Τεύχος #09 Η εξουσία στη φαντασία

Δικάζοντας τον Δικαστή Ντρεντ

«Μπορεί να υπάρξει μόνο μία αγάπη στη ζωή ενός Δικαστή. Ο Νόμος.» αποφαίνεται ο Δικαστής Ντρεντ με το μόνιμα στραβωμένο ύφος του σε μια τραγική, αλλά και ξεκαρδιστική μέσα στην υπερβολή της, σκηνή του ομώνυμου κόμικ. Ο Ντρέντ έχει πριν λίγο εκτελέσει έναν συνάδελφο του, ο οποίος είχε κυριευτεί από τα ανθρώπινα συναισθήματα της αγάπης και του έρωτα, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να δικάσει σωστά.

Ο Δικαστής Ντρέντ έχει περάσει στην καθομιλουμένη ως συνώνυμο του αυταρχισμού, της απολυταρχίας και της εμμονικής προσήλωσης στο γράμμα του νόμου, όπως και ένας άλλος διαβόητος φανταστικός χαρακτήρας που δημιουργήθηκε πολλά πολλά χρόνια πιο πριν: ο επιθεωρητής Ιαβέρης, από τους «Άθλιους» του Βίκτωρος Ουγκώ. Και οι δυο τους θα μπορούσαν άνετα να βρίσκονται στη θέση των λαμπρών μυαλών που, στην Ελλάδα του 2019, συνέλαβαν μιαν 90χρονη γιαγιά που πουλούσε παντόφλες στο δρόμο χωρίς άδεια, και έστειλαν στη φυλακή μια καθαρίστρια που είχε πλαστογραφήσει το απολυτήριο δημοτικού…

Όμως η ιστορία μας δεν ξεκινάει από την Ελλάδα του σήμερα, αλλά από τη Βρετανία του 1977. Η Θάτσερ είναι ήδη αρχηγός των Συντηρητικών, και δυο χρόνια αργότερα θα εκλεγεί πρωθυπουργός της χώρας. Το κίνημα του punk βρίσκεται στην πρώτη, εικονοκλαστική του νιότη. Ο σκωτσέζος σεναριογράφος John Wagner και ο Ισπανός σχεδιαστής Carlos Ezquerra (που μεγάλωσε στην Ισπανία του Φράνκο), δημιουργούν τον Δικαστή Ντρέντ, του οποίου οι ολιγοσέλιδες περιπέτειες αρχίζουν να δημοσιεύονται στο περιοδικό κόμικς «2000 AD». Αρκετά αργότερα, υπήρξαν και δυο κινηματογραφικές μεταφορές, για τις οποίες θα πω μόνο πως απέτυχαν να κρατήσουν τον καυστικό και υπαινικτικό χαρακτήρα του κόμικ (αν και η πιο πρόσφατη έκανε κάποιες φιλότιμες προσπάθειες).

Ο Δικαστής Ντρεντ λοιπόν είναι ένας υπέρσκληρος τύπος που μάχεται για την τήρηση και την υπεράσπιση του νόμου στη φουτουριστική Μεγάπολη Ένα, μια πόλη-κράτος τερατωδών διαστάσεων που καλύπτει όλη την ανατολική ακτή των πρώην Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως όλοι όσοι απαρτίζουν το επίλεκτο σώμα των «Δικαστών», είναι ταυτόχρονα αστυνομικός, δικαστής και εκτελεστής της ποινής που ο ίδιος αποφασίζει. Οι εξοντωτικές ποινές που μοιράζει απλόχερα διακατέχονται από απροκάλυπτο χαρακτήρα εκδίκησης και παραδειγματισμού, παραγκωνίζοντας κάθε έννοια σωφρονισμού.

Ο Ντρεντ δεν χαμογελάει ποτέ, και δεν τον βλέπουμε ποτέ μα ποτέ χωρίς το κράνος του  (οι δημιουργοί θέλησαν να αναδείξουν έτσι τον απρόσωπο χαρακτήρα της δικαιοσύνης, που όπως λένε «δεν έχει ψυχή») . Οπλισμένος σαν αστακός, αντιμετωπίζει με περισσή αυτοθυσία από μικροκακοποιούς μέχρι απειλές που θα μπορούσαν να αφανίσουν ολάκερη την ανθρωπότητα. Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του, χαλαρώνει μελετώντας νομικά βιβλία –πάντα φορώντας το κράνος του.

Όσο για τον κόσμο του, φαντάζει κάθε άλλο παρά ρόδινος. Στον 22ο αιώνα, η Μεγάπολη Ένα είναι ένα υπερκατοικημένο χαώδες τερατούργημα που ουσιαστικά κυβερνάται από τους Δικαστές με σιδερένια στρατιωτική πυγμή. Κάθε πτυχή της ζωής μοιάζει μηχανοποιημένη, και οι πολίτες παρουσιάζονται είτε ως αποβλακωμένοι που βλέπουν όλη μέρα τηλεπαιχνίδια έτοιμοι να ασπαστούν τυφλά την οποιαδήποτε ηλίθια καταναλωτική μανία εμφανιστεί, είτε ως απροσάρμοστοι που παραφρονούν και σκορπίζουν τον τρόμο και το θάνατο. Και παρά την αστυνομοκρατία και την αυστηρότητα των ποινών, το έγκλημα ζει και βασιλεύει, κάνοντας μας να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό τελικά η παραβατικότητα και ο κρατικός αυταρχισμός είναι δυο έννοιες μπλεγμένες σε έναν αέναο φαύλο κύκλο όπου η μια τρέφει την άλλη. Η αυτοματοποιημένη εργασία των μηχανών αντί να κάνει τη ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη, έχει δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερες στρατιές ανέργων, ενώ η επιστήμη έχει δώσει στα ρομπότ ανθρώπινα συναισθήματα μόνο και μόνο για να λειτουργούν ως αποδοτικότεροι σκλάβοι.

Έξω από τη Μεγάπολη, εκτείνονται αχανείς κατεστραμμένες ραδιενεργές εκτάσεις, αποτέλεσμα των πυρηνικών πολέμων που έχουν ρημάξει τον πλανήτη. Εκεί ζουν εξόριστοι οι μεταλλαγμένοι, παραμορφωμένα προϊόντα των ίδιων πολέμων που ο πολιτισμός προτιμάει να ξεχνάει πως ευθύνεται για την ύπαρξη τους.

Όλα αυτά φαντάζουν εξαιρετικά βαριά και ζοφερά, αλλά το κόμικ έχει έναν σχεδόν ανάλαφρο τόνο ψυχαγωγικής περιπέτειας. Οι σελίδες του με την νευρώδη και ευφάνταστη εικονογράφηση κυριολεκτικά ρουφάνε τον αναγνώστη, ενώ μέσα τους παρελαύνουν δεκάδες ιδέες που μπορεί στην πλειοψηφία τους να τις έχουν ξανασκεφτεί παλιότερα οι πρωτοπόροι της Επιστημονικής φαντασίας, εδώ όμως παρουσιάζονται μέσα από ένα νέο πρίσμα. Ή και ιδέες που πρωτοτύπησαν και υιοθετήθηκαν αργότερα από άλλους, όπως το πάρκο αναψυχής με τους κλωνοποιημένους δεινόσαυρους που εμφανίστηκαν και ξέφυγαν εκτός ελέγχου στις σελίδες του Δικαστή, πολύ πριν γραφτεί το Jurassic Park!  Όσο προχωράει η σειρά, ενσωματώνει στοιχεία από διαφορετικά αφηγηματικά είδη, την καθαρή επιστημονική φαντασία, την αστυνομική περιπέτεια,την κωμωδία, τη σάτιρα, τον τρόμο, το πολεμικό δράμα και τον κοινωνικό σχολιασμό, όλα σε άψογη ισορροπία.

Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν πρωτοέπιασα να διαβάσω τον Ντρεντ από την αρχή (στα ελληνικά κυκλοφορεί σε τόμους με τίτλο «Judge Dredd, οι ολοκληρωμένες υποθέσεις» από τις εκδόσεις Selini) είχε αρχίσει να μου προκαλεί εσωτερική ανησυχία το γεγονός ότι συνέλαβα (ενδιαφέρουσα επιλογή λέξης) τον εαυτό μου να απολαμβάνει την ανάγνωση των περιπετειών ενός… φασίστα. Φασίστα με την ευρύτερη έννοια βέβαια, καθώς ο εθνικισμός όπως τον ξέρουμε σήμερα δεν έχει ιδιαίτερη θέση στον κόσμο του, και ο ίδιος ο Ντρεντ στις πρώτες ασπρόμαυρες περιπέτειες σχεδιάζονταν σκόπιμα με τρόπο που δεν ξεκαθάριζε αν είναι λευκός ή μαύρος. Μήπως λοιπόν οι δημιουργοί του μέσω της παρουσίασης ενός ηρωικού, αδιάφθορου, «σκληρού, αλλά δίκαιου», συχνά ακόμη και συμπαθή εκπροσώπου του νόμου, ουσιαστικά προπαγανδίζουν το μοντέλο μιας παντοδύναμης αστυνομίας ώστε «να κοιμόμαστε με τις πόρτες ανοιχτές;» Ακόμη και ο τρόπος που οι «Δικαστές» πήραν με πραξικόπημα την εξουσία από τους «διεφθαρμένους πολιτικούς» με μεγάλη μερίδα του λαού να τους υποστηρίζει, παραπέμπει απευθείας στα πιο υγρά όνειρα των απανταχού γης χουντικών και φασιστών.

Οι αμφιβολίες μου οφείλονταν στο γεγονός ότι η σάτιρα στο κόμικ ήταν αρκετά συγκαλυμμένη, και ακροβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στην ηρωοποίηση και τη γελοιοποίηση. Και ποιος μου έλεγε ότι δεν διάβαζα μια ιστορία παρομοίου ήθους με αυτό της ταινίας «Ράμπο 3: αποστολή στο Αφγανιστάν», που όσο γελοία και να φαίνεται σε μένα και σε ομοϊδεάτες μου, κάθε άλλο παρά φτιάχτηκε με αυτό το σκεπτικό. Μια πρώτη ανακούφιση ήρθε με την ανάγνωση της ιστορίας  ‘The Comic Pusher’, όπου αδίστακτοι κακοποιοί κάνουν «λαθρεμπόριο κόμικς του 20ου αιώνα» και το χειρότερο απ’ όλα, πουλάνε αυτά τα εθιστικά και επικίνδυνα κόμικ σε παιδιά! Ο Ντρεντ εξολοθρεύει τους εμπόρους και κατάσχει τα εν λόγω κόμικς. Στο αρχηγείο, οι Δικαστές διαβάζουν το κατασχεμένο εμπόρευμα που δεν είναι άλλο από τα τεύχη του «2000AD» (ναι, του περιοδικού που δημοσιεύει τις περιπέτειες του Ντρέντ!) και αποφαίνονται πως καταλαβαίνουν γιατί είναι τόσο εθιστικά καθώς τα βρίσκουν εξαιρετικής ποιότητας! Ήμουν πλέον σίγουρος πως οι δημιουργοί του κομικ μας κάνουν πλάκα, και στις μετέπειτα ιστορίες αυτό επιβεβαιωνόταν όλο και πανηγυρικότερα.

Κατά ειρωνικό τρόπο, η σειρά λίγο αργότερα έπεσε όντως στα νύχια του Νόμου. Στον επικό και συγκινητικό τόμο «Η καταραμένη Γη», ο Ντρεντ συναντά μεταξύ άλλων δυο συμμορίες τρελαμένων μακελάρηδων, τους υποστηρικτές των McDonalds και τους μισητούς εχθρούς τους, τους οπαδούς του Burger King.  Το γεγονός ότι τόσα χρόνια μπορούσαν να δρουν ανεξέλεγκτες, έχει μετατρέψει τις εν λόγω εταιρείες σε δολοφονικές στρατιές με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Ο Ντρεντ και οι παρέα του πιάνονται αιχμάλωτοι και καταφέρνουν να τους ξεφύγουν μόνο και μόνο επειδή οι φρουροί τους «είχαν κακή φυσική κατάσταση και ήταν νωθροί από την υπερβολική κατανάλωση fast-food.»  Πίσω στον δικό μας κόσμο, οι εν λόγω εταιρείες έκαναν μήνυση στο περιοδικό, κι έτσι οι εκδότες αναγκάστηκαν να κόψουν τα συγκεκριμένα επεισόδια για να αποφύγουν δίκη και καμπάνα. Ο Δικαστής λίγο έλειψε να δικαστεί.

Όμως παρά την εύστοχη σάτιρα, το ερώτημα παρέμενε αμείλικτο: είναι ο Ντρεντ και οι υπόλοιποι Δικαστές αναγκαίο κακό; Είναι το έγκλημα και η καταστροφή νομοτελειακές εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης ή μήπως ορίζονται από τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, και άρα αυτές είναι που πρέπει να αλλάξουμε αντί να βασιζόμαστε σε προστάτες-Δικαστές; Αν και πιστεύω ακράδαντα το δεύτερο, εκτιμώ απεριόριστα τους δημιουργούς του κόμικ για το γεγονός ότι δεν δίνουν μια ξεκάθαρη απάντηση, παρά μας προκαλούν να την αναλογιστούμε εμείς. Το σίγουρο πάντως είναι πως οποιαδήποτε προσπάθεια για ριζική αλλαγή της κοινωνίας θα βρει εμπόδιο τύπους σαν τον Ντρεντ, που υπερασπίζονται με τόσο σθένος όχι μόνο την ασφάλεια μας (και τι τρομερή ασφάλεια είναι τελικά αυτή!) αλλά και το status quo. Επιπλέον, είναι πασιφανές ότι κάτι πάει πολύ στραβά με μια κοινωνία που βασίζεται στον τρόμο της καταστολής και στις εκδικητικές ποινές για να επιβάλλει την τάξη, αλλά πάραυτα αποτυγχάνει πανηγυρικά.

Πως γίνεται όμως ένας τέτοιος τύπος να μπορεί να δείχνει κατά βάθος συμπαθής ή έστω να διαβάζουμε για αυτόν χωρίς μας πιάνει αηδία και αποτροπιασμός, ενώ παράλληλα εξακολουθούμε να έχουμε τη χειρότερη ιδέα για το σύστημα που αντιπροσωπεύει; Σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο το ταλέντο των σεναριογράφων, που με φαινομενικά απλή γραφή βρίσκουν τρόπο να μιλήσουν στο υποσυνείδητο των αναγνωστών και να αναμοχλεύσουν αισθήματα και αισθήσεις που ξεφεύγουν από τα όρια της ηθικολογίας και των μανιχαιστικών αντιλήψεων περί καλού και κακού. Ο Pat Mills που έγραψε τον τόμο της «Καταραμένης Γης» κατάφερε να μας «βάλει» μέχρι και στο μικρό μυαλό ενός κλωνοποιημένου τυραννόσαυρου με ανεξέλεγκτες τάσης απλοϊκής μεγαλομανίας, κτηνώδη αριβισμό και κόμπλεξ κατωτερότητας. Πώς θα μπορούσε να αποτύχει να μας βάλει στο μυαλό ενός αυταρχικού Δικαστή;

Επιπλέον, μας γίνεται σαφές ότι ο Ντρεντ δεν είναι μια μηχανή χωρίς αισθήματα, αλλά τελικά ένας άνθρωπος που καταστέλλει συνεχώς και συνειδητά την ανθρωπιά του στο βωμό του καθήκοντος. Σίγουρα του δίνει ένα ελαφρυντικό το γεγονός ότι σχεδιάστηκε γενετικά, κλωνοποιήθηκε, γεννήθηκε και εκπαιδεύτηκε με σκοπό να γίνει ο αμείλικτος μπάτσος που ξέρουμε. Με άλλα λόγια δεν είχε και τόσες επιλογές στο να επιλέξει τι και με ποιους θα είναι. Σε όλα αυτά να προσθέσω πως, από το 1977 μέχρι σήμερα, οι ιστορίες του δημοσιεύονται με χρονολογική σειρά. Ο Δικαστής και ο κόσμος του μεγαλώνουν, ωριμάζουν και γερνάνε σε πραγματικό χρόνο, κάτι που σίγουρα μας βοηθάει να δούμε τη μεγάλη εικόνα και να νιώσουμε τον τελικά μικρό ρόλο των ατομικών επιλογών και της ηθικής όπως την ξέρουμε σήμερα κάτω από την πίεση των κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών που μεταβάλλονται συνεχώς και μας διαμορφώνουν αμείλικτα.

«Σε γενικές γραμμές, τοποθετώ τις αντιλήψεις μου στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.» Λέει ο σεναριογράφος John Wagner. «Σιχαίνομαι οποιαδήποτε μορφή αστυνομικού αυταρχισμού, παρόλα αυτά υπάρχουν στιγμές που φαντασιώνομαι τον Ντρεντ να σπάει στο ξύλο το τάδε κάθαρμα. Υποθέτω πως υπάρχει λίγος Δικαστής Ντρεντ μέσα μου, αλλά μήπως τελικά υπάρχει μέσα σε όλους μας;» Η δήλωση αυτή ηχεί σαν αρκετά ταπεινό κίνητρο για να δημιουργήσει κάποιος έναν ήρωα. Ο Ντρεντ όμως δεν είναι ούτε ήρωας, ούτε αντιήρωας. Οι δημιουργοί του του έδωσαν έναν εξαιρετικά πετυχημένο χαρακτηρισμό, που εκφράζει τέλεια τον αντιφατικό χαρακτήρα του κόμικ: Ο Ντρεντ είναι ταυτόχρονα ήρωας και κακός.

Οι ακραίες αντιφάσεις χαρακτηρίζουν τον Ντρεντ, τον κόσμο του και τη θέση του κόμικ στην πραγματική ζωή. Ο Ντρεντ αντιμετωπίζει γεμάτος αυτοθυσία απαίσιους εγκληματίες, παράφρονες δικτάτορες και τέρατα, ενώ παράλληλα χώνει 13χρονα παιδιά στη φυλακή επειδή κάνουν γκραφίτι και εξαπολύει πυρηνική επίθεση σκοτώνοντας εκατομμύρια. Ο χαρακτήρας του είναι γεμάτος ματσίλα και «τοξική αρρενωπότητα», ενώ στην πραγματικότητα είναι παρθένος (απαγορεύονται οι σεξουαλικές σχέσεις στους δικαστές και ο Ντρεντ είχε επιλεγεί για δικαστής από μωρό). Υποτίθεται πως δημιουργήθηκε για να νιώθουν οι πολίτες ασφαλείς, αλλά ο γενετιστής του τον βάφτισε σκόπιμα Dredd (που ηχεί σαν Dread=τρόμος), για να εμπνέει φόβο στον πληθυσμό.  Και το πιο σημαντικό, πρόκειται για ένα κόμικ που μπορεί να αναγνωστεί ως σάτιρα της αστυνομοκρατίας από ένα ελευθεριακό κοινό, αλλά μπορεί να αναγνωστεί και με ευχαρίστηση από χουντικούς, στρατόκαυλους και φασίστες που τον παίρνουν στα σοβαρά.

Εδώ πρέπει να πω πως οι σεναριογράφοι του κάποια στιγμή άρχισαν να φρικάρουν όταν κατάλαβαν ότι δεν έπιανε όλος ο κόσμος την λεπτή βρετανική τους ειρωνεία, όταν «άρχισαν να δέχονται γράμματα από πιτσιρικάδες που θεωρούσαν ότι ένας Ντρεντ θα ήταν ευλογία για την ανθρωπότητα» και σκόπιμα θέλησαν να αποστασιοποιηθούν ακόμα πιο φανερά από το δημιούργημα τους, γράφοντας κάποιες ιστορίες που θα δείχνανε εμφανώς πως δεν γουστάρουν καθόλου τα όσα αντιπροσωπεύει. Πιο συγκεκριμένα, καθώς τα χρόνια περνάνε με τους Δικαστές στην εξουσία, οι όποιες αυταπάτες του πληθυσμού της Μεγάπολης 1 για το καθεστώς  μοιάζουν να φθίνουν. Ένα μεγάλο κίνημα που ζητάει την αποκατάσταση της δημοκρατίας αρχίζει να αναπτύσσεται, και οι Δικαστές με πρωτεργάτη τον Ντρεντ το καταστέλλουν με βρώμικα μέσα.

Υπήρχαν ήδη βέβαια, έστω και λιγότερο απροκάλυπτα, τέτοια δείγματα γραφής στο κόμικ από πολύ νωρίτερα. Όταν τα ρομπότ εξεγέρθηκαν ενάντια στους ανθρώπους που τα εκμεταλλεύονταν και τα κακοποιούσαν συστηματικά, ο Γουόλτερ το Ρομπότ (η «Γουόλτεγ το Γομπότ» όπως θα συστήνονταν ο ίδιος ο χαρακτήρας που είχε ένα θεματάκι προφοράς) παίρνει το μέρος των ανθρώπων και βοηθάει τον Ντρεντ να συντρίψει την εξέγερση. Ως ανταμοιβή των πράξεων του, οι Δικαστές τον τιμούν σε μια μεγάλη τελετή και του απονέμουν τον τίτλο του «πρώτου Ελεύθερου Ρομποτ». Ο Γουόλτερ αρνείται τον τίτλο, αυτοανακηρύσσεται ο πιστότερος υπηρέτης του Ντρεντ και του γίνεται κολλιτσίδα, ενώ ο Δικαστής παρότι δέχεται τις υπηρεσίες του, πονοκεφαλιάζει με τις φορτικές εκδηλώσεις λατρείας του και τον αποπαίρνει με κάθε ευκαιρία.  Θα τολμήσω να πω, πως οι δημιουργοί του κόμικ, μέσω του Γουόλτερ μας δείχνουν πως βλέπουν όσους ονειρεύονται Δικαστές Ντρεντ «να βάλουν επιτέλους μια τάξη». Γελοία μικρά ρομπότ, προδότες της τάξης τους, που απαρνήθηκαν την ελευθερία τους με τη θέληση τους μόνο και μόνο για να τρέχουν πίσω από δυνάστες που δεν τους εκτιμούν καθόλου.

Εν τέλει το κόμικ πάει έμπρακτα ενάντια στη λογική της αναζήτησης ηρώων που θα μας σώσουν και ενάντια στην βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι η ιστορία κινείται κατά βάση από τη δράση μεγάλων προσωπικοτήτων. Σε μια εποχή που κυριαρχεί αφηγηματικά το μοντέλο του σούπερ ήρωα-μεσσία που μας επιβάλλει να τον συμπαθήσουμε, ο Δικαστής Ντρέντ είναι ένας πρωταγωνιστής που δεν προορίζεται για την τυφλή αποδοχή μας, αλλά μας προκαλεί να πάρουμε θέση απέναντι του και να τον δικάσουμε.


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Νάσος Βασιλακάκης

Ο Νάσος (Νάσος Βασιλακάκης) εργάζεται ως εικονογράφος και δημιουργός κόμικ. Έχει δημιουργήσει τα κόμικ άλμπουμ “Μαριάννα η Βρωμόστομη” (εκδ. Πυγμαλίων) και “Νίπερ: αιώνιος μετανάστης” (εκδ. ΚΨΜ). Έχει εικονογραφήσει το εφηβικό μυθιστόρημα “Η Αγάπη διδάσκει¨ του Βασίλη Μπουντούρη (εκδ. Κέδρος). Κόμικ του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό 9 της Ελευθεροτυπίας, και στα “Παρα Πέντε”, “Γκραν Γκινιόλ” και “Καρέ καρέ.” Ερασιτεχνικά διαχειρίζεται και αρθρογραφεί για το blog “SubHeroes” που ασχολείται με κριτικές και καλλιτεχνικά θέματα, ενώ παράλληλα επιλέγει και μιξάρει μουσικές στο κανάλι aizu-zarx στο mixcloud.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange