Κριτική Τεύχος #14

Δύο τύποι αθεϊσμού στη Γαλλία του 18ου αιώνα

Στην πραγματεία-διαθήκη του, «Δεν υπάρχει Θεός», ο Jean Meslier διατείνεται ότι δεν υπάρχει Θεός. Η έννοια «Θεός», γράφει ο Meslier, ορίζεται ως κάτι μη υλικό, άπειρο και ακατανόητο, πράγμα που δείχνει πως δεν μπορεί να υπάρχει. Αντίστοιχα, στο λογοτεχνικό του έργο «Η φιλοσοφία του Μπουντουάρ», ο Μαρκήσιος de Sade πρεσβεύει τον ίδιο υλισμό, συνοδεύοντάς τον όμως με έμπρακτη ηθική αποχαλίνωση, ιδίως στον σεξουαλικό τομέα.
Ο Patrick Magee (Marquis de Sade) και ο Ian Richardson (Jean-Paul Marat) στην ταινία Marat/Sade (1967), σε σκηνοθεσία Peter Brook

Δεν υπάρχει Θεός
Ζαν Μελιέ (Jean Meslier)
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος
Οδυσσέας, Αθήνα 2008| 312 σελίδες

 

Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ
Μαρκήσιος Ντε Σαντ (Marquis De Sade)
Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
Μεταίχμιο, Αθήνα 2016| 280 σελίδες

 

Σ’ ένα ιστορικής σημασίας δοκίμιό του για την αναζήτηση ενός σταθερού κριτηρίου διάκρισης της Δεξιάς από την Αριστερά στην πολιτική, ο Norberto Bobbio [Νορμπέρτο Μπόμπιο] εισηγήθηκε αυτό της ισότητας. Η Αριστερά, έγραφε εκεί, από παλιά θύμιζε τον φιλόσοφο Ρουσό και επιζητούσε τη γεφύρωση των ανισοτήτων ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα, ενώ η Δεξιά, τρόπον τινά σαν τον Νίτσε, θεωρούσε καταστροφική αυτή την εξίσωση και εγκωμίαζε ανέκαθεν ως «φυσικές» τις κάθε λογής ανισότητες και ιεραρχήσεις. 

Το παραπάνω κριτήριο θα μπορούσε βάσιμα να εφαρμοσθεί, ελαφρώς παραλλαγμένο, στον πολιτικοποιημένο αθεϊσμό, αναδεικνύοντας τις δύο ριζικά αντίθετες μορφές του. Από τη μία πλευρά, στέκεται ο «κομμουνιστικός» και εξισωτικός αθεϊσμός, που διεκδικεί την καταστροφή των θρησκειών (ιδιαίτερα δε της χριστιανικής θρησκείας) στο όνομα της καθολικής χειραφέτησης. Από την άλλη, υπάρχει ο «συγκρουσιακός» και επιθετικός αθεϊσμός, αυτός που επιδιώκει την αποδόμηση των θρησκειών και του Θεού (προ παντός του χριστιανικού), για να επιτραπεί η αποχαλίνωση των ανθρωπίνων ενστίκτων και να κυριαρχήσουν οι ισχυρότεροι έναντι των άλλων. 

Αυτές οι δύο μορφές αθεϊσμού, στη Γαλλία του 18ο αιώνα, ενσαρκώνονται από δύο κρυφούς διανοούμενους τους περιθωρίου, δύο ακραιφνείς υλιστές και φυσιοκράτες που, επηρεασμένοι από τον ατομισμό και τη νεωτερική φυσική επιστήμη, θα απαγγείλουν το πρώτο μεγάλο κατηγορητήριο. 

Αρχικά ίσως οι αναγνώστες εκπλαγούν, καθώς ο πρώτος υπήρξε ιερέας. Πραγματικά, ο Γάλλος αββάς Jean Meslier [Ζαν Μελιέ] θα μπορούσε να κερδίσει επάξια τον τίτλο του πρώτου δημόσιου αθεϊστή της Δύσης. Ο βίος του πάντως επ’ ουδενί δεν μπορούσε να προϊδεάσει για κάτι παρόμοιο. Αφού σπούδασε σε ιερατική σχολή, όπου φάνηκε η δίψα του για μόρφωση, υπηρέτησε για τέσσερις περίπου δεκαετίες μίαν ενορία στην επαρχία Étrépigny, στην Καμπανία της Βόρειας Γαλλίας. 

Προ πολλού άθεος, για μία ζωή υποχρεωμένος να διδάσκει κάτι που δεν πίστευε, ο Meslier συσσώρευσε μνησικακία κατά του πολιτικού και του θρησκευτικού συστήματος, γι’ αυτό και προετοίμαζε επιμελώς τη μεταθανάτια «εκδίκησή» του. 

Όταν, τελικά, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η διαθήκη του, αυτό συνέβη χάρη στη μέριμνα του γνωστού διανοητή του Διαφωτισμού, Βολταίρου, ο οποίος μάλιστα συνόδευσε το κείμενο με μια δική του ενδελεχή κριτική απέναντι στα χριστιανικά ευαγγέλια, αποπειρώμενος συγχρόνως να παρουσιάσει τον Μελιέ σαν ντεϊστή, αντί για τον διαπρύσιο αθεϊστή που ήταν. 

Η αθεϊστική αισθησιοκρατία 

Φιλοσοφικά, ο Μελιέ είναι εμπειριστής-αισθησιοκράτης, πρεσβεύοντας πως οι ιδέες στον νου μας δεν είναι παρά οι εικόνες των εξωτερικών αντικειμένων, που εντυπώνονται μέσα μας. Κύρια θέση του είναι πως οτιδήποτε υπάρχει δεν μπορεί παρά να διαθέτει μια σαφή, δηλαδή υλική, υπόσταση, οπότε θα γίνεται αντιληπτό από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Η έννοια «Θεός» ορίζεται όμως πάντοτε ως κάτι μη υλικό και άπειρο, καθώς και ανθρωπίνως ακατανόητο. 

Αν όμως οι αισθήσεις είναι η μόνη πηγή της γνώσης μας, τότε προκύπτει ότι ο «Θεός» μας είναι κάτι το εξ ορισμού ακατανόητο και απρόσιτο. Οτιδήποτε όμως δεν μας είναι γνωστικά προσβάσιμο, δεν μπορούμε να έχουμε κάποια σχέση μαζί του και, αφού κάθε θρησκευτικό σύστημα βασίζεται αναγκαστικά στον Θεό, έπεται λογικά ότι αυτό που κάθε θρήσκευμα μας ζητάει, το να σχετισθούμε δηλαδή με κάτι ακατανόητο, είναι παράλογο. 

Οι θρησκείες απαιτούν από εμάς να πράξουμε το αδύνατο, ήτοι να πιστέψουμε σε κάτι το οποίο δεν έχουμε προηγουμένως κατανοήσει. Από αυτό το σημείο, τα αθεϊστικά επιχειρήματα του Meslier ξεπετάγονται σαν ορμητικός χείμαρρος. Προκειμένου να θεωρηθεί κάτι αναγκαία υπαρκτό, μας λέει αρχικά, θα έπρεπε η προοπτική της μη ύπαρξής του να αποτελούσε αναγκαστικά λογική αντίφαση. 

Με την έννοια «Θεός», όμως, όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό αλλά, απεναντίας, αυτή συντίθεται βασικά από λογικά αντιφατικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Άρα, συμπεραίνει, η ύπαρξη του Θεού είναι λογικά αδύνατη και θα πρέπει να θεωρηθεί αποκύημα της αχαλίνωτης φαντασίας του ανθρώπου. 

«Θεός»: παράλογος και επιστημολογικά περιττός;

Επιπλέον, συμπληρώνει, η ιδέα «Θεός» δεν μας είναι έμφυτη, αφού κανένα παιδί δεν φαίνεται να τη γνωρίζει, προτού κάποιος του μιλήσει γι’ αυτή. Με αυτή την έννοια, όλα τα παιδιά είναι, κατά κάποιον τρόπο, «άθεα». Τους τη διδάσκουν όμως οι νταντάδες τους, σε ηλικία που αυτά δεν είναι ακόμη σε θέση να κρίνουν, με αποτέλεσμα να «ριζώνουν» και να εξαπλώνονται έτσι τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες.

Ένα ακόμη επιχείρημα του αθεϊστή Μελιέ είναι ότι ο «Θεός» είναι μια έννοια επιστημολογικά περιττή, διότι δεν είναι ικανή να προσθέσει απολύτως τίποτε στη γνώση μας: δεν μας εξηγεί τίποτε, διότι η διερεύνηση της ύλης μας αποκαλύπτει τις ιδιότητές της, μας αποκαλύπτει δηλαδή ότι αυτή λειτουργεί από μόνη της, με το να κινείται και να μετασχηματίζεται, άρα λοιπόν δεν είναι ανάγκη να επικαλούμαστε κάτι άλλο, και μάλιστα κάτι που είναι ακόμη πιο άγνωστο και λιγότερο αντιληπτό, για να εξηγήσουμε όσα προς το παρόν αγνοούμε. 

Αφού η ύλη είναι σε θέση να κινείται από μόνη της, δεν χρειάζεται καθόλου αίτιο. Στο κάτω κάτω, συνεχίζει, η ίδια η ύπαρξη μεταβολών και αλλοιώσεων μέσα στον φυσικό κόσμο καταρρίπτει τον ισχυρισμό για ύπαρξη Δημιουργού: αν υπήρχε Δημιουργός, ο κόσμος θα έπρεπε να αντανακλά την υποτιθέμενη αναλλοίωτη φύση του, και επομένως θα ήταν και εκείνος αναλλοίωτος. 

Θρησκείες: άγνοια και φόβος

Ο Μελιέ παραθέτει και αυτός το «παράδοξο του Επίκουρου», το οποίο αποδίδει εσφαλμένα στον αρχαίο φιλόσοφο, στην πραγματικότητα όμως ανήκει μάλλον στον Χιουμ, τον οποίο ο Μελιέ γνωρίζει και κάποτε επικαλείται ρητά. Προχωράει, μάλιστα, και σε μερικές εικασίες για τα αίτια γέννησης του θρησκευτικού φαινομένου. Οι «άξονες» όλων των θρησκειών είναι, μας λέει, οι εξής δύο: η άγνοια και ο φόβος. Στον συνδυασμό αυτών των δύο, εκ μέρους διαφόρων επιτήδειων συμφεροντολόγων, οφείλεται η ευρεία επικράτηση των θρησκευτικών δεισιδαιμονιών ως τις μέρες μας. Σύμφωνα με τον ίδιο:

«Σε όλες τις εποχές δεν μπορούσε κάποιος, χωρίς άμεσο κίνδυνο, ν’ αγνοήσει τις αγιοποιημένες δεισιδαιμονίες των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι φωτισμένοι άνθρωποι ήταν να μιλήσουν ή να γράψουν διφορούμενα, και συχνά χάρη σε μια δειλή υποχρεωτικότητα, να συνταιριάσουν ντροπιαστικά το όνειδος με την αλήθεια […] Χάρη στη θρησκεία, δεν επιτρεπόταν ποτέ να σκεφτεί κανείς φωναχτά ή να πολεμήσει τις δεισιδαιμονίες, των οποίων παντού και πάντα ο άνθρωπος είναι το θύμα».

Ωστόσο, δεν έλειψαν από παλιά και κάποιοι λόγιοι που είχαν το θάρρος να πάνε κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα: 

«Μερικοί αρχαίοι και σύγχρονοι φιλόσοφοι είχαν το θάρρος να δεχτούν την πείρα και τη λογική ως οδηγούς, και ν’ αποτινάξουν τα δεσμά της δεισιδαιμονίας. Ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος, ο Στράτων και μερικοί άλλοι Έλληνες, τόλμησαν ν’ αποσπάσουν το πέπλο της δεισιδαιμονίας και να ελευθερώσουν τη φιλοσοφία από τα θεολογικά δεσμά. Αλλά τα συστήματά τους, πολύ απλά, πολύ λογικά και πολύ γυμνά από θαύματα για τους εραστές της φαντασιοκοπίας, αναγκάστηκαν να υποκύψουν στις μυθικές εικοτολογίες του Πλάτωνα, του Σωκράτη και του Ζήνωνα του Ελεάτη. Ανάμεσα στους σύγχρονους οι Χομπς, Σπινόζα, Μπάιλ και άλλοι ακολούθησαν τον Επίκουρο, αλλά η θεωρία τους βρήκε μικρή ανταπόκριση σ’ έναν κόσμο ακόμα ξεμωραμένο από παραμύθια ώστε να στραφεί στη λογική». 

Είναι εξωφρενικό, παρατηρεί ο χειμαρρώδης αβάς, να μας ζητούν αφενός να πιστέψουμε στο θείο, και αφετέρου να αποθαρρύνουν την κατανόησή μας γι’ αυτό, διότι στην πραγματικότητα κανείς μας δεν έχει τη δυνατότητα να πιστεύει σε κάτι που αδυνατεί να γνωρίσει και να κατανοήσει. Για τον λόγο αυτό, η θρησκεία θα μπορούσε να οριστεί ως η τέχνη να απασχολεί κανείς πεπερασμένα μυαλά με πράγματα που αδυνατούν να κατανοήσουν. 

Αντίθετα με τις άλλες επιστήμες, η θεολογική «επιστήμη», μια συνεχής προσβολή για τον ανθρώπινο νου, είναι η μοναδική που θέτει ως αποκλειστικό αντικείμενο έρευνας τα ακατανόητα πράγματα. Ο Γάλλος ιερέας καταγγέλλει τον «ανθρωποκεντρισμό» της θεολογίας, με το επιχείρημα ότι εκείνη τονίζει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει το θείο, αγνοώντας ότι έτσι υποβαθμίζει μόνη της και το θεμέλιο του κάθε «ανθρωποκεντρισμού»: αν ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να γνωρίσει το θείο καλά, μπορεί κάλλιστα να πλανάται ως προς τους σκοπούς του και να δίνει υπερβολική σημασία στον εαυτό του, ομοιάζοντας στα μυρμήγκια, που ενδεχομένως να βαυκαλίζονται και αυτά ότι οι κήποι των Βερσαλλιών έγιναν για το δικό τους χατίρι.

«Η καταγωγή των θρησκευτικών δοξασιών χρονολογείται, όπως πιστεύουν, από την αρχή όπου πρωτόγονα έθνη βρίσκονταν στη νηπιότητά τους. Ήταν πάντα σε άξεστους, αμόρφωτους ανθρώπους που οι ιδρυτές των θρησκειών απευθύνθηκαν σε όλες τις εποχές, για να τους παρουσιάσουν θεούς, τελετές, ιστορίες μυθικών θεοτήτων, θαυματουργίες και ιστορίες τρόμου […] Το αντικείμενο των πρώτων νομοθετών των διαφόρων εθνών ήταν να τα εξουσιάσουν. Ο ευκολότερος δρόμος να το πετύχουν ήταν να τρομοκρατήσουν τους ανθρώπους και ν’ αποτρέψουν τον συλλογισμό, τη διαλεκτική συζήτηση».

Μια ηθική της χειραφέτησης

Ο Μελιέ αμφισβητεί και την ηθικότητα της θείας Πρόνοιας, λέγοντας ότι ο κόσμος που ζούμε βρίθει από φυσικές καταστροφές και κάθε λογής στερήσεις, όπως επίσης και από φτώχεια και κοινωνική καταπίεση, με τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπινων όντων να υποφέρει άδικα εξαιτίας των λίγων που ζουν πλουσιοπάροχα: 

«Καταπιεσμένοι από τον διπλό ζυγό της πνευματικής και της κοσμικής εξουσίας, ήταν αδύνατο για τους ανθρώπους να μορφωθούν και να εργαστούν για τη δική τους προκοπή […] Ο άνθρωπος δεν ήταν άλλο από μια μηχανή στα χέρια των τυράννων και των παπάδων, και μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα ν’ αποφασίζουν πώς πρέπει να σκέφτεται. Επειδή τον μεταχειρίστηκαν πάντα σαν δούλο, είχε παντού και πάντα τα χαρακτηριστικά και τα ελαττώματα του δούλου. Αυτές είναι οι πραγματικές αιτίες διαφθοράς των συνηθειών, που σ’ αυτές η θρησκεία δεν αντιπαραθέτει τίποτ’ άλλο εκτός από φανταστικά και ατελέσφορα εμπόδια· η άγνοια και η σκλαβιά έχουν τη ροπή να διαφθείρουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν δυστυχισμένους».

Εδώ γίνονται εμφανείς οι πολιτικές προεκτάσεις του αθεϊσμού του Μελιέ, που συμπορεύεται μ’ έναν παθιασμένο και  ασυμβίβαστο κομμουνισμό. Η θεμελίωση του αθεϊσμού στηρίζεται στην εδραίωση της αυτοδυναμίας της ύλης, χάρη στις ανακαλύψεις της νευτώνειας φυσικής.

Η αθεϊστική φυσιοκρατία του Σαντ

Όμοια θα είναι και η τακτική του μαρκήσιου De Sade [Ντε Σαντ], του οποίου οι «διεφθαρμένοι» λογοτεχνικοί ήρωες, ευφυείς, καλλιεργημένοι και ανώτερης κοινωνικοοικονομικής τάξης, κάνουν εν κρυπτώ όσα δημόσια θα εθεωρούντο ανεπίτρεπτα. Στα έργα του Σαντ, η σεξουαλική διαστροφή και βία συνδυάζονται με θεωρητική «κατήχηση» στον ασυμβίβαστο αθεϊσμό και στην ηδονή του να προκαλείς τον μέγιστο πόνο σε όσους είναι ασθενέστεροί σου. 

Ο Σαντ ισχυρίζεται ότι η θρησκευτική πίστη είναι πολιτικά χρήσιμη για να κρατά υποταγμένους τους λαούς. Οι θρησκείες είναι στην πραγματικότητα ασύμβατες με τη δημοκρατική ελευθερία της Γαλλικής Επανάστασης και, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά τα «λίκνα» του δεσποτισμού. 

Όπως και ο Μελιέ, ο Σαντ πρεσβεύει την αυτοκίνηση και αυτοδυναμία της ύλης, όπως αυτή καθιερώθηκε με την, πρόσφατη τότε, επιστημονική διάδοση της ατομικής θεωρίας. Σύμφωνα με τον Σαντ, η ύλη έχει την ικανότητα να κινείται μόνη της, να είναι πάντα εν κινήσει και δράσει, χωρίς ποτέ να αδρανεί, πράγμα που δείχνει πως η θεϊκή ύπαρξη, καρπός της ανθρώπινης άγνοιας, είναι στην πραγματικότητα αδύνατη. Ο Θεός καθίσταται έννοια απίθανη και επιστημολογικά περιττή: 

«Αν η ύλη δρα και κινείται από συνδυασμούς άγνωστους σ’ εμάς, αν η κίνηση είναι εγγενής στην ύλη, αν μόνη αυτή εντέλει, λόγω της ενέργειάς της, είναι ικανή να δημιουργεί, να παράγει, να διατηρεί, να συντηρεί, να ισορροπεί μες στα αχανή πεδία του διαστήματος όλες τις σφαίρες των οποίων η ομοιόμορφη, αμετάβλητη πορεία μας γεμίζει με δέος και θαυμασμό, για ποιο λόγο τότε θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε μια δύναμη ξένη προς όλα αυτά, εφόσον ετούτη η ενεργή ιδιότητα ενυπάρχει ουσιαστικά στην ίδια τη φύση, που δεν είναι παρά ύλη εν κινήσει; Μήπως η θεοποιητική σας χίμαιρα μπορεί  να διαφωτίσει κάτι; Προκαλώ οποιονδήποτε να μου το αποδείξει. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι γελιέμαι ως προς τις έμφυτες ιδιότητες της ύλης, τουλάχιστον έχω ενώπιόν μου μόνο μια δυσκολία. Τι προσδοκάς όταν μου προσφέρεις τον Θεό σου; Να μου προσθέσεις άλλη μια δυσκολία. Και πώς να δεχτώ, ως αιτία αυτού που δεν αντιλαμβάνομαι, κάτι που αντιλαμβάνομαι ακόμα λιγότερο;»

Η «σαδιστική» ηθική 

Μέσω των ηρώων του, ο Σαντ διατυπώνει την άποψη ότι πηγή των ηθικών αξιών δεν είναι άλλη από τη φύση, η οποία όμως δεν ευνοεί μονάχα τη δημιουργία, αλλά και την καταστροφή. Οι δύο δυνάμεις είναι αλληλένδετες και δεν μπορεί να δράσει η μία δίχως τη συνδρομή και τη συνεργασία της άλλης. Όπως η δημιουργία, η καταστροφή είναι και αυτή απαραίτητος νόμος της φύσης. Έτσι, η σκληρότητα είναι αρετή και όχι ελάττωμα. Η άμβλωση, η παιδοκτονία, η υποχρεωτική γυναικεία εκπόρνευση, ο φόνος και οι κάθε λογής σεξουαλικές διαστροφές, αναγνωρίζονται σαν θεμιτές πράξεις. 

«Εφόσον είναι λοιπόν αδιαμφισβήτητο ότι η Φύση μας παρέχει το δικαίωμα να εκφράζουμε αδιακρίτως τις επιθυμίες μας σε κάθε γυναίκα, καθίσταται εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι έχουμε το δικαίωμα να την εξαναγκάσουμε να υποταγεί στις επιθυμίες μας, και όχι αποκλειστικά, τότε θα ερχόμουν σε αντίφαση με τον εαυτό μου, αλλά τη δεδομένη στιγμή».

Ακόμη και ο βιασμός, αν και δεν γίνεται αποδεκτός, περιγράφεται σαν ασήμαντο και δευτερεύον κακό, μικρότερο και από την παραβίαση της ιδιοκτησίας. Έχει ενδιαφέρον ότι ο Σαντ υπερασπίζεται τον φόνο με το να αρνείται τον «ανθρωπομορφισμό»: απαγορεύουμε τον φόνο διότι θεωρούμε πως ο άνθρωπος είναι η κορωνίδα της θεϊκής δημιουργίας, στην πραγματικότητα όμως ο άνθρωπος για τη φύση είναι απολύτως ασήμαντος, αν όχι και ελαφρώς βλαβερός. 

Με την ίδια λογική, ο Θεός καθίσταται και ηθικά απαράδεκτη έννοια, διότι η φύση κατά κόρον χρησιμοποιεί το κακό. Αυτό υπηρετεί τους νόμους της και το καλό λειτουργεί ως απλό αντιστάθμισμα του προαναφερθέντος κακού. Τέλος, το κακό στον κόσμο είναι απόδειξη ότι αν υπήρχε Θεός, Αυτός θα έπρεπε να θεωρείται ως το απεχθέστερο ον από όλα. 

Για τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, η θρησκευτική πίστη είναι πολιτικά χρήσιμη για να κρατά «αποβλακωμένους» τους υπηκόους ενός κράτους. Οι θρησκείες είναι στην πραγματικότητα ασύμβατες με τη δημοκρατική ελευθερία και, σε τελική ανάλυση, δεν είναι παρά τα «λίκνα» του δεσποτισμού. Ο Σαντ εδώ χρησιμοποιεί ορολογία παρόμοια μ’ εκείνη του Μελιέ: 

«Γάλλοι, σας το επαναλαμβάνω! Η Ευρώπη προσμένει από σας να τη λυτρώσετε επιτέλους απ’ το σκήπτρο κι απ’ το θυμιατό. Να θυμάστε πως είναι αδύνατον να την απαλλάξετε από τη βασιλική τυραννία δίχως να κόψετε την ίδια στιγμή, τους χαλινούς της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας: τα δεσμά της μιας συνδέονται τόσο στενά με τα δεσμά της άλλης ώστε, αν αφήσετε τη μία από τις δύο να επιζήσει, σύντομα θα ολισθαίνατε πάλι προς την κυριαρχία που αμελήσατε να εξαλείψετε πρωτίστως» (σελ. 163).

Κοινωνικά, οι καλοί νόμοι επαρκούν και ουδόλως χρειαζόμαστε τις θρησκείες. Δεν θα πρέπει, όμως, να πολεμούνται αυτές, όπως το έπραττε ο ντεϊστής επαναστάτης Ροβεσπιέρος, αλλά αρκεί η ελεύθερη και συστηματική γελοιοποίησή τους:

«Πρόθεσή μου λοιπόν δεν είναι να περιοριστούμε στην αδιάφορη ανοή έναντι όλων των θρησκειών·  αντ’ αυτού, θα επιθυμούσε να είναι κανείς ελεύθερος να τις περιφρονεί ή να τις χλευάζει· θα επιθυμούσα οι άνθρωποι, που συναθροίζονται σε κάποιον ναό για να επικαλεστούν τον Ύψιστο όπως τους αρέσει, να θεωρούνται θεατρίνοι τους οποίους θα μπορεί να περιγελά ο καθένας από μας. Αν δεν βλέπετε τις θρησκείες υπ’ αυτό το πρίσμα, τότε θα ανακτήσουν τη σοβαρότητα που τις καθιστά σημαντικές, θα περιφρουρήσουν ευθύς την πίστη και, γι’ άλλη μι φορά, θα λογομαχούμε για τις θρησκείες αντί να τις πολεμούμε» (σελ.179-180).

Συγκριτική αποτίμηση των δύο αθεϊσμών

Τόσο ο Μελιέ όσο και ο Σαντ αντιπροβάλλουν στη θέση του Θεού την αυτοδύναμη ύλη, θεωρώντας τη φύση μόνη πηγή ηθικών αξιών, επισημαίνοντας ως βάση κάθε θρησκείας την ανθρωποκεντρική πλάνη, και καταγγέλλοντας τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα θρησκεύματα στους αυταρχικούς ηγεμόνες εις βάρος των λαών τους. Ωστόσο, αντιλαμβάνονται τη φύση εντελώς αντίθετα. Για τον Μελιέ, η ηθική της φύσης συνεπάγεται την ανθρώπινη ισότητα τιμών και αγαθών, καθώς και την ανακούφιση των δυστυχιών. Αντίθετα, για τον Σαντ, η φύση σηματοδοτεί την αποχαλίνωση των ζωικών ενστίκτων και τη σκληρότητα των ισχυρών στους φυσικά αδυνάτους, με σκοπό την απόλαυση. Κοντολογίς, για τον Μελιέ, το θεϊκό στοιχείο είναι για την ηθική περιττό ή και βλαβερό, ενώ για τον Σαντ, ακριβώς η θεμιτή έκλειψή του θα ευνοήσει τη ριζική αναστροφή των ηθικών αξιών. 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Μύρων Ζαχαράκης

Ο Μύρων Ζαχαράκης είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο τμήμα
Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (ΙΦΕ) του ΕΚΠΑ.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange