«Στη μάχη δεν κερδίζει αυτός που έχει τις καλύτερες ιδέες αλλά τα καλύτερα αντανακλαστικά»
«Η εξουσία δεν βρίσκεται στα στόματα, αλλά στα στόμια» (των όπλων): η γνωστή φράση του Μάο είναι σήμερα φθαρμένη από την πολυχρησία –και τη στρατηγική ήττα των ένοπλων οργανώσεων. Όμως, τη δεκαετία του ’60 κάνει τον γύρο ενός κόσμου που βγαίνει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένοντας εμπόλεμος ή με το φόβο ενός νέου πολέμου. Η ψυχροπολεμική σύγκρουση, που φτάνει ως την απειλή της πυρηνικής αναμέτρησης, είναι η μία όψη. Η άλλη είναι η κανονικοποίηση του πολέμου στην Ανατολή και στο Νότο: η Κορέα (1950-1953), η Αλγερία (1954-1962), το Βιετνάμ (1962-1975) και η Καμπότζη (1969-75)· η εισβολή του Ισραήλ στο Λίβανο (1978)· η βρετανική επέμβαση στις Μαλβίδες (1982)· οι στρατιωτικές επεμβάσεις των δύο «υπερδυνάμεων» σε Γουατεμάλα, Παναμά, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Γρενάδα· η ένταση της αποικιοκρατικής βίας στην Αφρική.
Ένας κοινός τόπος: η πολιτική βία
Ο κόσμος μετά το 1945 είναι, πριν από οτιδήποτε, θέατρο πρωτογενούς πολιτικής βίας –κρατικής, παρακρατικής και διακρατικής. Φαίνεται παράδοξο, όμως, ακριβώς στα τριάντα «χρυσά» χρόνια του μεταπολεμικού καπιταλισμού, η χρήση ή η απειλή βίας κατά του καθεστώτος και των συντελεστών του είναι φαινόμενο πιο συχνό και από τις εκλογές: ο κόσμος μετά τον πόλεμο είναι ένας κόσμος επαναστάσεων, ανταρτοπολέμων, εξεγέρσεων και ταραχών, όπως επίσης και πραξικοπημάτων (Gurr 1970: 3-4).[1]
Η Ροσάνα Ροσάντα θα γράψει ότι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανήκουν στο οικογενειακό δέντρο της Αριστεράς: σε όλο τον κόσμο, όμως, ο πολιτικά στρατευμένος στην Αριστερά συγγενεύει όλο και πιο κυριολεκτικά με τον στρατιώτη –σε εσωτερικούς πολέμους, αντάρτικα πόλης ή ενέργειες «ένοπλης προπαγάνδας».[2] Τη «συγγένεια» εξηγούν, καταρχάς, αντικειμενικοί λόγοι: Ο πόλεμος γενικεύεται, η εργοδοσία απαιτεί σκληρότερη δουλειά για τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, το Πανεπιστήμιο μαζικοποιείται και δίνει «εργαλεία» αμφισβήτησης –το οικοδόμημα υπό την αιγίδα των ΗΠΑ αμφισβητείται στα θεμέλια, ηθικά και πολιτικά· η ταινία Ζαμπρίσκι Πόιντ, του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1970), αποτυπώνει τη βία αυτής της απαξίωσης. Έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες, στρατιωτικές δικτατορίες και νομοθεσίες «έκτακτης ανάγκης» δείχνουν τα όρια μιας πολιτικής στρατηγικής «ειρηνικού δρόμου». Στην Ευρώπη δεν υπάρχουν δικτατορίες: όπου όμως βίωσαν τον φασισμό (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία), ένα μείγμα «εθνικής ενοχής», και μαζί ο φόβος ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται», βρίσκονται στην καθημερινότητα.
Οι «αντικειμενικές συνθήκες»
* Στη Λατινική Αμερική τα πραξικοπήματα με τη στήριξη των ΗΠΑ καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του χάρτη: Τη δεκαετία του ’50 την Αϊτή, την Κούβα, την Παραγουάη, τη Νικαράγουα και τη Γουατεμάλα. Τη δεκαετία του ’60 τη Βραζιλία, τον Άγιο Δομίνικο, την Αργεντινή. Και τη δεκαετία του ’70 την Ουρουγουάη, τη Χιλή και πάλι την Αργεντινή (De Santis 1973).
* Στην Ιταλία, το κομμουνιστικό κόμμα βγαίνει ενισχυμένο από την ένοπλη αντιφασιστική Αντίσταση· μεταπολεμικά, όμως, υπό την ηγεσία Τολιάτι μετατρέπεται σε «εθνική δημοκρατική δύναμη», που στηρίζει την «ανοικοδόμηση» και αφήνει τον κόσμο της εργασίας στο έλεος της εργοδοσίας:[3] θέλοντας να αποφύγουν μια επανάληψη του ελληνικού Δεκέμβρη του ’44 και του χιλιανού ‘73, οι Τολιάτι και Μπερλινγκουέρ εξαφανίζουν τις λέξεις «τάξη» και «Αριστερά». Τη δεκαετία του ’70, πια, ο «Ιστορικός Συμβιβασμός» περνά από την υπονόμευση κινητοποιήσεων, τη σύγκρουση με τη Νέα Αριστερά και την ταύτιση με την κρατική αντιτρομοκρατική στρατηγική. Στον αντίποδα, το 1960 η Χριστιανοδημοκρατία συγκυβερνά με το φασιστικό MSI (κυβέρνηση Ταμπρόνι) και, με αφορμή το συνέδριο των φασιστών στη Γένοβα, βρίσκεται απέναντι σε τεράστιες αντιφασιστικές διαδηλώσεις. Στο φόντο του θερμού απεργιακού φθινοπώρου στο Βορρά (1969-70), ξεδιπλώνεται η «στρατηγική της έντασης» με σκοπό την αναχαίτιση της Αριστεράς: ορόσημο είναι η τυφλή βομβιστική επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα (12.12.1969), μια από όσες «εποπτεύει» η παραστρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη (επιχείρηση Gladio). Ως το 1980, η στρατηγική αυτή προκαλεί το θάνατο 127 ανθρώπων και τον τραυματισμό 506 –όλων από επιθέσεις ακροδεξιών ομάδων (Sommier 2011: 74).
* Στη Γερμανία, όπου ο ναζισμός δεν έχει ηττηθεί από κίνημα στο εσωτερικό, το Κομμουνιστικό Κόμμα τίθεται εκτός νόμου (1956), η ΟΔΓ επανεξοπλίζεται (1961), το ναζιστικό ΝPD μπαίνει στα τοπικά κοινοβούλια (1966-7) και ένας αστυνομικός σκοτώνει τον φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ το 1967.[4] Ο Μεγάλος Συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατίας-Σοσιαλδημοκρατών περνά μια σκληρή νομοθεσία έκτακτης ανάγκης και, το 1968, ένας ακροδεξιός επιχειρεί να σκοτώσει τον ηγέτη της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης Ρούντι Ντούτσκε. Η «συνέχεια» με το ναζισμό γίνεται πασιφανής: ο πολιτικός μηχανικός των στρατοπέδων συγκέντρωσης, Χάινριχ Λύμπκε, είναι Πρόεδρος της ΟΔΓ (1959-1969), καγκελάριος μεταξύ 1966 και 1969 είναι ένας πρώην ναζί, ο Κερτ Κίσινγκερ, και πρόεδρος του γερμανικού Συνδέσμου Βιομηχάνων, που αργότερα εκτελεί η RAF, ο πρώην Ες-Ες Χανς Σλέιερ. Το «διάταγμα για τους ριζοσπάστες» (1972) αποκλείει τους αριστερούς από το δημόσιο τομέα, και τον καγκελάριο Βίλι Μπραντ αντικαθιστά το 1974 ο πρώην αξιωματικός της Βέρμαχτ Χέλμουτ Σμιτ (Τόλμαϊν 2007: 17, 34· Moroni/IG Rote Fabrik 2002: 23).
* Στην Ισπανία, οι GRAPO (στρατιωτικό σκέλος του ΚΚ Ισπανίας – ανασυγκροτημένου), βλέπουν τη μεταπολίτευση ως «ανακαινισμένο φασισμό»: μια από τις πρώτες ενέργειές τους είναι η εκτέλεση τεσσάρων αστυνομικών στη Μαδρίτη ως αντίποινα στη δολοφονία δύο μελών της βασκικής ΕΤΑ και τριών του ένοπλου τμήματος του ΚΚ Ισπανίας (μ-λ). Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατο του Φράνκο, η χώρα γνωρίζει ένα αποτυχημένο πραξικόπημα (23.2.1982).
* Στην Ελλάδα, τέλος, η περιορισμένη αποχουντοποίηση, η αμνήστευση, το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1975 από αμετανόητους χουντικούς και οι νατοϊκές βάσεις είναι λόγοι για τους οποίους η «17Ν» υποτιμά τη Μεταπολίτευση ως «αλλαγή νατοϊκής φρουράς».
Οι υποκειμενικές δυνατότητες
Στο κλίμα αυτό, χιλιάδες αριστεροί και αναρχικοί περνούν στην «κριτική των όπλων»:
* Στην Ιταλία, στο πιο μαζικό ένοπλο κίνημα της άκρας Αριστεράς στην Ευρώπη, συμμετέχουν 50.000 περίπου αγωνιστές: 6.000 καταδικάζονται για συμμετοχή σε ένοπλες ομάδες και ανατρεπτική δράση, και συνολικά 150.000 υφίστανται έρευνες (Μοroni χ.χ.ε: 15, 42-9, Della Porta 2016: 17).
* Στην Ουρουγουάη, μια χώρα 2,8 εκατομμυρίων, το 1972 συλλαμβάνονται 5.000 άνθρωποι, ενώ χίλιοι περίπου διαφεύγουν τη σύλληψη.
* Μεταξύ 1978 και 1999, ως σχετιζόμενοι με τις GRAPO στην Ισπανία συλλαμβάνονται 3.000 και φυλακίζονται 1.400 (Συλλογικό [α] χ.χ.ε: 18).
* Στη Γαλλία, στα μέσα του ’80, η Αστυνομία υπολογίζει τα μέλη της Άμεσης Δράσης (Action Directe) σε 180.
* Στη Γερμανία, τέλος, η RAF διαθέτει περί τα 100 μέλη σε εφτά χρόνια δράσης, και άλλες τρεις γερμανικές οργανώσεις βλέπουν στο εδώλιο 227 μέλη τους (Sommier 2011: 109-110).
Το πέρασμα στην ένοπλη δράση, μαζικότερο στη Λατινική Αμερική σε σχέση με την Ευρώπη, δεν είναι, τις περισσότερες φορές, προϊόν απόφασης σε συγκεκριμένη ημερομηνία (Τόλμαϊν 2007: 34, Sommier 2011, Σαλόγια 2011, Ντίτφουρτ 2011: 374-381)· εκεί οδηγεί τους συμμετέχοντες η δυναμική της πολιτικής σύγκρουσης – το γεγονός, εντέλει, ότι η διάχυτη κοινωνική βία (η βία χωρίς «στρατηγική πρόθεση»· βλ. Φεραγιόλι 1985) δεν διαχωρίζεται ριζικά από την πολιτική.[5]
Το πέρασμα στην παρανομία δεν εξηγείται μόνο «αντικειμενικά»· από τα τέλη του ’50 υπάρχουν όλο και περισσότερες «υποκειμενικές» συνθήκες που δείχνουν πως η κοινωνική αλλαγή είναι εφικτή, υπό τον όρο της ένοπλης δράσης: η αλληλεγγύη στους Αλγερινούς αυτονομιστές, η νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση (1959) και η θεωρία των εξεγερσιακών εστιών («φοκίσμο»)· η σύγκρουση ΕΣΣΔ-Κίνας γύρω από την «ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό» και η θεωρία του «λαϊκού πολέμου» των Μάο και Λιν Πιάο («ο ιμπεριαλισμός θα κυκλωθεί από την περιφέρεια», από τον Τρίτο Κόσμο)· το αντάρτικο, βεβαίως, στο Βιετνάμ και το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα αλληλεγγύης.
Μεταξύ 1959 και 1968, η αυτοπεποίθηση έρχεται από τη Λατινική Αμερική και την Ινδοκίνα· στη Δύση, την πίστη ότι «μπορούμε» ενισχύουν οι ευρωπαϊκές εξεγέρσεις του ’68. Είναι στην εμπειρία πρώτα, στη θεωρία μετά, που ενισχύεται η αίσθηση πως «δεν γίνεται αλλιώς».
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρεζίς Ντεμπρέ θεωρητικοποιεί το παράδειγμα της Κολομβίας: μεταξύ 1948 και 1958, ένας αιματηρός εμφύλιος (“La Violencia”) κοστίζει πάνω από 200.000 ζωές. Οι αγροτικές κοινότητες εκπαιδεύονται στον ένοπλο αγώνα, χρησιμοποιούν όμως παράλληλα τις δυνατότητες του πολιτικού, χωρίς να αναλαμβάνουν στρατιωτική πρωτοβουλία: αυτή είναι η τακτική της «αυτοάμυνας», που υποστηρίζει το ΚΚ αντί του ανταρτοπόλεμου. H κατάληψη της Μαρκετάλια από τον τακτικό στρατό (1964) δείχνει τώρα τα όρια της τακτικής αυτής, σηματοδοτώντας το πέρασμα στις FARC, ένοπλο σκέλος του ΚΚ Κολομβίας – το μακροβιότερο αντάρτικο της Λατινικής Αμερικής. Ο Ντεμπρέ αναγγέλλει: «Τέλος εποχής: αυτής μιας ‘σχετικής ισορροπίας’ των τάξεων. Αρχή μιας καινούριας: αυτής του ολικού πολέμου των τάξεων, που αποκλείει τις συμβιβαστικές λύσεις και τους επιμερισμούς της εξουσίας» (Debrais 1967: 23). Το αντάρτικο πόλης, εκτιμά, «μπορεί να αποτελέσει τον αρχικό πυρήνα του λαϊκού στρατού»: το πολιτικό κόμμα θα αναδυθεί από το αντάρτικο –όχι το αντίστροφο. Ο ίδιος προειδοποιεί: η υποτίμηση των στρατιωτικών καθηκόντων είναι το πολιτικό ισοδύναμο του ρεφορμισμού και του οικονομισμού.[6]
Λατινική Αμερική: Η κεντρικότητα και τα όρια της κουβανικής εμπειρίας
Πριν το ’68, Λατινική Αμερική και Ευρώπη εμπνέονται από την Κούβα. Η νίκη της επανάστασης και το «φοκίσμο» –ο ανταρτοπόλεμος στην ύπαιθρο σε πολλαπλές εστίες εξέγερσης– εκπροσωπούν τη σοβαρότερη αμφισβήτηση του σοβιετικού δόγματος της «ειρηνικής συνύπαρξης»· το νησί γίνεται τόπος επίσκεψης και κέντρο εκπαίδευσης αγωνιστών, και ο Τσε γράφει στον Ανταρτοπόλεμο πως οι λαϊκές δυνάμεις μπορούν, πια, να κερδίσουν έναν πόλεμο ενάντια στον τακτικό στρατό: «Δεν πρέπει να περιμένει κανείς πάντα να υπάρξουν συγκεντρωμένοι όλοι oι κατάλληλοι όροι για να κάνει την επανάσταση: η εστία της εξέγερσης μπορεί να τους δημιουργήσει». Βασικό έδαφος του ένοπλου αγώνα στην υπανάπτυκτη Αμερική πρέπει να είναι η ύπαιθρος (Γκουεβάρα 1977/1960: 37).
Η ταύτιση του ανταρτοπόλεμου με την ύπαιθρο αναθεωρείται σύντομα. Στα 1969, ο Βραζιλιάνος Κάρλος Μαριγκέλα, ιδρυτής του αντιδικτατορικού αντάρτικου πόλης «Δράση Εθνικής Απελευθέρωσης», βλέπει ως χώρο του αντάρτη τις μεγάλες βραζιλιάνικες πόλεις· ο αντάρτης, λέει, είναι αυτός που μάχεται ένοπλος τη στρατιωτική δικτατορία (Μαριγκέλα χ.χ.ε: 20-21), ενώ τη σύνδεση με τα δικτατορικά καθεστώτα κάνει νωρίτερα και ο Τσε: όταν μια κυβέρνηση –γράφει– βρίσκεται στην εξουσία με την ψήφο του λαού, με εκλογές νοθευμένες ή μη, το σπέρμα του αντάρτικου δεν μπορεί να αναπτυχθεί, καθώς δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες της νόμιμης πάλης (Γκουεβάρα 1977: 38). Το κρίσιμο, λοιπόν, είναι ο ανταρτοπόλεμος να «υπολογίζει στην ολοκληρωτική υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού: αυτός είναι όρος ‘εκ των ων ουκ άνευ’» (ό.π.: 40). Είναι αυτή η διάσταση που υποτιμούν οι ένοπλες οργανώσεις στην Ευρώπη.
Κούβα
Όσο κι αν ο μύθος της το κρύβει, η Κούβα δεν νικά αποκλειστικά χάρη στο «φοκίσμο»: οι σχέσεις πόλης-υπαίθρου, νόμιμου και παράνομου αγώνα, και βέβαια οι σχέσεις του τοπικού πληθυσμού με τους αντάρτες, είναι, στην περίπτωσή της, πολύ διαφορετικές από τις εμπειρίες που προσπαθούν αργότερα να την επαναλάβουν:
* Πρώτον, η βάση των ανταρτών στην ύπαιθρο (Σιέρα Μαέστρα) βρίσκεται μακριά από το κέντρο επιχειρήσεων του στρατού και, την ίδια στιγμή, το αντάρτικο αξιοποιεί πολιτικά τη δυσαρέσκεια κατά του Μπατίστα στην περιοχή.
* Δεύτερον, οι υπόγειοι πυρήνες του Κινήματος της 26ης Ιουλίου στην πόλη στηρίζουν αποφασιστικά τον αγώνα στην ύπαιθρο· έτσι, όταν ο δικτάτορας προκηρύσσει εκλογές, με σύσταση του Αμερικανού προέδρου Αϊζενχάουερ, η αποχή είναι σχεδόν καθολική.
* Τρίτο, έναν χρόνο πριν από την επανάσταση, ο Κάστρο υπογράφει τη Διακήρυξη του Καράκας, με την οποία δέχεται την αντικατάσταση του Μπατίστα από τον κεντρώο Μανουέλ Ουρούτια: η «μετριοπάθεια» αυτή αποκαλύπτει την ανικανότητα του αστικού κόσμου να διώξει τον δικτάτορα (Weitz 1986: 400).
* Τέταρτο, τα κέντρα εξουσίας στις ΗΠΑ είναι διαιρεμένα απέναντι στο Μπατίστα: οι Αμερικανοί πρεσβευτές στην Κούβα τον στηρίζουν – όμως τον Μάρτιο του 1958 οι ΗΠΑ επιβάλλουν εμπάργκο όπλων, το οποίο πλήττει πρωτίστως το καθεστώς.
Βολιβία
Στην ήττα της βολιβιανής εξέγερσης (1967), τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: Η ορεινή περιοχή είναι άγνωστη στους αντάρτες, που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα μέσα της επιβίωσής τους· καθώς οι περισσότεροι είναι Κουβανοί και «διεθνείς», αντιμετωπίζουν, όπως και ο Τσε, τη δυσπιστία των ιθαγενών· το ΚΚ Βολιβίας εγκαταλείπει το αντάρτικο, καθώς ο Γκεβάρα αρνείται να εκχωρήσει στο κόμμα τον έλεγχο του πολιτικού σκέλους του αγώνα (στρατιωτική και πολιτική ηγεσία, επιμένει, πρέπει να αποτελούν ενιαίο κέντρο…)· ο αγώνας στην ύπαιθρο, λοιπόν, αποκόβεται από τις πόλεις (Βalencie και La Grange 2003: 160-1), ο Γκεβάρα «ενώνει» τη CIA και την κυβέρνηση εναντίον του και η εξέγερση συντρίβεται.
Βενεζουέλα
Η Βενεζουέλα επιβεβαιώνει επίσης την ισχύ της Κούβας στο φαντασιακό των εξεγερμένων – στο φαντασιακό, όχι όμως και στην τακτική τους. Όταν ο πρόεδρος Μπετανκούρ αποκλείει την Κούβα από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (1962), η χώρα γνωρίζει μια αιματηρή εξέγερση. Το ΚΚ και η MIR, αριστερή διάσπαση του κόμματος «Δημοκρατική Δράση» του Μπετανκούρ, κηρύσσονται εκτός νόμου, και οι αντάρτικες ομάδες τους τίθενται υπό την ενιαία διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων Εθνικής Απελευθέρωσης (FALN). To 1963, χρονιά του αντάρτικου στις πόλεις, κλείνει με την αποτυχημένη προσπάθεια των ανταρτών να μποϋκοτάρουν τις εκλογές· νωρίτερα, έχει προηγηθεί μια εξίσου αποτυχημένη έκκληση για γενική απεργία – αλλά και η καταστροφική κλιμάκωση της βίας από τις FALN. Η αντικυβερνητική δυσαρέσκεια στις πόλεις δεν «συναντά» τον αγώνα στην ύπαιθρο (De Santis 1973: 124-128, Weitz 1986: 403) και το ΚΚ Βενεζουέλας αποφασίζει τη διάλυση των μετώπων στα οποία ηγείται. Το κόμμα αναζητά μια φόρμουλα «δημοκρατικής ειρήνης»· στον αντίποδα, το ΜΙR επιδιώκει έναν αγώνα μέχρι τέλους.
Νικαράγουα
Στη Νικαράγουα, η «δυναστεία» των Σομόζα (1936-1979) βρίσκεται στην εξουσία χάρη στην αμερικανική βοήθεια. Μαρξιστές και χριστιανοί ριζοσπάστες ιδρύουν, το 1961, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN), εφαρμόζοντας την τακτική του «φοκίσμο». Αλλά το 1976 διασπώνται: μια τάση ακολουθεί το κινέζικο και το βιετναμέζικο πρότυπο (επιδιώκει την ενίσχυση των ένοπλων τμημάτων του κινήματος)· μια δεύτερη, «προλεταριακή», δίνει έμφαση στη συμμαχία με την εργατική τάξη, απορρίπτοντας άλλες συμμαχίες· και μια τρίτη, πιο «πραγματιστική», προσανατολίζεται στη μαζική δράση και τη δημιουργία εθνικού μετώπου, μαζί με τμήματα της αστικής τάξης της χώρας που αντιπολιτεύονται τον Σομόζα. Η τελευταία τάση, με επικεφαλής τους αδελφούς Ορτέγα, περιγράφει τους Σαντινίστας ως μέτωπο αντιιμπεριαλιστικό, δημοκρατικό και λαϊκό – χωρίς να μιλά για σοσιαλισμό (Βalencie και La Grange 2003: 97-106).
Ιδίως το ’70, το Μέτωπο διαθέτει ισχυρή αγροτική στήριξη και υπόγειους «πυρήνες» στην πόλη· οι αντίπαλοι του Σομόζα αποδεικνύονται ανίκανοι να τον διώξουν, η καταστολή ριζοσπαστικοποιεί την κοινωνία και η επιχειρησιακή ικανότητα των ανταρτών (λ.χ. η κατάληψη του Εθνικού Μεγάρου, το 1978) έρχεται ως επιστέγασμα (Wage 1986: 402). Τα τρία ρεύματα των Σαντινίστας συγχωνεύονται το 1979, η Εκκλησία διασπάται σε «θεσμική» και «λαϊκή», και τον Ιούλιο του 1979 το Μέτωπο μπαίνει στην πρωτεύουσα. Στα μέσα της ίδια χρονιάς εμφανίζονται οι Κόντρας, ακροδεξιό αντι-αντάρτικο που εκπαιδεύει η CIA, δαπανώντας επί Ρήγκαν 100 εκ. δολάρια. Η αποστράτευση των Κόντρας έρχεται μόλις το 1989, δέκα χρόνια μετά την επικράτηση των Σαντινίστας.
Από τη Λατινική Αμερική στην Ευρώπη – μέσω Ουρουγουάης
Ολόκληρη τη δεκαετία του ’60 η Κούβα δείχνει έναν δρόμο για τον ανταρτοπόλεμο στη λατινοαμερικανική ύπαιθρο και η θεωρία του αντάρτικου πόλης φτάνει γρήγορα στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Το πέρασμα στη δράση εκεί, ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στη δυναμική του ’68 ή στο (τεχνικό μάλλον, παρά θεωρητικό) Εγχειρίδιο του Μαριγκέλα: ενώ η Κούβα χάνει σε αίγλη μετά το θάνατο του Τσε, το άστρο που εμπνέει τώρα την ένοπλη Αριστερά είναι αυτό των Τουπαμάρος.
Μεταξύ 1959 και 1962, στην Ουρουγουάη οργανώνονται επιτροπές αλληλεγγύης στην Κουβανική Επανάσταση – αλλά και ομάδες αυτοάμυνας ενάντια στις επιθέσεις ακροδεξιών.[7] Η χώρα υπογράφει Μνημόνιο με το ΔΝΤ (1961) και το συντονιστικό για τις καταλήψεις γης συζητά τη συγκρότηση μιας πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης που θα αντιμετωπίσει τους μηχανισμούς καταστολής. Φοιτητής Νομικής ακόμα, ο Ραούλ Σεντίκ οργανώνει τους εργάτες στο ζαχαροκάλαμο και το 1963 βγαίνει στην παρανομία: στις διαδηλώσεις των εργατών, με σύνθημα Por la tierra con Sendik (Για τη γη με τον Σεντίκ), η παραδοσιακή Αριστερά είναι απούσα. Μέσα σε φήμες για πραξικόπημα, εκατοντάδες απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων, το 1965 ιδρύεται το Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης-Τουπαμάρος (MLN-Τ): τη χρονιά που δολοφονείται ο Τσε, αριθμεί αισίως 250 μέλη – τα 30 στην παρανομία (Κουφοντίνας στο Ροσενκόσφ/Ουιδόμπρο 2009: 15, Λέιχτ 2012: 68).
Οι Τουπαμάρος ξεκινούν με ενέργειες «χαμηλής έντασης»· όμως το 1968 η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση φυλακίζει αντιπάλους, η αστυνομία βασανίζει στις ανακρίσεις και οι διαδηλώσεις καταστέλλονται άγρια. Το MLN περνά, έτσι, στις απαγωγές και τις βομβιστικές επιθέσεις («Γραμμή Η»)[8] και η εκτέλεση του πράκτορα της CIA Νταν Μιτριόνε, «εκπαιδευτή» των βασανιστών, καταγγέλλεται από το ΚΚ Ουρουγουάης ως «εγκληματική». Δεν είναι εποχές για απομόνωση – η σύνδεση με την Αριστερά γίνεται για τους Τουπαμάρος ζήτημα ζωτικής σημασίας: γνωρίζοντας ότι η στρατιωτική ηγεσία ετοιμάζει πραξικόπημα, το MLN έρχεται σε συνεννόηση με τον αριστερό σχηματισμό Frente Amplio (Ευρύ Μέτωπο), που δημιουργείται με τη συμμετοχή του ΚΚ το 1971, κερδίζοντας 18%. Από τον Ιούνιο μέχρι το Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς, οι Ειδικές Δυνάμεις εξαπολύουν πάνω από 7000 επιχειρήσεις κατά του MLN: συλλαμβάνουν 2800 Τουπαμάρος, κατάσχουν μεγάλες ποσότητες χρημάτων, εκρηκτικών και όπλων, ανακαλύπτουν δύο λαϊκές φυλακές και δύο υπόγεια νοσοκομεία, και καταστρέφουν ολοκληρωτικά τον ένοπλο μηχανισμό των Τουπαμάρος (Λέιχτ 2012: 144). Το πραξικόπημα επιβάλλεται τον Ιούνιο του 1973 –και διαρκεί ως το 1985: στο συγκλονιστικό Ημερολόγιο φυλακής, οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο καταγράφουν την ωμή εκδικητικότητα των ανθρωποφυλάκων, τους βασανισμούς και την προσπάθεια του κράτους να εξοντώσει τους κρατούμενους, σωματικά και ψυχικά.
Γερμανία
Το πέρασμα στην ένοπλη δράση συζητιέται για πρώτη φορά στη Γερμανία το 1968, σε ένα συνέδριο της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Φοιτητικής Ένωσης (SDS) για το Βιετνάμ, με 5.000 συμμετέχοντες (Τόλμαϊν 2007: 34). Και οι Τουπαμάρος; Στο κλίμα ενός διάχυτου νεανικού ριζοσπαστισμού απέναντι στην κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών (που ελέγχει το 95% της Βουλής), μια ομάδα ακτιβιστών της Kommune-1 εκπαιδεύεται, το 1969, σε στρατόπεδο της παλαιστινιακής Φατάχ, στην Ιορδανία. Επιστρέφοντας, συγκροτεί τους «Τουπαμάρος Δυτικού Βερολίνου», ένας πυρήνας των οποίων ιδρύει το 1971 την ένοπλη αναρχική οργάνωση «Κίνημα 2 Ιούνη»· μια παρόμοια ομάδα, οι «Τουπαμάρος Μονάχου», είναι η πρώτη της Μπριγκίτε Μουνχάουπτ, μετέπειτα μέλους της RAF.[9]
Για την RAF, η Δυτική Γερμανία είναι κράτος-διάδοχος του Γ’ Ράιχ και αντίπαλος «των σοσιαλιστικών κρατών και του Τρίτου Κόσμου»: ούτε στρατιωτικά ούτε πολιτικά υπερδύναμη, αλλά «στήριγμα και όργανο μιας υπερδύναμης σε ολόκληρη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα» (Τόλμαϊν 2007: 40). Η οργάνωση βλέπει τον εαυτό της ως τμήμα («φράξια») ενός παγκόσμιου ταξικού πολέμου: η εργατική τάξη, στη λογική αυτή, ανασυντίθεται μέσα στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό (ό.π.: 46). Η ίδια αξιοποιεί για τις επιθέσεις της πληροφορίες από λιποτάκτες του στρατού των ΗΠΑ –«προίκα» του αντιπολεμικού κινήματος στη δεκαετία του ’60. Επιδιώκει την απεύθυνση στη γερμανική κοινωνία και τη νόμιμη Αριστερά· όμως η ενασχόλησή της με τη γερμανική εργατική τάξη ιεραρχείται χαμηλότερα, καθώς η τελευταία θεωρείται ενσωματωμένη: το παιχνίδι παίζεται κυρίως στον Τρίτο Κόσμο. «Θέλαμε», θα πει η Μέλερ, «να θέσουμε σε κίνηση μια διαλεκτική, να αποκαλύψουμε, μέσω της επίθεσης και της αντίδρασης, την ουσία και τους μηχανισμούς διατήρησης της ισχύος».
Σε αντίθεση με την εμπειρία των εργοστασιακών αγώνων στην Ιταλία, οι αγωνιστές που θέλουν να συνδεθούν με την εργατική τάξη στη Γερμανία πρέπει να επιχειρήσουν έναν «εισοδισμό» στα εργοστάσια,[10] κατά κανόνα αποτυχημένο. Ο αντιιμπεριαλισμός γίνεται, έτσι, μονόδρομος: το Βιετνάμ είναι «το νέο Άουσβιτς» και το μείζον, για τη RAF, είναι να μην περιμένουν άπραγοι την καταστροφή, όπως οι Γερμανοί πριν τον Χίτλερ. Αυτό το μείγμα διεθνισμού και τριτοκοσμικού αντιιμπεριαλισμού φέρνει αργότερα τη RAF κοντά στην γαλλική Άμεση Δράση, με κοινές ενέργειες και κείμενα· η τακτική αυτή, από την άλλη, λειτουργεί ως αντίβαρο στην περιθωριοποίηση και των δύο στο εσωτερικό των χωρών τους. Ήδη από το 1972, εξάλλου, η αντικρατική συναίνεση στο εσωτερικό της Αριστεράς έχει διαρραγεί: τον Ιανουάριο ο συγγραφέας Χάινριχ Μπελ δημοσιεύει στον Spiegel ένα κείμενο με τίτλο «6 εναντίον 60.000.000», που ζητά «ασφαλή έξοδο» (τη διακοπή της ένοπλης δράσης με αντάλλαγμα εγγυήσεις). Και τον Ιούνιο, σε ένα συνέδριο στη Χαϊδελβέργη, ο μαθητής του Αντόρνο Όσκαρ Νεγκτ ζητά να σπάσουν οι δεσμοί της αλληλεγγύης. Είναι από τότε που ξεκινά ένα κύμα συλλήψεων (Μπάαντερ, Ράσπε, Μάινς, Ένσλιν, Μούνχαουπτ, Μάινχοφ, Μέλερ), για να ακολουθήσουν τα λευκά κελιά, οι απεργίες πείνας, η διεθνής αλληλεγγύη (με τον Σαρτρ να συμμετέχει σε απεργία πείνας, το 1973), και η «νύχτα θανάτου» στο Στάμχαιμ.
Ιταλία
Πρώτη ένοπλη οργάνωση της Αριστεράς στην Ιταλία είναι η «Ομάδα 22 Οκτώβρη», που δρα στη Γένοβα (1969-1971), και επιτίθεται στην έδρα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σε αμερικανικούς στόχους και στην Αστυνομία. Η δεύτερη είναι οι «Ομάδες Παρτιζάνικης Δράσης», οι GAP (1969-1972), του εκδότη Τζάκομο Φελτρινέλι, που έχει συμμετάσχει στην αντιφασιστική αντίσταση. Μια τρίτη είναι η Azione Revoluzionaria (Επαναστατική Δράση) και μια τέταρτη η Lavoro Illegale (Παράνομη Δράση), ένοπλο σκέλος της οργάνωσης Potere Operaio (Eργατική Εξουσία) –πρόδρομου σχήματος της Εργατικής Αυτονομίας–, με επικεφαλής τους Ορέστε Σκαλτσόνε και Βαλέριο Μορούτσι. Οι κυριότερες οργανώσεις, βεβαίως, είναι η Πρώτη Γραμμή (Prima Linea), και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες· το σήμα αυτών των τελευταίων είναι παραμορφωμένο το αστέρι των Τουπαμάρος (Σαλόγια 2011: 17).
Οι Ταξιαρχίες («Ερυθρά Ταξιαρχία» στην αρχή) ξεκινούν το φθινόπωρο του 1970 με τον εμπρησμό του αμαξιού ενός επιστάτη της Pirelli. Η εκκίνηση αποτυπώνει τη βασική, ίσως, διαφορά με τη RAF, οι Ταξιαρχίες γεννιούνται μέσα στα εργοστάσια του ιταλικού Βορρά – τη Fiat στο Τορίνο, την Pirelli, τη Siemens. Κρατούν με αυτά επαφή ακόμα και στα χρόνια της παρανομίας (Moroni/IG Rote Fabrik 2002: 145), και επιδιώκουν τη συγκρότηση του ένοπλου κόμματος της εργατικής τάξης. Όταν ξεκινούν, ωστόσο, αποτελούν ένα αμάλγαμα ιδεολογικών τάσεων: άλλοι αναφέρονται στους Τουπαμάρος, άλλοι στη RAF και τον γκεβαρισμό, άλλοι στο Μάο και τους Βιετκόνγκ, άλλοι επισκέπτονται τα γραφεία του ιταλικού ΚΚ. Καθώς εξελίσσεται, η οργάνωση κάνει κριτική στον «φοκισμό» και εισάγει το στοιχείο της «απόλυτης παρανομίας», που δανείζεται από τις εμπειρίες της Ουρουγουάης, της Βραζιλίας και της Αργεντινής. Η μέριμνα να μην υπάρχει διαχωρισμός πολιτικού και στρατιωτικού, θεωρητικού και πρακτικού, στο πλαίσιο εναλλαγής ρόλων, είναι σημείο που διακρίνει τον ταξιαρχίτη από τον παράνομο της τριτοδιεθνιστικής αντίληψης (Μoroni: 60-4).
Η οργάνωση δοκιμάζει το όριο συνολικά του κινήματος του 1977. Αν στην αρχή επιχειρεί να αποτρέψει ένα φασιστικό πραξικόπημα, το οποίο αποδίδει σε σχέδιο των καπιταλιστών για να ανακτήσουν όσα κέρδισε η εργατική τάξη με τους αγώνες του ‘60, το 1978 καλούν πια σε εμφύλιο (Della Porta 2006: 130). Η σχέση με το ΚΚ γίνεται όλο και πιο συγκρουσιακή, καθώς το τελευταίο ταυτίζεται με το κράτος. Και η απαγωγή Μόρο, προσπάθεια να πληγεί το Ιμπεριαλιστικό Κράτος των Πολυεθνικών (Sim) «στην καρδιά του», στη Χριστιανοδημοκρατία, αντί να αποτρέψει τον «Ιστορικό Συμβιβασμό», γίνεται η αρχή του τέλους του κινήματος. Το κύμα καταστολής διευκολύνει ουσιωδώς το ΚΚ –και το κύμα αυτό συμπαρασύρει την Αυτονομία, μια ριζικά διαφορετική στρατηγική: η διάσπαση της Potere Operaio, από την οποία έχει προκύψει αυτή η τελευταία, θεωρείται για την Αστυνομία και το ΚΚ ως μη γενόμενη.
Γαλλία
Ενώ το αντάρτικο πόλης έχει ηττηθεί παντού στην Ευρώπη, το χειμώνα του ’78-’79 δημιουργείται στη Γαλλία η Άμεση Δράση (Action Directe). Ήδη από το 1977, στη χώρα επιχειρείται η σύγκλιση μελών των ένοπλων αντιφρανκικών ομάδων ΜIL και GARI (η Τουλούζη, που βρίσκεται στα γαλλο-ισπανικά σύνορα, υπήρξε καταφύγιο για πολλούς αντιστασιακούς κατά του Φράνκο), μελών αυτόνομων ομάδων που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Προλεταριακής Αριστεράς (1968-1974), καθώς και πρώην μελών της γαλλικής άκρας Αριστεράς. Ως και το ’78, το δυναμικό αυτό συμμετέχει σε «προπαρασκευαστικές» επιθέσεις: αντιπυρηνικές δράσεις, ενέργειες αλληλεγγύης στη γερμανική Φράξια «Κόκκινος Στρατός», επιθέσεις κατά της «ελαστικοποίησης» της εργασίας. Από το 1979, η δράση γίνεται ταυτόχρονα αντικαπιταλιστική (επιθέσεις σε γαλλικές εταιρίες, ξένες επιχειρήσεις, στον γαλλικό Σύνδεσμο Βιομηχάνων), αντικρατικές (επιθέσεις σε υπουργεία, στρατώνες, αστυνομικά τμήματα και αστυνομικούς), αντιφασιστικές (όπως η επίθεση κατά των Τούρκων Γκρίζων Λύκων στο Παρίσι, το 1982) και αντιιμπεριαλιστικές (κοινή δράση με τη λιβανέζικη FARL, επιθέσεις κατά του ΝΑΤΟ, αμερικανών και ισραηλινών αξιωματούχων κ.ά). Με την έλευση Μιτεράν στην εξουσία, οι συλληφθέντες της οργάνωσης θα απελευθερωθούν. Όμως η συνέχεια θα φέρει περισσότερη απομόνωση, και τελικά την πλήρη εξάρθρωση, στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Αποχαιρετισμός στα όπλα, κριτική και αυτοκριτική
Ανάμεσα στο 1959 και το 1989, στη Λατινική Αμερική παίρνουν τα όπλα για τη γη, απέναντι σε δικτατορικά καθεστώτα ή προκειμένου να αποτρέψουν την επιβολή δικτατοριών. Στην Ευρώπη, αντίθετα, με την εξαίρεση εν μέρει της Ισπανίας (όπου η ακροαριστερή ένοπλη βία ξεκινά επί Φράνκο και συνεχίζεται στη Μεταπολίτευση), το «όπλο της κριτικής» στρέφεται προς αστικές δημοκρατίες που εμπλέκονται στον Ψυχρό Πόλεμο ή/και περιφερειακούς πολέμους –και φαίνεται να «συνεχίζουν» τους φασισμούς και τις δικτατορίες της περιόδου 1922-1974. Η σημασία της συγκεκριμένης ανάλυσης μιας συγκυρίας γίνεται εδώ εξαιρετικά κρίσιμη: ενώ η Κούβα και οι Ουρουγουανοί Τουπαμάρος λειτουργούν ως παράδειγμα για την Ευρώπη, ό,τι συμβαίνει σε αυτήν την τελευταία είναι μια εμπειρία διαφορετική, από κρίσιμες στρατηγικά απόψεις. Από την άλλη πλευρά, οι ένοπλες οργανώσεις στην Ευρώπη «επισημαίνουν» κάτι που έχει ξεχάσει η Παλιά Αριστερά: η εργασία δεν είναι γενικώς «δικαίωμα» – κάποιος πρέπει να θέσει το ζήτημα της άρνησής της. Ιδίως στην Ιταλία, τονίζεται «πρακτικά» ότι το ζήτημα της εξουσίας μπορεί και πρέπει να τίθεται από το εσωτερικό του εργατικού χώρου –όχι απ’ έξω. Οι οργανώσεις αρνούνται το κρατικό μονοπώλιο στη βία, προτείνουν έναν έμπρακτο διεθνισμό, αποκαθιστούν την ισορροπία λόγου και πράξης. Το 1989, ωστόσο, καμπή διεθνώς για την Αριστερά, είναι επίσης καμπή και γι’ αυτές.
Άλλες έχουν ηττηθεί και σταματήσει νωρίτερα. Στην περίπτωση της Ιταλίας και της Γερμανίας, ένα σημαντικό τμήμα περνά από την Αυτονομία στην οικοδόμηση «εναλλακτικών» χώρων ελευθερίας και στους Πράσινους (Κον-Μπεντίντ κ.ά 1983, Νέγκρι 1986). Οι GRAPO είναι ενεργές το 1995, η RAF διαλύεται το 1998 και η «17Ν» εξαρθρώνεται το 2002. Το 1989 φεύγει από τη ζωή ο Ραούλ Σεντίκ και, την ίδια χρονιά, στις γαλλικές φυλακές βρίσκονται 22 από τα 25 γνωστά μέλη της Άμεσης Δράσης (Sommier 2011: 146). Στην Ιταλία, το Φεβρουάριο του 1987 οι Ρενάτο Κούρτσιο και Μάριο Μορέτι δηλώνουν τα «τέλος του πολιτικού κύκλου του ένοπλου αγώνα»: «η εμπειρία του παρελθόντος δεν γίνεται να επαναληφθεί» (Sommier 2011: 153-4).
Ισχύει για όλες τις οργανώσεις: με όλη τη σοβαρότητα των πληγμάτων και τη βαναυσότητα που υφίστανται από τους κρατικούς μηχανισμούς, με όλη την αυταπάρνηση που δείχνουν οι κρατούμενοι στις απεργίες πείνας προκειμένου να σταματήσει το βασανιστήριο των συνθηκών κράτησης (στη Γερμανία και την Ισπανία μέχρι θανάτου), η πολιτική ήττα έχει προηγηθεί της στρατιωτικής. Θα έλεγε κανείς «αναπόφευκτα»: το «σύμπαν» της παρανομίας απαιτεί διαρκή συρρίκνωση των κύκλων που συζητούν και αποφασίζουν, με αποτέλεσμα η οργανωτική επιβίωση να ιεραρχείται πάνω από τον αρχικό στόχο τους: η συνωμοτική δομή επιβάλλεται στην ιδεολογία – κι είναι αυτό που αποκαλούν οι Διαφωνούντες Ταξιαρχίτες «στρατηγική παραμόρφωση» (Συλλογικό 2010: 29). Η παραμόρφωση αυτή αφορά αντάρτικα που, σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική, δεν αντιμετωπίζουν δικτατορίες, αλλά αυταρχικές αστικές δημοκρατίες: αμφισβητώντας το μονοπώλιο αυτών των τελευταίων στη βία, παραγνωρίζουν αυτό που λέει αργότερα η Μέλερ για τη RAF: «σήμερα ξέρω ότι όλα προχωρούν πιο αργά, διαρκούν περισσότερο […] δεν βλέπω πια τη δυνατότητα άμεσης ανατροπής της απάθειας» (Τόλμαΐν 2007: 50).
Η Ιζαμπέλ Σομιέ τονίζει κι αυτή ότι η επίγνωση της ήττας έχει συχνά αποτέλεσμα όχι την ύφεση, αλλά την εντατικοποίηση της δράσης, για να κρατηθεί ζωντανή η οργάνωση (και νωρίτερα, για να διεκδικήσει η ίδια την πρωτοκαθεδρία στο χώρο). Στην περίπτωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απαγωγή και η δολοφονία του Μόρο προκαλεί διαδοχικές διασπάσεις πάνω σε διαφωνίες για την τακτική: προκύπτουν διαρκώς παρακλάδια – αλλά με το που εμφανίζονται, εξαρθρώνονται (Sommier 2011: 153).
Με δεδομένη την υπαρξιακή διάσταση της στράτευσης σε μια ένοπλη οργάνωση, η αυτοκριτική των αγωνιστών έχει ιδιαίτερη σημασία. Αποτιμώντας μια περίοδο που σημάδεψε η γοητεία του «φοκίσμο», ο Στέργιος Κατσαρός παραδέχεται: «Πίστευα –κι αυτό είναι ένα στοιχείο του βολονταρισμού του Τσε– ότι ένα άτομο μπορεί να υποκαταστήσει σημαντικές υλικές δυνάμεις» (Ο Ιός 1997). Στο «Γιατί σταματάμε» (18.5.1998), η RAF αυτοπροσδιορίζεται ως «επαναστατική προσπάθεια λίγων» (Sommier 2011: 155). Ο Χόρχε Σαμπάλσα των Τουπαμάρος στέκεται στην ανισορροπία στρατιωτικού-πολιτικού:
«Η δυναμική του ένοπλου μηχανισμού του MLN πήρε άλλη κατεύθυνση, αποκλίνουσα, και με ταχύτητα πολύ ανώτερη από το ρυθμό του λαϊκού κινήματος […] Δώσαμε τη μάχη […] με την απουσία του κύριου πρωταγωνιστή μιας επαναστατικής εξέγερσης: του ένοπλου και οργανωμένου λαού» (Λέιχτ 2012: 159). Εξίσου διαυγής, ο Φερούτσο Νταντένα λέει για την ιταλική εμπειρία: «Για τον Λένιν, αυτό που νομιμοποιεί τον ένοπλο αγώνα είναι ο δεσμός με την επανάσταση: καμιά από τις συνθήκες που απαιτούσε εκείνος για να θεωρηθεί μια κατάσταση προεπαναστατική δεν υπήρχε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στην Ιταλία» (Moroni ό.π.: 43· Λένιν 2002/1906).
«Παρότι δεν παύαμε να διακηρύσσουμε την επανάσταση ως πολύμορφη διαδικασία», θα πει ο Δημήτρης Κουφοντίνας, «ωστόσο στην πρακτική και τη σκέψη μας δεν παύαμε να τη θεωρούμε ένοπλη αναμέτρηση. Γι’ αυτό ρίξαμε το βάρος στην οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού, ομοιογενούς ένοπλου μηχανισμού […] γι’ αυτό δεν προωθήσαμε την πολιτική εκείνη οργάνωση που θα κεφαλαιοποιούσε τη “δημιουργία συνείδησης μέσα από τη δράση” που είχε συντελεστεί» (Κουφοντίνας 2014: 471). Η αυτοκριτική δεν σημαίνει αναθεώρηση: «Κοιτάζω όλες τις συντελεσμένες επαναστάσεις. Δεν μπορώ να αμφισβητήσω τη στρατηγική αρχή ότι η επανάσταση περνά μέσα από τον ένοπλο αγώνα».
Με ευχαριστίες στη Χριστίνα, τη Δέσποινα και την Αναστασία.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
De Santis, Sergio (1973), «Λατινοαμερικάνοι αντάρτες», Ιστορία των επαναστάσεων, τ. 1, Οι σύγχρονες επαναστάσεις, σσ: 121-152, Ακμή.
Della Porta, Donatella (2006), Social Movements, Political Violence, and the State: A Comparative Analysis of Italy and Germany, Cambridge University Press.
Moroni, Primo / ΙG Rote Fabrik (επιμ.) (2002), Μιλώντας για τον ένοπλο αγώνα, Ελευθεριακή Κουλτούρα.
Sommier, Isabelle (2011), Η επαναστατική βία. Οργανώσεις, διαδικασίες, αδιέξοδα (μτφρ.: Άννα Παπασταύρου), Σαββάλας.
Γκουεβάρα, Tσε (1977/1960), Άπαντα, Εκδόσεις Καρανάση.
Λέιχτ, Φεντερίκο (2012), Παντοτινός αντάρτης. Μια βιογραφία του Χόρχε Σαμπάλσα (μτφρ.: Δημήτρης Κουφοντίνας), ΚΨΜ.
Λένιν, Β.Ι. (2002/1906), «Ο παρτιζάνικος πόλεμος», Θέσεις, τεύχος 81, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2002 [Αναδημοσίευση από Άπαντα, τ. 14, Έκδοση 5η, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1991, σσ. 1-12. Το πρωτότυπο ρωσικό κείμενο δημοσιεύτηκε στις 30.9.1906 στην εφημερίδα Προλετάρι, αρ.φυλ. 5]).
Σαλόγια, Μάριο (2011), Ρενάτο Κούρτσιο. Με το πρόσωπο ξεσκέπαστο, Διάδοση.
Κουφοντίνας, Δημήτρης (2014), Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη, Λιβάνης.
Μπελαντής, Δημήτρης (2004) Αναζητώντας τον εσωτερικό εχθρό. Διαστάσεις της αντιτρομοκρατικής πολιτικής. Προσκήνιο-Άγγελος Σιδεράτος.
Κον-Μπεντίτ, Ντανιέλ / Σαρτρ, Ζαν-Πολ κ.ά, (1983), Από τη RAF στους Πράσινους, Κομμούνα.
Μαριγκέλλα, Κάρλος (χ.χ.ε), Το εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων (μτφρ.: Κατερίνα Σύρρου), Ελεύθερος Τύπος.
Ντίτφουρτ, Γιούττα (2001), Ουλρίκε Μάινχοφ. Η βιογραφία (μτφρ.: Ιωάννα Αγγελή), Νάρκισσος.
Ο Ιός (1997), «Αφιέρωμα: 30 χρόνια Che», Κυριακάτικη Ελεθεροτυπία, 9.10.1997
ΟΠΑ-Ρήξη (1985), Ένοπλη πάλη και τρομοκρατία, Κομμούνα.
Ροσενκόφ, Μαουρίτσιο / Ουιδόμπρο, Νιάτο Φερνάντε (2009), Τουπαμάροος. Ημερολόγιο Φυλακής (μτφρ.: Δημήτρης Κουφοντίνας), Κουκκίδα.
Συλλογικό(α) (χ.χ.ε.), GRAPO. Aντιφασιστικές ομάδες αντίστασης 1975-2008. Η μεγάλη απεργία πείνας, Δαίμων του Τυπογραφείου.
Συλλογικό(β) (χ.χ.ε.), «..μια σελίδα, μια σφαίρα, μια σελίδα, μια σφαίρα…». Η ιστορία της Action Directe: Χρονικό-Κείμενα-Συνεντεύξεις, Δαίμων του Τυπογραφείου.
Συλλογικό (2010), Autonomia. Απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων (1970-1980), Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα.
Τολμάιν, Όλιβερ (2007), Ίρμγκαρντ Μάλερ – RAF. «Αυτό ήταν για εμάς Απελευθέρωση» (μτφρ.: Γιάννης Κέλογλου), ΚΨΜ.
Φεραγιόλι, Isabelle (1985), Βία και πολιτική (μτφρ.: Δημήτρης Δεληολάνης), Στοχαστής.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο