Χρόνια δίχως έλεος
Βίκτορ Σερζ (Victor Serge)
Θεσσαλονίκη: Θύραθεν 2017 | 432 σελίδες
Το μυθιστόρημα του Βίκτορ Σερζ «Χρόνια δίχως έλεος», που εκδόθηκε πρόσφατα για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Θύραθεν σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, γράφτηκε ανάμεσα στο 1945 και το 1947. Ο συγγραφέας, παρότι η ζωή του συνδέθηκε όσο λίγων άλλων με τα μεγάλα γεγονότα που σφράγισαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, δεν είχε τύχει έως τώρα της αναγνώρισης που του άξιζε στη χώρα μας. Η επέτειος όμως της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη ρώσικη επανάσταση το 2017 συνοδεύτηκε από την έκδοση έργων του όπως αυτό και το «Έτος Ένα της ρώσικης επανάστασης» (εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο) και την επανέκδοση άλλων («Υπόθεση Τουλάγεφ», εκδ. Θύραθεν και «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη», εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες). Δεν πρόκειται για σύμπτωση αλλά για την ανακάλυψη από το ευρύ κοινό ενός συγγραφέα που ταύτισε τη ζωή του με τη ρώσικη επανάσταση και ανέλαβε το δύσκολο έργο της υπεράσπισης της μνήμης και της κληρονομιάς της απέναντι στην αστική συκοφαντία και τη σταλινική παραχάραξη.
Τα «Χρόνια δίχως έλεος» χωρίζονται σε τέσσερα διακριτά μέρη. Στο πρώτο, ο Ντ., ένας αφοσιωμένος επαναστάτης, αποφασίζει το 1938 να εγκαταλείψει τον ρόλο του ως πράκτορα του σταλινικού καθεστώτος στο Παρίσι απογοητευμένος από το ξεστράτισμα της επανάστασης. Μέσα από τις σκέψεις και τις ταλαντεύσεις του Ντ., ο Σερζ θέτει το ζήτημα της μετάλλαξης της ρωσικής επανάστασης σε ένα κυνικό καθεστώς που αναπαράγει με κάθε κόστος την εξουσία του. Στο δεύτερο μέρος, μια συντρόφισσά του επί σειρά ετών, η Ντάρια, αφήνεται ελεύθερη από την εξορία της για να πάρει μέρος στην άμυνα του πολιορκημένου από τους ναζί Λένινγκραντ. Εκεί συμμετέχει ενεργά στον πιο φονικό και ολοκληρωτικό πόλεμο της Ιστορίας, χωρίς όμως ούτε να αποκτηνώνεται ούτε να περιορίζει την αναστοχαστική ματιά της για το κόμμα και την επανάσταση. Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, ο φακός του συγγραφέα μετατοπίζεται σε μια κατεστραμμένη γερμανική πόλη λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, με το ναζιστικό καθεστώς να πνέει τα λοίσθια. Ενώ οι κάτοικοι της πόλης, ως επί το πλείστον ανάπηροι, γυναίκες και παιδιά, μοιράζονται τη ζωή τους ανάμεσα στο καταφύγιο και τα χαλάσματα, η Ντάρια εργάζεται πλέον ως νοσοκόμα σε ρόλο κατασκόπου. Στο τέταρτο μέρος, η Ντάρια, χωρίς ποτέ να έχει μετανιώσει για τη συμμετοχή της στον πόλεμο κατά του ναζισμού, αποφασίζει να γυρίσει σελίδα στη ζωή της. Έτσι, φεύγει κρυφά για το Μεξικό όπου έχει καταφύγει ο Ντ., το σταλινικό καθεστώς όμως δεν είναι πρόθυμο να αποδεχτεί την αυτόβουλη φυγή τους στην επικράτεια της λήθης…
Τα «Χρόνια δίχως έλεος» αρχικά προεκτείνουν προβληματισμούς τους οποίους έχει αναπτύξει ο συγγραφέας στα προηγούμενα βιβλία του. Έτσι, το πρώτο μέρος, το μοναδικό που εκτυλίσσεται πριν από την έναρξη του πολέμου, σημαδεύεται από τη συνειδησιακή κρίση του Ντ., ο οποίος αδυνατεί να συνεχίσει τη δράση του ως πράκτορας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Σερζ εξακολουθεί να θέτει το ζήτημα του εκφυλισμού μιας επανάστασης που μετατράπηκε στο αντίθετό της, τούτη τη φορά όμως το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην αντανάκλαση του συγκεκριμένου φαινομένου στη ζωή και τη σκέψη των ηρώων του. Τα γεγονότα που σηματοδοτούν αυτόν τον εκφυλισμό, όπως οι εκτελέσεις παλιών κι αφοσιωμένων επαναστατών ή ο ρόλος του κόμματος στον ισπανικό εμφύλιο, δεν παρουσιάζονται με λεπτομέρειες. Η έμφαση δίνεται στην αντανάκλασή τους στον ψυχισμό των ηρώων. Έτσι, η τραγωδία του Ντ. συνοψίζεται στη διερώτησή του: «Έχω πια μόνο τη συνείδησή μου να επικαλεστώ και δεν ξέρω καν τι είναι»… Η μετατόπιση σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα έργα του Σερζ είναι αισθητή. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Τζέιμς Χόμπερμαν (James Hoberman) στο πρώτο επίμετρο του βιβλίου, ενώ στην «Κατακτημένη πόλη», στα «Μεσάνυχτα στον αιώνα» και στην «Υπόθεση Τουλάγεφ» ο τύπος του αφοσιωμένου επαναστάτη χαρακτηρίζεται από τον προβληματισμό και την απόλυτη αγνότητα, στα «Χρόνια δίχως έλεος» το δεύτερο στοιχείο λείπει και έχει αντικατασταθεί από την απόγνωση.
Μια άλλη σημαντική διαφορά του βιβλίου σε σχέση με τα άλλα έργα του Σερζ, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η εμπειρία της επανάστασης, είναι η απεικόνιση της καταλυτικής εμπειρίας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Όσο κι αν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος αποτελούσε μια αρκετά πρόσφατη εμπειρία μαζικής σφαγής, η φρίκη των χαρακωμάτων ωχριούσε μπροστά στη θηριωδία του 1939-1945. Το μέγεθος της βαρβαρότητας κάνει την Ντάρια να αναρωτιέται: «Να τι έγινε ο άνθρωπος, αυτό το δολοφονικό σκουλήκι! Μηχανές για να γαζώνουν αδύναμα ανθρώπινα κορμιά, να τρυπούν το μπετόν, να κονιορτοποιούν τη γη, να μαστιγώνουν το χιόνι, να πνίγουν τη νύχτα σε χείμαρρους φωτιάς, να ενορχηστρώνουν ουρλιαχτά αγωνίας, να πίνουν το αίμα της θυσίας – όλες οι μηχανές σκυφτές κι ετοιμοπόλεμες, στα πρόθυρα της μανίας». Αυτή η καταγγελία της φρίκης του πολέμου ηχεί ίσως κοινότοπα στις μέρες μας, με την πολυτέλεια δεκαετιών απόστασης από τα γεγονότα και τη μεσολάβηση της ακόμα μεγαλύτερης τελειοποίησης των πολεμικών όπλων. Η ιδιαιτερότητα της προσέγγισης του συγγραφέα που την καθιστά διαχρονική είναι η δυνατότητά του να διακρίνει, ανάμεσα στα χαλάσματα και την ομοιομορφία των στολών, την ανθρώπινη υπόσταση: «ενώ με μια πρώτη ματιά οι στοιχημένες γραμμές του συντάγματος μοιάζει να αποτελούνται μόνο από ξεθωριασμένες στολές, αν κοιτάξεις από κοντά αρχίζεις να προσέχεις τη μοναδικότητα των προσώπων, συνειδητοποιείς ότι αντέχει εδώ η ανθρωπιά, ότι ο άνθρωπος επιβιώνει, μοναχικά ίσως, μ’ έναν αύξοντα αριθμό μες στον πυρήνα της συλλογικής οντότητας, κι ίσως αυτός είναι που της δίνει δύναμη».
Είναι αξιοπρόσεκτη η φροντίδα του συγγραφέα να φωτίσει από αυτήν την οπτική γωνία όχι μόνο τον ρωσικό στρατό αλλά και τον γερμανικό. Από τα πιο όμορφα σημεία του βιβλίου είναι οι επιστολές ενός Γερμανού στρατιώτη, που έμελλε να σκοτωθεί από σφαίρες ενός επίλεκτου αποσπάσματος του ίδιου του γερμανικού στρατού, προς την αγαπημένη του. Στην ερώτησή του «Τι θα έκαναν ο Πασκάλ ή ο Σπινόζα στο Νταχάου; Ή στην πρώτη γραμμή του μετώπου με κράνος στο κεφάλι;» απαντά ο ίδιος «Είμαι και δεν συναινώ! Από τη στιγμή που είπα στον εαυτό μου αυτά τα σωτήρια λόγια, εγώ ο αδύναμος, εγώ που ψηλαφώ μες στο σκοτάδι, ένιωσα πως βρίσκομαι στην αυγή της λύτρωσης». Αυτή η πίστη στη δυνατότητα κριτικής σκέψης, ακόμα και σε καιρό πολέμου όπου η απολυτότητα της μάχης είναι αδυσώπητη, θυμίζει το περίφημο απόσπασμα του Μπρεχτ «Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ. Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει. Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Ξέρει να σκέφτεται». Οι ήρωες του Σερζ σκέφτονται και μάλιστα σκέφτονται πολύ. Ο βαθύς ανθρωπισμός του συγγραφέα πηγάζει ακριβώς από την πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, έχει συνείδηση και κρίση, δεν είναι απλώς ένα έρμαιο στα χέρια απρόσωπων και σκοτεινών δυνάμεων.
Το βιβλίο κατατρύχεται επίσης από μια αγωνιώδη αμφιβολία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, ο Ντ. έχει επίγνωση της συμφοράς που πλησιάζει. Όταν η σύγκρουση αρχίζει, η Ντάρια, ακόμα και μέσα στη δίνη αυτής της ανελέητης αναμέτρησης στην οποία είναι δοσμένη, ανησυχεί περισσότερο για το μέλλον των ανθρώπων μετά τον πόλεμο: «τι θα βγει από αυτή την απαράμιλλη ενέργεια, για εμάς και για τον κόσμο; Θα ‘ναι ένας μοχλός ή κανένα τσεκούρι για να ανοίγουμε κεφάλια;». Όταν πλέον τα συμμαχικά στρατεύματα μπαίνουν στην πόλη, ο διάλογός της με έναν σύντροφό της στην αντιστασιακή ομάδα αποδίδει την πικρή γι’ αυτούς γεύση της νίκης και τα αμείλικτα ερωτήματα που επιστρέφουν: «Θα μας προσφέρει η νίκη μια μικρή σταγόνα ισονομίας, μια μικρή σταγόνα ανθρωπιάς μέσα σ’ έναν ωκεανό γεμάτο πτώματα; Ή μήπως τις πιο άψογα οργανωμένες μυστικές και ορατές δυνάμεις καταστολής;».
Απέναντι στο αβέβαιο μέλλον, οι ήρωες του βιβλίου δείχνουν να βιώνουν μια εύγλωττη αδυναμία απέναντι στις δυνάμεις που διαφεντεύουν τόσο τη δική τους μοίρα, όσο και το πεπρωμένο όλου του κόσμου. Στη σκέψη τους είναι φανερή η απόγνωση που έχει κυριεύσει τον ίδιο τον Σερζ. Το μέγεθός της είναι τεράστιο, ειδικά εάν συνυπολογίσει κανείς ότι ο συγγραφέας -όπως ο ίδιος επισήμανε στις αυτοβιογραφικές «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη»- είχε ενστερνιστεί από μικρός τη βαθιά πεποίθηση της ρωσικής διανόησης της τσαρικής περιόδου ότι η ουσία της ζωής συνίσταται στο να συμμετέχει κανείς συνειδητά στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Ο Ντ. και η Ντάρια είναι φτιαγμένοι από εκείνο το καλούπι.
Από αυτήν την άποψη, η άλλη όψη της αγωνιώδους διερώτησης για το μέλλον είναι η σιωπηλή αγανάκτηση της Ντάρια, όταν ο Ντ. της περιγράφει την ήσυχη ζωή του στην τροπική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η επί σειρά ετών συναδέλφισσα και παλιά συντρόφισσά του δεν μπορεί να αποφύγει τη σκέψη: «Ώστε έτσι ζούσες την ώρα που… την ώρα που…! Και δεν έκανες τίποτα για κανέναν στον κόσμο! Και δεν πήρες καν μέρος στ…». Ο Ντ. υπόσχεται να της εξηγήσει στο μέλλον τη στάση του αλλά το δραματικό τέλος -που λαμβάνει χώρα, διόλου τυχαία, στο Μεξικό και με τρόπο που παραπέμπει στη δολοφονία του Τρότσκι- τον προλαβαίνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Σερζ αποφεύγει τη συζήτηση, ίσως επειδή κι ο ίδιος δεν ήταν έτοιμος να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. Έτσι, δεν αξιολογεί άμεσα το εσωτερικό ξέσπασμα της Ντάρια, φαίνεται όμως ότι η συμπάθειά του είναι μάλλον με το μέρος της. Ο αναχωρητισμός, ό,τι κι αν έχει προηγηθεί και όσες εύλογες δικαιολογίες κι αν υπάρχουν για να τον εξηγήσουν, βρίσκεται στον αντίποδα της συνειδητής συμμετοχής στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Τελικά, η ίδια η κατάληξη του Ντ. και της Ντάρια δείχνει τη ματαιότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος: κανείς δεν μπορεί να αποδράσει από την εποχή του.
Προσθέστε σχόλιο