Κάτι τρέχει με την οικογένεια
Δημήτρης Παπανικολάου
Εκδόσεις Πατάκη, 2018 | 448 σελ.
Το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου Κάτι τρέχει με την οικογένεια κυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2018 από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Παπανικολάου επιχειρεί να μιλήσει για την οικογένεια και για το πώς αυτή αναπαρίσταται στην πληθώρα πολιτισμικών κειμένων (λογοτεχνικά βιβλία, θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες) που έχουν την οικογένεια στο επίκεντρο. Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας συνδέει οικογένεια και ελληνική κρίση, ασχολείται με τις (στερεοτυπικές) αναπαραστάσεις των δυο και τις κριτικάρει εντάσσοντάς μας σταδιακά τόσο στην δική του οπτική όσο και στο θεωρητικό του πλαίσιο. Στο δεύτερο κεφάλαιο διαβάζει τη Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα μέσα από το τρίπτυχο ιστορία, πολιτική και οικογένεια. Στο τρίτο κεφάλαιο διαβάζει τον Αφανισμό του Νίκου του Αύγουστου Κορτώ, όπου στέκεται τόσο στο ζήτημα της ανδρικής ομοφυλοφιλίας εν γένει, αλλά και του AIDS, και του τραύματος και της σιωπής που αυτό συχνά επιφέρει. Στο τέταρτο κεφάλαιο, η ανδρική ομοφυλοφιλία δίνει την θέση της στην γυναικεία με την ανάγνωση του Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν και σένα της Άντζελας Δημητρακάκη, ενώ ταυτόχρονα πάει πίσω στις απαρχές του νεολληνικού λεσβιακού μυθιστορήματος μέσω της επανάγνωσης της Ερωμένης της Ντόρας Ρωζέττη και των αναγνώσεών της από την λεσβιακή κοινότητα. Τέλος, μέσω της Στρέλλας του Πάνου Κούτρα επισκέπτεται την τρανς κοινότητα και δυο εμβληματικές της μορφές -ιδίως στη σφαίρα του πολιτικού- την Μπέττυ και την Πάολα.
Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε δυο διαφορετικές και εν μέρει αλληλοσυμπληρούμενες οπτικές για το βιβλίο αυτό. Η κοινωνική ανθρωπολόγος Σούλα Μαρινούδη και ο ιστορικός -με πολιτισμικές σπουδές- Χρίστος Μάης διαβάζουν από τη δική τους οπτική και με το δικό τους στυλ τη δουλειά του Παπανικολάου. Πρόκειται για δύο πολύ διαφορετικά κείμενα που τονίζουν διαφορετικές πτυχές και πλευρές του βιβλίου. Η Μαρινούδη γράφει και διαβάζει σε τόνο σχεδόν προσωπικό, όπως συχνά άλλωστε είναι και ο τόνος του Παπανικολάου, και αναφέρεται έστω και ακροθιγώς στην πληθώρα θεωρητικών εργαλείων τα οποία χρησιμοποιεί ο Παπανικολάου. Ο Μάης με τη σειρά του, ξεκινά κι αυτός με έναν βιωματικό τόνο, αλλά επιχειρεί στη συνέχεια να διαβάσει όσο το δυνατόν πιο αποστασιοποιημένα, επιμένοντας περισσότερο στο πολιτικό στοιχείο του βιβλίου. Ένα σημείο στο οποίο όμως συγκλίνουν απόλυτα οι δυο κριτικές αποτελεί η αναφορά στη δολοφονία Κωστόπουλου και στη σύνδεσή της με την πολιτική χειρονομία του βιβλίου του Παπανικολάου, όχι ως φόρο τιμής, αλλά ως υπόσχεση για το μέλλον. Τίποτα δεν πρέπει να ξεχαστεί, μένουν πολλά να κατακτηθούν ενάντια στο δυναστικό «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Please love me (Σούλα Μαρινούδη)
Αν χρειαζόταν για κάποιον λόγο να συνοψίσω το περιεχόμενο του βιβλίου του Παπανικολάου σε μια φράση θα έλεγα πως όταν Κάτι τρέχει με την οικογένεια τρέχει κάτι με τον εαυτό επίσης. Ο συγγραφέας κάνει μια διαδρομή στην οποία παίρνει μαζί του τον αναγνώστη· όσο οι σελίδες του προχωρούν εμφανίζονται όλο και περισσότερες φωνές, κυρίως επειδή αναγνωρίζει αυτή τη φωνή που θα μπορούσε και να μην υπάρχει. Αν και διακινούνται πολλά στο κείμενο (το σώμα, η γλώσσα, ο χρόνος, η σεξουαλικότητα, το έθνος, η συγγένεια, η ιστορία, η μνήμη, η μαρτυρία, το τραύμα, η απόλαυση, η ταυτότητα, οι ταυτίσεις), η δική μου ανάγνωση επιμένει σε δύο έννοιες που αλλάζουν θέσεις όσο ανταγωνίζονται, συγκρούονται, μετατοπίζονται και αγκαλιάζουν η μία την άλλη: το αρχείο και η φωνή, το αρχείο που ταράζεται από τη φωνή, η φωνή που διαφεύγει του αρχείου. «Αναταραχή αρχείου», γράφει ο Παπανικολάου, «είναι η τάση επιστροφής (και αναπλαισίωσης) του αρχείου του παρελθόντος μέσα από την ενσώματη και κριτική βίωση της διακινδύνευσης του παρόντος» (σελ. 100).
Διαβάζω στο επίκεντρο της αφήγησης του Παπανικολάου τη φωνή της Ρωζέττη·[1] όλα ξετυλίγονται πριν, μετά και γύρω από αυτήν. Επικεντρώνω σ’ αυτήν την ιστορία από τις πολλές, γιατί δεν είναι μία φωνή αλλά μια αλληλουχία φωνών. Η ίδια η Ρωζέττη, μαθαίνουμε, δεν θα δημοσίευε το κείμενο, το οποίο διαβαζόταν συλλογικά, μέχρι που δύο άντρες από την παρέα των αναγνωστών το εκδίδουν χωρίς την άδειά της. Εκείνη από τη μια κρύβει το βιβλίο από τις προθήκες από την άλλη το προωθεί σε έναν διάσημο συγγραφέα. Αυτές οι περιπέτειες της λαθροχειρίας, της παραβίασης, της έκθεσης, της διακινδύνευσης, της αμφιθυμίας, δεν είναι άλλες από τις αγωνίες ενός «εγώ» που ξεκινά ως «εμένα»,[2] όπως ίσως θα έπρεπε να ξεκινούν όλα. Όχι δηλαδή από τη χειραφέτηση του θεατή που προτείνει ο Ρανσιέρ,[3] αλλά από την αποκαθήλωση (τον θάνατο) του συγγραφέα, από την επίγνωση ότι το σώμα/ η φωνή που έχουμε είναι αλληλένδετη με την προσοχή που στρέφεται σ’ αυτό. Γιατί άλλωστε αναστατώνει το αρχείο ο Παπανικολάου, αν όχι για να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που χρειάζονται ώστε να μιλήσει ο υποτελής;
Στη συζήτηση αυτή ταινίες όπως ο Κυνόδοντας και το Σπιρτόκουτο λένε τη μισή αλήθεια και η μισή αλήθεια δεν είναι ψέμα, είναι απλώς πολύ οδυνηρή για να την αντέξουμε. Αυτή δηλαδή την ιστορική στιγμή μοιάζει σαν να ξέρουμε την εξουσία και το αντίθετό της, δεν ξέρουμε όμως τι να κάνουμε αυτήν τη γνώση και πού να βρούμε το κουράγιο να την κάνουμε κάτι. Γιατί ο Οιδίποδας να παραμένει υπό διωγμό μέχρι το θάνατό του; Γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν άνθρωπο που ζει με τις πληγές του; Που επανασυνδέεται με μια πόλη χωρίς τους αποκλεισμούς των άλλων και της ζεστασιάς που χρειάζεται ο ίδιος για να ζει; Η Στρέλλα, φτάνοντας σ’ αυτό το σημείο, έδειξε τα όρια της πολιτικής μας φαντασίας.
Νομίζω ότι μια από τις σημαντικές συνεισφορές του βιβλίου βρίσκεται στο γεγονός ότι έχει επίγνωση της ιστορικής και πολιτικής ευθύνης του, στο να διερευνά αυτό που μένει αναπαλλοτρίωτο, αυτό που διαφεύγει της ονοματοθεσίας, της κανονιστικής συγγένειας, διερευνά πώς θα ήταν δυνατό να μην ερωτευόμαστε (ξανά και ξανά) την εξουσία.[4] Ερωτευτείτε εμένα, λέει ο συγγραφέας σε μια κατοπτρική λογοδοσία που μιλάει για τη σχέση του με τον αναγνώστη και τον ερωτισμό που εμπνέει, επιτρέποντας στην ύβρη αυτή να διαπραχθεί και έτσι να αλλάξουν όντως οι όροι της απεύθυνσης, να μπορεί η αναγνώστρια, μέσα από την επιθυμία, να πάρει το λόγο. Κι εδώ αλλάζω το φύλο, γιατί σε αυτό το σημείο είναι που συμβαίνει μια ρήξη του κειμένου με τον εαυτό του, η οποία με βοηθά να ταυτιστώ εγώ μαζί του.
Όταν μιλά για το βιβλίο της Άντζελα Δημητρακάκη, Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν εσένα, ο συγγραφέας εξηγεί ότι έχει κάνει μια πολιτική επιλογή να παρακολουθήσει τις θεωρίες του θανάτου του συγγραφέα, της πολυσημίας της γραφής, της ρευστότητας της ταυτότητας, της βιοπολιτικής και της γενεαλογικής κριτικής επειδή θέλει όπως λέει (σελ. 317), επειδή στρέφει ο ίδιος της προσοχή του σε αυτές, και αυτό όντως ισχύει. Αν και το παράδειγμα της Ρωζέττη δείχνει ότι τα σώματα που δε μετράνε, στην πραγματικότητα δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά, δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν ότι η φωνή τους είναι ενταγμένη σε ένα συμβολικό σύστημα, σε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων από το οποίο εξαρτάται η αναγνώριση η οποία, αν χρειάζεται να ανατρέψουν τους όρους του αρχείου, γίνεται μόνο συλλογικά.
Μια αναγνώριση που στην περίπτωση των μαρτύρων του AIDS δεν έγινε επαρκώς στην Ελλάδα, καθώς δεν πολιτικοποιήθηκε η σύνδεση της ασθένειας με τη σεξουαλικότητα, κι έτσι η μόνη δυνατή ιστορία σύμφωνα με όσα ξέρουμε ως τώρα είναι η ιστορία του Νίκου και του αφανισμού του,[5] η ιστορία ενός ομοφυλόφιλου που θα ήθελε να μην είχε γεννηθεί. Και η αποκατάσταση αυτής της σιωπής, της αφασίας, όπως λέει ο συγγραφέας, που είναι η πηγή -αν διαβάζω σωστά- της δικής του φωνής, σημαίνει να μην ξανασυμβεί η εξάλειψη αυτής της μνήμης. Επιστρέφοντας, λοιπόν, σε αυτό το σημείο, όχι για να επουλώσουμε ένα τραύμα του παρελθόντος, αλλά για να το ενεργοποιήσουμε ώστε να μετασχηματίσουμε το παρόν, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που δε μάθαμε από την αρρώστια. Οι “survivors” της ασθένειας, λέει η Susan M. DiGiacomo, δεν επανέρχονται σε μια ζωή έχοντας θριαμβεύσει, αλλά ενσωματώνουν στη βιογραφία τους την ασθένεια και την προσωπική ευαλωτότητα που συνεπιφέρει.[6]
Τηρουμένων των αναλογιών, τα τραύματα που ασκούνται πάνω μας από τις οικογένειες είναι το υλικό από το οποίο είμαστε πλασμένες και με βάση το βιογραφικό αυτό υλικό που για την καθεμιά παραμένει μοναδικό φαντασιωνόμαστε τις οικογένειες που θα επιλέξουμε. Διαφορετικά, τρέφουμε την αυταπάτη ότι οι οικογένειες αυτές, οι άλλες, οι δικές μας, θα δημιουργηθούν μόνο με τη δύναμη του μυαλού, πράγμα ήδη πολιτισμικά δοκιμασμένο με κόστος τις ζωές των άλλων. Αντίθετα, πρέπει να συμπράξει και το σώμα και το βίωμά του, αυτό ακριβώς το σώμα που απασχολεί τον συγγραφέα, το τραυματισμένο σώμα που φαίνεται να ‘χει λατρέψει.
Και μια που δε βρίσκω πολιτισμικό ανάλογο στην Ελλάδα θα αναφέρω μια σειρά αυστραλιανής παραγωγής, το Please like me, όπου ένας queer πρωταγωνιστής, οι φίλοι και φίλες του, διαπραγματεύονται τα διαζύγια, τα ψυχωσικά επεισόδια, τις απόπειρες αυτοκτονίας και άλλες εμπειρίες με τους γονείς τους, την ίδια στιγμή που μοιράζονται εμπειρίες από το on line dating, τις εκτρώσεις, τις συγκατοικήσεις, τις απώλειες. Όχι τίποτα άλλο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ανάλογα συναισθήματα θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν στις συγκατοικήσεις και το dating. Βία αδιαμφισβήτητη, από την οποία θες να απεγκλωβιστείς, αλλά δεν γίνεται, εκτός κι αν το κάνεις με τρυφερότητα και χιούμορ· αν δεν το κάνεις και λίγο σαν παιχνίδι. Πολλές φορές τα πράγματα γίνονται πολύ σοβαρά, αλλά μεταξύ ελαφρότητας και τραύματος συμβαίνουν πολλά, κυρίως ανθρώπινες σχέσεις.
Όσο συνέχιζα να διαβάζω την ερωτική και ερωτεύσιμη γραφή του Παπανικολάου σταμάτησα να σημειώνω, καθώς ταυτιζόμουν όλο και περισσότερο με αυτήν, κι αυτή η ταύτιση κορυφώθηκε σ’ αυτή την παράγραφο που μου φαίνεται σαν ένα εγκιβωτισμένο ποίημα μέσα στο κείμενό του:
σε έγκλιση παλιμψηστική, σαν το ξεκίνημα μιας φωνής που συνεχίζεται από μια άλλη φωνή, σαν ένα αρχείο φωνών που εκδιπλώνεται στο παρόν, σε μια γραμμή που μακραίνει και δε λέει να σταματήσει. Όμως εγώ/ όμως εγώ/ όμως εγώ/ όμως εγώ… Κι ας είναι κάπως πιο λιγνό, ή κάποτε πιο πλάγιο απ αυτό που πάω τώρα να αντιγράψω, σημαίνει εντούτοις και αυτό: όμως εγώ- δεν παραδέχτηκα την ήττα. (σελ. 336)
Και να έχω ταυτιστεί εγώ που αντιπαθώ εκείνη την πλευρά της αριστεράς που δεν παραδέχεται τις ήττες, να έχω ταυτιστεί απροσδόκητα με αυτό τον στίχο είναι μάλλον του βιβλίου αυτού μια σημαντική συμβολή όχι σε μένα μα σε μια «γενιά», ας το πούμε έτσι, αποκύημα του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης όπου όλα φαίνονταν δυνατά, που διασχίζοντας μια εξέγερση κατέληξε να νιώθει πως έχει διαλυθεί απ’ την κρίση και την επίγνωση ότι η εξουσία βρίσκεται μέσα μας. Μ’ αυτή την έννοια, πρόκειται για ένα βιβλίο που υπερβαίνει τα όριά του και γίνεται περισσότερο κάλεσμα σε μια συνάντηση και για την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης που μετά τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/ της Zackie-Oh απαιτεί ακόμη να επιτελεστεί: να ξεκουνηθεί το παρόν μέσα από ένα παρελθόν που δεν βιώθηκε όπως έπρεπε.
Η αγία ελληνική οικογένεια (Χρίστος Μάης)
Έχοντας μεγαλώσει στην Κύπρο με την πολύ ισχυρή επιρροή της πατριαρχικής οικογένειας σε όλα τα επίπεδα, όπου τα παιδιά θα σπούδαζαν κάτι σχετικό με τη δουλειά του μπαμπά ή με αυτό που θα «πρότεινε» η οικογένεια, θα ψήφιζαν το κόμμα της οικογένειας και θα υποστήριζαν την ποδοσφαιρική ομάδα της οικογένειας, όπου, όταν μιλάμε για προτιμήσεις της οικογένειας, αναφερόμαστε κατ’ ουσίαν στις προτιμήσεις του πατέρα, το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου με ιντρίγκαρε πολύ ως πιθανό ανάγνωσμα.
Στο μυαλό μου ήταν ακόμη η πρόσφατη ταινία Ρόζμαρι του Κύπριου Άδωνι Φλωρίδη, η οποία αναφέρεται στο πώς η καθημερινότητα μιας οικογένειας μπορεί να είναι πιο νοσηρή και ακραία κι από τη φαντασία ενός σεναριογράφου σαπουνόπερας. Η ταινία πήρε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του 58ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπως είχε πάρει ο επίσης Κύπριος -και μάλιστα από την ίδια πόλη, τη Λεμεσό- Γιάννης Οικονομίδης, για το Σπιρτόκουτο στο 44ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Θυμάμαι ακόμη κατά τ’ άλλα δυναμικούς και πολιτικοποιημένους συμφοιτητές που περιόριζαν τη δράση τους στον πανεπιστημιακό χώρο, συχνά μακριά από την γενέθλια πόλη, μιας και η οικογένεια δεν ενέκρινε τις πολιτικές τους απόψεις ή και οι ίδιοι φοβούνταν να τις προβάλουν στο σόι τους και ως εκ τούτου αρνούνταν να εκτεθούν πολιτικά στον τόπο τους ή σε εθνική κλίμακα. Θυμάμαι άλλους να στηρίζουν τον Χ πολιτικό χώρο μεν, αλλά στις εθνικές εκλογές να υποστηρίζουν την κατά πολύ δεξιότερη οικογενειακή επιλογή. Άλλωστε, για ποιους έκαναν όλες αυτές τις θυσίες οι γονείς, για ποιους θα ζητούσαν εξαργύρωση της χρόνιας στήριξης σε κόμματα και πολιτευτές οι οποίοι νέμονταν την εξουσία, αν όχι για τα παιδιά τους;
Η οικογενειακή οικονομική εξάρτηση, η κοινωνικο-πολιτική θέση της οικογένειας εντός της ελληνικής κοινωνίας ή ακόμη -και σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντικό από τα προηγούμενα-το πολιτισμικό της πλαίσιο, έθεταν σε μεγάλο βαθμό τα όρια και τους όρους λειτουργίας των μελών της με την ενηλικίωση, υπό την έννοια του απογαλακτισμού και της αυτονομίας, να παρατείνεται χρονικά ολοένα και περισσότερο.
Τα πιο πάνω γράφτηκαν πριν τελειώσω το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου, Κάτι τρέχει με την οικογένεια: Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης, και ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του φλέρταρα με την ιδέα να τα διαγράψω. Διότι, όπως επισημαίνει στον επίλογο του βιβλίου, «όταν αρχίζουμε να μιλάμε στην Ελλάδα για την οικογένεια, ο λόγος όλων μας γίνεται προσωπικός (όσο κι αν δεν μιλάμε για τη δική μας οικογένεια), πάντα αυτοαναφορικός, κάθε ένας θέλει να τα πει, αλλά δύσκολα συνεννοούμαστε ποιο ακριβώς είναι το ζήτημα» (σ. 413). Παρότι δεν τα διέγραψα τελικά, θα επιχειρήσω να μιλήσω μόνο για το βιβλίο, και τα ζητήματα που θέτει ο Παπανικολάου, χωρίς να γίνει ο λόγος μου περισσότερο προσωπικός απ’ ό,τι αυτός ενός βιβλιοκριτικού. Κι αυτό παρότι δεν θα ήταν προβληματικό κάτι τέτοιο, αφού και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν αποφεύγει τον προσωπικό τόνο και τις δικές του εμπειρίες (λόγου χάρη στη σ. 262), κάτι που δεν εκβιάζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, αλλά αντιθέτως ενισχύει τον προβληματισμό του, βοηθώντας τον να βρει αφετηριακά ή έστω σημαντικά σημεία της σκέψης του.
Ο Παπανικολάου επιχειρεί να διαβάσει το θέμα «οικογένεια» την εποχή της κρίσης μέσα από πολιτιστικά προϊόντα (βιβλία, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, θεατρικά). Ως φιλόλογος επιχειρεί μια προσεκτική και σε βάθος ανάγνωση των προϊόντων, αυτό που αποκαλείται στην Εσπερία close reading, τα οποία αντιμετωπίζει συνολικά ως «κείμενα» με βασικά εργαλεία παρμένα από τις σπουδές φύλου και κυρίως την κουήρ θεωρία. Ένα από τα βασικά προτερήματα του βιβλίου είναι και το γεγονός ότι ο Παπανικολάου -κυρίως μέσα από τις εκτενείς, αλλά όχι κουραστικές υποσημειώσεις- εισάγει ακόμα κι έναν αμύητο αναγνώστη σε έννοιες και θεωρητικά σχήματα της εν λόγω θεωρίας, αλλά και σε σημαντικά έργα, νεότερα και παλαιότερα, προερχόμενα τόσο από τον χώρο του πανεπιστημίου, όσο και από κινηματικές εμπειρίες.
Ο Παπανικολάου χρησιμοποιεί και προτείνει μια σειρά από σχήματα, έννοιες και αναγνώσεις. Σημαντική έννοια για τον ίδιο τον συγγραφέα αποτελεί η αναταραχή αρχείου. Έτσι ονομάζει «αυτή την έντονη, αλλά και εικονοκλαστική διάθεση επιστροφής στο υλικό στίγμα του παρελθόντος, η οποία όμως ξεκινάει από το ενσώματο παρόν, από το σώμα δηλαδή ως εμπειρία, αλλά κι ως χρονικότητα, το σώμα ως επιβολή και όριο, αλλά κι ως υπέρβασή τους, επιμένοντας μάλιστα συχνά στην εικόνα ενός σώματος σε κρίση, σε αναταραχή». Όπως θα δούμε πιο κάτω, η πρόταση του Παπανικολάου για την αναταραχή αρχείου είναι πρόταση πολιτική. Είναι μια πρόταση να διαβάσουμε την ιστορία, λόγου χάρη των κινημάτων για τη σεξουαλική απελευθέρωση, σε χρόνο παροντικό, προκειμένου να μην αντιμετωπιστούν ως μουσειακά είδη, αλλά ως τροφή για σκέψη και για δράση. Ταυτόχρονα, να δούμε το παρόν σε σχέση και με το παρελθόν για να δούμε τα νήματα που συνδέουν τη σημερινή πραγματικότητα σε σχέση με το τι προηγήθηκε ή και δεν προηγήθηκε.
Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η επιμονή του συγγραφέα στην αλληγορία ως αναλυτικό εργαλείο, την οποία αντιδιαστέλλει εν μέρει με τον ρεαλισμό (τον οποίο δεν απορρίπτει εν γένει -τουναντίον). Παρότι παρακολούθησα το επιχείρημα του Παπανικολάου για τη δυναμική της αλληγορίας, όσο και την κριτική του Κώστα Σπαθαράκη, με την οποία επιχειρεί να συνομιλήσει και να αντιπαρατεθεί ο συγγραφέας, η όποια διάζευξη ή αντιδιαστολή μεταξύ αλληγορίας και ρεαλισμού δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ενώ ο Παπανικολάου με πειστικό τρόπο επιχειρηματολογεί υπέρ της δυναμικής της αλληγορίας, οφείλω να ομολογήσω ότι, επαναφέροντας στο νου δυο από ταινίες στις οποίες αναφέρεται ο Παπανικολάου -το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη με τον ωμό ρεαλισμό που το χαρακτηρίζει, και τον αλληγορικό Κυνόδοντα του Λάνθιμου-, ήταν το Σπιρτόκουτο αυτό που με έκανε να (ανα)στοχαστώ σε σχέση με τα ζητήματα που θέτει κι ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Αντιθέτως, στον Κυνόδοντα προσπαθούσα εναγωνίως να δω το έργο αλληγορικά, όχι τόσο σε σχέση με την οικογένεια, αλλά με την κοινωνία, με τον φασισμό ίσως, κάτι που δεν μπόρεσα να επιτύχω. Άρα, το ζήτημα «αλληγορία ή ρεαλισμός» σχετίζεται και με την δική μας οπτική και αισθητική. Η ουσία είναι να επιτυγχάνεται ο στόχος του δημιουργού, αλλά και να προβληματίζει τον θεατή πάνω στα ζητήματα που απασχολούν τον ίδιο. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας προχωρά και σε άλλες ενδιαφέρουσες εννοιολογήσεις και αναλυτικές προτάσεις, όπως είναι η περίπτωση της μετωνυμίας και της παρρησίας. Θα ήθελα όμως να ασχοληθώ στη συνέχεια με αυτό που με απορρόφησε κυρίως στο βιβλίο, το πολιτικό στίγμα.
Ο Παπανικολάου αναγνωρίζει ρητά την σχέση έθνους-κράτους και οικογένειας τόσο στον υπότιτλο του βιβλίου, όσο και μέσω της χρησιμοποίησης χωρίου από το Σύνταγμα της Ελλάδας, όπου η οικογένεια παρουσιάζεται κυριολεκτικά ως θεμέλιο του έθνους, κι άρα υπό την προστασία του κράτους. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μένει εγκλωβισμένος σε αυτή τη συζήτηση. Κι αυτό διότι δεν θέλει να μιλήσει απλά για τα κακώς κείμενα της «αγίας ελληνικής οικογένειας», της προβληματικής «οικογένειας-βραχυκυκλώματος» και του ελληνικού συμβόλου της «οικογένειας-κορνίζας» σύμφωνα με τη δική του εννοιολόγηση (σ. 14-20). Ο στόχος του δεν φαίνεται να είναι να κουνήσει το δάχτυλο, να ενταχθεί ή να παραμείνει σε μια τετριμμένη και εν πολλοίς στερεοτυπική συζήτηση. Με αφορμή την όλη συζήτηση για την οικογένεια, όπου ενίοτε -και ιδίως εν μέσω κρίσης- εμφανίζεται η οικογένεια ως αντίδοτο ή στήριγμα, ο Παπανικολάου μιλάει για το δίκτυο της συγγένειας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και το φύλο, για να μιλήσει εντέλει για το φύλο και την πολιτική. Μιλάει για την καταπίεση εντός της οικογένειας -κι άρα εντός της κοινωνίας- προκειμένου να αρθρώσει έναν λόγο για την απελευθέρωση. Κι αν αναλογιστεί κανείς ότι η έκδοση του βιβλίου συνέπεσε χρονικά τόσο με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, όσο και με τις γυναικοκτονίες που ακολούθησαν, πρόκειται για έναν λόγο που τουλάχιστον όσοι μιλάνε για την παύση της καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο θα έπρεπε να έχουν αρθρώσει και αφομοιώσει στις πρακτικές τους δεκαετίες πριν.
Θεωρώ διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Παπανικολάου, στις ιστορικές αναδρομές και τις θεωρητικές παρεκβάσεις που επιχειρεί, επαναφέρει στη συζήτηση το ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας) και το περιοδικό του Αμφί, αλλά και την Πάολα και το Κράξιμο, την Λεσβιακή Ομάδα Αθηνών ή το πιο σύγχρονο QV, και τους τοποθετεί ισότιμα δίπλα, λόγου χάρη, στον Μισέλ Φουκώ και την Τζούντιθ Μπάτλερ. Τα κινήματα της δεκαετίας του ‘70 επανέρχονται στη συζήτηση τα τελευταία χρόνια μετά την πολυετή σιωπή που επιβλήθηκε κατά τη δεκαετία του ‘80 λόγω του AIDS, ζήτημα με το οποίο επίσης καταπιάνεται ο συγγραφέας. Ακόμα λιγότερο δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Παπανικολάου, ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, επιλέγει πολιτιστικά προϊόντα στα οποία πρωταγωνιστούν άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό -ομοφυλόφιλοι, λεσβίες και τρανς αντίστοιχα. Πρόκειται για μια συνάντηση που στα πρώτα βήματα των κινημάτων σεξουαλικής απελευθέρωσης δεν έγινε, ή καλύτερα, έγινε -αν θυμηθούμε την πρώτη δημόσια εκδήλωση στο Λουζιτάνια το 1978 όπου ΑΚΟΕ και τραβεστί ήταν μαζί, με την Μπέττυ Βακαλίδου να εκφωνεί την κεντρική ομιλία- αλλά δεν κράτησε. Ο Παπανικολάου συγκροτεί ένα συνεκτικό νήμα και αφήγημα όπου οι ανησυχίες, οι προβληματισμοί και τα προβλήματα των γκέι-τρανς-λεσβιών αποτελούν κοινό τόπο και ανάγκη για κοινό αγώνα, πέρα και παρά τις επιμέρους διαφορές.
Η μόνη ένστασή μου σε αυτό το καθόλα αξιόλογο βιβλίο αφορά στην επιλογή των πολιτιστικών προϊόντων, των «κειμένων». Απουσιάζουν κατά βάση προϊόντα τα οποία ανήκουν στην μαζική και λαϊκή (υπό την έννοια του ποπ) κουλτούρα, τα οποία θα εμπλούτιζαν τη συζήτηση. Έχω κατά νου για παράδειγμα δυο επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων χρόνων οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους την οικογένεια, Το σόι σου και το Μην αρχίζεις την μουρμούρα, πάνω στις οποίες θα μπορούσε να βασίσει ακόμα περισσότερο τα επιχειρήματά του ο συγγραφέας, και οι οποίες συνιστούν σε μεγάλο βαθμό, θεωρώ, την αντεπίθεση της «οικογένειας-κορνίζας», στη συζήτηση που άνοιξε για την «οικογένεια-βραχυκύκλωμα», μιας και όπως και ο ίδιος περιγράφει, η ελληνική (και όχι μόνο) οικογένεια αποτελεί θεμελιώδη θεσμό για την αναπαραγωγή της πατριαρχικής, καπιταλιστικής, κοινωνίας.
Επιμέλεια κειμένου: Δήμητρα Αλιφιεράκη & Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο