Κριτική Τεύχος #14

«Ο Δράκος της Πρέσπας», Ιωάννα Μπουραζοπούλου: Περί εθνικής ιδεολογίας και άλλων βαλκανικών δαιμονίων

Η Μπουραζοπούλου, από το απρόσμενο μετερίζι μιας μυθιστορηματικής τριλογίας του είδους της λογοτεχνίας του φανταστικού, φτάνει στον πυρήνα του έθνους ως ιδεολογίας, καθώς δεν στρέφεται μόνο στη συγκρότησή του, αλλά και στα πραγματικά του αποτελέσματα.

Ο Δράκος της Πρέσπας (τριλογία)
Η κοιλάδα της λάσπης 2014 | 592 σελίδες
Κεχριμπαρένια έρημος 2019 | 576 σελίδες
Η μνήμη του πάγου 2023 | 496 σελίδες
Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Ι: Η τριλογία του Δράκου της Πρέσπας

Νομίζω θα έχουμε όλοι/ες συναντήσει κάπου στον συρφετό της σύγχρονης πολιτισμικής κριτικής εκείνη την ανυπόφορα κλισέ έκφραση (που κυριαρχεί κυρίως στην κινηματογραφική κριτική) ότι το έργο «θολώνει τα όρια της φαντασίας και της πραγματικότητας», ή ότι «η πραγματικότητα και η φαντασία μπλέκονται αξεδιάλυτα». Αυτή η φράση είναι κενή περιεχομένου επειδή, προκειμένου να μπλέξεις δύο πράγματα, τα όριά τους οφείλουν να είναι διακριτά και ξεκάθαρα. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει με τη φαντασία και την πραγματικότητα. Από τη μια, η πραγματικότητα διαθέτει φαντασιακές πτυχές, καθότι οι σημασίες των λέξεων που χρησιμοποιούμε επενδύονται φαντασιακά (ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της αντίληψης ήταν μάλλον ο Καστοριάδης με τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες). Από την άλλη, η φαντασία δεν μπορεί να είναι καθαρή και απόλυτη, αλλά οφείλει πάντοτε να έχει ένα έρεισμα στο πραγματικό. Το τελευταίο αναδεικνύεται με το πρόβλημα της χίμαιρας. Παρά την ευρηματικότητα ενός τέτοιου μυθολογικού πλάσματος, μπορεί να ειπωθεί ότι η χίμαιρα δεν αποτελεί παρά έναν συνδυασμό ή ένα κολάζ από υπαρκτά ζώα: της κατσίκας, του λιονταριού και του φιδιού. 

Ίσως να μην υπάρχει κανένα έργο στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία που να αναδεικνύει καλύτερα αυτή τη διαλεκτική φαντασίας και πραγματικότητας από αυτό της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς κυκλοφόρησε το πολυαναμενόμενο τελευταίο μυθιστόρημα της τριλογίας του Δράκου της Πρέσπας (είχε προηγηθεί η Κοιλάδα της λάσπης το 2014 και η Κεχριμπαρένια Έρημος το 2019) με τίτλο Η μνήμη του πάγου (Καστανιώτης, 2023). Πρόκειται για ένα έργο που σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός κύκλου που κράτησε μια δεκαετία, ένα φιλόδοξο πόνημα που αποτελεί αναμφίβολα το magnum opus της. Ένα έργο που δεν συνιστά απλώς σταθμό στη συγγραφική της πορεία, αλλά αποτελεί ένα ορόσημο, όχι μόνο για το είδος-φάντασμα της ελληνικής λογοτεχνίας του φανταστικού, αλλά και για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία στο σύνολό της. 

Το σύμπαν της Μπουραζοπούλου έχει πολλούς αστερισμούς, και αναμφίβολα η τριλογία αυτή είναι ο λαμπρότερος, στο βαθμό που εδώ συγκεντρώνονται στοιχεία που εμφανίστηκαν σε προηγούμενα έργα της: η βαλκανική τοπογραφία του Μπουντουάρ του Ναδίρ, τα πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα και οι αλλόκοτοι χαρακτήρες του Μυστικού νερού, η υποβλητική ατμόσφαιρα, η σκηνογραφία και οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί του Τί είδε η γυναίκα του Λωτ, το φιλοσοφικό υπόβαθρο της Ενοχής της αθωότητας. Είναι σαν όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματα να προετοίμαζαν αυτή την τριλογία, η οποία εμβαθύνει σε όλα τα ερωτήματα που περιτριγυρίζουν σταθερά το έργο της, από τη γεωπολιτική και την εθνική ιδεολογία, μέχρι την αλληγορία και την ερμηνεία. 

Εξού και είναι πρόκληση να επιχειρήσει κανείς να προσεγγίσει αυτό το πολύπλευρο έργο χωρίς να καταφύγει σε κλισέ και χωρίς να σκίσει τους αρμούς του αφηγηματικού ιστού που συνδέουν τις αφηγήσεις αυτής της τριλογίας. Παρακάτω, λοιπόν, θα επιχειρήσω ορισμένα εισαγωγικά σχόλια για μια μελλοντική ευρύτερη πραγμάτευση του πώς το έργο της Μπουραζοπούλου μπορεί να γίνει αφορμή για να αναλογιστούμε την ασφυκτική πίεση που ασκεί η κατηγορία του έθνους στις μικρές λογοτεχνίες, τη βαρυτική έλξη της εθνικής ταυτότητας στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τοποθέτησή μας σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο πολυεθνικό σύστημα, καθώς και για τον ευρύτερο καταστατικό ρόλο που παίζει σε όλα αυτά η ιδεολογία.

ΙΙ: Έθνος και ιδεολογία 

Η Πρέσπα είναι μια λίμνη-σύνορο, της οποίας οι όχθες βρίσκονται σε τρεις χώρες που συγκροτούν τρεις διαφορετικές εθνικές περιοχές: στον Νότο η Ελλάδα, στην Ανατολή η Βόρεια Μακεδονία και στη Δύση η Αλβανία. Ωστόσο, η κάθε όχθη αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα φαινόμενα της λίμνης: η νότια όχθη κρατά το υγρό στοιχείο και την αντιλαμβάνεται ως μια κοιλάδα της λάσπης, ένα σημείο όπου βρέχει ασταμάτητα καταρρακτωδώς, δημιουργώντας ένα απέραντο λασπώδες τοπίο. Η ανατολική όχθη τη βλέπει ως μια έρημο με άμμο στο χρώμα του κεχριμπαριού, μια έρημο που μαστίζεται από αμμοθύελλες, προκαλώντας υψηλότατες θερμοκρασίες. Αντιθέτως, η δυτική όχθη αντιμετωπίζει χαμηλές θερμοκρασίες τριάντα βαθμών υπό το μηδέν, και βλέπει τη λίμνη παγωμένη και τα βουνά χιονισμένα. Αυτή η φανταστική χωροθέτηση και οι διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες υπαγορεύουν διαφορετικό χτίσιμο των κατοικιών, διαφορετικό ρουχισμό, μια εντελώς διακριτή τοιχογραφία χαρακτήρων που παρελαύνουν στις σελίδες του εκάστοτε βιβλίου.

Αν σε κάτι συμφωνούν οι τρεις όχθες, είναι ότι στη λίμνη ελλοχεύει ένας κίνδυνος, ανεξαρτήτως αν και αυτός γίνεται διαφορετικά αντιληπτός από την εκάστοτε πλευρά: ένας δράκος, ένα εξωγήινο ον, ένα μυθολογικό πλάσμα, κάτι απάνθρωπο εμφανίζεται περιστασιακά, επιτίθεται ακαριαία και σκοτώνει βίαια τα μέλη των κοινοτήτων. Η κάθε όχθη αναπτύσσει διαφορετικές στρατηγικές για να ερμηνεύσει και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Η Μπουραζοπούλου υφαίνει τα τρία μυθιστορήματα με εντελώς διαφορετικές πλοκές, των οποίων η αυτονομία και η αυτοτέλεια δεν χάνουν ποτέ τη σύνδεσή τους με το όλον της τριλογίας. 

Είναι φανερό ότι το έθνος και η εθνική αφήγηση βρίσκονται στο επίκεντρο της προβληματικής που θέτει η τριλογία του Δράκου της Πρέσπας. Οι τρεις όχθες ζουν πλήρως απομονωμένες, έχουν μάθει να αλληλομισιούνται, τα σύνορα είναι αδιαπραγμάτευτα και οι κάτοικοι της εκάστοτε όχθης αποκαλούν τους άλλους «αλλόχθιους». Αυτή η μισαλλοδοξία θεσμοθετείται και καθορίζεται από μία ασαφή διακήρυξη «Περί ορισμών και συνόρων». Διαβάζουμε από τη Μνήμη του πάγου

Έτσι συνήλθε η ιστορική εκείνη σύνοδος, που εορτάζεται ως εθνική επέτειος στις τρεις χώρες, αλλά και ως εθνική επιτυχία για καθεμία από αυτές. 

Τέσσερις εκπρόσωποι από κάθε χώρα συναντήθηκαν στο Πισοδέρι Φλωρίνης και αποφάσισαν για πρώτη φορά από κοινού, το να μην αποφασίζουν πλέον από κοινού. Οι δώδεκα σύνεδροι, αδιάλλακτοι και οργίλοι, συνέταξαν τη Διακήρυξη περί Ορισμών & Συνόρων, η οποία δήλωνε με φανατισμό πως ο μοναδικός δράκος – για τη μοναδικότητα του δράκου δεν υπήρχε διαφωνία – της κοινής λίμνης – για τη λέξη λίμνη επίσης δεν υπήρχε διαφωνία, μολονότι για άλλους υπερχειλισμένη, για άλλους άνυδρη, για άλλους παγωμένη – είχε μόνο μία μορφή, εκείνη που πρέσβευε η εκάστοτε τετράδα συνέδρων. (ΔΠ ΙΙΙ, σελ. 306-307).[1]

Οι στρουκτουραλιστές έλεγαν ότι ακόμα και ένα τεράστιο έργο μπορεί να συνοψιστεί σε μία φράση, θέτοντας το παράδειγμα της Οδύσσειας, που αποτελεί την εκτύλιξη της πρότασης: «Ο Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη». Θα υποστήριζα ότι, με αυτή τη λογική, η τριλογία της Πρέσπας θα μπορούσε να ιδωθεί ως η ανάπτυξη της θέσης του Αλτουσέρ για την ιδεολογία ως την ασυνείδητη και βιωματική σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο τους. Εδώ είναι σκόπιμο ένα εκτενές παράθεμα:

Στην πραγματικότητα, η ιδεολογία ελάχιστη σχέση έχει με τη «συνείδηση», αν υποθέσουμε ότι αυτός ο όρος έχει κάποιο μονοσήμαντο νόημα. Είναι βαθύτατα ασυνείδητη, ακόμα και όταν παρουσιάζεται (όπως στην προμαρξιστική «φιλοσοφία») με ενστόχαστη μορφή. Η ιδεολογία είναι πράγματι ένα σύστημα αναπαραστάσεων, αλλά αυτές οι αναπαραστάσεις δεν έχουν τις περισσότερες φορές καμία σχέση με τη «συνείδηση»· είναι ως επί το πλείστον εικόνες, ενίοτε έννοιες, αλλά επιβάλλονται προπαντών ως δομές στην τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων, δίχως να περνούν από τη «συνείδησή» τους. […] Οι άνθρωποι «βιώνουν» την ιδεολογία τους, όπως ο καρτεσιανός «έβλεπε» ή δεν έβλεπε –αν δεν προσήλωνε το βλέμμα του– τον ήλιο στα διακόσια πόδια: ουδόλως ως μορφή συνείδησης, αλλά ως αντικείμενο του «κόσμου» τους, ως τον ίδιο τον «κόσμο» τους. […] Εν ολίγοις […] η «βιωματική» σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο, ακόμα και με την Ιστορία (στην πολιτική δράση ή απραξία), περνάει από την ιδεολογία, ή μάλλον είναι αυτή η ιδεολογία. Με αυτήν ακριβώς την έννοια έλεγε ο Μαρξ ότι οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση της θέσης τους στον κόσμο και στην ιστορία μέσα στην ιδεολογία (ως τόπο πολιτικών αγώνων): στους κόλπους αυτής της ιδεολογικής ασυνειδησίας οι άνθρωποι καταφέρνουν να τροποποιούν τις «βιωματικές» σχέσεις τους με τον κόσμο και να αποκτούν αυτή τη νέα μορφή ιδιάζουσας ασυνειδησίας που καλείται «συνείδηση».[2]

Ο Αλτουσέρ θέλει να απαντήσει στην τρέχουσα χρήση της λέξης «ιδεολογία» ως κοσμοθεωρία, ως να ήταν απλώς η συνειδητή στάση που «διαλέγει» ένα άτομο απέναντι στον κόσμο. Σε ό,τι αφορά την εθνική ιδεολογία, ο Αλτουσέρ προσφέρει μια ανάγνωση του έθνους ως ιδεολογίας που λειτουργεί ασυνείδητα, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν την ιστορία τους μέσα από τη δομή της εθνικής ταυτότητας. Θα επανέλθουμε αργότερα στην αλτουσεριανή αντίληψη περί ιδεολογίας. Προς το παρόν, αρκεί να σημειώσουμε ότι η παράγραφος αυτή μπορεί να μας εγκαλέσει για τον συνυπολογισμό της ψυχαναλυτικής θεωρίας στην ανάγνωση του εθνικού φαινομένου, κάτι που είχε αρχίσει κάποτε να γίνεται από τη Τζούλια Κρίστεβα και από έναν παλαιότερο Ζίζεκ, και το οποίο όμως φαντάζει κάπως αδιανόητο σήμερα που η ψυχανάλυση έχει πέσει σε ανυποληψία, κυρίως λόγω της θεσμοποίησής της.[3]

 Τώρα, το ότι το έθνος είναι μια φαντασιακή κοινότητα δεν είναι κάποια πρωτότυπη ιδέα, ειδικά μετά το μνημειώδες έργο του Μπένεντικτ Άντερσον για τις φαντασιακές κοινότητες.[4] Δεν αρκεί, λοιπόν, να πούμε ότι το έθνος είναι φαντασιακό, ότι η κάθε κοινότητα βλέπει τον κόσμο με τα ματογυάλια του έθνους. Η Μπουραζοπούλου, από το απρόσμενο μετερίζι μιας μυθιστορηματικής τριλογίας του είδους της λογοτεχνίας του φανταστικού, φτάνει στον πυρήνα του έθνους ως ιδεολογίας, καθώς δεν στρέφεται μόνο στη συγκρότησή του, αλλά και στα πραγματικά του αποτελέσματα. Μέσα σε ένα φανταστικό περιβάλλον βλέπουμε την εθνική αφήγηση να χτίζεται πάνω σε εθνικές φαντασιώσεις, να στηρίζεται πάνω σε έωλους νόμους ενός διεφθαρμένου και παρηκμασμένου κρατικού συστήματος, να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από διεθνείς οργανισμούς και πολυεθνικές, τελικά να κεφαλαιοποιείται και να πουλιέται ως εμπόρευμα στην παγκόσμια αγορά. Οι όχθες βιώνουν το έθνος τους με έναν απολύτως πραγματικό τρόπο, ορίζουν τις ζωές τους σε ένα απολύτως πραγματικό περιβάλλον. Φρονώ ότι αυτή η εμβάθυνση στην επιβολή και τη λειτουργία της εθνικής ιδεολογίας που συγκροτεί τον πυρήνα της τριλογίας, έχει και τη μεγαλύτερη πολιτική σημασία για μας σήμερα.

ΙΙΙ: Προς μια γνωστική χαρτογράφηση των Βαλκανίων

Τα τρία μυθιστορήματα της τριλογίας συγκροτούν ένα πολυεστιακό έργο, όχι μόνο γιατί έχουμε τρεις αυτοτελείς ιστορίες όπου βλέπουμε τον κόσμο να χτίζεται από τις τρεις οπτικές γωνίες της εκάστοτε όχθης, αλλά και γιατί ενσωματώνεται οργανικά και η οπτική γωνία του συστήματος. Πρόκειται για ένα τέταρτο βιβλίο κρυμμένο στην τριλογία, μια τέταρτη ιδεολογική ματιά που ενορχηστρώνει την ιστορία, όπως εκπροσωπείται από την Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης και συμπυκνώνεται στον κύριο εκπρόσωπο της, τον χαρακτήρα του ύπατου αρμοστή Έκτορα Μόζερ. Παραθέτω από την Κοιλάδα της Λάσπης και την πρώτη εκτενή αναφορά σε αυτόν τον νέο οργανισμό οικονομικής διακυβέρνησης:

Η παρατεταμένη στασιμότητα της αγοράς διέλυσε τις οικονομίες των χωρών της Βαλκανικής και σε λίγους μήνες ολόκληρη η χερσόνησος βρέθηκε σε καθεστώς δανεισμού. Η Τράπεζα έκρινε σκόπιμο να διαχειριστεί συνολικά την υπόθεση της Βαλκανικής διορίζοντας τοποτηρητή με ενισχυμένες αρμοδιότητες τον Έκτορα Μόζερ. Αυτός ανέλαβε να οργανώσει εξαρχής τις σαθρές οικονομίες των οκτώ κρατών και να σχεδιάσει τον χάρτη εξόδου από την κρίση. Εφαρμόζοντας τολμηρές πολιτικές, ο Μόζερ κατάφερε να ανακόψει την πτωτική πορεία, να δημιουργήσει προοπτικές ανάπτυξης και χρηματικά πλεονάσματα. (ΔΠ Ι, σελ. 316-317)

 Παρότι η επίσκεψη του Μόζερ στις τρεις όχθες είναι μία από τις πλοκές που δένουν την τριλογία, η οπτική γωνία της Τράπεζας αποκαλύπτεται στο τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα. Ο χαρακτήρας του Μόζερ, του ύπατου αρμοστή των Βαλκανίων, αποτελεί τον ιδεολόγο του συστήματος που εκφράζει την αμείλικτη ρασιοναλιστική λογική του. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι τα Βαλκάνια δεν αποτέλεσαν ποτέ μια ουδέτερη κατηγορία. Αντιθέτως, η χρήση τους ήταν πάντα φορτισμένη ιδεολογικά, κατασκευάζοντας το στερεότυπο του απολίτιστου βάρβαρου, καθιστώντας την ανατολική Ευρώπη το κατοπτρικό είδωλο της Δύσης, τον Άλλο της δυτικής Ευρώπης, όπως έδειξε η Μαρία Τοντόροβα στη διεξοδικότερη ανάλυση επί του θέματος.[5] Ο Μόζερ το αποτυπώνει χαρακτηριστικά: «Εδώ η ιστορία μπορεί να ξαναγραφτεί άνετα, αρκεί να υπάρχει φαντασία. Μετακινούνται σύνορα, διαμελίζονται κράτη, ξεπηδούν εθνότητες, επινοούνται καταγωγές. Το παρελθόν αλλάζει πιο εύκολα απ’ το μέλλον». (ΔΠ Ι, σελ. 266)

Τα Βαλκάνια έρχονται στο προσκήνιο κυρίως στο δεύτερο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Βόρεια Μακεδονία, ίσως στη «βαλκανικότερη» από τις τρεις χώρες, δεδομένου ότι προέρχεται από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και των χωρών που τη συνέθεταν: 

Οι τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν εύκολες για τις χώρες της Βαλκανικής. Πολιορκημένες από τον ισχυρό Βορρά και τον ασταθή Νότο, την απειλητική Ανατολή και την κερδοσκοπική Δύση, περνούσαν ανήσυχα χρόνια στέρησης και ανασφάλειας, εκτονώνοντας την απογοήτευσή τους σε εσωτερικές έριδες και συμπληρώνοντας τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς τους με φαντασιώσεις εθνικού μεγαλείου, που στην πραγματικότητα επέτειναν τη μελαγχολία τους. Σαν να μην έφταναν οι υπόλοιπες τραγωδίες του 20ού αιώνα και προτού επουλωθούν οι πληγές παγκόσμιων και βαλκανικών πολέμων, διαμελίζεται το μεγαλύτερο κράτος μέσα σε βομβαρδισμούς και ποταμοί αίματος χαράζουν τα καινούργια σύνορα. Οι αποσχισμένες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας κατάλαβαν γρήγορα πως η αυτονομία δεν ήταν παρά ο πρόλογος της δοκιμασίας τους. Έπρεπε τώρα να επινοήσουν τον εαυτό τους απ’ την αρχή, να βρουν τη θέση τους στο χάρτη και το ρόλο τους στη διεθνή κοινότητα. Να ξαναποκτήσουν ρίζες, ιστορία και μέλλον. (ΔΠ ΙΙ, σελ. 172)

Έτσι, η λίμνη της Πρέσπας, με την ιδιάζουσα συνθήκη να αποτελεί το σύνορο τριών χωρών, προσφέρει την ευκαιρία για μια χαρτογράφηση των Βαλκανίων. Η Μπουραζοπούλου είναι μια λογοτεχνική χαρτογράφος, κάτι που δεν φαίνεται μονάχα από τα ταξίδια που προηγούνται της συγγραφής των βιβλίων της ή από τους χάρτες που κοσμούν τα βιβλία της. Κι αυτό διότι η συγκρότηση ενός λογοτεχνικού χάρτη δεν περιορίζεται σε περιγραφές και τοπωνύμια, αλλά περιλαμβάνει απαραίτητα και μια ιδεολογική διεργασία συγκρότησης του χώρου, όπου, όπως αναφέρει ο Ρόμπερτ Τάλλυ, η αφήγηση αποτελεί μια χωρικά συμβολική πράξη: «Ενόσω οι συγγραφείς χαρτογραφούν τους κόσμους τους, οι αναγνώστες ή οι κριτικοί μπορούμε να ασχοληθούμε με αυτούς τους χάρτες προκειμένου να προσανατολιστούμε και να κατανοήσουμε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς».[6] 

Ο Φρέντρικ Τζέιμσον ξεκινάει τον πρόλογο για τη συγκέντρωση των δοκιμίων του με τίτλο Ιδεολογίες της θεωρίας, αναφερόμενος στη μεσολαβητική λειτουργία της ιδεολογίας να γεφυρώνει τα αγεφύρωτα χάσματα «του ατομικού και του κοινωνικού, του φαντασιακού και του γνωστικού, του οικονομικού και του αισθητικού, της αντικειμενικότητας και του υποκειμένου, της λογικής και του ασυνειδήτου, του ιδιωτικού και του δημοσίου».[7]

Η λογική του είναι αλτουσεριανή, καθώς ο Αλτουσέρ το χρησιμοποίησε ακριβώς έτσι στον γνωστό του ορισμό ότι η ιδεολογία αποτελεί «τη φαντασιακή αναπαράσταση των πραγματικών συνθηκών της ύπαρξής μας», οι λακανικές καταβολές της οποίας επικυρώνουν τα όσα αναφέραμε παραπάνω.

Όλα αυτά για να πούμε ότι η τριλογία προχωρά σε μια γνωστική χαρτογράφηση των Βαλκανίων. Για τον Φρέντρικ Τζέιμσον, που εισήγαγε την έννοια, η γνωστική χαρτογράφηση παραπέμπει στη προσπάθεια, που κάνουμε διαρκώς ως υποκείμενα, επιχειρώντας να υπερβούμε φαντασιακά το χάσμα της περιορισμένης βιωματικής εμπειρίας μας μέσα στον όλο και πιο περίπλοκο και απρόσωπο κόσμο του πολυεθνικού καπιταλισμού. Όπως έσπευδε να δηλώσει σε κάθε ευκαιρία, δεν πρόκειται για μια αισθητική συνταγή, αλλά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις μιας νέας πολιτικής αισθητικής, δεδομένου ότι οποιαδήποτε πολιτική αισθητική δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο να μας δώσει μια καινούρια αίσθηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούμαστε ως υποκείμενα στον σύγχρονο κόσμο.[8] 

Νομίζω ότι εδώ η εθνική ιδεολογία γεφυρώνει αυτό το χάσμα και οι βαλκανικές χώρες προσφέρουν το πλέον πρόσφορο έδαφος μιας περιοχής όπου το έθνος μεσολαβεί επίμονα μεταξύ του ατομικού και του συλλογικού. Παρά τις ελπίδες των θιασωτών της παγκοσμιοποίησης, το έθνος αποδείχθηκε ιδιαίτερα ανθεκτικό, κάτι που φάνηκε ακόμη περισσότερο με την έκρηξη των εθνικιστικών πολέμων που ακολούθησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η παγκοσμιοποίηση φαίνεται να τόνισε τις εθνικές διαφορές και δεν είναι τυχαίο ότι οι συζητήσεις για τα βαλκάνια κορυφώθηκαν στις αρχές της νέας χιλιετίας, όταν η παγκοσμιοποίηση ήταν «στα χείλη όλων», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Zygmunt Baumann.[9] Τα Βαλκάνια φαίνεται ότι αποτελούν μια κωδική ονομασία για την Ανατολή εντός της Δύσης, μιας ιδιόμορφης αντι-Δύσης, ή ίσως, θα λέγαμε, μιας όχι-ακόμη-Δύσης, για να συμπεριλάβουμε την αντίληψη περί καθυστέρησης των χωρών αυτών. Το ζήτημα είναι ότι, πριν επιχειρήσουμε να σκεφτούμε ποιο είδος ταξικής συνείδησης θα μπορούσε να αντικαταστήσει την εθνική ιδεολογία προς μια νέα γνωστική χαρτογράφηση, πρέπει να καταλάβουμε τους τρόπους με τους οποίους η κατηγορία του έθνους εξακολουθεί να επηρεάζει ουσιωδώς ακόμα και τους πιο απρόσμενους τομείς, όπως είναι η τέχνη και ο πολιτισμός.

IV: Τα εθνικά τραύματα της βαλκανικής λογοτεχνίας και η εμπορευματοποίηση

Στο δοκίμιό του «Σκέψεις για το βαλκανικό σινεμά», ο Τζέιμσον επέκτεινε τον συλλογισμό που είχε αρχίσει το άρθρο του για την εθνική αλληγορία, σημειώνοντας ότι αυτός ο στιγματισμός των μικρών χωρών της βαλκανικής μπορεί να τους προσφέρει ένα απροσδόκητο πλεονέκτημα. Στην τέχνη των χωρών αυτών, συχνά το πολιτικό συμπίπτει με το υπαρξιακό, καθώς η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος τους μπορούν να εγγράψουν το συλλογικό-πολιτικό ως ένα υπαρξιακό γεγονός και όχι ως μια εξωτερική ενδεχομενικότητα της εξωτερικής πολιτικής.[10] Πράγματι, η πολιτισμική παραγωγή των Βαλκανίων φαίνεται ότι διέπεται από μια επίμονη αναφορά σε ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε προσωρινά εθνικό τραύμα.

Έτσι, η ανθεκτικότητα και η επιμονή της εθνικής ιδεολογίας σήμερα μπορεί να φανεί καλύτερα από μια αλλαγή κατεύθυνσης, παρατηρώντας το πώς τοποθετούνται οι λογοτεχνίες της βαλκανικής στο παγκόσμιο λογοτεχνικό σύστημα. Οι λογοτεχνίες των βαλκανικών χωρών, όπως της Βουλγαρίας, της Βόρειας Μακεδονίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, της Αλβανίας και ούτω καθεξής, βρίσκονται εκ των πραγμάτων γλωσσικά περιθωριοποιημένες στην παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων. Η απόκτηση ορατότητας, το πέρασμά τους στην Παγκόσμια Λογοτεχνία, γίνεται μέσω του διαύλου των μεταφράσεων, μια διαδικασία που δεν είναι ποτέ ουδέτερη, και καθορίζεται πολύ λιγότερο από την έννοια της λογοτεχνικής αξίας του εκάστοτε έργου από ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε.

Τώρα, ο εθνικός καθορισμός των μικρών βαλκανικών λογοτεχνιών υπαγορεύει τόσο το εξωτερικό βλέμμα των άλλων χωρών όσο και το εσωτερικό βλέμμα που ρίχνουν οι εθνικές λογοτεχνίες στον εαυτό τους. Διότι είναι γεγονός ότι τα βιβλία που τείνουν να μιλάνε για αυτό το εθνικό τραύμα τείνουν να μεταφράζονται και να κυκλοφορούν στο εξωτερικό, να βραβεύονται και να συζητιούνται, διεκδικώντας τη θέση τους στην Παγκόσμια Λογοτεχνία. Σχετικά παραδείγματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ που πήρε πρόσφατα το βραβείο Booker, ο Ίβο Άντριτς, η Ορνέλα Βόρπσι και πρόσφατα η Ρουμένα Μπουζάροφσκα.[11] 

Η τοποθέτηση της Ελλάδας (δηλαδή μιας χώρας με ισχυρό δυτικό φαντασιακό) στα Βαλκάνια αποτελεί ένα ακανθώδες ζήτημα που χαίρει προσεκτικότερης εξέτασης.[12] Ωστόσο, το εθνικό τραύμα της ελληνικής ιστορίας είναι βαθύ, ενώ σε ό,τι αφορά τη γλωσσική περιθωριοποίηση, η θέση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη λογοτεχνική γεωπολιτική παραμένει αντίστοιχη με αυτή των υπόλοιπων βαλκανικών λογοτεχνιών. Ίσως οι μεταφράσεις των έργων του Χρήστου Οικονόμου και τα Μέτρα Λιτότητας, η ανθολογία της ποίησης της κρίσης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ενδεικτικό παράδειγμα της εμπορευματοποίησης του εθνικού τραύματος της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.

Σπεύδω εδώ να επιλύσω ορισμένες πιθανές παρανοήσεις. Τα παραπάνω δεν εννοούν ότι οι συγγραφείς των χωρών αυτών επιδιώκουν σκόπιμα να εκθέσουν το εθνικό τους τραύμα ως κίνηση marketing, με σκοπό να λάβουν ορατότητα. Η μετάφραση και καθιέρωση ενός καλλιτέχνη στο εξωτερικό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων (ανάμεσά στους οποίους συγκαταλέγεται η τύχη, η εθνική συγκυρία, ακόμη και οι διασυνδέσεις). Ούτε (σε καμία των περιπτώσεων) δεν εννοούν ότι τα έργα αυτά δεν άξιζαν να μεταφραστούν. Ωστόσο, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το σύγχρονο πολιτισμικό πεδίο, ίσως να πρέπει να εγκαταλείψουμε την έννοια της λογοτεχνικής αξίας· είναι γεγονός ότι πολλά αξιόλογα έργα παραμένουν σήμερα αμετάφραστα, ενώ οι λογοτεχνικοί κανόνες συντίθενται και με εξωλογοτεχνικά κριτήρια. Αυτό που θα ήθελα να πω, ίσως κάπως βιαστικά,[13] είναι ότι τα παραπάνω αποτελούν αντικειμενικές διαδικασίες και δομές ενός παγκοσμιοποιημένου πολιτισμικού συστήματος του οποίου η κυρίαρχη λογική δεν μπορεί παρά να είναι η εμπορευματοποίηση. Με άλλα λόγια, ένα έργο που περνάει το κατώφλι της εθνικής του λογοτεχνίας δεν μπορεί παρά να εμπορευματοποιηθεί και η ανταλλακτική αξία είναι πολύ συχνά το έθνος καθαυτό. Ο κινηματογράφος, ως η πλέον εμπορική τέχνη σήμερα, δεν εξαιρείται αυτών των αντικειμενικών διεργασιών, που λαμβάνουν όμως διαφορετική μορφή, καθώς το γλωσσικό ζήτημα δεν έχει την ίδια βαρύτητα, ούτε αποτελεί με τον ίδιο τρόπο εμπόδιο, όσο συμβαίνει με τη λογοτεχνία.

Η τριλογία της Μπουραζοπούλου επιτυγχάνει στην ιδεολογική συζήτηση για το έθνος, ακριβώς επειδή θεματοποιεί αυτήν την εμπορευματοποίηση του εθνικού τραύματος ως οργανικό μέρος της ιστορίας της. Και στις τρεις όχθες, η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης έχει εκμεταλλευτεί εμπορικά τις δολοφονίες που γίνονται στις λίμνες, καθιστώντας τη γύρω περιοχή ένα πάρκο αναψυχής, μια τουριστική ατραξιόν. Στο τρίτο βιβλίο, ο Μόζερ επισκέπτεται τη «δρακολογική αγορά» που έχει στηθεί στον περίγυρο της Πρέσπας:

Μπήκε στην πρώτη είσοδο που ανοίχτηκε μπροστά του, μαρμάρινη και επιβλητική. Το κατάστημα που διάλεξε ήταν διακοσμημένο με κρυστάλλινους σταλακτίτες, όπως τα περισσότερα του ίδιου δρόμου και δυσκολευόσουν να τα ξεχωρίσεις μεταξύ τους. Οι δίδυμοι ανέλαβαν τις συνεννοήσεις με τους πωλητές και ο Μόζερ με τον Αλέξανδρο μπαινόβγαιναν σε δοκιμαστήρια, προβάροντας δρακολογικές περιβολές. Δίπλα τους στριμώχνονταν τουρίστες που αγόραζαν στολές χειμερινών σπορ, εκδρομικά είδη, εξοπλισμό κατασκήνωσης με το λογότυπο της Πρέσπας σε λευκό χρώμα, ενδεικτικό της δυτικής όχθης. Ο ίδιος λογότυπος έπαιρνε το χρώμα του κεχριμπαριού στα είδη που λανσάριζε η ανατολική όχθη και γινόταν μελανόχρωμος στις ούγιες της νότιας. (ΔΠ ΙΙΙ, σελ. 335-336).

Το απόσπασμα μάς θυμίζει ότι οι πραγματικοί διεθνιστές σήμερα είναι οι κεφαλαιοκράτες, εκείνοι που πατάνε πάνω στα εθνικά τραύματα και επενδύουν στις εθνικές έριδες. Στην τριλογία αναδεικνύονται όλες αυτές οι υπόγειες συνεργασίες των κυρίαρχων, το καπιταλιστικό δόγμα του σοκ, η τάση του συστήματος, αν όχι να δημιουργεί κρίσεις, τουλάχιστον να τις εκμεταλλεύεται στο έπακρο, βγαίνοντας δυνατότερο από αυτές και επιδιώκοντας την ιδεολογική συναίνεση.

Ωστόσο, αυτή η κατάσταση της απαξίωσης των βαλκανικών χωρών από το εξωτερικό βλέμμα των κυρίαρχων έχει και την αντίστροφη όψη της. Μια κοινή ιστορία δημιουργεί ισχυρή συλλογική μνήμη για τις αυθαιρεσίες των κυρίαρχων. Ένα κοινό δράμα που ερείζεται λιγότερο στο έδαφος και περισσότερο στη μνήμη, στις κοινές ατραπούς που δημιουργεί η ιστορία πλέκοντας τους λαούς αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Και πίσω από τις συναντήσεις και τις συνδιαλλαγές της εξουσίας, στο παρασκήνιο των εθνικών διαχωρισμών, ίσως αρχίσει να διαφαίνεται ένα είδος διεθνικής αλληλεγγύης από τα κάτω, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην τριλογία.

Δεν χρειάζεται όμως να πούμε περισσότερα για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με αυτά τα ζητήματα μέσα από τον διαθλαστικό φακό της λογοτεχνίας, και που μόνο η Ιστορία θα δείξει αν θα μεταφραστεί, περνώντας στην απέραντη όχθη της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Η Μνήμη του πάγου, λοιπόν, ολοκληρώνει την τριλογία, δίνοντας την υποψία μιας λύσης σε ορισμένα από τα ερωτήματα που διατρέχουν τα τρία μυθιστορήματα. Μια λύση που φέρνει ίσως το κείμενο εγγύτερα στην επιστημονική φαντασία, αν και οι ειδολογικές κατηγορίες ποτέ δεν είναι επαρκείς για το έργο της Μπουραζοπούλου, όπου τα είδη του φανταστικού, του αστυνομικού, της δυστοπίας και της ουτοπίας, ανοίγουν όλο και περισσότερα επίπεδα ερμηνειών. Πολλώ δε μάλλον, η λύση μοιάζει κι αυτή να είναι μια ανεπαρκής κατηγορία για τα ανοιχτά κλεισίματα των έργων της, τα οποία αφήνουν απλόχερα τον τελευταίο λόγο στο αναγνωστικό κοινό. Άλλωστε, η καλή λογοτεχνία δεν ενδιαφερόταν ποτέ να δώσει κάποια λύση. Αντιθέτως, ίδιον της καλής λογοτεχνίας είναι να εμβαθύνει στην αθέατη όψη των πραγμάτων, αναδεικνύοντας έτσι, ανελέητα και αμείλικτα, το πρόβλημα. 


Το κείμενο του Πάνου Σταθάτου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Πάνος Σταθάτος

Ο Πάνος Σταθάτος είναι απόφοιτος Φιλολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ. Στη διπλωματική του ασχολήθηκε με το φασματικό είδος της ελληνικής Επιστημονικής Φαντασίας, μελετώντας τη σχέση του με την Ουτοπία και την αλληγορία. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν, μεταξύ άλλων, τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ουτοπία, το μαρξισμό, την ψυχανάλυση, τις νεοελληνικές σπουδές, τα λογοτεχνικά είδη, την εθνική ταυτότητα, τη συγκριτική λογοτεχνία και τις πολιτισμικές σπουδές. Έχει συμμετάσχει σε ακαδημαϊκά συνέδρια και έχει δημοσιεύσει το έργο του σε περιοδικά.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange