– Κ. Κουτσαφτή, δραστηριοποιείστε στο χώρο των εκδόσεων ήδη από τη δεκαετία του ’70. Πώς και γιατί επιλέξατε τότε τη λογοτεχνία του φανταστικού ως πυρήνα της εκδοτικής σας δραστηριότητας;
Γ.Κ.: Η ενασχόλησή μου με το βιβλίο, σε επαγγελματική βάση, αρχίζει από το 1972–73, ως υπάλληλος σε διάφορους εκδοτικούς οίκους. Από το 1982 μεταπηδάω στην εκδοτική δραστηριότητα. Είναι ακριβώς εκείνη τη χρονική περίοδο που αρχίζει στην Ελλάδα το πολιτικό βιβλίο να «πέφτει», να μην έχει τόσο μεγάλη ανταπόκριση, ως αντανάκλαση της κρίσης του φοιτητικού και νεολαιίστικου κινήματος. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, ξεκινάμε μαζί με δυο άλλους φίλους προσπαθώντας να διαμορφώσουμε τον εκδοτικό προσανατολισμό μας.
Ποιο ήταν το σκεπτικό της προσέγγισης της ταυτότητας και του προσανατολισμού των εκδόσεων; Καταρχάς η σκέψη μας ήταν να στραφούμε στην κλασική λογοτεχνία, σε κείμενα τα οποία τα γνωρίζαμε αλλά είτε υπήρχαν σε συντομευμένη μορφή και συχνά με πρόχειρες ή και κακές μεταφράσεις, είτε τα γνωρίζαμε μέσα από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα. Οι εκδόσεις Ατλαντίδα εκείνη την εποχή είχαν βγάλει πάρα πολλές τέτοιες μεταφορές, όπως οι Τρεις Σωματοφύλακες κλπ. Πολλά έργα κλασικής λογοτεχνίας είχαν εκδοθεί σε μορφή κόμικ. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε μεταφράζοντας τα πλήρη κείμενα, σε σύγχρονη γλώσσα, προλογίζοντάς τα και παραθέτοντας βιβλιογραφικά στοιχεία, ώστε να έχει ο αναγνώστης μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Το πρώτο βιβλίο, λοιπόν, που βγάλαμε ήταν το Δόκτωρ Τζέκυλ και Κύριος Χάιντ του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον και ακολούθησε ο Δράκουλας του Μπραμ Στόουκερ, δύο κλασικά βιβλία του φανταστικού.
– Όπως είπατε, η περίοδος κατά την οποία εσείς εμπλέκεστε με τα εκδοτικά είναι μια περίοδος που σταματά να μεσουρανεί το πολιτικό βιβλίο. Πότε ακριβώς φθίνει αυτό και από ποια είδη αντικαθίσταται;
Γ.Κ.: Όταν κυριαρχούσε το πολιτικό βιβλίο, υπήρχε μια μονομέρεια. Πολιτικά δοκίμια, κλασικά κείμενα μαρξιστών διανοητών κλπ. Η λογοτεχνία θεωρούταν μέχρι τότε κάτι δεύτερο, ήσσονος σημασίας. Με την πτώση του πολιτικού βιβλίου, η λογοτεχνία φουντώνει και κατακυριεύει όλη την εκδοτική παραγωγή. Όλοι οι εκδότες κάνουν αισθητή στροφή την περίοδο ’84 -’86. Σ’ αυτή τη φάση, λοιπόν, βρισκόμαστε κι εμείς και προσπαθούμε να διαμορφώσουμε το στίγμα μας. Το επόμενο βήμα ήταν να προσεγγίσουμε το έργο του μεγάλου συγγραφέα τρόμου Χ. Φ. Λάβκραφτ.
Να πω επίσης ότι στο πρώτο ξεκίνημα ήμασταν τρεις συνεταίροι. Το δεύτερο χρόνο, το 1984, αποχωρούν οι δύο και μένω μόνο εγώ στις εκδόσεις Αίολος και συνεχίζω. Από εκείνο το διάστημα γίνεται πιο σταθερή η παρουσία στη φανταστική λογοτεχνία. Πρώτη επαφή γίνεται μετά από δύο-τρία χρόνια με το Μάκη Πανώριο, συγγραφέα, κριτικογράφο και εικονογράφο, ένας άνθρωπος που ασχολείται συστηματικά με το φανταστικό, ελληνικής και ξένης προελεύσεως από πολύ νωρίς και πλέον αποτελεί μια εμβληματική φυσιογνωμία για το χώρο στην Ελλάδα. Αποκτούμε από νωρίς μια πολύ στενή συνεργασία. Αμέσως μετά έρχεται η επαφή μας με το Θωμά Μαστακούρη, επίσης σημαντική μορφή της φανταστικής λογοτεχνίας και κουλτούρας, μεταφραστής πολλών βιβλίων και συγγραφέας. Η γνωριμία με αυτούς τους δύο ανθρώπους μας άνοιξε δρόμους στο φανταστικό και συνεργασία μας συνεχίζει ακόμα και σήμερα, άλλοτε πιο συστηματική και άλλοτε πιο αποσπασματική.
– Υπήρχε μια κοινότητα φίλων της λογοτεχνίας αυτής την οποία συμβουλευόσασταν; Αν όχι, δημιουργήθηκε στην πορεία; Και εάν ναι, τι σχέση διαμορφώσατε με αυτήν;
Γ.Κ.: Οι εξελίξεις που αναφέρω παραπάνω έδωσαν ένα σήμα και υπήρξε μια προσέγγιση ανθρώπων που τους ενδιέφερε η φανταστική λογοτεχνία. Από εκεί ήρθε το έναυσμα. Υπήρχαν από πριν αυτές οι ομάδες, κάποιοι όμιλοι ή ανεπίσημοι κύκλοι, αλλά ήταν πολύ κλειστοί και δεν είχαν δημόσια παρουσία, κάποιοι πολύ μικροί πυρήνες. Μετά το ’82-’85 αυτό αρχίζει να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Αλληλεπιδρούσαμε με αυτούς τους κύκλους, είχαμε επαφή, ακούγαμε τις προτάσεις τους.
– Η σκέψη να μετακινηθείτε προς τη λογοτεχνία του φανταστικού προϋπήρχε ή αποτέλεσε μια ανάγκη λόγω της μετατόπισης του αναγνωστικού κοινού; Είχατε εικόνα του συγκεκριμένου είδους; Υπήρξατε αναγνώστης του προτού το υπηρετήσετε ως εκδότης; Πώς επιλέξατε τους πρώτους σας τίτλους και γενικώς ποια είναι τα κριτήριά σας στην επιλογή τίτλων;
Γ.Κ.: Όχι, δεν προϋπήρχε ως σκέψη. Εγώ πέρασα σε επαγγελματική σταδιοδρομία στη φανταστική λογοτεχνία από αναγνώστης. Μέσα στην πορεία διαμορφώθηκε αυτή η κατεύθυνση. Το βασικό κριτήριο επιλογής τίτλων ήταν να πρόκειται για ολοκληρωμένες μεταφράσεις, με αναλυτικές βιβλιογραφικές αναφορές. Κι όταν πια επιλέξαμε την κατεύθυνση της φανταστικής λογοτεχνίας, τα κριτήρια παρέμειναν τα ίδια. Ανέκδοτα κείμενα ως επί το πλείστον, ολοκληρωμένα, με σωστή μετάφραση και κάποια συμπληρωματικά βιβλιογραφικά στοιχεία, προλόγους κλπ.
– Συναντήσατε δυσκολίες στην προσπάθειά σας να εδραιώσετε αυτό το είδος στη συνείδηση των αναγνωστών στην Ελλάδα και αν ναι, ποιες;
Γ.Κ.: Ήταν πάρα πολύ μεγάλες. Στην κοινή αντίληψη, όχι μόνο στην αγορά, αλλά και στην κοινότητα των διανοούμενων και των ανθρώπων του βιβλίου, το φανταστικό είχε καταχωρηθεί ως παραλογοτεχνία. Υπήρχε πολύ έντονα αυτή η διάκριση. Έγιναν πολλοί «αγώνες» για να γίνει μεταστροφή αυτής της αντίληψης. Μπορώ να πω ότι ακόμη και τώρα υπάρχουν -αλλά πολύ περιθωριακά- κάποιες τέτοιες ιδέες, ότι η φανταστική λογοτεχνία είναι παραλογοτεχνία, δεύτερο είδος. Την εποχή που ξεκινήσαμε ήταν πολύ πιο έντονη αυτή η τάση. Κάνοντας σωστή μεταφραστική δουλειά, επιλέγοντας σημαντικούς και καίριους τίτλους, θεωρούμε ότι συνεισφέραμε το λιθαράκι μας στην αλλαγή αυτής της αντίληψης. Χρειάστηκε πολλή δουλειά για να αντιστραφεί αυτό. Υπήρξαν πολλές εκδόσεις τίτλων φανταστικού με πρόχειρες μεταφράσεις και ανύπαρκτη επιμέλεια που δεν βοήθησαν στην καθιέρωση του είδους. Παράλληλα όμως, και άλλοι συνάδελφοι άρχισαν να βγάζουν φανταστικό και να το αντιμετωπίζουν σοβαρά. Οι εκδόσεις Εξάντας είναι ένα πολύ σημαντικό παράδειγμα, ήδη από τα τέλη του εβδομήντα, με τις χρονολογικές και θεματικές ανθολογίες επιστημονικής φαντασίας σε επιμέλεια Βασίλη Καλλιπολίτη, ένα έργο κομβικής σημασίας, με το οποίο ανέδειξαν πάρα πολλούς συγγραφείς.
– Πώς προσλαμβάνει το ελληνικό κοινό το συγκεκριμένο genre; Ποιο είναι το προφίλ των αναγνωστών-ριών του είδους αυτού στην Ελλάδα; Πόσοι/ες και ποιοι/ες το διαβάζουν;
Γ.Κ.: Και παλαιότερα και τώρα ένα σημαντικό και δυναμικό κομμάτι του αναγνωστικού κοινού είναι η νεολαία. Βέβαια όσο περνάνε τα χρόνια και ο κόσμος αυτός μεγαλώνει, διατηρεί μια σχέση με την φανταστική λογοτεχνία. Ένα τμήμα, με το πέρασμα του χρόνου, την εγκαταλείπει. Είναι πάντως στην πλειονότητά του ένα κοινό «φανατικό», πιστό στο φανταστικό και ανανεώνεται. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ηρωική και επική φαντασία έλκει τους περισσότερους νέους, ενώ ανάμεσα στους αναγνώστες επιστημονικής φαντασίας το ποσοστό των νεότερων ηλικιών είναι χαμηλότερο. Στο κοινό της λογοτεχνίας τρόμου από την άλλη, δεν είναι φανερές κάποιες ηλικιακές τάσεις.
– Και ως προς το φύλο έχετε παρατηρήσει ανισότητα;
Χ.K.: Η επιστημονική φαντασία διαβάζεται κι απ’ τα δύο φύλα. Το fantasy, από την άλλη, και ιδιαίτερα τα βιβλία ηρωικής/επικής φαντασίας φαίνεται να προτιμούνται περισσότερο από άντρες, αλλά οι διάφορες κατηγορίες και οι συγγραφείς συγκροτούν ένα ποικιλόμορφο είδος και οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες. Η λογοτεχνία τρόμου, με κύριο εκπρόσωπό της στον κατάλογο του Αιόλου τον Χ.Φ. Λάβκραφτ, έχει κοινό όλων των φύλων. Θα έλεγα ότι τις τελευταίες δεκαετίες, και με τις σειρές και με τον κινηματογράφο και τις νέες παραγωγές, το φανταστικό έχει ταυτιστεί πολύ με το νεανικό κοινό. Ειδικά με τον Harry Potter -αυτό που λέγεται young adult- το οποίο έφερε μια επανάσταση στα εκδοτικά πράγματα παγκοσμίως. Ακολούθησαν πάρα πολλά άλλα. Οι εκδόσεις Αίολος δεν μπήκαν σε αυτό, εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε αυτή η σκέψη. Εμείς ειδικευόμαστε περισσότερο στην καθαρή φαντασία, τρόμο και σε κλασικούς συγγραφείς. Το μέλημά μας ήταν πάντα να βγάλουμε όχι μόνο σύγχρονα, φρέσκα, γνωστά ονόματα με μια μεγαλύτερη εμπορικότητα, αλλά και κάποια κλασικά έργα της φανταστικής λογοτεχνίας που είναι η βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί μια κουλτούρα ανάγνωσης.
– Υπάρχει αντίστοιχη ελληνόφωνη λογοτεχνική δημιουργία και ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της;
Γ.K.: Δεν έχει σαφώς την έκταση που έχει η αμερικανική ή η ευρωπαϊκή λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά έχει μακρά ιστορία! Κείμενα φανταστικού βρίσκει κανείς και στην αρχαία και στη βυζαντινή περίοδο. Ένα παράδειγμα είναι η Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού. Βγάλαμε μια εξάτομη συλλογή υπό τον τίτλο Το Ελληνικό Φανταστικό Διήγημα απ’ τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα. Είναι έξι τόμοι (περίπου τριάντα διηγήματα ο καθένας). Την επιμέλεια αυτής της συλλογής την έκανε ο Μάκης Πανώριος. Έργο-σταθμός στην ελληνική φανταστική λογοτεχνία, γιατί προσπαθεί να συγκεντρώσει λησμονημένα διηγήματα μεγάλων συγγραφέων όπως ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Κ. Καβάφης ή ο Γ. Βιζυηνός, μέχρι και σύγχρονους, όπως ο Ρένος Αποστολίδης. Υπάρχει ένας πλούτος που δεν θα τον περίμενε κανείς. Βγάζοντας κάθε τόμο, παρατηρούσαμε την έκπληξη και την απορία του κοινού πώς υπάρχει τόσο υλικό, τόσα κείμενα που αναφέρονται σε ιστορίες ή σύμβολα της φανταστικής λογοτεχνίας και δεν είχαν αναδειχθεί καθόλου. Η θεματολογία της ελληνόφωνης φανταστικής λογοτεχνίας έχει να κάνει κυρίως με φαντάσματα και παράξενα όντα, αλλά ενσωματώνει και κάποια στοιχεία επιστημονικής φαντασίας. Δε νομίζω ότι τα κείμενα αυτά διαφέρουν θεματικά ή από άποψη δομής και λειτουργίας απ’ την αμερικανική και την ευρωπαϊκή φανταστική λογοτεχνία, είναι παρόμοια.
Χ.K.: Σε σχέση με την ελληνόφωνη κοινότητα συγγραφέων και εκδοτών, παρόλο που ο Αίολος δεν κινήθηκε ποτέ αποκλειστικά στο χώρο του φανταστικού –έχουμε πολλές εκδόσεις σε άλλα είδη– αυτή η συστηματική μας ενασχόληση άφησε ένα αποτύπωμα στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού. Οπότε οι προτάσεις που δεχόμαστε είναι κατά το 70-75% περί του φανταστικού. Λόγω της μικρής μας δομής και του τρόπου λειτουργίας μας, επιλέγουμε να εστιάζουμε στη μεταφρασμένη λογοτεχνία και στα πιο κλασικά κείμενα.
Υπάρχει λοιπόν μια πολύ υγιής «σκηνή» από ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι κάνουν συστηματική δουλειά με επίκεντρο τους εγχώριους συγγραφείς. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν και εκδηλώσεις, όπως το Fantasticon, ή το Fantasmagoria στη Θεσσαλονίκη, που εστιάζουν στη λογοτεχνία και στο βιβλίο –πολύ σημαντικό μιας και τα κόμικς ή ο κινηματογράφος φαίνεται ότι έχουν ταυτιστεί πολύ περισσότερο με το φανταστικό στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού. Το Fantasticon είναι μια ευκαιρία το πρώτο ΣΚ του Οκτώβρη για να δει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει σε όλα τα λογοτεχνικά είδη του φανταστικού στην Ελλάδα.
– Πρόσφατα ο Ian McEwan δήλωσε ότι δεν επιθυμεί επ’ ουδενί να θεωρείται συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Συγκεκριμένα είπε «Call Me a Science Fiction Writer. I ’ll Come to Your House and Nail Your Pet’s Head to a Coffee Table». Πιστεύετε ότι αμφότερα το sci-fi και το fantasy, είναι παρεξηγημένα είδη λογοτεχνίας (απ’ τη γέννησή τους) και αν ναι, για ποιους λόγους θεωρείτε ότι υπάρχει / έχει δημιουργηθεί αυτή η προκατάληψη;
Χ.Κ.: Ο Ίαν Μακ Γιούαν είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα, πολλοί άλλοι όμως έχουν κάνει ανάλογες δηλώσεις στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα ο Ναμπόκοφ. Ένα άλλο αντίστοιχο παράδειγμα ήταν η Μάργκαρετ Άτγουντ, η οποία αρνούνταν τον χαρακτηρισμό της επιστημονικής φαντασίας για τα έργα της –ενώ τα θέματα της σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το μέλλον. Παρολαυτά σε διεθνές επίπεδο αυτή η τάση έχει αποδυναμωθεί πάρα πολύ. Τώρα, οι λόγοι για τους οποίους γενικά συμβαίνει αυτό είναι πολλοί κι έχουν ενδιαφέρον. Πολλοί εντοπίζουν τις ρίζες αυτής της αντίληψης στην περίοδο του 19ου αιώνα, όταν η γοτθική λογοτεχνία τρόμου είχε τεράστια εμπορική επιτυχία, υπερσκελίζοντας την ρεαλιστική λογοτεχνία, προκαλώντας την περιφρόνηση των διανοούμενων της εποχής που θεώρησαν το γκόθικ ευτελές και εμπορικό.
Επίσης σημαντικό ρόλο στην παγίωση του φανταστικού ως παραλογοτεχνία έπαιξαν και τα pulp έντυπα στην Αμερική της δεκαετίας του ‘20, όπου η ηρωική και η επιστημονική φαντασία, καθώς και ο τρόμος ήταν διακριτές κατηγορίες, η καθεμία με τα δικά της περιοδικά. Η συγγραφή γινόταν σε μεγάλες ποσότητες, με πρόχειρο τρόπο και υποτασσόταν σε αυστηρούς εμπορικούς κώδικες –αν και έχουν προκύψει και διαμάντια: ο Χ.Φ Λάβκραφτ όσο ζουσε δημοσίευε σχεδόν αποκλειστικά σε τέτοια περιοδικά.
Σίγουρα υπάρχουν κι άλλες ερμηνείες που αμελώ τώρα, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτός ο αποκλεισμός δεν βοηθάει. Πολλοί συγγραφείς λένε βέβαια ότι αν ήμασταν απόλυτα αποδεκτοί απ’ τους πάντες δε σημαίνει ότι θα γράφαμε καλύτερα, «εμείς θα γράφουμε και θα υπηρετούμε το είδος μας ούτως ή άλλως». Υπάρχει λοιπόν αυτή η λογική της περιχαράκωσης που μπορεί να προέρχεται κι από τα μέσα κι από τα έξω. Προσωπικά, όντας ένας αναγνώστης που δεν έκανα ποτέ τέτοιους διαχωρισμούς, δε μπορώ να το καταλάβω. Υπάρχουν φυσικά και οι εμπορικοί λόγοι που γίνονται αυτοί οι διαχωρισμοί, η απεύθυνση σε ένα συγκεκριμένο τάργκετ γκρουπ, που δεν θα έπρεπε να γίνονται γιατί έτσι αποκλείονται δημιουργοί πολλες φορές. Και υπάρχουν και συγγραφείς που ενώ γράφουν φανταστικό, είναι πιο ανοιχτοί. Η Ούρσουλα Λε Γκεν είναι ένα κλασικό τέτοιο παράδειγμα. Την ίδια άλλωστε την απασχολούσε το ζήτημα του αποκλεισμού της λογοτεχνίας του φανταστικού και το έχει στηλιτεύσει δημοσίως με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ομιλία της κατά την τελετή βράβευσής της με το Μετάλλιο της Διακεκριμένης Συνεισφοράς στα Αμερικανικά Γράμματα το 2014, όταν αφιέρωσε το βραβείο της στους ομότεχνούς της του φανταστικού.
– Θεωρείτε ότι αυτό το (υπερ-)είδος είναι μόνο λογοτεχνία φυγής;
Χ.Κ.: Νομίζω ότι παντού, σε συνέδρια και αναλύσεις -ιδιαίτερα για την επιστημονική φαντασία, αλλά συχνά και για το fantasy- λένε ότι είναι μια λογοτεχνία φυγής και τίποτα άλλο. Η φυγή αυτή όμως επιτρέπει στον αναγνώστη να δει διαφορετικά το σήμερα και το τώρα. Μέσα από το φακό αυτό του οπουδήποτε, του μακριά, του φανταστικού κόσμου η θέαση του παρόντος αποκαλύπτει στοιχεία και μπορεί να δώσει απαντήσεις. Και οι περισσότεροι συγγραφείς, νομίζω, με αυτόν τον τρόπο γράφουν. Ίσως στις ρομαντικές εποχές, στο 19ο και στις αρχές του 20ο αιώνα, μπορεί να υπήρξε μια φάση που λειτούργησε ως λογοτεχνία φυγής και μόνο. Αλλά και πάλι υπάρχουν περιπτώσεις από εκείνη την περίοδο, όπως ο Χ. Τζ. Ουέλς πχ, ένας κλασικός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας και σύγχρονος του Βερν, που περνάει κοινωνικά σχόλια στα έργα του –ο ίδιος ο Βερν τον είχε κατηγορήσει ότι του έλειπε η επιστημονική τεκμηρίωση κι η γνώση της τεχνολογίας. Οπότε, για μας η πλειονότητα των έργων του φανταστικού μπορεί να διαβαστεί για όσους ψάχνουν απαντήσεις για το εδώ και το τώρα. Άλλωστε, η «φυγή» αυτή θα φέρει τον αναγνώστη πάλι πίσω όταν κλείσει το βιβλίο του ή πολύ περισσότερο, θα του προσφέρει μια διαφορετική εικόνα του τόπου που αφήνει πίσω του, όπως ο επιβάτης σε μια πτήση βλέπει έναν τόπο από ψηλά, μέσα από το παράθυρο της καμπίνας.
– Παρατηρείτε κάποια αξιοσημείωτη αλλαγή στο συγκεκριμένο χώρο τα τελευταία χρόνια, όπως νέες πρωτοβουλίες στη διεθνή, αλλά και εγχώρια βιβλιοπαραγωγή, σχετικά εγχειρήματα;
Χ.Κ.: Το φεστιβάλ Fantasticon είναι η σημαντικότερη εξέλιξη για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Το κοινό πλέον ενημερώνεται απ’ το ίντερνετ, ψάχνει καινούρια πράγματα. Αυτό που λέγαμε ότι πρέπει κάποιον συγγραφέα να τον γνωρίζουν καλά οι αναγνώστες ή να τον έχουν έστω ακούσει κάπου μπορεί να ίσχυε κάποτε. Σήμερα όμως, ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού είναι καλά ενημερωμένο κι έχει ήδη δει νέους τίτλους βιβλίων που θα ήθελε να διαβάσει στα ελληνικά, αν δεν τους έχει ήδη διαβάσει στα αγγλικά. Άρα είναι στο χέρι των εκδοτών και των συνεργατών να κάνουν νέες προτάσεις και να τολμήσουν να ανοιχτούν πέραν της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής λογοτεχνίας. Κι εννοείται να μη φοβηθούν το φανταστικό, δεν υπάρχει κανένας λόγος δισταγμού, υπάρχει ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον από το κοινό. Ένα άλλο γεγονός που θα ήθελα να αναφέρω γιατί ήταν εξαιρετική εμπειρία κι ήταν κρίμα όσοι το έχασαν: πριν από δύο χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, είχε γίνει στη Στέγη Γραμμάτων και των Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση μια πολύ επιτυχημένη έκθεση σε συνεργασία με το Barbican Centre του Λονδίνου και με το δανέζικο Brandts – Museum of Art & Visual Culture. Επρόκειτο ουσιαστικά μια ακτινογραφία της επιστημονικής φαντασίας, χωρίζοντάς τη σε περιόδους, θεματικές, περιλάμβανε ταινίες, βιβλία, τα πάντα. Ήταν εξαιρετική πρωτοβουλία κι πιστεύω όσοι είχαν την τύχη να τη δουν, να τους κίνησε την περιέργεια να περιεργαστούν περαιτέρω αυτά τα «περίεργα» βιβλία.
– Και τέλος, ποιες θεωρείτε ότι είναι οι προκλήσεις συγκεκριμένα για τις εκδόσεις Αίολος; Το να επεκταθεί ο Αίολος πέρα από τη δυτική λογοτεχνία, όπως ανέφερες παραπάνω, είναι ένας απ’ τους κύριους στόχους;
Χ.K.: Ίσως η σημαντικότερη πρόκληση θα ήταν να ανοιχτούμε σε νέα είδη. Η απαιτούμενη εμπειρία κι οι γνώσεις υπάρχουν, δημιουργούμε σχέσεις με νέους συνεργάτες, οι οποίοι είναι ικανοί σε πολλά επίπεδα και εξειδικεύονται. Θέλουμε να ανοίξουμε, αλλά να ανοίξουμε στοχευμένα και ποιοτικά και να διατηρήσουμε το στίγμα της εισαγωγής νέων συγγραφέων ή άγνωστων έργων ήδη γνωστών συγγραφέων. Πολλοί θέλουν να καταθέσουν μια νέα μετάφραση, μια νέα άποψη ενός κλασικού έργου. Κι αυτό έχει νόημα σε ένα βαθμό, ιδίως όταν η νεότερη μετάφραση ενός έργου είναι τριακονταετίας, αλλά εμάς μας απασχολεί περισσότερο μια καινούργια πρόταση. Τι ενδιαφέρει περισσότερο τον αναγνώστη, να πάρει μια τρίτη – τέταρτη μετάφραση ενός κλασικού έργου ή να διαβάσει κάτι καινούριο;
Γ.K: Αυτό ήταν μια βασική αρχή απ’ την πρώτη στιγμή της λειτουργίας μας. Επειδή υπήρχε ένας ανταγωνισμός με άλλους συναδέλφους, λέγαμε ότι πρέπει να διαμορφώσουμε ένα χώρο, να του δώσουμε ένα συγκεκριμένο στίγμα, και να εμπλουτιστεί αυτός ο χώρος με νέους συγγραφείς και νέα θεματολογία. Για να έχει μια παρουσία αυθύπαρκτη, να μην είναι ετεροκαθοριζόμενη.
Χ.K: Τέλος, η διερεύνηση άλλων πολιτισμών, ηπείρων κλπ. είναι μεγάλη πρόκληση, κυρίως για να βρεθούν οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα φέρουν αυτά τα έργα στο φως. Και μια άλλη πρόκληση είναι να γίνουμε πιο εξωστρεφείς και να χτίσουμε ένα κοινό, δίνοντας ερεθίσματα μέσα απ’ τις κυκλοφορίες μας. Κλείσαμε πρόσφατα ένα βιβλίο μιας Αφρο-αμερικανίδας συγγραφέα, της Οκτάβια Ε. Μπάτλερ, της οποίας το έργο χαίρει τεράστιας εκτίμησης. Έχουν μεταφραστεί διηγήματά της στο περιοδικό Απαγορευμένος Πλανήτης στα τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά είναι η πρώτη φορά που εκδίδεται μυθιστόρημά της στην Ελλάδα. Το βιβλίο έχει τον τίτλο Kindred, και είναι ένα μυθιστόρημα που περιλαμβάνει time travel (ταξίδι στο χρόνο) μεταξύ του 1976 και της προεμφυλιακής Αμερικής και μιλάει για το ρατσισμό ενάντια στους Αφροαμερικανούς. Το μόνο φανταστικό στοιχείο είναι ότι η κεντρική ηρωίδα γυρίζει στο παρελθόν. Γίνεται μια τομή στην πραγματικότητα, που δεν εξηγείται καθόλου, δεν δίνονται εξηγήσεις γιατί συμβαίνει το ένα ή το άλλο -όπως θα έκανε η κλασική επιστημονική φαντασία, όπου όλα έχουν ένα μηχανισμό λειτουργίας. Και αυτό γιατί αυτό που ενδιαφέρει τη συγγραφέα είναι να μιλήσει για το ρατσισμό τοποθετώντας έναν σύγχρονο άνθρωπο σε μια εποχή διακρίσεων. Στην Αμερική είναι ένα κλασικό βιβλίο και διδάσκεται σε σχολεία, κολέγια, ομάδες ανάγνωσης πάνω στο θέμα του ρατσισμού. Είναι δηλαδή ένα κλασικό παράδειγμα φαντασίας που κάθε άλλο παρά να «φύγει» θέλει και να κάνει τον αναγνώστη να ξεχάσει πράγματα, ίσα-ίσα το αντίθετο συμβαίνει.
– Και μια κουβέντα για τον δρόμο..;
Χ.K: Το γεγονός ότι ασχολείστε στο αφιέρωμά σας και με την δυστοπία πατάει πάνω σε μια ανερχόμενη δυναμική του κοινού που την βλέπουμε τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει κόσμος που τον ενδιαφέρει αυτό το κομμάτι της επιστημονικής φαντασίας, τον ενδιαφέρει το άμεσο μέλλον. Σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της προεδρίας του Τραμπ που έχει προσληφθεί ως ένα αποκαλυπτικό γεγονός, αυτού του είδους η παραγωγή ανέβηκε ενώ το κοινό επέστρεψε σε παλαιότερα έργα. Για παράδειγμα, το έργο της Μάργκαρετ Άτγουντ Η Ιστορία της Πορφυρής Δούλης (The Handmaid’s Tale), ένα βιβλίο γραμμένο στα μέσα της δεκαετίας του ’80, έγινε ξανά τεράστια εμπορική επιτυχία. Αυτή είναι μια δυναμική που και εμπορικά και λογοτεχνικά πιστεύουμε ότι θα συνεχιστεί και το πολιτικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό ενδιαφέρον της επιστημονικής φαντασίας θα διατηρηθεί και θα ανανεωθεί. Νέοι συγγραφείς προσεγγίζουν την έννοια της δυστοπίας και την έννοια της αντίστασης απέναντι σε ένα περιβάλλον, όπου ο έλεγχος κι ο «αντίπαλος» είναι κάτι πολύ μακρινό, κάτι πολύ δύσκολο να το συλλάβεις.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο