Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών
Ντανίλο Κις
μετάφραση: Χρήστος Αρβανιτίδης
Εξάντας, 1993 | 199 σελ.
Μέχρι να διαβάσω την Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών (έξι χρόνια πριν, μονορούφι στο τρένο για την Αλεξανδρούπολη, σε μια εξαιρετική μετάφραση του Χρήστου Αρβανιτίδη από τα σερβοκροάτικα), η επαφή μου με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «βαλκανικός μαγικός ρεαλισμός» περιοριζόταν κατά βάση στον Μίλοραντ Πάβιτς και τη Ζυράννα Ζατέλη.
Παρότι ο όρος αναφέρεται κυρίως σε έργα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, όντως στα έργα αυτών των συγγραφέων είχα συναντήσει επίσης ως κεντρικό στοιχείο την «ανάδειξη του μη πραγματικού ή αλλόκοτου ως κάτι καθημερινό και κοινό» και την ανάμειξη μαγικών/φανταστικών στοιχείων με πραγματικά. Οι ιδιοτυπίες του βαλκανικού παρακλαδιού, πέρα από ένα μεγαλύτερο μπόλιασμά του από τον μεταμοντερνισμό, είναι η αξιοποίηση των ντόπιων λαϊκών παραδόσεων, μια ευρύτερη ταξική διαστρωμάτωση (εδώ οι ιστορίες δεν διαδραματίζονται όλες στα «πιο σκληρά επίπεδα φτώχειας και κοινωνικής περιθωριοποίησης»), και μια διαφορετική προσέγγιση του θανάτου και του κόσμου των νεκρών.
Αυτή η τελευταία θεματική βρίσκεται και στο κέντρο του βιβλίου του Ντανίλο Κις (πρώτη έκδοση 1983), τα περισσότερα από τα διηγήματα του οποίου το εντάσσουν αναμφισβήτητα στα χαρακτηριστικότερα δείγματα του βαλκανικού μαγικού ρεαλισμού· με πανταχού παρούσες, βέβαια, μπορχεσιανές ιδέες και τεχνικές. Όλα τα διηγήματα της συλλογής «ανήκουν λιγότερο ή περισσότερο στον ίδιο αστερισμό όσον αφορά το θέμα τους», όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο «Υστερόγραφό» του (σελ. 185)[1], χαρακτηρίζοντάς το «μεταφυσικό».
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο τίτλος της δίνει το ερμηνευτικό κλειδί για την ανάγνωση των ιστοριών του· αν μια εγκυκλοπαίδεια είναι ένα «έργο που συγκεντρώνει, καταγράφει και παρουσιάζει με τρόπο συστηματικό, […] το σύνολο ή ένα σύνολο γνώσεων» γύρω από ένα θέμα, τα διηγήματα αυτά μπορούν άνετα να ιδωθούν ως κάποια από τα «λήμματα» ενός φανταστικού έργου που θα συγκέντρωνε τους διαφορετικούς ρόλους που παίζουν οι νεκροί στη ζωή μας, τις ποικίλες όψεις του φαινομένου του θανάτου, τα πολλά επίπεδα στα οποία απλώνονται οι προβληματισμοί μας γύρω από αυτόν (εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε την αμφισημία της λέξης «νεκρών», η οποία μπορεί να εκληφθεί είτε ως ουσιαστικό είτε ως επίθετο που του λείπει ένα -οποιοδήποτε- προσδιοριζόμενο ουσιαστικό· νεκρών ιδεών/θρησκειών/ιδεολογιών, κριτικών, λογοτεχνών κτλ.).
Όλα αυτά ωστόσο κάθε άλλο παρά νεκρά είναι στο βιβλίο αυτό, καθώς ο Ντανίλο Κις τα ξεδιπλώνει στις σελίδες των εννιά διηγημάτων του μέσα από σαγηνευτικές αφηγήσεις, γραμμένες σε διαφορετικό ύφος και με άλλη αφηγηματική τεχνική κάθε φορά. Αυτή η ποικιλία λοιπόν, μαζί με την πεποίθηση ότι ο τίτλος πρέπει να διαβαστεί κυριολεκτικά (πεποίθηση που ενισχύθηκε τώρα που ξαναδιάβασα το βιβλίο για τις ανάγκες αυτού του κειμένου), μας οδηγεί σχεδόν εξ ανάγκης σε μια απόπειρα να προσεγγίσουμε κάθε διήγημα ξεχωριστά, προκειμένου να διερευνήσουμε τόσο ποια ή ποιες όψεις των νεκρών και του θανάτου το απασχολούν, όσο και πώς ο Κις επεξεργάζεται λογοτεχνικά το θέμα του στο καθένα.
Σίμων ο Μάγος
Το βιβλίο ξεκινά με μια ιστορία που, σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, «είναι παραλλαγή ενός θέματος που ανήκει στην παράδοση των Γνωστικών». Βρισκόμαστε στις απαρχές του χριστιανισμού, στη Σαμάρεια της Παλαιστίνης, «[δ]εκαεφτά χρόνια μετά από το θάνατο και τη θαυματουργή ανάσταση του Ιησού του Ναζωραίου». Εκεί εμφανίζεται ο Σίμων ο Μάγος («“Είχε φωνή τρελού και βλέμμα ακόλαστου”, σημειώνει ένας αντίπαλός του») που κηρύττει, στα ίδια μέρη που κηρύττουν οι Απόστολοι, οι μαθητές τους, αλλά και άλλοι «προφήτες» (οι σελίδες που περιγράφουν χωρίς ωραιοποιήσεις, με έναν πολύ πεζό τρόπο, τη δράση τους, είναι από τις ωραιότερες του βιβλίου, ενώ διαβάζοντάς τες δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τις αντίστοιχες σκηνές από το Ένας Προφήτης… μα τι Προφήτης! [Monty Python’s Life of Brian] των Μόντι Πάιθον [Monty Python]).
Ο Σίμων όμως φέρνει μαζί του μια αντεστραμμένη θεολογία, μια θεολογία που αγαπά τον άνθρωπο και μισεί τον (ιουδαιοχριστιανικό) Θεό (τον «Ελοχίμ»). Κηρύσσει ότι «ο Θεός των αποστόλων είναι τύραννος, και ένας τύραννος δεν μπορεί να είναι Θεός για έναν λογικό άνθρωπο»· ότι «[ο Θεός αυτός σ]τη θέση της ελευθερίας κηρύσσει τη σκλαβιά, στη θέση της εξέγερσης την υποταγή, στη θέση της ηδονής την εγκράτεια, στη θέση της γνώσης το δόγμα…»· ότι η «γη της επαγγελίας τους είναι ψέμα, ο Θεός τους είναι ψέμα, τα θαύματά τους είναι ψέμα». Για τον Σίμωνα, ο αληθινός Θεός είναι αυτός που έπλασε τον κόσμο, όχι ο Θεός τιμωρός.
Όπως είναι φυσικό, η αναμέτρηση με τους εκπροσώπους του χριστιανικού Θεού επί γης δεν θα αργήσει· τον Σίμωνα θα τον αντιμετωπίσει ο Πέτρος (που θυμίζουμε ότι αρχικά λεγόταν -φυσικά- «Σίμων») σε μια θεολογική μάχη που εξελίσσεται σε μονομαχία πίστης (και θαυμάτων). Ο Σίμωνας, παρά την αντίθετη πίστη του Πέτρου, θα πετάξει στον ουρανό και ο Πέτρος θα ζητήσει τη βοήθεια του Θεού (του) για να του διαλύσει αυτή την πλάνη των αισθήσεων και να ενισχύσει την πίστη του. Εδώ λοιπόν αρχίζει το ενδιαφέρον· ο Θεός του ζητά να εξηγήσει στον κόσμο ότι ο Σίμων όντως πετάει με τη δύναμη της θέλησής του επειδή το επέτρεψε ο ίδιος για να δοκιμάσει τις χριστιανικές ψυχές. Ο Πέτρος όμως όταν μιλά στον λαό της Σαμάρειας, τα παραλείπει όλα αυτά και τους λέει απλώς ότι ο Σίμωνας θα πέσει για να μη σηκωθεί ξανά μέχρι να μετρήσει ως το δέκα. Όπως και γίνεται. Η ιστορία τελειώνει με την πιστή σύντροφο του Σίμωνα, τη Σοφία την Πόρνη, να λέει με οργή πάνω από το πτώμα του: «Αυτή είναι η απόδειξη της αλήθειας της διδασκαλίας του. Η ζωή του ανθρώπου είναι ξεπεσμός και κόλαση. Ο κόσμος είναι στα χέρια των τυράννων. Καταραμένος να είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους τυράννους, ο Ελοχίμ». Ο νεκρός ως απόδειξη της αλήθειας του. Ο νεκρός ως απόδειξη της δύναμης του θεού. Ο νεκρός ως απόδειξη της ψευδαίσθησης.
Το διήγημα όμως δεν τελειώνει εδώ, αφού ο αφηγητής μας δίνει αμέσως μετά μια δεύτερη εκδοχή της αναμέτρησης Σίμωνα-Πέτρου. Μια εκδοχή που μοιάζει να είναι γραμμένη από έναν χριστιανό αυτή τη φορά, αφού είναι σαφώς προκατειλημμένη εναντίον του Σίμωνα και υπέρ του Πέτρου (είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ ο Πέτρος λέει λόγια που στην προηγούμενη εκδοχή αποδίδονταν στον Σίμωνα). Εδώ ο Σίμωνας (που προκαλεί επιχειρώντας να επαναλάβει με περισσή σιγουριά το θαύμα της ανάστασης του Ναζωραίου και ζητά να τον θάψουν στη γη) δεν γνωρίζει ούτε καν μια πρόσκαιρη επιτυχία, αλλά τιμωρείται φριχτά για τη βλασφημία του. Το διήγημα κλείνει με τα ίδια ακριβώς λόγια της Σοφίας που έκλεισαν και την πρώτη εκδοχή της ιστορίας. Η μοίρα του νεκρού λοιπόν ως ένα χειροπιαστό «ουαί τοις ηττημένοις», ο θάνατος της διδασκαλίας του ως θάνατος της αλήθειας.
Πολύ μετά στο βιβλίο, στο τέλος του διηγήματος «Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος», θα ξαναθυμηθούμε την ιστορία του Σίμωνα: «Η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Τους θρύλους τους πλάθει ο λαός. Οι συγγραφείς επινοούν. Μόνο ο θάνατος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.»
Επικήδειες τιμές
Στο διήγημα αυτό (ο Κις το είχε τιτλοφορήσει αρχικά «Η κηδεία μιας πουτάνας», αλλά ο, επικείμενος την εποχή της δημοσίευσής του, θάνατος του Τίτο οδήγησε στην αλλαγή του, για να μη δημιουργήσει επικίνδυνους συσχετισμούς), διαβάζουμε για την επική κηδεία μιας πόρνης του λιμανιού του Αμβούργου, αγαπημένης των ναυτών και των συναδελφισσών της, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο αφηγητής, μέσα από αδρές πινελιές που εναλλάσσονται με εξαντλητικά λεπτομερειακές περιγραφές, μιλά για τη νυχτερινή αποψίλωση των πάρκων, των κήπων και των θερμοκηπίων της πόλης από «τα παιδιά των προλεταρίων από τη Χάβρη, τη Μασσαλία, την Αμβέρσα», που μάζεψαν όσα λουλούδια μπόρεσαν να βρουν για την κηδεία της Μαριέττας, υπό την προτροπή ενός Ουκρανού ναύτη και επαναστάτη, του Μπαντούρα. Μονάχα τα λουλούδια των νεκροταφείων άφησαν άθικτα οι ναύτες μετά από τη ρητή σχετική απαγόρευση του Μπαντούρα. Να πώς προσπαθεί ο αφηγητής να αναπαραστήσει τη ροή των σκέψεων του Μπαντούρα:
«Το θάνατο δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις· το λουλούδι έχει μια σαφή διαλεκτική πορεία και ένα βιολογικό κύκλο όπως ο άνθρωπος: από την άνθηση ως τη διάλυση· οι προλετάριοι δικαιούνται τις ίδιες επικήδειες τιμές με τα αφεντικά· οι πουτάνες είναι προϊόν ταξικών διακρίσεων· οι πουτάνες (άρα) αξίζουν τα ίδια λουλούδια με τις δεσποινίδες από σπίτι.» Κοκ.
Η κηδεία φυσικά παίρνει χαρακτηριστικά ταξικής πορείας:
Η σιωπηλή πομπή με επικεφαλής τον Μπαντούρα, μόλις έφτασε στα εργατικά προάστια, ύψωσε αμέσως τις κόκκινες και τις μαύρες σημαίες, και αυτές ανοίχτηκαν σαν κακός οιωνός, το κόκκινο της φωτιάς και το μαύρο της νύχτας […].
Ο επικήδειος λόγος του Μπαντούρα, που αφηγείται σκηνές από τη δυστυχισμένη ζωή της Μαριέττας, είναι ταυτόχρονα ένας πολιτικός λόγος για την κοινωνική αδικία και για τη ζωή τη δική του και όσων των ακούν εκείνη τη στιγμή («σαν να ξεφύλλιζε ένα παλιό άλμπουμ»). Και λίγο πριν σωπάσει η ραγισμένη φωνή του, λέει:
«Kameraden, όλοι εμείς εδώ […] είμαστε μέλη μιας μεγάλης οικογένειας, εραστές, μνηστήρες, τι λέω: σύζυγοι της ίδιας γυναίκας, ιππότες της ίδιας κυρίας, αδέλφια που τους πότιζε η ίδια πηγή, που πίνανε ρούμι από το ίδιο μπουκάλι, που έκλαιγαν μεθυσμένοι στην ίδια αγκαλιά, και ξέρναγαν στην ίδια λεκάνη, εκείνη πίσω από το πράσινο παραβάν…»
Τελικά, οι «ναύτες και οι σκύλες του λιμανιού» παρακινημένοι ποιος ξέρει από «τι ένστικτο, τι μέθη, τι πόνο, τι ταξικό μίσος ή τζαμάικα ρουμ», παραβιάζουν τις εντολές του Μπαντούρα και ρημάζουν με λύσσα, «με δάκρυα στα μάτια και τρίζοντας τα δόντια», και τα λουλούδια του νεκροταφείου για να τα εναποθέσουν στον φρέσκο τάφο, καλύπτοντάς τον πλήρως. Ο νεκρός ως (ταξικό) σύμβολο, ως αφορμή εξέγερσης, ως άνθρωπος που αγαπήθηκε πολύ.
Η Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών
Ο Μπόρχες έχει γράψει μια πολύ μικρή ιστορία, εν είδει αποσπάσματος από ένα φανταστικό βιβλίο, που μιλά για έναν χάρτη μιας ξεχασμένης αυτοκρατορίας ο οποίος είχε φτιαχτεί σε κλίμακα 1:1. Στο διήγημα που δανείζει τον τίτλο του σε όλο το βιβλίο έχουμε κάτι που απηχεί την ίδια ιδέα, μεταφερμένη όμως στις ανθρώπινες ζωές· η Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών βρίσκεται σε μια Βιβλιοθήκη (κι άλλη αναφορά στον Μπόρχες εδώ), της οποίας η κάθε αίθουσα περιέχει ένα γράμμα της εγκυκλοπαίδειας. Τα λήμματά της δεν είναι παρά οι εξαντλητικά λεπτομερειακές βιογραφίες όλων των νεκρών ανθρώπων που έζησαν από το 1789 και μετά και των οποίων το όνομα δεν υπάρχει σε καμιά άλλη εγκυκλοπαίδεια· γράφει η αφηγήτρια:
Η Εγκυκλοπαίδεια των νεκρών είναι έργο κάποιας σέκτας ή θρησκευτικής οργάνωσης, η οποία με το δημοκρατικό της πρόγραμμα εκφράζει ένα όραμα ισότητας του κόσμου των νεκρών -αναμφίβολα εμπνευσμένο από κάποια βιβλική επιταγή- με σκοπό να επανορθώσει την ανθρώπινη αδικία και να δώσει σε όλα τα πλάσματα του Θεού την ίδια θέση στην αιωνιότητα.
Στο διήγημα παρακολουθούμε το πώς είναι γραμμένη η Εγκυκλοπαίδεια μέσα από την περιδιάβαση της αφηγήτριας στο λήμμα που αφορά τον πατέρα της που είχε πεθάνει πρόσφατα (ο οποίος -τι έκπληξη!- είχε σπουδάσει στη Σχολή Γεωδαισίας του Βελιγραδίου και είχε δουλέψει ως τοπογράφος-χαρτογράφος). Μπορεί το στυλ των ανώνυμων συντακτών της να περιγράφεται ως «απίστευτο αμάλγαμα εγκυκλοπαιδικής επιγραμματικότητας και βιβλικής γλαφυρότητας», αλλά στην πραγματικότητα αυτό που ξεδιπλώνεται μπροστά μας είναι μια τόσο διεξοδική αφήγηση της ζωής, αλλά και όλων των συμπαρομαρτούντων, ενός τυχαίου ανθρώπου, σχεδόν σε κλίμακα 1:1, όπως ο χάρτης στην ιστορία του Μπόρχες:
Τίποτε, σας λέω, δεν λείπει, τίποτα δεν έχει παραλειφθεί· ούτε η κατάσταση του δρόμου, ούτε τα χρώματα του ουρανού, ενώ η περιουσία του μπαρμπα-Μάρκο καταγράφεται λεπτομερώς. Τίποτα δεν ξέχασαν, ούτε τους συγγραφείς των παλιών εγχειριδίων και των ηθικοπλαστικών αναγνωσμάτων, που ήταν γεμάτα συμβουλές, διδακτικές ιστορίες, και βιβλικές παραβολές. Κάθε περίοδος της ζωής του, κάθε επεισόδιο σημειώνεται πιστά, κάθε ψάρι που πιάστηκε στο αγκίστρι του, κάθε σελίδα που διάβασε, το όνομα κάθε φυτού που μάζεψε το αγόρι για τη συλλογή του.
Περιγράφονται επίσης οι πόλεις που έζησε, η ιστορία τους, καταγράφονται οι βαθμοί στο σχολείο και τα ονόματα των συμμαθητών του, παρατίθενται οι γάμοι και οι κηδείες όπου παραβρέθηκε, τα ονόματα των οδών όπου κατοίκησε και πάει λέγοντας. Με άλλα λόγια:
[…] όλες εκείνες οι ιδιαίτερες λεπτομέρειες που σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πάντα τόσο όμοιες και πάντα τόσο διαφορετικές. Διότι -και αυτό, νομίζω, είναι το κύριο μήνυμα των συντακτών της Εγκυκλοπαίδειας- ποτέ τίποτα δεν επαναλαμβάνεται στην ιστορία των ανθρώπινων υπάρξεων, οτιδήποτε φαίνεται εκ πρώτης όψεως ίδιο, μόλις που μοιάζει· ο κάθε άνθρωπος είναι άστρο για τον εαυτό του, όλα συμβαίνουν πάντοτε και ποτέ, όλα επαναλαμβάνονται στο άπειρο και ουδέποτε.
Και αλλού:
Για το Βιβλίο των νεκρών η ιστορία είναι το άθροισμα των ανθρώπινων πεπρωμένων, το σύνολο των εφήμερων συμβάντων. Εδώ λοιπόν καταχωρείται κάθε δραστηριότητα, κάθε σκέψη, κάθε δημιουργική πνοή, κάθε υψόμετρο που είχε σημειωθεί κάθε φτυαριά λάσπη που είχε μαζευτεί, κάθε κίνηση που είχε μετατοπίσει ένα τούβλο στους ερειπωμένους πύργους.
Το τέλος του διηγήματος αποκαλύπτει -αν υπήρχε πια κάποια αμφιβολία- ποια ανάγκη μας οδηγεί να οραματιστούμε μια τέτοια εγκυκλοπαίδεια. Πρόκειται φυσικά για την ανάγκη να έχουμε «κάποια απόδειξη ότι η ζωή [των αγαπημένων μας] δεν ήταν μάταιη, ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που καταγράφουν και αξιολογούν κάθε ζωή, κάθε δοκιμασία, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. (Είναι μια παρηγοριά, έστω και μικρή)». Η καταγραφή της ζωής των νεκρών ως διαβατήριο για την αιώνια ζωή τους. Η ανάκληση της ζωής των νεκρών μας ως παρηγορία για το αξιοβίωτο της ύπαρξής τους. Ένα σχεδόν κυριολεκτικό scripta manent.
Σαν μια τελευταία σημείωση για την εξαιρετική αυτή σύλληψη του Κις, θα ήθελα να επισημάνω ότι τα σημερινά ψηφιακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και ιδίως το Facebook, πιθανόν να παίξουν στο μέλλον έναν παρόμοιο ρόλο με αυτόν της Εγκυκλοπαίδειας των νεκρών.
Ο θρύλος των κοιμωμένων
Στο πιο δύσκολο ίσως διήγημα της συλλογής έχουμε μια παραλλαγή του θρύλου των επτά κοιμωμένων της Εφέσου, χριστιανών εφήβων που καταφεύγουν σε μια σπηλιά για να ξεφύγουν από τους διωγμούς του αυτοκράτορα Δέκιου και κοιμούνται εκεί για να ξυπνήσουν 230 ή 309 χρόνια μετά. Εδώ όμως δεν παρακολουθούμε ούτε τα γεγονότα που οδήγησαν τους νέους στη σπηλιά ούτε την τελική θριαμβική τους έξοδο από αυτή. Αντίθετα, βρισκόμαστε μέσα στη σπηλιά, σε κάποιον ακαθόριστο χρόνο, και βλέπουμε τον Διονύσιο, έναν από τους νέους, που σε αυτή την παραλλαγή είναι μόνο τρεις, να ξυπνά (;), να «ξαναζωντανεύει», και να θυμάται, όχι «στου δειλινού την άκρη», μα στου ύπνου, πρώτα ποιος είναι και έπειτα «όλα εκείνα που είχαν συμβεί πριν από αυτόν τον ύπνο».
Γρήγορα όμως αναρωτιέται -και μαζί του κι εμείς- αν όλα αυτά «[ή]ταν άραγε όνειρο», αν
[ή]ταν όνειρο του υπνοβάτη, όνειρο μέσα στο όνειρο, και γι’ αυτό πιο αληθινό από το πραγματικό όνειρο, αφού δεν είναι δυνατόν να το κρίνεις με το μέτρο της εγρήγορσης, αφού δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί με τη συνείδηση, αφού από αυτό το όνειρο ο άνθρωπος ξυπνάει πάλι σε όνειρο.
Ή μήπως δεν ήταν καθόλου σαν τα όνειρα που βλέπουν οι ήρωες του Inception, παρά
Όνειρο χωρίς ψευδαισθήσεις και αμφιβολίες, όνειρο με γλώσσα και αισθήσεις, όνειρο όχι μόνο της ψυχής, αλλά και της σάρκας, […] όνειρο σαν αυτά που βλέπουν μόνο οι νεκροί[…]· από αυτό το όνειρο δεν μπορείς να βγεις, παρά μόνο για να μπεις στον θάνατο.
Στις σελίδες του διηγήματος, που είναι γραμμένο σε τόνο μυστικιστικό, σαν όραμα ασκητή της ερήμου, μπλέκονται διαρκώς αυτές οι αμφιβολίες, και ο Διονύσιος δεν μπορεί ούτε στιγμή να διακρίνει τα όρια ανάμεσα στον ύπνο και τον θάνατο, στο όνειρο και την πραγματικότητα,[2] στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, στο φως και το σκοτάδι, να ξεχωρίσει «την ανάμνηση από τη χίμαιρα». Ο νεκρός χρόνος λοιπόν, ο ύπνος ως παραβολή του θανάτου, το όνειρο ως πραγματική ζωή ή ως ανάμνησή της.
Ο καθρέφτης του αγνώστου
Μια κατά βάση γκόθικ ιστορία (διαδραματίζεται εξάλλου κάπου στα βόρεια Βαλκάνια στα μέσα του 19ου αιώνα) με αμφίσημο τίτλο (ο εν λόγω καθρέφτης προέρχεται από κάποιον άγνωστο ή μας δείχνει το άγνωστο;), η οποία ξεκινά με τον εξής συγκλονιστικό τρόπο:
Αυτή η ιστορία δεν αρχίζει «in media res», απότομα, αλλά βαθμιαία, όπως σκοτεινιάζει στο δάσος. Είναι ένα πυκνό δάσος με βελανιδιές, τόσο πυκνό που οι ακτίνες του δύοντος ηλίου μόνο αραιά και πού προβάλλουν μέσα από τις φυλλωσιές, αστράφτουν για μια στιγμή, ανάλογα με τα καπρίτσια των λικνιζόμενων φύλλων, ύστερα σταλάζουν στο έδαφος σαν κηλίδες αίματος και αμέσως χάνονται. Το κοριτσάκι δεν τα βλέπει αυτά, όπως δεν βλέπει ότι η μέρα τελειώνει, ότι σιγά σιγά νυχτώνει.
Το περί ου ο λόγος κοριτσάκι θα βγάλει από την τσέπη του έναν καθρέφτη που «της είχε αγοράσει ο πατέρας από κάποιο Γύφτο στο πανηγύρι του Σέγκεντ» και στον καθρέφτη αυτόν θα δει τον πατέρα και τις δύο αδελφές της να δολοφονούνται φριχτά από δύο ληστές, την ώρα που επέστρεφαν από το εβραϊκό gymnasium στο οποίο είχαν μόλις γραφτεί.
Το διήγημα όμως δεν είναι απλώς μια άσκηση στη λογοτεχνία τρόμου (μια άσκηση που διανθίζεται και από τις, πολύ χαρακτηριστικές για το είδος, σχοινοτενείς -εδώ όμως σχεδόν ειρωνικές- παρομοιώσεις)· ανάμεσα στη στιγμή που φέρνει το κοριτσάκι τον καθρέφτη στο πρόσωπό του και στη στιγμή που βλέπει τους ληστές να επιτίθενται, ο αφηγητής παρεμβάλλει έξι σελίδες που περιγράφουν λεπτομερώς τις αμέριμνες σκέψεις του πατέρα για το μαστίγιο που είχε αγοράσει νωρίτερα εκείνη τη μέρα και για την εγγραφή των κοριτσιών στο σχολείο και κυρίως τις σκέψεις των δύο αδελφών για το ίδιο αυτό θέμα. Ο θάνατος ως άγνωστο ή ως βίαιη διακοπή της ύπαρξης, οι (μέλλοντες) νεκροί ως (άρτι) ζωντανοί.
Η ιστορία του Δασκάλου και του μαθητή
Εδώ δεν υπάρχει κάποιος κυριολεκτικά νεκρός ή κάποιος αληθινός θάνατος ανθρώπου· πρόκειται για την αφήγηση ενός φανταστικού περιστατικού στα τέλη του 19ου αιώνα ανάμεσα σε έναν Εβραίο φιλόσοφο και σε έναν νεαρό μαθητή του. Υπάρχει όμως μια συμβολική πατροκτονία.
Ο Δάσκαλος του διηγήματος συναντά έναν θαυμαστή του έργου, ο οποίος όμως το έχει παρερμηνεύσει. Αποφασίζει λοιπόν να τον κάνει μαθητή του και να τον βοηθήσει να γράψει το βιβλίο με το οποίο έχει καταπιαστεί εκείνη την περίοδο. Όταν ο μαθητής ολοκληρώνει το χειρόγραφό του, ο Δάσκαλος το διαβάζει και απογοητευμένος το διορθώνει διαγράφοντας το μεγαλύτερος μέρος του. Αφήνει μόνο το ένα τρίτο και το παραδίδει στον μαθητή:
«Αν κατάλαβα καλά», λέει ο Γεσούα θλιμμένος, «εδώ δεν έμεινε τίποτε». – «Αντίθετα», λέει ο Μπεν Χάας, «έμεινε αυτό στο οποίο μπορεί να αποδοθεί η Επίφαση της ουσίας. Και μεταξύ της Επίφασης της ουσίας και της Ουσίας η διαφορά είναι τόσο ανεπαίσθητη που μόνον οι πιο σοφοί είναι σε θέση να την υποψιαστούν. Δεδομένο όμως, ότι οι σοφοί είναι πάρα πολύ λίγοι -κατά μία εκδοχή, μόνο τριάντα έξι σε όλο τον κόσμο-, λίγοι θα είναι και εκείνοι που θα προσέξουν τη διαφορά. Για τους περισσότερους, η Επίφαση είναι το ίδιο με την Ουσία.»
Ο Γεσούα ακούει αυτά τα λόγια σαν μια αποκάλυψη· καθαρογράφει το διορθωμένο χειρόγραφο, καίει το παλιό χειρόγραφο με τις διορθώσεις του Δασκάλου και το εκδίδει, με μεγάλη επιτυχία, χωρίς καμιά αναφορά στον Δάσκαλο, τη διδασκαλία του οποίου απαρνείται μάλιστα και στον επίλογο μιας επόμενης έκδοσης του βιβλίου του. Ο θάνατος της αλήθειας, της Ουσίας, του πατέρα-δασκάλου. Οι ιδέες ως νεκροί που κρύβουν μέσα τους μια άλλη γέννηση.
Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος
Η στάση ενός νεαρού επαναστάτη αριστοκρατικής καταγωγής την ημέρα που πρόκειται να απαγχονιστεί και η πορεία του προς το ικρίωμα, αποτελούν το θέμα αυτού του σύντομου διηγήματος. Ο κατάδικος που «σφυρηλατούσε την ανδρεία του με την ανάμνηση του οικογενειακού θρύλου», σκηνοθετεί την όλη του συμπεριφορά λίγο πριν τον θάνατο έχοντας κατά νου το αποτύπωμα που θα αφήσει στη μνήμη των άλλων.
Κάθε του κίνηση είναι μελετημένη, όχι γιατί πιστεύει σε κάποιο ανώτερο ιδανικό για το οποίο νιώθει, ακόμη και την τελευταία στιγμή, ότι αξίζει να δώσει και τη ζωή του, αλλά γιατί θα πρέπει «να διατηρήσει την αξιοπρέπεια που απαιτείται από έναν Έστερχαζυ σε μια τέτοια στιγμή». Υποκρίνεται ότι κοιμάται ήρεμα το τελευταίο του βράδυ, προσεύχεται με ευλάβεια το επόμενο πρωί, η τελευταία του επιθυμία του τσιγάρο αντί για νερό, «αν και τα σωθικά του καίγονταν», τραβάει μια τζούρα και το σβήνει με τη μπότα του λέγοντας, όπως είχε προετοιμαστεί,: «Κύριοι, είμαι έτοιμος!», πηγαίνει στο ικρίωμα αγέρωχος, δεν βαρυγκωμεί μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Τρεις φορές αναφέρονται στην αφήγηση οι κατοπινές αντιδράσεις των αξιωματικών που τον συνοδεύουν στις τελευταίες του στιγμές απέναντι σε αυτή του τη στάση· τη μία από τις τρεις μάλιστα τη φαντασιώνεται ο ίδιος ο μελλοθάνατος, «μέσα σε μια παράξενη αναστροφή του χρόνου». Όλο το διήγημα θυμίζει πολύ έντονα μια από τις κεντρικές ιδέες της Αθανασίας του Κούντερα, την ηδονή που προσφέρει στον παρόντα χρόνο η προετοιμασία της μελλοντικής υστεροφημίας.
Βέβαια, το κλείσιμο του διηγήματος δίνει ως εξίσου πιθανές και την εκδοχή της γενναιότητας και την εκδοχή της σκηνοθεσίας· κάπου εδώ φτάνει ο απόηχος του προηγούμενου διηγήματος για τα συγκεχυμένα όρια μεταξύ της Ουσίας και της Επίφασής της. Ο θάνατος εδώ ως επινόηση, ως συνειδητό σύμβολο, η στάση κάποιου απέναντί του ως κάτι το ανεξιχνίαστο.
Το βιβλίο των βασιλέων και των ηλιθίων
Για αυτό το κείμενο γράφει ο συγγραφέας στο Υστερόγραφό του: «σχεδιάστηκε αρχικά σε μορφή δοκιμίου και αυτό έχει αφήσει επάνω του εμφανή ίχνη». Πράγματι, ακόμη και αφού εγκατάλειψε αυτή την ιδέα, τελικά μας είναι φανερό ότι η μισοϊστορική – μισομυθοπλαστική αφήγηση της «Συνωμοσίας» δεν είναι παρά η ιστορία των απαίσιων Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών, ένα βιβλίο δήθεν γραμμένο από τους Εβραίους, στην πραγματικότητα γραμμένο από την τσαρική μυστική αστυνομία της Ρωσίας (Οχράνα) το 1905, και στο οποίο υποτίθεται ότι αναπτύσσεται η «Εβραϊκή Συνωμοσία». Ένα αληθινά σατανικό βιβλίο, που είχε μόνο φριχτές επιδράσεις (ανάμεσα στις οποίες τη συγγραφή ενός άλλου εξίσου σατανικού βιβλίου που γράφτηκε στη φυλακή από έναν αποτυχημένο -τότε- ακροδεξιό ζωγράφο).
Ο Κις, όπως γράφει και στο τέλος του προηγούμενου διηγήματος, απλώς «επινοεί», συμπληρώνει δηλαδή με τη βοήθεια της φαντασίας του τα κενά «αυτής της θολής ιστορίας»:
Το δοκίμιο έχασε την ιδιαίτερη έννοια του δοκιμίου, μόλις κατάλαβα ότι η έρευνα αυτού του θέματος, όσον αφορά τα γεγονότα, δεν θα προχωρούσε παραπέρα, και όταν άρχισα να φαντάζομαι τα γεγονότα έτσι όπως θα μπορούσαν να είχαν συμβεί. Τότε με ήσυχη συνείδηση άλλαξα τον τίτλο «Πρωτόκολλα» σε «Συνωμοσία». Το διήγημα ξεκίνησε από το περιθώριο των γεγονότων -χωρίς να τα προδίδει εντελώς- και άρχισε να αναπτύσσεται ακριβώς σε εκείνα τα σημεία όπου τα στοιχεία ήταν ελλιπή και τα γεγονότα ανεξακρίβωτα, στο μισοσκόταδο, όπου τα πράγματα αλλάζουν σκιές και περιγράμματα.
Στο κείμενο δεν κατονομάζεται πουθενά, πέρα από το πραγματικό όνομα του βιβλίου, ούτε ποιοι είναι οι «συνωμότες» που υποτίθεται ότι έχουν γράψει το βιβλίο ούτε ποιο ήταν το έγκλημα στο οποίο οδήγησε αυτό το βιβλίο ούτε ποιος άγνωστος -τότε- ζωγράφος θα επηρεαστεί από αυτό. Το εντυπωσιακό είναι ότι παρότι ο υποψιασμένος αναγνώστης θα αντιληφθεί αμέσως ότι μιλάμε για τα Πρωτόκολλα, τους Εβραίους, το Ολοκαύτωμα και τον Χίτλερ, ο ανυποψίαστος μπορεί να νομίσει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα (ω της ειρωνείας!) συνωμοσιολογικό παραλήρημα, αφού δεν είναι δυνατόν μια τόσο κραυγαλέα και φοβερή πλαστογράφηση να έχει συμβεί στ’ αλήθεια.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι αυτή η «απίστευτα φανταστική» ιστορία ενέπνευσε και ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Ουμπέρτο Έκο, το Κοιμητήριο της Πράγας, και μάλιστα με ανάλογα κίνητρα· να τι δήλωνε ο Έκο για το βιβλίο του:
Ήθελα να συνεισφέρω στο ξεθώριασμα ενός μύθου που επιζεί ακόμα. Ένας κριτικός με ρώτησε γιατί έχασα το χρόνο μου για να αποδείξω πως τα Πρωτόκολλα είναι πλαστά, αφού πλέον αυτό είναι κοινός τόπος. Μα ακριβώς διότι, παρά το γεγονός αυτό, πολύς κόσμος εξακολουθεί να τα παίρνει στα σοβαρά. Και έγραψα ένα μυθιστόρημα πιστεύοντας πως είναι πιο πειστικό από μια πραγματεία. Χρησιμοποίησα δε αυτή τη φόρμα για να αφηγηθώ μια αληθινή ιστορία.
Ενώ ο Κις σημειώνει:
Είχα σκοπό να παρουσιάσω εν συντομία την αληθινή και τη φανταστική, την «απίστευτα φανταστική» ιστορία της γέννησης των Πρωτοκόλλων των σοφών της Σιών. Την εξωφρενική τους επιρροή σε γενεές αναγνωστών και τις τραγικές συνέπειες που είχαν […] Ήθελα, λοιπόν, με ένα λίγο πολύ γνωστό ιστορικό παράδειγμα, να αμφισβητήσω την καθιερωμένη άποψη ότι τα βιβλία κάνουν μόνο καλό.
Η συζήτηση για τα Πρωτόκολλα όμως είναι μια Επίφαση της Ουσίας, αν δεν πάει και ένα επίπεδο πιο βαθιά· ο αφηγητής λοιπόν μας δίνει σε μία παρένθεση το κλειδί για την πόρτα που οδηγεί σε αυτό το κρυμμένο επίπεδο: «(όταν ο αναγνώστης ανακαλύπτει στην ξένη σκέψη την αντανάκλαση των προσωπικών του αμφιβολιών, τη δική του κρυφή σκέψη)». Τα Πρωτόκολλα λοιπόν δεν γέννησαν τον αντισημιτισμό στην Ευρώπη· τον συνάντησαν και τον ενίσχυσαν.
Το «βιβλίο των βασιλέων και των ηλιθίων» ή το βιβλίο των νεκρών· τόσο το βιβλίο των νεκρών στη σκέψη, όσο και των νεκρών που αυτό βοήθησε να πεθάνουν.
Τα κόκκινα γραμματόσημα με το πορτρέτο του Λένιν
Η συλλογή κλείνει με ένα μάλλον κωμικό διήγημα (η πλοκή του οποίου ουδεμία σχέση έχει με τον Λένιν, πράγμα που αποτελεί από την αρχή ασφαλή δείκτη για το πώς πρέπει να διαβαστεί). Και εδώ όπως και στο διήγημα που δάνεισε τον τίτλο του στη συλλογή, βρισκόμαστε μετά από έναν θάνατο, αλλά αυτή τη φορά το θάνατο του διάσημου συγγραφέα Μέντελ Οσίποβιτς (ανύπαρκτου στην πραγματικότητα). Πρόκειται για την ανώνυμη επιστολή μιας γυναίκας σε έναν από τους μελετητές του συγγραφέα που αποφασίζει να του απαντήσει στο ερώτημα που εκείνος είχε διατυπώσει σε μια διάλεξή του: «Τι απέγινε η αλληλογραφία του Μέντελ Οσίποβιτς;».
Η γυναίκα αυτή ισχυρίζεται ότι υπήρξε η δια βίου ερωμένη του Οσίποβιτς (στην επιστολή της αφηγείται όλη την κοινή της ζωή με τον -παντρεμένο με παιδί- συγγραφέα), ότι αυτή ήταν η βασική παραλήπτρια της αλληλογραφίας και ότι αυτή, μετά από μια στιγμή που ένιωσε την προδοσία εκ μέρους του, κατέστρεψε ολοσχερώς όχι μόνο αυτή την αλληλογραφία, αλλά και οποιοδήποτε άλλο δείγμα σχέσης μαζί του (αφιερώσεις σε βιβλία, φωτογραφίες).
Αν η ανώνυμη επιστολογράφος αρκούνταν σε αυτά, το διήγημα θα μπορούσε να διαβαστεί απλώς σαν την πικρή ιστορία εκδίκησης μιας προδομένης γυναίκας. Όμως, αυτό που το κάνει πραγματικά απολαυστικό είναι η σχεδόν πεζή αποδόμηση της ερμηνείας του έργου του Οσίποβιτς όπως είχε διατυπωθεί από μια κάποια «κυρία Νίνα Ροτ-Σβάνσον»· κάθε υπερβατική ανάλυση, κάθε ψυχαναλυτική υπερερμηνεία στίχων και ποιημάτων από τη μεριά της, κονιορτοποιείται με ένα περιστατικό από τη ζωή των δύο εραστών, ανάγεται σε μια καθημερινή λεπτομέρεια:
[…] στο ποίημα «Αποκάλυψη» τα «ανθρωποφάγα άστρα» δεν είναι καθόλου «υποσυνείδητοι φόβοι, συνδεδεμένοι με την καταγωγή του και τον φόβο της εξορίας, ούτε «μεταφορά ενός εφιάλτη» και ούτε βέβαια «τοτέμ», αλλά μια απλή ανάμειξη εικόνων: εκείνη τη μέρα ο Μέντελ Οσίποβιτς είχε διαβάσει σε ένα εκλαϊκευτικό επιστημονικό περιοδικό ότι υπάρχουν τα άστρα-κανίβαλοι, ο αστρικός κανιβαλισμός, το αστρονομικό φαινόμενο των διπλών και εφαπτόμενων αστέρων (εξ ου και ο στίχος: «Άστρα που ακουμπούν στο μέτωπο και στα σαγόνια») τα οποία έλκουν και απορροφούν το ένα το άλλο κάπου στα μακρινά ομιχλώδη νεφελώματα, πέρα από το Γαλαξία. Αυτό ήταν το πρώτο ερέθισμα· το δεύτερο ήταν η συνάντησή μας. Αυτά τα δύο γεγονότα αναμείχθηκαν σε μια εικόνα.
Και αλλού:
Έμενα κοντά του, για να μην πω στη σκιά του. (Το ποίημα «Ο ήλιος κάτω από το ροζ αμπαζούρ» είναι μια ειρωνική απάντηση του Μέντελ Οσίποβιτς σε αυτή την παρατήρησή μου. Και όχι «μανία με το αίμα της εμμηνόρροιας». Έλεος!)
Ή:
Θυμάμαι -αν έχω το δικαίωμα να θυμάμαι- τη συγκίνηση που νιώσαμε όταν για πρώτη φορά ανακατεύτηκαν τα πράγματά μας σε ένα ξενοδοχείο στο Μπακού: τα ρούχα μας κρέμονταν στην ντουλάπα, πάνω στις κρεμάστρες, σε μια τολμηρή οικειότητα. (Αυτή τη φορά δεν θα σχολιάσω την ερμηνεία της κυρίας Νίνα Ροτ-Σβάνσον για το ποίημα «Ανάμεικτα δέρματα» -είναι πέρα από τα όρια του καλού γούστου και τη λογικής).
Διαβάζοντας το γράμμα, δεν μπορούμε να χαμογελάσουμε -ή και να γελάσουμε ακόμη- συμφωνώντας με την επιστολογράφο για τις υπερβολές στις οποίες φτάνει συχνά αυτού του είδους η κριτική. Όμως, φτάνοντας στο τέλος του διηγήματος δεν μπορούμε παρά να ξανασκεφτούμε την αλήθεια των λεγομένων της, τα οποία δεν μπορούν να επαληθευθούν από τίποτα κι από κανέναν, τώρα που ο Οσίποβιτς είναι νεκρός. Η ίδια έχει καταστήσει τον εαυτό της την ιδανική αναξιόπιστη αφηγήτρια. Τι έχουμε τελικά εδώ, γύρω από έναν νεκρό; Τον θάνατο της κριτικής ή τον θάνατο της αλήθειας;
Η Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών αποδεικνύεται τελικά μια Κιβωτός των Ζωντανών που κουβαλά όλες τις ελπίδες, τους φόβους και τις προσδοκίες τους σε σχέση με τον πραγματικό ή συμβολικό θάνατο. Ο θάνατος λοιπόν ως Νώε. Οι νεκροί ως γνώση της ζωής.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο