Περί αυτοκτονίας: Το «απονενοημένο διάβημα» και οι βιο-πολιτικές νοηματοδοτήσεις του
Θανάσης Λάγιος – Βάσια Λέκκα
Επιμέλεια Μιχάλης Παπαρούνης
Futura, Αθήνα, 2020 | 243 σελίδες
Το βιβλίο διαιρείται σε πέντε κεφάλαια μαζί με τον πρόλογο: «γιατί (τώρα) ένα βιβλίο για την αυτοκτονία;»·«η αυτοκτονία ως (δια)χρονικό ερώτημα»· «η επιστημολογική-λογική διαχείριση της αυτοκτονίας η ανάδυση της Κοινωνιολογίας»· «ο ψυχιατρικός λόγος στον 20ο αιώνα και η κατασκευή του “αυτοκτονικού υποκειμένου”»· «Marche Funèbre. Νεωτερικά υποκείμενα και βιοπολιτικές κοινωνίες σε κρίση: η αυτοκτονία ως μορφή αντίστασης και διέξοδος ελευθερίας;» και τέλος «Ευθανασία και βιοπολιτική: ένα ιατρικό και πολιτικό παράδοξο;».
Είναι ένα βιβλίο που ήρθε να αναστατώσει τα νερά, όχι όμως απλώς επειδή τα βάζει με προκλητικό τρόπο με το κύριο διακύβευμα του νεωτερικού και ύστερου νεωτερικού βιοϊατρικού λόγου, ότι δηλαδή αιτία της αυτοκτονίας είναι τα αυτοκτονικά υποκείμενα. Πέρα από αυτό, οι δύο συγγραφείς καταφέρνουν, με ιδιαίτερη δεξιότητα, αφού διασχίσουν την κλασική σκέψη και τους χριστιανικούς χρόνους, να αναδείξουν το πώς τελικά, τόσο στη νεωτερικότητα όσο και στην ύστερη νεωτερικότητα, αυτός ο λόγος έρχεται να επαναλάβει κάτι που ούτε η φιλοσοφία ούτε ο θεολογικός λόγος είχαν καταφέρει τόσο άρτια. Αυτό δεν είναι άλλο από την πεποίθηση ότι η επιστήμη εκφράζει με απόλυτο τρόπο την αντικειμενική αλήθεια ότι η αυτοκτονία οφείλεται στο αυτοκτονικό ον και στην ευάλωτη ψυχοσύνθεση του, και πιο καίρια, στην ανηθικότητα του.
Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για ένα πολιτικό, κοινωνικό και όχι αμιγώς ιατρικό πρόβλημα (σελ. 91)[1], που έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή αστυνόμευση της ευτυχίας του λαού, εντός ενός καθεστώτος αλήθειας που έχει αναγάγει τη διατήρηση της ζωής σε απόλυτη αυταξία κι έτσι αναγορεύεται σε κανόνα ψυχικής ευγονίας, παράλληλα προς την επιβεβλημένη «σιωπή» σε οποιοδήποτε ον τολμά να τελειώσει τη ζωή του, κατά κυριότητα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα, ως ψυχικά παθολογική.
Ωστόσο, o Θανάσης Λάγιος και η Βάσια Λέκκα μας εξηγούν ότι δεν έχουν σκοπό να εξαντλήσουν την θεματική της αυτοκτονίας, αλλά να εξετάσουν της ιστορικής ανάδυσης και επικράτησης συγκεκριμένων επιστημονικών λόγων οι οποίοι, «υπό το πρόσχημα της επιστημονικής διαχείρισης και γνώσης, υφαίνουν τον μονόλογο τους, επιβάλλοντας σιωπή στον πόνο, στην οδύνη αλλά και στα ερωτήματα που θέτουν με την αυτοκτονία τους, οι αυτόχειρες» (σελ. 11), στο όνομα της ασφάλειας και της προόδου από το χτες. Επιπλέον, οι συγγραφείς μας προετοιμάζουν εξαρχής ότι η «απόσταση, που αποκαλείται «πρόοδος» είναι μικρότερη από ότι διατείνεται από το χτες, ενώ καλύπτει γενεαλογικές, αυστηρά ιστορικές σχέσεις συνάφειας που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν» (σελ. 92) και ακόμη περισσότερο, ότι εν τέλει, η ίδια «[η] αυτό-καταστροφική πράξη συνιστά ένα σχόλιο πάνω στο νόημα της ζωής» (σελ. 11) (και, θα προσθέσω, ένα σχόλιο πάνω στο ποια ζωή ερμηνεύεται ως «άξια» και «ανάξια» μέσα ακριβώς από το ποια ζωή κρατά το δικαίωμα στην αυτοκτονία και στην αποκάλυψη των συνθηκών σε αυτή την αυτοκτονία).
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λάγιος και η Λέκκα καταλήγουν σε αυτό που εξάλλου έχει εύστοχα υποστηριχθεί: «προσθέστε τον Αριστοτέλη με τον Αυγουστίνο και το τελικό προϊόν θα είναι ο Ακινάτης» (σελ. 41). Ο Ακινάτης θεωρεί την αυτοκτονία «θανάσιμη αμαρτία, καθώς αντιτίθεται στον φυσικό νόμο και στην ελεημοσύνη» (σελ. 41), ενώ, όπως μάς θυμίζουν οι συγγραφείς, το 1284 με τη σύνοδο της Νιμ, εισάγεται εκκλησιαστική απαγόρευση για την ταφή των αυτόχειρων (σελ. 43). Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι το σώμα του αυτόχειρα στη Σαρδηνία κρεμιόταν από μια κρεμάλα στο σημείο ακριβώς που είχε δώσει τέλος στη ζωή του και αφηνόταν εκεί μέχρι να γίνει βορά στα όρνια (σελ. 42).
Παρόλα αυτά, οι συγγραφείς εντοπίζουν τις αντινομίες σε αυτή την ταξινόμηση, μιας και μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα η αυτοκτονία, ενώ για τον ευγενή κρίνεται ως μια πράξη ανδρείας, για τον λαό αποτιμάται ως μια πράξη διαβολική, εγωιστική και άνανδρη (σελ. 44), με αποτέλεσμα τη δήμευση της περιουσίας του αυτόχειρα, αφού διαπράττει έγκλημα. Σε κάθε περίπτωση, η αυτοκτονία, ακολουθώντας πάντα την αφήγηση του Λάγιου και της Λέκκα, ως έγκλημα θα τεθεί υπό αμφισβήτηση τον 16ο και τον 17ο αιώνα, μιας και η αυτοκτονία σταδιακά αποδίδεται σε «πάθη του μυαλού και νοσηρά συναισθήματα» (σελ. 48). Μάλιστα, αν κάποιος δεν έχει σώας τας φρένας, τότε δεν μπορεί να του καταλογίζεται το έγκλημα, εκτός και αν κάποιος μίλησε μαζί του πριν από την πράξη (σελ. 50).
Η ιατρικοποίηση της αυτοκτονίας εδραιώνεται στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα, σε έργα όπως αυτά του Immanuel Kant [Η Θεμελίωση της Μεταφυσικής των Ηθών, 1785], ο οποίος καταλήγει ότι η πράξη της αυτοκτονίας έρχεται σε αντίθεση με την ηθική της κατηγορηματικής προσταγής, καθώς σύμφωνα με αυτή πράττεις με γνώμονα την αρχή που θα ήθελες να γίνει καθολικός νόμος (σελ. 55). Η αυτοκτονία, στο πλαίσιο αυτό, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει καθολικό νόμο, γιατί «μια φύση που θα είχε ως νόμο την καταστροφή της ίδιας της ζωής […] θα αντέφασκε προς τον εαυτό της» (σελ. 56), ενώ τον 18ο αιώνα «εισάγεται» το σημείωμα αυτοκτονίας από τους ίδιους τους αυτόχειρες (σελ. 57). Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία η αστυνόμευση της δημόσιας ευτυχίας γίνεται υπόθεση συστηματικής γνώσης του πληθυσμού, ενώ χαρακτηριστικά αναφέρθηκε το ζήτημα της ευτυχίας σε 3.215 έργα (σελ. 90).
Παράλληλα, σε ένα πλαίσιο, όπου το αυτοκτονικό ον καταλήγει να περιγράφεται ως ένα ον που δεν στέκει καλά στα μυαλά του, μόνο ο ειδικός μπορεί να αναφερθεί στα πραγματικά αίτια μιας τέτοιας πράξης, ενώ ο ο ειδικός καλείται την ίδια στιγμή να προφυλάξει την κοινωνία απέναντι σε μια τέτοια α-λογη πράξη που οδηγεί στο θάνατο. Έτσι, ο Φιλίπ Πινέλ (Philippe Pinel), «πατέρας της ψυχιατρικής» και εισηγητής της «ηθικής θεραπείας», όπως μας θυμίζουν οι δύο συγγραφείς, ήταν αυτός που φρόντισε για την καλή σίτιση των «ψυχικά ασθενών», ακόμη και μέσα από την υποχρεωτική σίτιση τους μέσω ενός ελαστικού σωλήνα, ενώ το 1868 ο Γερμανός γιατρός Άντολφ Κούσμαουλ (Adolph Kussmaul), κατασκεύασε έναν στομαχικό καθετήρα, αφού παρατήρησε κάποιον επαγγελματία τσίρκου που κατάπινε σπαθιά (σελ. 168).
Η ψυχιατρικοποίηση της ευτυχίας και της αυτοκτονίας, δεν θα είναι παρά πρόσθετα κομμάτια ενός τεράστιου παζλ, με στόχο τον έλεγχο των λαϊκών στρωμάτων και του βίου τους. Το 1821, ο Γάλλος ψυχίατρος Ζαν-Ετιέν Ντομινίκ Εκσκιρόλ (Jean-Etienne Dominique Esquirol), παρουσιάζει την πρώτη αναλυτική περιγραφή των συμπτωμάτων για την αυτοκτονία που εισάγει στο Λεξικό των Ιατρικών Επιστημών, καταλήγοντας ότι, εφόσον η τρέλα ανήκει στην ιατρική και η αυτοκτονία είναι μια μορφή τρέλας, άρα η αυτοκτονία ανήκει στην ιατρική (σελ. 65). Έτσι, οι συγγραφείς, μέσω της αυτοκτονίας καταφέρνουν να αναδείξουν το πώς η «ψυχιατρική ήταν αυτή που κλήθηκε να καλύψει το «κενό, το οποίο άφησε ο θεολογικός λόγος και δεν μπόρεσε να καλύψει πλήρως ο φιλοσοφικός λόγος […] και να εγκύψει στην «ασθένεια» της αυτοκτονίας, η οποία θα ταξινομείτο στο εξής επί του άξονα της τρέλας ως σύμπτωμά της, ως νοσηρή «παρέκκλιση», ως ψυχική και συναισθηματική παθολογία» (σελ. 65). Αυτό θα δώσει το έδαφος σε μια ολόκληρη διαμάχη ανάμεσα στα Υπουργεία Υγείας και Δικαιοσύνης στη Γαλλία, την περίοδο ανάμεσα στα 1820 και 1839, σχετικά με το εάν τελικά η αυτοκτονία ήταν ασθένεια ή έγκλημα (σελ. 66).
Εδώ οι συγγραφείς κάνουν μια καίρια επισήμανση: Η χρυσή τομή βρέθηκε, «η αυτοκτονία μετετράπη σε ζήτημα ιατρο-δικαστικό, με τα Χρονικά δημόσιας υγιεινής και νομικής ιατρικής, που κυκλοφόρησαν το 1829, να έχουν την αυτοκτονία ανάμεσα στις σελίδες τους (σελ. 66). Στο πλαίσιο αυτό αναδύεται ένα τρίγωνο διακυβέρνησης, κυριαρχία, πειθαρχία και κυβερνητική διαχείριση (σελ. 96), με στόχο τον λαό, και εδώ ακριβώς οι συγγραφείς παραθέτουν την καίρια επισήμανση του Μαρξ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι η «ασφάλεια είναι η ανώτατη κοινωνική έννοια της αστικής κοινωνίας» (σελ. 97), με αποτέλεσμα οι λεγόμενες «επικίνδυνες τάξεις», όπως οι αυτόχειρες, να «πρέπει να τεθούν υπό περιορισμό και έλεγχο, διότι αποτελούν τον “εχθρό” που βρίσκεται στο εσωτερικό του πληθυσμού και απειλεί να τον εκφυλίσει»· εξάλλου, ο όρος του εκφυλισμού, διόλου τυχαία, εισήχθη το 1857, από τον Γάλλο ψυχίατρο Μπένεντικτ Μορέλ (Benedict Morel).
Ο έλεγχος, έτσι, γίνεται εξονυχιστικός, εξατομικεύεται, «έρχεται αντιμέτωπος με τον ενικό, το τυχαίο και το απρόσμενο που συνιστά πλέον ο ατομικός χαρακτήρας της ασθένειας και η ‘περίπτωση’ του κάθε ασθενούς» (σελ. 102) και αυτό ακριβώς θα μετατρέψει και την αστυνομία στις αρχές του 20ού αιώνα σε επιστημονική αστυνομία, ενώ η ιατροδικαστική θα λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στα Υπουργεία Υγείας και Δικαιοσύνης και του Οργανισμού της Αστυνομίας, θέτοντας την αυτοκτονία στο επίκεντρο της παρατήρησης του εγκλήματος.
Ωστόσο, ένα ιδιαίτερο σημείο στο βιβλίο θεωρώ ότι τοποθετείται στη στροφή του ενδιαφέροντος εκ μέρους των συγγραφέων στη μελέτη της αυτοκτονίας από τον Εμίλ Ντιρκέμ (Emile Durkheim) το 1897. Έχοντας διασχίσει την περίοδο από την κλασική σκέψη μέχρι το 1897, μέσα από επιστήμες όπως η ψυχιατρική, η ιατροδικαστική, οι δυο συγγραφείς φέρνουν στο επίκεντρο τους τρόπους με τους οποίους η αυτοκτονία και η διαχείριση της από την εξουσία φέρνει την αστυνόμευση στα λαϊκά στρώματα στον πυρήνα της ανθρώπινης επιθυμίας για ζωή, ενώ δεν παραλείπουν να μας υπενθυμίσουν τους τρόπους με τους οποίους και η κοινωνιολογία [μέσω των στατιστικών καταγραφών και του λειτουργισμού της] «έρχεται αντιμέτωπη με τις “επικίνδυνες τάξεις”», παρουσιάζοντας «την κοινωνία σαν την οντότητα που μπορεί να θεραπεύσει» (σελ. 103). Αυτό συνεπάγεται την απομάκρυνση αυτών που ενοχλούν την ευγονία της κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, ο Ντιρκέμ θα ισχυριστεί ότι η χρησιμότητα της κοινωνιολογίας ως επιστήμης για την κρατική πολιτική είναι η ίδια με τη χρησιμότητα της ιατρικής (σελ. 109), ενώ επανέλαβε την πεποίθηση του αστυνόμου Ζακ Πεσέ (Jacques Peuchet) «ότι η αυτοκτονία είναι ένα κοινωνικό σύμπτωμα που εκδηλώνεται εξαιτίας της μη προσαρμογής του ατόμου στην κοινωνία» (σελ. 112), επισημαίνοντας επιπλέον ως κύρια αιτία το ότι «οι ορέξεις και τα πάθη έχουν απελευθερωθεί από οποιαδήποτε περιοριστική εξουσία» (σελ. 113).
Ας ακούσουμε λοιπόν την ετυμηγορία του Ντιρκέμ, όπως μας παρακινούν οι συγγραφείς: «ο κοινωνιολόγος με τη γνώση του για τα πάντα μπορεί να πει στα άτομα· με άλλα λόγια, το λάθος είναι στέρηση, το λάθος είναι ακρωτηριασμός, είναι το γεγονός του να βλέπει κανείς λίγα πράγματα» (σελ. 113) και αυτός που βλέπει λίγα πράγματα είναι « [ο] αναρχικός, ο εστέτ, ο οπαδός του μυστικισμού, ο επαναστάτης σοσιαλιστής, [οι οποίοι] ακόμη και αν δεν νιώθουν απόγνωση για το μέλλον, μοιράζονται από κοινού με τον πεσιμιστή ένα μοναδικό αίσθημα μίσους και αηδίας για την υπάρχουσα τάξη, έναν μοναδικό πόθο καταστροφής και διαφυγής από την πραγματικότητα» (σελ. 114).
Το 1901, ο Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud), στο έργο του Ψυχοπαθολογία της Καθημερινής Ζωής, επιχειρεί ν’ αναδείξει ότι οι αυτοτραυματισμοί είναι αποτέλεσμα των ψυχονευρώσεων (σελ. 117). Μόνο που ο Φρόυντ επικεντρώνεται όχι στη συνειδητή όψη της αυτοκτονίας όπως ο Ντιρκέμ, αλλά στην ασυνείδητη όψη, σε αυτή την αυτοκαταστροφική δύναμη που υποτίθεται ότι εσωκλείει η ανθρώπινη φύση, μέχρι και το θάνατο (σελ. 118). Αυτό που απασχολεί τον Φρόυντ, υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, είναι να αναζητηθεί ποια είναι η δύναμη που μπορεί να νικά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, στρέφοντας ως εκ τούτου, το βάρος της μελέτης σε αυτές τις «κρυφές» δυνάμεις, οι οποίες ωθούν αυτά τα όντα στην «αυτοκαταστροφή», με αποτέλεσμα η ψυχανάλυση να μη «συνδέει το σύμπτωμα με τις κοινωνικές σχέσεις που περιβάλλουν το άτομο, αλλά με τις κοινωνικές αντιφάσεις που συγκροτούν την υποκειμενικότητα» του (σελ. 122).
Αυτός ο κυρίαρχος, άλλωστε, βιοιατρικός λόγος θα εισαχθεί και στην ελληνική βιβλιογραφία, ενδεικτικά μιλώντας, με το έργο Εγκληματική Ανθρωπολογία, όπου στο κεφάλαιο της Αυτοκτονίας, ο εγκληματολόγος Νικόλαος Μιχαλακέας θα κάνει αναφορά σε αυτούς τους αυτόχειρες που ήταν: «οι ασυνείδητοι κλέφτες, οι οκνηροί κλέφτες, οι δραστήριοι υποδουλωμένοι στα πάθη τους κλέφτες»,[2] ενώ την ίδια περίοδο μελέτες θα επικεντρωθούν στις αυτοκτονίες στρατιωτών (shell shock) μετά τον Α΄ Παγκόσμιο (σελ. 122), στις αυτοκτονίες ιδιωτών μετά το κραχ του 1929 και την ύφεση του 1930, στις αυτοκτονίες των Εβραίων επί ναζιστικού καθεστώτος (σελ. 131), ως μια ένδειξη αυτής της ευαλωτότητας που οδηγεί τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στην αυτοκαταστροφή.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυτοκτονία «συγκροτείται με αναφορά σε κλινικές διαγνώσεις, ιατρικά προσδιορισμένους πληθυσμούς, τη γενετική και τη βιολογία» (σελ. 131), καταλήγοντας σε συγκεκριμένες μορφές «θεραπείας»· αν, όπως τόσο εύστοχα υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, οι βιολογικές θεραπείες στο α΄ μισό του 20ού αιώνα αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές, λ.χ. ινσουλινοθεραπεία, λοβοτομή, ηλεκτροσόκ, στο β΄ μισό του το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM, Statistical Manual of Mental Disorders), οδήγησε σε απάνθρωπα αποτελέσματα. Πλέον, ο επιστημονικός λόγος θα καταφέρει να ομογενοποιήσει τη μέθοδο διάγνωσης όσον αφορά τα αυτοκτονικά υποκείμενα (σελ. 133), με την αυτοκτονία να κάνει δειλά την παρουσία της το 1952 ως σύμπτωμα «Καταθλιπτικής Αντίδρασης» (σελ. 134), τη στιγμή που όλο και περισσότερες μελέτες στήριζαν τα δεδομένα τους πρωτίστως σε συνεντεύξεις με συγγενείς και φίλους των αυτοχείρων (σελ. 135), καταλήγοντας ότι η πιο αποτελεσματική μέθοδο ίασης είναι ο εγκλεισμός.
Το 1958 μάλιστα δημιουργείται το «Κέντρο Πρόληψης Αυτοκτονιών του Λος Αντζελες» με χρηματοδότηση του «Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας» (σελ. 147) όπου και εισέρχεται ο όρος «ψυχολογική αυτοψία». Αυτό σημαίνει συγκέντρωση πληθώρας στοιχείων που αφορούν την προσωπικότητα των αυτοχείρων (σελ. 134) -τη σεξουαλικότητα τους, τον τρόπο ζωής τους, το οικογενειακό τους περιβάλλον κλπ.- ακριβώς κάτω από τον ακλόνητο επιστημονικό ευγονικό μονόλογο «περί μιας αιτιώδους συνάφειας και σύνδεσης μεταξύ αυτοκτονίας και ψυχικής διαταραχής,» (σελ. 147), κάτι που συνιστά και την εισαγωγή κλιμάκων μέτρησης της αυτοκτονικής πρόθεσης (σελ. 151).
Τη δεκαετία του 1980 η αυτοκτονία συναντάται ως σύμπτωμα σε μια σειρά ψυχικών διαταραχών, ενώ το 1990, η Κέι Ρέντφιλντ Τζέιμισον (Kay Redfiled Jamison), καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς (John Hopskins University) κατέληγε: «[ο] φυσιολογικός νους, αν και επηρεάζεται έντονα από μια απώλεια ή ένα καταστροφικό γεγονός, είναι καλά καλυμμένος απέναντι στην πιθανότητα της αυτοκτονίας» (σελ. 143). Επιπλέον μελέτες κατέληγαν στα ανδρικά και γυναικεία μέσα της αυτοκτονίας, μέσω της αφήγησης του έμφυλου στερεοτύπου περί αρρενωπότητας (λογική) και θηλυκότητας (ευαισθησία), με τη χρήση χαπιών και το κόψιμο των φλεβών, που συνήθως οδηγούν σε αποτυχία, να αφορά τις θηλυκότητες, σε αντιπαράθεση με πιο αρρενωπά μέσα, όπως ο απαγχονισμός (σελ. 139).
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι το 2000 η αυτοκτονία συμπεριλήφθηκε ως επιπλέον σύμπτωμα στις «Διαταραχές της Ταυτότητας του Φύλου» και τη «Νευρική Ανορεξία» (σελ. 137), ενώ όλο και περισσότερο μελέτες καταλήγουν να μιλούν για την αυτοκτονία, εκκινώντας από τη μελέτη του ίδιου του υποκειμένου, του εγκεφάλου και των «ψυχικών» ανωμαλιών του (σελ. 142). Επιπλέον, το 2004 ο Άντριου Σόλομον (Andrew Solomon) μας προσέφερε μια ανατομία της αυτοκτονίας, στην οποία, όπως μας εξηγούν οι συγγραφείς, πλέον η λέξη χημική [αναφερόμενος στην ερμηνεία της κατάθλιψης»] διώχνει αυτή την αίσθηση της ενοχής, ενώ ο ίδιος καταλήγει να καταγράφει τον πειραματισμό του με μια σειρά θεραπειών, με στόχο τη «θεραπεία» του.
Ωστόσο, οι συγγραφείς εγείρουν ένα ακόμη καίριο ζήτημα, μιας και φαίνεται ότι λαμβάνονται μια σειρά από μέτρα με στόχο -υποτίθεται- την ανθρώπινη ευτυχία για την πρόληψη από το «μίασμα» των αυτοκτονικών υποκειμένων, κυρίως μέσα από τη χρήση φαρμάκων ενάντια στην κατάθλιψη. Ενδεικτικά μιλώντας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι το 2016 το κέρδος στα αντικαταθλιπτικά φάρμακα θα ανερχόταν σε 13,75 δισεκατομμύρια, ενώ το 2023 θα ανέλθει σε σχεδόν 16 δισεκατομμύρια (σελ. 155).
Την ίδια περίοδο οι φωνές των υποκειμένων περιθωριοποιούνται, ενώ όταν καταγράφονται ερμηνεύονται από τον επιστημονικό μονόλογο μέσω του ψυχικού εξατομικευμένου (υποτίθεται) «τραύματος». Ενδεικτικά μιλώντας, είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η Γαλλία βιώνει αυτό που στα διεθνή μέσα ενημέρωσης περιγράφεται ως «επιδημία αυτοκτονίας» τα τελευταία χρόνια, με αυξανόμενο αριθμό υπαλλήλων να επιλέγουν να αυτοκτονήσουν μπροστά στις ακραίες συνθήκες πίεσης στην εργασία,[3] παρά ταύτα οι φωνές των αυτόχειρων μένουν στη σιωπή. Χαρακτηριστικά, το 2007, κάτω από μεγάλη πίεση για την παραγωγή του νέου σχεδιασμού, εντός μιας αυστηρής προθεσμίας, εργαζόμενος που δεν άντεξε στη Renault κρεμάστηκε στο σπίτι του, αφήνοντας επιστολή αυτοκτονίας που απευθύνεται στην οικογένειά του: «Αυτό δεν έχει καμία σχέση με εσάς. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Αυτή η δουλειά είναι πάρα πολύ για μένα».[4]
Και, εν τούτοις, όπως μας επισημαίνουν ο Λάγιος και η Λέκκα, κι όπως υπογραμμίζει και η Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt), «[α]ναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος η μεγαλύτερη συμφορά, γινόμαστε μάρτυρες και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων απ’ ότι ο θάνατος» (σελ. 175). Εξάλλου, για να έρθουμε και στα καθ’ ημάς, οι συγγραφείς μας θυμίζουν ότι, το 2012, ενώ ο φαρμακοποιός Δημήτρης Χριστούλας αυτοκτόνησε μπροστά στο κοινοβούλιο, προσπαθώντας να «πολιτικοποιήσει» την αυτοκτονία του, οι αναφορές τόσο των ΜΜΕ, όσο και του ψυχιατρικού λόγου, και σε αυτή όπως και στην προαναφερθείσα αυτοκτονία, επικεντρώθηκαν στην ψυχική ευαλωτότητα, ενώ η φράση του Χριστούλα «δεν αυτοκτονώ, με σκοτώνουν» (σελ. 171), συμπεριλήφθηκε ως μια ακόμη περίπτωση σε αυτό που κατέληγε ν’ αναφέρεται «επιδημία κατάθλιψης» και, όσον αφορά την ελληνική περίπτωση, επιδημία «εθνικής κατάθλιψης» (σελ. 172), καθώς η Ελλάδα στο α΄ μισό του 2011 είχε τον υψηλότερο αριθμό αυτοκτονιών στην Ευρώπη.
Ακόμη, όσον αφορά τη Γαλλία, αξίζει να σημειωθεί ότι το 2013, η γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να δημιουργήσει ένα Εθνικό Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών, με ειδικούς, με στόχο τη μελέτη των αυξανόμενων ποσοστών αυτοκτονιών.[5] Στην επιτροπή δεν υπάρχουν μέλη εκ μέρους των εργαζομένων, παρότι την ίδια περίοδο σε μια σειρά από εταιρείες, όπως ο γίγαντας τηλεπικοινωνιών France Télécom (μετονομασία σε Orange το 2013) αλλά και άλλες, εργαζόμενοι/ες αυτοκτονούν μέσα στον ίδιο τον χώρο της εργασίας τους, αφήνοντας συχνά λεπτομερείς επιστολές, στις οποίες υποδεικνύουν τις συνθήκες εργασίας ως αιτία της αυτοκτονίας τους.
Από την άλλη, η ίδια η αυτοκτονία δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με το πότε είναι φυσιολογική και πότε εισέρχεται στον χώρο της παράνοιας, όπως πάλι εντοπίζουν καίρια οι συγγραφείς. Κάτω από την ομπρέλα του επιστημονικού μονολόγου, η ιατρικοποιημένη αυτοκτονία μετατρέπεται σε φυσιολογική, όπως όταν για παράδειγμα το 1939 ο Φρόυντ (σελ. 126), λόγω αφόρητου πόνου καθώς έπασχε από καρκίνο της γνάθου, ζήτησε τη βοήθεια του προσωπικού του γιατρού Μαξ Σουρ (Max Schur) για τη λύση της ιατρικώς υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. Ωστόσο, το κράτος μπορεί να καταστείλει την αυτοκτονία σε διαφορετικά πλαίσια, όπως ενάντια των σουφραζετών, μέσω της υποχρεωτικής σίτισης, ως μια πράξη παραλογισμού.
Το έργο λοιπόν, εξαιρετικά καλογραμμένο, όχι απλά διατρέχει την ιστορία της αυτοκτονίας μέσα από τον βιοϊατρικό λόγο, αλλά θέτει και καίρια ερωτήματα· ερωτήματα τα οποία αφορούν την ίδια την έννοια της εξουσίας, του υποκειμένου και της δημοκρατίας στις (ύστερες) νεωτερικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, θέτοντας πρώτιστα ως αναγκαιότητα την ιστορικοποίηση της αυτοκτονίας. Μιας και, όπως οι συγγραφείς καταλήγουν στον επίλογο του βιβλίου τους, «[ε]άν ο κυρίαρχος λόγος στην Αρχαιότητα θεωρούσε την αυτοκτονία προνόμιο των λίγων (των φιλοσόφων και των αριστοκρατών) και όνειδος των πολλών, εάν ο κυρίαρχος λόγος από τον Μεσαίωνα μέχρι τη νεωτερικότητα θεωρούσε την αυτοκτονία ασύγγνωστο αμάρτημα, σήμερα ο κυρίαρχος λόγος θεωρεί την αυτοκτονία ασθένεια και την ασθένεια τη μόνη ικανή και αναγκαία προϋπόθεση για (ιατρικώς υποβοηθούμενη) αυτοκτονία. Αυτό το βιοπολιτικό παράδοξο δεν μπορεί όχι μόνο να επιλυθεί, αλλά ούτε καν να κατανοηθεί, εάν δεν ιστορικοποιηθεί…» (σελ. 207).
Εν κατακλείδι, το έργο του Λάγιου και της Λέκκα, έρχεται προκλητικά να επισημάνει τη διπλή σημασία του σημαίνοντος «φάρμακον», ήτοι από φάρμακο να γίνεται φαρμάκι το «οποίο εθίζει με μιθιδρατικό τρόπο στην αυθεντία του μονολόγου του “ειδικού”, ο οποίος αντικαθιστά την ποιμαντική εξουσία του ιερέα με τη βιοπολιτική εξουσία της επιστημονικής γνώσης» (σελ. 160). Έτσι, θεωρώ ιδιαίτερα πολύτιμη την πρόσκληση-πρόκληση των συγγραφέων να τολμήσουμε «να αμφισβητήσουμε τα αυτονόητα». Δηλαδή, να «πειραματιστούμε σχετικά με ό,τι θεωρείται πιο “φυσικό”, ήτοι το να ζεις και να πεθαίνεις», κάτι που προϋποθέτει ότι «μόνο μια αυστηρά κριτική διάθεση μπορεί να διαλύσει τις εμπειρικές βεβαιότητες που εισχωρούν στον επιστημονικό λόγο δια μέσου των προϋποτιθέμενων στοιχείων των εγγεγραμμένων στη γλώσσα ή των σύμφυτων στη ρουτίνα της καθημερινής ομιλίας προκατασκευών, με λίγα λόγια δια μέσου της ομίχλης των λέξεων, που παρεμβάλλεται αδιάκοπα ανάμεσα στον ερευνητή και στον κοινωνικό κόσμο» (σελ. 105).
Το έργο αποτελεί ένα πολύτιμο θεωρητικό εργαλείο, με στόχο την απελευθέρωση της επιστήμης από έναν δυτικό, αστικό, πατριαρχικό, αποικιοκρατικό, ταξικό λόγο. Έναν λόγο που μετρά εδώ και αιώνες τα πτώματα των αυτοκτονούντων, των φτωχών, των «ανήθικων» και στις μέρες μας των προσφύγων, των ΛΟΑΤΚΙ+ (σελ. 176), ως μια ψυχική διαταραχή και όχι ως αποτέλεσμα μιας απάνθρωπης ευγονικής πατριαρχίας, ενός επιστημονικού μονολόγου/αφηγήματος, το οποίο έχει χτιστεί πάνω στα πτώματα τόσο του σώματος, όσο και της επιθυμίας των «υποτελών», της «ανάξιας» ζωής, που σε αυτή την ασφυκτική συνθήκη αδυνατούν να πάρουν τον λόγο ενάντια στην υποτέλειά τους, ενώ ο θάνατος γίνεται όλο και περισσότερο κομμάτι ελέγχου μιας ολοκληρωτικής εξουσίας. Μιας εξουσίας που ίσως από το 1899, τόσο προφητικά είχαν προδιαγράψει οι ιατροδικαστές Αντώνιος Καλλιβωκάς και Δημήτριος Ποταμιανός: ««[…] η φυσική ελευθερία εξαρτάται εκ της ηθικής ελευθερίας, ης ο ιατρός ορίζει τον βαθμόν, ούτος χορηγεί τη δικαιοσύνη τας αναγκαίας πληροφορίας προς περιορισμόν των αστικών δικαιωμάτων […]»[6] κάτι που φυσικά συμπεριλάμβανε και το δικαίωμα στο θάνατο.
Το κείμενο της Δήμητρας Τζανάκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο