Δαιμόνιοι
Άννα Γρίβα
Μελάνι, Αθήνα, 2020 | 44 σελίδες
Ο Γερμανός φιλόλογος Erich Auerbach (1892-1957) στη Φιλολογία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας θα καταλήξει πως: «Φιλολογική μας πατρίδα είναι όλη η υφήλιος· δεν μπορεί πλέον να είναι το έθνος. […] πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που για την προεθνική, μεσαιωνική παιδεία ήταν κοινό κτήμα: την επίγνωση ότι το πνεύμα δεν έχει εθνικότητα. Paupertas [πτωχεία] και terra aliena [γη αλλοτρία]» (Auerbach 2016, 65). O Auerbach, μάλιστα, κλείνοντας την εν λόγω απολογία του υπέρ μιας φιλολογίας «πτωχής» και «αυτοεξόριστης» μεν, αποδεσμευμένης δε από την εθνικιστική παραφροσύνη του εικοστού αιώνα, θα προσφύγει στα λόγια του Ούγου του Αγίου Βίκτωρος: «Θεμελιώδης αρχή της αρετής είναι το να διδαχθεί σιγά σιγά το ασκημένο πνεύμα να μην προσκολλάται στα ορατά και τα παροδικά, ώστε να μπορεί έπειτα να τα εγκαταλείψει. Όποιος βρίσκει την πατρίδα του γλυκιά είναι ακόμα ευάλωτος, ενώ ισχυρός είναι όποιος έχει για πατρίδα του όλη τη γη· αληθινά τέλειος όμως είναι εκείνος για τον οποίο ο κόσμος ολόκληρος είναι εξορία».
Η προσφυγή σε έναν «χριστιανό απολογητή του ύστερου Μεσαίωνα», όπως σημειώνει ο Διονύσης Καψάλης στη δική του απολογία υπέρ μιας «ευτυχούς φιλολογίας», δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς «η μεγάλη και ευγενής δημοκρατία των γραμμάτων, η respublica literarum, είναι ο κόσμος της ευρωπαϊκής λογιοσύνης από τον οποίον, έκοντες άκοντες, καταγόμαστε όλοι: ένας υστερολατινόφωνος κόσμος που μορφοποιείται στα χρόνια της ιταλικής Αναγέννησης, ακμάζει το 16ο και 17ο αιώνα αιώνα, διαχέεται σε όλο το 18ο αιώνα και συμβάλλεται με το Διαφωτισμό» (Καψάλης 2015, 11-12).
Ποιος είναι όμως αυτός ο κόσμος; Ο Καψάλης εξειδικεύει: «Είναι ο κόσμος του Πετράρχη και του Λεονάρδου Μπρούνι, του Σκαλίγερου και του Καζωμπόν, αλλά ισοτίμως και του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου· είναι ο κόσμος που επιδίδεται με πάθος στη θήρα και τη συλλογή χειρογράφων αλλά και ο κόσμος που ερευνά τον ουράνιο θόλο». Είναι, με άλλα λόγια, ένας κόσμος όπου οι ανθρωπιστικές επιστήμες (studia humanitatis) αναπτύσσονται παράλληλα, ισότιμα και συχνά σε άμεση συνάφεια με «τα πρώτα σκιρτήματα των φυσικών επιστημών».
Είναι ο κόσμος των «στοχαστών της ολότητας», όπως τον περιγράφει ο Michel Serres (Serres και Lapidus 1989), όπου ο φλογερός γεωμέτρης και μαθηματικός Πασκάλ και ο χριστιανός πρωτοϋπαρξιστής γραφιάς των περίφημων Pensées είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, ένας κόσμος όπου ο εφευρέτης της παγκόσμιας βαρύτητας και ο αλχημιστής Νεύτωνας συμβιώνουν αρμονικά σε μία ενιαία ταυτότητα. Ένας κόσμος που λόγω των μανιχαϊκών διαιρέσεων και της ολοκληρωτικής κυριαρχίας των ακριβών επιστημών (exact sciences) επί του φτωχού συγγενή τους, ήτοι της λογοτεχνίας και των ανθρωπιστικών επιστημών, έχει απωθηθεί πλέον στο επιστημολογικό ασυνείδητο της σύγχρονης τεχνοκρατικής ιστορίας των επιστημών.
Θραύσματα αυτού του κόσμου των υβριδικών επιστημολογικών διασταυρώσεων, εν είδει μιας ταξιδιωτικής ξενάγησης στα πλουραλιστικά και συμπληρωματικά μεταξύ τους λαβυρινθώδη επιστημολογικά μονοπάτια της γνώσης, μάς παρουσιάζει η Άννα Γρίβα στους Δαιμόνιους (2020), την πέμπτη αισίως ποιητική της συλλογή, στους δικούς της «φανταστικούς βίους» επιφανών και μη ιστορικών προσώπων, με έναν τρόπο που θυμίζει τη θαυμαστή χειρονομία του Marcel Schwob στο ομώνυμο βιβλίο του, υφαίνοντας αριστοτεχνικά οριακές στιγμές του βίου τους στην «αδυσώπητη πλέξη του κόσμου». Μέσα από ένα εγκυκλοπαιδικό βλέμμα, το οποίο προσπερνά τα ταξινομικά σχήματα των ιστορικών αφηγημάτων, τα 22 ποιήματα της συλλογής, διατρέχοντας αιώνες συσσωρευμένης γνώσης, καλύπτουν, θα έλεγε κανείς, και τις «τρεις θεμελιώδεις λειτουργίες της: την επιστημονική, τη φιλοσοφική και τη μυθική» (Serres και Lapidus 1989).
Στο εν λόγω βιβλίο. ποιητές (Δάντης, Σαπφώ, Μπάυρον), ζωγράφοι (Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι), παθιασμένοι θηρευτές χειρογράφων (Κωνσταντίνος Λάσκαρις), μαθηματικοί, φυσικοί κι αστρονόμοι (Υπατία, Γαλιλαίος, Καρτέσιος, Κρεμονίνι), ιστορικές προσωπικότητες, αυτοκράτορες και αγίες (Ιωάννα της Λωραίνης, Σενέκας, Λέων Σγουρός, Ευδοκία, Μαρία Αιγυπτία) επιβαίνουν σε μία πολυφωνική κιβωτό λυρικού και εγκυκλοπαιδικού διαλογοθετικού λόγου, όπου επικοινωνούν και επανασυνδέονται οι γλώσσες της επιστήμης και της λογοτεχνίας, αξιώνοντας το πλήρωμα μιας χαμένης ενότητας.
H συλλογή, διόλου τυχαία, ξεκινά με τον θάνατο του Δάντη στην εξορία. Ο θάνατος κι η εξορία, αδιαφανή όρια μεταξύ της υλικής περατότητας και της άυλης αθανασίας, κρημνίζουν μεν τον διάσημο ποιητή της Κόλασης στον σκοτεινό βυθό της ανυπαρξίας, επιστρέφοντάς τον όμως πίσω στη χλόη της παιδικής ηλικίας, στην «πολύχρωμη δίνη» της Φλωρεντίας, όπου εκεί πια «χωρίς υπόνοια της κόλασης, χωρίς οσμή της Βεατρίκης», παραδίδεται στην αιώνια παιδικότητα μιας «άγραφης βουβής ανησυχίας»:
τότε ήταν που είδε μια δίνη πολύχρωμη τη Φλωρεντία με ανοιξιάτικα χρώματα παπαρούνες και μέλισσες να συλλέγουν τη γύρη κι εκείνος παιδί ξαπλωμένος στη χλόη χωρίς υπόνοια της κόλασης χωρίς οσμή της Βεατρίκης μονάχα με μιαν άγραφη βουβή ανησυχία για όσα περνούν μέσα απ’ την ύλη και μένουν πάντα άπιαστα. («1321. Ο θάνατος του Dante Aligheri στην εξορία»)
Από το πρώτο κιόλας ποίημα η Γρίβα διαγράφει τους τέσσερις, κατά τη γνώμη μου, κεντρικούς θεματικούς ορίζοντες στους οποίους εγγράφονται οι ποιητικές της βιογραφίες: α) ο υστερολατινόφωνος κόσμος της Αναγέννησης με την εμβληματική φυσιογνωμία του Δάντη ως εξέχοντος προδρόμου, β) το αυτοεξόριστο παγκοσμιοποιημένο πνεύμα της μεγάλης και ευγενούς, «δαιμόνιας» εν προκειμένω, δημοκρατίας των γραμμάτων, το οποίο διατρέχει τη μακρά γενεαλογία του από τη Σαπφώ ως τον Μπάιρον, γ) το υλικό και άυλο όριο του θανάτου που κατακλύζει «τα εφήμερα και τα άπιαστα» της ανθρώπινης ύπαρξης, και τέλος δ) η εκκωφαντικά παραγνωρισμένη και συχνά συκοφαντημένη συμβολή των γυναικών στην εν πολλοίς ανδροκρατούμενη ιστορία των ιδεών και των επιστημών.
Κεντρικό νήμα της πολυφωνικής ποιητικής αφήγησης, όπως προγραμματικά δηλώνεται στον τίτλο της συλλογής, είναι το δαιμονικό στοιχείο, το οποίο καταυγάζει την εν μέρει ανθρώπινη, εν μέρει θεϊκή, μοναδικότητα των βιογραφούμενων υποκειμένων. Το δαιμόνιο, παραπέμποντας στη σωκρατική αρχαιολογία του, άλλοτε ως στοιχείο θεϊκό, υπερβατικό, υπερφυσικό ή μαγικό (συχνά υπό τη συμβολική μορφή της άυλης υλικότητας των μαλλιών, των αγγέλων, των ανέμων και των φτερωτών όντων), κι άλλοτε σωματοποιημένο κι αιχμηρό, «σαν μια πληγή παλιά» (όπως λ.χ. στη φεμινιστικής αισθητικής νατουραλιστική περιγραφή της δαιμόνιας Ιταλίδας ζωγράφου Τζεντιλέσκι) ή σαν προϊστορικό «φυλακτό κυνηγού», προσδίδει τόσο μία διάσταση μεταφυσική, όσο και μία δύναμη μεταμορφωτική στην ανθρώπινη ευφυΐα, η οποία σαν «χίμαιρα, τρελού οπτασία, κύμα πελάγους μυθικού» γραπώνει τα εφήμερα και τα άπιαστα, τα σκοτεινά και τα άυλα, κάνοντάς τα να αντέχουν στους αιώνες:
Ω κυνηγέ της άλλης όχθης! Το φυλακτό μου γίνε εσύ σοφή σπηλιά χτίσε τα σπλάχνα μου ζωγράφισέ με πελέκησέ με κάνε με χίμαιρα τρελού οπτασία κύμα πελάγους μυθικούς όλα αυτά τα άπιαστα τα εφήμερα που αντέχουν στους αιώνες. («3000 π.Χ. Φυλακτό κυνηγού»)
Θα σταθώ ιδιαίτερα στην πληθωρική παρουσία της γυναίκας-δημιουργού στη δαιμονική γενεαλογία της ποιητικής σύνθεσης της Γρίβα,[1] θεωρώντας πως είναι αυτή που δίνει το στίγμα της συλλογής, αφού ακόμα και σε ποιήματα που αναφέρονται ρητά σε περίοπτες ανδρικές μορφές της ιστορίας των ιδεών, το γυναικείο στοιχείο ξεπροβάλλει άλλοτε πλάι τους κι άλλοτε απέναντί τους, με τρόπο, πάντως, σχεδόν εμπρηστικό για το κυρίαρχο ανδροκρατούμενο ιστορικό αφήγημα: όπως δείγματος χάριν στο ποίημα «Θάνατος στη Σουηδία», όπου ο Καρτέσιος φέρεται να απευθύνεται στη φιλομαθή βασίλισσα της Σουηδίας Χριστίνα, ενώ το γράμμα στο Γαλιλαίο, στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, το γράφει η αγαπημένη κόρη του, Maria Celeste, που τόσο του στάθηκε, λάμποντας σαν άγνωστο αστέρι στον ουράνιο θόλο που μετρά το μερίδιο των γυναικών στο φως της ιστορίας των ιδεών. Παρομοίως, το γυναικείο στοιχείο είναι εκείνο που δίνει τον τόνο και στο ποίημα «Μια σιωπηλή επανάσταση», όπου παρότι το ιστορικό υπόβαθρο του εν λόγω ποιήματος ανακαλεί την ένθερμη εμπλοκή του φιλέλληνα ποιητή Μπάυρον στην ελληνική επανάσταση, ο Άγγλος ρομαντικός, μία μέρα πριν το θάνατό του, κρατώντας σφιχτά μια μπούκλα από τα μαλλιά της Λουκρητίας Βοργία, την ικετεύει να του χαρίσει έναν παράδοξο χρησμό, «τη μνήμη της, των γυναικών το αρχαίο μαντείο»:
Η Λουκρητία Βοργία δεν πάτησε ποτέ το χώμα των Ελλήνων. Μονάχα τριακόσια χρόνια αργότερα προσκυνητής στον τάφο της ο Μπάυρον της έκλεψε μια μπούκλα φυλακτό. Ύστερα διάβαινε μαζί της και της μίλαγε: «Ω! δώσ’ μου εσύ τη μνήμη σου των γυναικών το αρχαίο μαντείο. Ω! δώσ’ μου εσύ την ομορφιά άμμος να ρέει το αίμα μου καρπός της γης». Την τελευταία νύχτα σφικτά κρατούσε τα μαλλιά της κι έβλεπε μπρος του να περνούν όλα τ’ αθάνατα κορίτσια καθώς φούντωνε η επανάσταση στις σιωπηλές πατρίδες των άστρων. («1824. Μια σιωπηλή επανάσταση»)
Στην εγκυκλοπαιδική αφήγηση της συλλογής καταγράφονται μερικές από τις πιο διάσημες γυναικείες παρουσίες στη μεγάλη δημοκρατία των γραμμάτων, όπως την εμβληματική πρόγονο του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος Σαπφώ, την εκχριστιανισμένη «απόγονο του Αχιλλέα» Ευδοκία, καθώς και την πρώτη, επισήμως τουλάχιστον, γυναίκα μαθηματικό και φιλόσοφο Υπατία, η οποία έχει πλέον κερδίσει μία περίοπτη θέση στην ιστορία των ιδεών, ενώ το ποίημα για την Ιταλίδα ζωγράφο Τζεντιλέσκι, που με τις ανεξίτηλες πινελιές της κρατά «ακίνητη των γυναικών τη μοίρα σαν πληγή παλιά», υπογραμμίζει εμβληματικά, μέσω του πρωτοφεμινιστικού συμβόλου της Ιουδήθ, την φυσική, σωματική, αρχέγονη σχεδόν, και όχι φιλολογική ή προγραμματική, έμφυλη ποιητική της Γρίβα:
«Ιουδήθ, πόσες βραδιές σε συλλογίστηκα να σκέφτεσαι τον φόνο κι ύστερα να έρχονται σμήνη αγγέλων πανάρχαια Χερουβίμ να σου ακουμπούν στο χέρι το σπαθί θέλγητρα να ραίνουν στη μορφή σου κι εσύ να μην μπορείς ν’ αντισταθείς σ’ αυτό το πάγωμα του χρόνου όπως δεν μπόρεσα κι εγώ που τώρα φλέγομαι μέσα στις λάσπες και τα χρώματα εγώ που όταν τα χέρια μου ανήσυχα κινούνται κρατώ ακίνητη των γυναικών τη μοίρα σαν μια πληγή παλιά που σκίζεται και ρέει ακόμη κι αν κανείς δεν την αγγίζει». («1616. H Artemisia Gentileschi στο εργαστήριό της»)
Πλάι στις παραπάνω γνωστές εν πολλοίς γυναικείες μορφές, η αφήγηση αναδεικνύει και λιγότερο γνωστές, όπως η άγνωστη σε μένα προσωπικά μέχρι την ανάγνωση του ποιήματος της Γρίβα, Αιμιλία Δάφνη, Ελληνίδα ποιήτρια γεννημένη στη Μασσαλία που πέθανε πρόωρα στην κατοχική Αθήνα, της οποίας την ποιητική αξία είχε προλάβει να αναγνωρίσει ο χαλκέντερος αναγνώστης Κωστής Παλαμάς. Καλύπτοντας ένα ιστορικό άνυσμα πέντε χιλιετηρίδων και αναδεικνύοντας μία σειρά από δαιμονικές φυσιογνωμίες του μακρινού παρελθόντος αλλά και του οικείου παρόντος, το πολυφωνικό ποιητικό αφήγημα της Γρίβα μας ωθεί να αναστοχαστούμε τα αόρατα ιστορικά νήματα που, μέσα από συνέχειες και ασυνέχειες, συνδέουν τον πρώιμα αναγεννησιακό, πετραρχικό ανθρωπισμό που εκπέμπει το μάταιο πλην όμως γοητευτικότατο ταξίδι της Οντιέρνας για χάρη του ανεκπλήρωτου κι εξ αποστάσεως έρωτά της για τον τροβαδούρο Ζωφρέ Ρυντέλ με τη σύγχρονη οδύσσεια μιας ανώνυμης, εξόριστης πανταχόθεν προσφύγισσας που τα μαλλιά της «πλέουν προς το Άγνωστο Τίποτα», όπως μας υποδεικνύει η Γρίβα στο γνήσια επίκαιρο και βαθιά ανθρώπινο ποίημά της «Στη φίλη μου που ήρθε από μακριά»:
Έλα κοντά μου γιατί έχεις αίματα στα χέρια; γιατί τα μάτια σου είναι σκοτεινά; γιατί ανεμίζουν τα μαλλιά σου χωρίς αέρας να φυσά; γιατί τρέμουν τα πόδια σου μέσα στο καλοκαίρι; Κι εκείνη είπε: ματώνω χωρίς να βλέπω την πληγή κοιτάζω και βλέπω μόνο νύχτα τα μαλλιά μου ακόμη πλέουν προς το άγνωστο Τίποτα τα πόδια μου μεγάλωσαν στους τροπικούς και ζεσταίνονται μονάχα στον μεγάλο στον κατακόκκινο ήλιο. («2019. Στη φίλη μου που ήρθε από μακριά»)
Τραγουδώντας μια γλυκόπικρη ωδή για την ολότητα του ανθρώπινου στοχασμού, η ποίηση της Γρίβα, πέραν της αισθητικής απόλαυσης που προσφέρει η λιτή αφηγηματική ποιητική της, ξεχωρίζει και για κάτι άλλο: είναι μια ποίηση που τολμά να επανασυνδέσει τον ποιητικό λόγο με τα πολλαπλά επιστημολογικά μονοπάτια της γνώσης, αγκαλιάζοντας με αγάπη και στοργή όλες τις εκδοχές της, ακόμα και τις πιο αποτυχημένες πλευρές της ιστορίας των ιδεών και των επιστημών, όπως στην περίπτωση του Ιταλού δογματικού αριστοτελικού Cesare Cremonini, ο οποίος, γοητευτικά αν μη τι άλλο αγκυλωμένος στην αριστοτελική φιλοσοφική σύλληψη του σύμπαντος, αρνείται πεισματικά να ατενίσει τα ουράνια σώματα από το τηλεσκόπιο του επιστήθιου φίλου του Γαλιλαίου, μέσα από το φακό του οποίου καταρριπτόταν η αριστοτελική θεωρία του σφαιρικού σχήματος των πλανητών:
Κοιτούσε τον ουρανό κι ήταν βέβαιος ότι είχε δίκιο ο Σταγειρίτης: οι πλανήτες είναι τέλειες σφαίρες μια λάμψη του θεού που στρέφεται απαλά μες στην αιώνια σιωπή. Κοιτούσε τον ουρανό με μάτια γυμνά καθώς έκανε θρύψαλα τους φακούς και τα δίοπτρα τα διάφανα τέρατα που τρέπουν το σύμπαν σε πέτρες και σκόνη. («1610. Ο Cesare Cremonini και το τηλεσκόπιο»)
Το ποιητικό «ημερολόγιο πολλαπλών φωνών» της Γρίβα (Journal à plusieurs voies αποκαλεί τη λογοτεχνία ο φιλόσοφος των επιστημολογικών διασταυρώσεων Michel Serres) προσκαλεί τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες σε ένα ταξίδι ποικίλων διασταυρώσεων (των μύθων, των θρύλων, της μεταφυσικής, της ιστορίας, της επιστήμης, της λογοτεχνίας και των τεχνών),[2] όπου το «τεχνητό», χιμαιρικό και πλασματικό χάσμα που έχει ανοίξει στο σύγχρονο τεχνοκρατικό κόσμο μεταξύ των «δύο κουλτουρών», της επιστημονικής και της ανθρωπιστικής, γεφυρώνεται αριστοτεχνικά μέσα από το λυρικό εγκυκλοπαιδικό βλέμμα της ποιήτριας, φέρνοντας επιπλέον στο προσκήνιο όψεις ενός λησμονημένου ανθρωπισμού, αναγεννησιακής υφής, ακριβώς σε μία εποχή που ολισθαίνουμε επικίνδυνα σε έναν μεσαιωνικής έμπνευσης πολιτισμικό σκοταδισμό. Από τη Μεσίνα του 1500, άλλωστε, η προφητική φωνή του πνευματικού μας προπάππου Κωνσταντίνου Λάσκαρι τραγικά μας προειδοποιεί:
Οι φιλόσοφοι στις σχολές τους σκυφτοί να προβλέπουν εμένα νηστικό και εξόριστο σε μια σκοτεινή άκρη του μέλλοντος. («1500. Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις στη Μεσίνα»).
Βιβλιογραφικοί υπαινιγμοί
Καραγεωργίου, Τσαρνά, Γρίβα, Δενδρινός, Ρούσσου, Σακελλίου (συλλ.), Από τη Σαπφώ στην Έμιλυ Ντίκινσον: Γυναίκες ποιήτριες μέσα στον χρόνο, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 2019.
Καψάλης Διονύσης, Η ευτυχής φιλολογία, Αθήνα, Άγρα, 2015.
Auerbach Erich, Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας. Φιλολογία της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2016.
Schwob Marcel, Φανταστικοί βίοι, (Έκτωρ Κακναβάτος μτφρ.), Αθήνα, Άγρα, 1989.
Serres Michel και Lapidus Roxanne, «Literature and Exact Sciences», στο SubStance, τ. 18, αρ. 2, τχ, 59 (1989), 3-34.
Το κείμενο του Παναγιώτη Αρβανίτη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο