρίας ως απελευθερωτικής πρακτικής της Μπελ Χουκς, που λέει πως ήρθε στη θεωρία απελπισμένη, έφερε σε αυτήν την πόνο της και αναζήτησε εντός της την θεραπεία, την φροντίδα. Η Άννη μιλάει για την ανάγκη να φροντίσει τις συνομιλήτριές της, όταν οι συζητήσεις αγγίζουν θέματα προσωπικά, ευαίσθητα και κάποιες φορές τραυματικά, και νομίζω ότι με τον τρόπο αυτό, φροντίζει και τις/τους αναγνώστριες/ες της.

Η θεματική του «αγοροκόριτσου», το κεφάλαιο με τίτλο «Αφηγήσεις των αγοροκόριτσων: μεγαλώνοντας (σ)το όριο (και το όριο) του αντρικού και του γυναικείου» αγγίζει ευαίσθητες περιοχές της ζωής των συνομιλητριών. Μιλάει για το αίσθημα του ανήκειν και τις κοινότητες/αποκλεισμούς που συγκροτούν τα παιδιά, τους τρόπους που εκφράζεται η επιθυμία εντός ενός έμφυλου συστήματος, για τη σημασία του σώματος και της ανατομίας, για την τελετουργία της ονοματοδοσίας και τη σημασία του ονείρου. Μέσα από αυτούς τους άξονες, αποτυπώνει τις εμπειρίες που συγκρότησαν την ταυτοτητα και το αίσθημα του φύλου των συνομιλητριών της.

Ο πρώτος άξονας που αναπτύσσεται στη θεματική αυτή αφορά στο ζήτημα της ετερότητας. Οι συνομιλήτριες περιγράφουν τις απόπειρες κοινωνικοποίησης σε παρέες αγοριών και την προτίμησή τους για αγορίστικα παιχνίδια, και το αίσθημα, με τα λόγια της μίας, «πως δεν κολλάω με κανένα από τα δύο (φύλα)». Μαζί, είναι η εμφάνιση των πρώτων αισθημάτων ερωτικής επιθυμίας η οποία, παραθέτω, «τις περισσότερες φορές αφορά κορίτσια, είναι δηλαδή σύμφωνα με την ετερόφυλα δομημένη ελληνική κοινωνία – μια αγορίστικη επιθυμία». Αλλά και μια ασυμβατότητα ανάμεσα στην δική τους αίσθηση του φύλου και στον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτά κοινωνικά: «έπαιζαν φάσεις που θεωρούσα τον εαυτό μου αγοράκι», λέει  μία από αυτές. Στην παιδική ηλικία, η Άννη παρατηρεί «μια αρχική αίσθηση ετερότητας είναι ήδη αντιληπτή, το φύλο βιώνεται περισσότερο ως σύνολο πρακτικών παρά ανατομικών διαφορών». Αυτό αλλάζει στην εφηβική ηλικία, όπου τα βιολογικά/οργανικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο φύλο εντείνονται, με πιο χαρακτηριστική την έλευση της περιόδου. Τότε το αίσθημα της ετερότητας από το ιδανικό της ετεροφυλοφιλίας γίνεται περισσότερο διαρκές και επίπονο και η περίοδος αυτή αποτελεί μία βίαιη ψυχική εμπειρία. 

Οι επόμενοι άξονες της θεματικής επικεντρώνονται γύρω από την επιθυμία και το σεξ: την επιρροή της έμφυλης διαφοράς για την κινητοποίηση της επιθυμίας, τη σημασία της ανατομίας, την εννοιολόγηση της ομοφυλοφιλίας και της λεσβιακότητας. Μιλώντας για λεσβιακά ζευγάρια, η έμφυλη διαφορά δεν αναφέρεται στο σώμα. Εξηγεί: «η έμφυλη διαφορά αποσωματικοποιείται […] Τα μαλλιά, το ντύσιμο, οι σεξουαλικές πρακτικές, στοιχεία του κοινωνικού φύλου, αποτελούν τις ψηφίδες που συγκροτούν τον ανδρισμό, κάνοντάς τον αναγνωρίσιμο από την άλλη». Οι συζητήσεις για την επιθυμία ανοίγουν ζητήματα έμφυλων ρόλων που εναλλάσσονται ή μένουν σταθεροί, πώς ταυτίζονται με και απομακρύνονται από την επιτέλεση του ανδρισμού οι ρόλοι της ενεργητικής-παθητικής. Έτσι, οι συνομιλήτριές της έχουν τον χώρο να μιλήσουν για το πώς «έρχεται η ισορροπία» μέσα από την ανάγκη για διαφορά στους ρόλους που επιτελούνται μέσα σε ένα ζευγάρι, πώς λειτουργεί η φαντασίωση στη συγκρότηση αυτής της επιθυμίας.  Δεν ξεφεύγουν πάντα από στερεοτυπικές αξιολογήσεις της επιθυμίας αυτής, συνδέοντας την παθητικότητα με την αδυναμία, ή εκφράζοντας την πεποίθηση πως «μια σχέση Μπουτς και Φαμ δεν είναι και απόλυτα ισότιμη». Παραθέτω: «όπως αξιολογείται αρνητικά η αποκλειστική σεξουαλική παθητικότητα, όριο αποτελεί και η αποκλειστική ενεργητικότητα…» Το ιδανικό της ανέγγιχτης Μπουτς, της stone butch, μπορεί να μην υφίσταται ως όρος εδώ, η πρακτική όμως δεν είναι άγνωστη, αλλά θεωρείται από πολλά υποκείμενα της έρευνας ξεπερασμένη. 

Συζητώντας τα όρια του τι είναι διανόησιμο ως σεξουαλική πρακτική για μια γυναίκα και τι για μια «νταλίκα», η Άννη αναρωτιέται, μαζί με τον Τζακ Χάλμπερσταμ, «τι σημαίνει να επιτελείς μία σεξουαλική πρακτική της οποίας ο χρόνος θεωρείται πως έχει περάσει».  Η συζήτηση αυτή φτάνει και στην χρήση sex toys και συγκεκριμένα των ντίλντο, που στα ελληνικά καταστήματα αποδίδεται ως ομοίωμα πέους: η χρήση του δεν αποσυνδέεται πλήρως με την επιτέλεση ενός «ανδρικού» ρόλου, αφού συζητιέται με μία ανησυχία, που έχει τόσο να κάνει με την εξουσία που θεωρείται πως αναλογεί (με τον φόβο ότι θα δράσουν ως «φαλλοκράτες άνδρες» ή πως θα έχουν μία ισχύ που δεν θέλουν να συνηθίσουν) αλλά και με την αίσθηση πως πρόκειται για μία ύλη εκτός τόπου, ασύνδετη με ένα σώμα που διαβάζεται ως γυναικείο. Σε αυτά τα σημεία, η Άννη συμπεραίνει πως φαίνεται ότι, και παραθέτω, «τα σύνορα του φύλου χαράζονται στα σώματα, στα περιγράμματα και στις λειτουργίες τους και δεν υπάρχει χώρος για εύκολη κυκλοφορία». Ανοίγοντας αυτό το φάσμα ζητημάτων γύρω από την επιθυμία, το σώμα και το σεξ, οι συνομιλήτριες της Άννης βρίσκουν έναν πολύτιμο χώρο να μιλήσουν για πράγματα που με τα λόγια της Έλλης, «δεν είναι έτοιμη ακριβώς να βάλει σε λόγια»: για πράγματα, δηλαδή, που βιώνονται με το σώμα, που είναι ταμπού, που φέρουν εξουσία που έχει χαραχτεί πάνω τους. 

Η τελευταία ενότητα μιλά για διαβατήριες τελετουργίες, για τελετουργικά αναγνώρισης/συγκρότησης της έμφυλης ταυτότητας: τέτοιο είναι το όνειρο που είδε μία πληροφορήτρια με τη φιγούρα του ερμαφρόδιτου, τέτοιες είναι και οι πρακτικές ονοματοδοσίας με τις οποίες πολλες συνομιλήτριες αποκτούν ένα δεύτερο, ανδρικό όνομα. Το όνειρο αποτελεί έναν τρόπο η συνομιλήτρια να αναγνωρίσει το όριο που η ίδια ενοικεί με την έμφυλη ταυτότητά της. H απόδοση ενός ανδρικού ονόματος είναι η αναγνώριση της ταυτότητας: ένα υποκείμενο της έρευνας, εξηγεί πως «όταν δίνεις όνομα σε κάτι το κάνεις και υπαρκτό». Ετσι, οι τελετουργίες αυτές δρουν για τις συνομιλήτριες δίνοντας εξήγηση, χώρο και νομιμοποίηση στις εμπειρίες διάστασης και ασυμφωνίας μεταξύ ταυτότητας και αίσθησης φύλου, σεξουαλικότητας και κοινωνικοποίησης. Με αυτές μπαίνουν με τους όρους της Μπάτλερ, όπως την παραθέτει η Άννη, «σε μία γλώσσα που θεσπίζει τα όρια της πραγματικότητας και με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα ύπαρξης». Συμπερασματικά, το κεφάλαιο αυτό μιλά τις εντάσεις με τις οποίες βιώνεται η έμφυλη ταυτότητα του «θηλυκού ανδρισμού» από τα υποκείμενα της έρευνας. 

Συμπεριλαμβάνοντας στην έρευνα και τρανς ανδρισμούς πέρα από τις «νταλίκες», η έρευνα της Άννης καταφέρνει να μιλά γι’ αυτήν την ταυτότητα χωρίς να την ουσιοποιεί. Αναδεικνύει την ιστορία αυτής της ταυτότητας, τις ταξικές της καταβολές, τη συνομιλία, αλλά και την απόσταση από την ταυτότητα της Μπουτς όπως έχει επικρατήσει κυρίως στο βορειοαμερικανικό συγκείμενο: σκιαγραφεί αυτήν την ταυτότητα αναγνωριζοντας τα ορια της αλλα δινει και την δυνατοτητα να γινει διανοητή η υπέρβασή της. Στην έρευνά της, η συγγραφέας τοποθετεί την ταυτότητα της νταλίκας στο ιστορικό της συγκείμενο και έτσι μιλάει για την ένταση του να ενοικείς μια ταυτότητα που ιδώνεται σαν να ανήκει στο παρελθόν. Μέσα από αυτήν την ταυτότητα, μιλά για τα όρια του φύλου, τις εμπειρίες ατόμων που δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους στις άκαμπτες κατηγορίες του έμφυλου ετεροσεξιστικού διπόλου. Δίνει χώρο για την οικειοποίηση μιας αρρενωπότητας που δεν είναι μόνο κυριαρχική και που ο ακαδημαϊκός φεμινισμός εν πολλοίς περιθωριοποίησε ως στερεοτυπική ή ξεπερασμένη. Με τον τρόπο αυτό, η δουλειά της γίνεται πολύτιμη (και για μένα προσωπικά ήταν πολύ) για να αποτυπώσει την ιστορία και τις εμπειρίες αυτών των ατόμων και ταυτόχρονα να δώσει την ευκαιρία σε άτομα που μπορεί να μην ταυτίζονται απαραίτητα με τη «νταλίκα», αλλά κάπως την καταλαβαίνουν, άτομα σαν κι εμάς, να αγκαλιάσουν τις εμπειρίες που έρχονται σε σύγκρουση με τα όρια του φύλου, να βρούμε, με τα λόγια της Άννης, έναν καταγωγικό μύθο και έναν τρόπο να μιλάμε για μας. 


Το κείμενο του Μελ επιμελήθηκε η Κατερίνα Σεργίδου

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Μελ

Το Μελ σπούδασε στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου και ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Φύλο, Κοινωνία, Πολιτική» στο ίδιο ίδρυμα. Αυτή τη στιγμή κάνει τις διδακτορικές του σπουδές στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στον τομέα της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Διεξάγει μια εθνογραφική έρευνα σε κουήρ και φεμινιστικές ομάδες αυτοάμυνας, διερευνώντας πρακτικές διαχείρισης της έμφυλης βίας, νοούμενης ως βίας προς θηλυκότητες και κουήρ υποκείμενα, στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Επαγγελματικά, ασχολείται με τον χώρο του κινηματογράφου και τη διοργάνωση φεστιβάλ, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο προτιμά να κάνει ποδήλατο ή βόλτες στη φύση με την καλύτερή του φίλη, τη σκυλίτσα του τη Λου.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange