Η αναζήτηση των φόβων της ανθρωπότητας ως βάση του έργου ενός συγγραφέα λογοτεχνίας του Φανταστικού είναι μια προφανής επιλογή. Ο συγγραφέας αυτός μιλά άλλωστε κατ’ αντιστοιχία, για τον μύθο του τρόμου, την πλοκή της Ανθρώπινης «τρομαγμένης» Ιστορίας μέσω ονειρικών-συμβολικών μορφών. Την ίδια εποχή με το έργο του Φρόιντ, ένας λογοτέχνης φέρει εντός του κόσμου τα όνειρα του, με την κυριολεκτική σημασία, ανάγοντας τα σε σύμβολα, ακόμα και εν αγνοία του θα μπορούσε να πει κανείς. Aν τα όνειρα ενός λογοτέχνη και οι φόβοι του αντιστοιχούν με αυτά μιας εποχής, τότε αυτός ο λογοτέχνης είναι μια ιδιοφυΐα με την έννοια του γερμανικού «genius», του ανθρώπου-σκεύους του νοήματος μιας εποχής, ενός προφήτη του παρόντος που διαφεύγει των συγχρόνων και ανακτάται από τους μεταγενέστερους. Δηλαδή ένας ποιητής, ένας λογοτέχνης, ένας που μεταχειρίζεται τον μύθο, άξιος του όρου, σωσμένος από τον χρόνο.
Ο φόβος μιας εποχής είναι η ίδια η εποχή, η εποχή ορίζεται με βάση αυτό που μπορεί να την φοβίσει, κάτι που ως τέτοιο πρέπει να βρίσκεται εκτός της ή, αλλιώς, όχι εντελώς εντός της· η εποχή καθρεφτίζεται-αναστοχάζεται σε αυτό το άλλο. Ο H.P. Lovecraft (Λάβκραφτ) ζει ανάμεσα στα 1890-1937. Ζει δηλαδή στην κορυφή μιας ακμάζουσας βιομηχανικής εποχής διαβεβαιωμένης ήδη από την εποχή της Αναγέννησης για την απολύτρωση της από τα δεινά, από το τραγικό. Ζει όμως και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Μεσοπόλεμο καθώς και την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού και πεθαίνει πριν το Αποκαλυπτικό σάλεμα του εκκολαπτόμενου τέρατος εναντίον της Πολωνίας.
Τι φοβόταν λοιπόν ο άνθρωπος σε μια εποχή που η πίστη προς τον εαυτό του είχε, και με το παραπάνω, τονωθεί; Τι θα μπορούσε να φοβάται αυτός ο άνθρωπος που η δημιουργική του δύναμη, η τεχνική, του έδινε μια αίσθηση παντοδυναμίας;
Ακριβώς αυτήν την απώλεια της παντοδυναμίας του.
Δεν θα μπορούσε να φοβάται πως θα την αφαιρέσει ο ίδιος από τον εαυτό του. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο άνθρωπος πίστευε τόσο στη δύναμη, όσο και στην αυτοθυσία του. Αυτό που φοβόταν στα πιο μύχια όνειρα του ο άνθρωπος ήταν η φύση! Η δύναμη του περνάει από μέσα της και μεταμορφώνεται μέσω της αναλυτικής-διαλυτικής της γνώσης επί της φύσης σε ακόμα δραστικότερα εργαλεία. Οντολογικά αυτόματα, που θα έλεγε και ο Χέγκελ.
Πολύ περισσότερο η ίδια η δύναμη που κρατά ακίνητο το θεριό είναι η γνώση που εκτείνεται στο εύρος του. Σε αυτήν την εποχή δεν υπάρχει η έννοια της τεχνολογικής ύβρεως, δεν υπάρχει καν η έννοια της ύβρεως. Αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος της απάντησης του υβρισμένου, τόσο σε επίπεδο ανθρωπότητας (Φύση), όσο και σε επίπεδο κοινωνίας (εργάτης). Ο εργάτης-άνθρωπος πάλι, ο άνθρωπος ο ίδιος, έχει καταλάβει τον εαυτό του μόνο αρνούμενος, μόνο κυριαρχώντας επί της Φύσης. Η διαλεκτική αφέντη και δούλου εμφανίζεται για ακόμα μια φορά στην πραγμάτευση τέτοιων ζητημάτων. Πράγματι, και σε μια άλλη τολμηρή αναλογία επί αυτού του σχήματος, όπου ο άνθρωπος είναι Γνώση-Κυριαρχία, η εμφάνιση του Παρα-Φυσικού θα επέλθει, αν επέλθει, μονάχα για να τον καταστρέψει τόσο βιολογικά όσο, και κυρίως, σαν Γνώση. Η κυριαρχική μορφή της Γνώσης φοβάται πως το έτερο της δεν βρίσκεται ίσως ακόμα εντελώς εντός της και πως έξω από αυτήν καραδοκεί μια Βία, μια εγγενώς εξωτερική δύναμη της ριζικής άρνησης. Για να επιτύχει όμως την ριζική άρνηση η Βία της Φύσης θα πρέπει να έρθει στην Αποκάλυψη της με τα δεσμά της, την ισχνή τελικώς γνώση της, ανα χείρας. Η σύγχυση του ανθρώπου στη θέα της αγνωσίας(αδυναμίας) του θα τρέλαινε,θα αλλοίωνε τον άνθρωπο· εκείνη θα του έδινε, εν μέσω κατάρρευσης, την χαριστική βολή με το σώμα της.
Ο τρόμος άλλωστε σε μια ιστορία του Λάβκραφτ δεν ταυτίζεται απλώς με μια σκοτεινή μορφή αλλά, πολύ περισσότερο, με την συνείδηση των εμπλεκόμενων για το αβοήθητο της κατάστασης τους και για το ασήμαντο της θέσης τους στην τάξη των πραγμάτων. Ενόσω δηλαδή οι άνθρωποι ανακαλύπτουν απέραντους χρονικούς κύκλους και απεραντότητες χώρου, η προσοχή στρέφεται στην άναρχη κίνηση του κόσμου.[1]
Ο Άνθρωπος είναι ο Αφέντης της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, η αφύπνιση του σκλάβου σημαίνει την ριζική κατάρρευση του, την ανικανότητα του για οποιονδήποτε καθορισμό του εαυτού του, την ανικανότητα να αρνείται για να είναι. Ο Λάβκραφτ, που προς επίρρωση των όσων γράφονται, φιλοσοφούσε στην βάση του χρόνου και του κόσμου, ονομάστηκε δικαίως ένας «λογοτεχνικός Κοπέρνικος».
Αν όμως ο Λάβκραφτ ως άλλος Κοπέρνικος παραδίδει τον τρόμο του χρόνου στην Φύση, τότε ποιος είναι ο Πτολεμαίος που τον τοποθετούσε στον άνθρωπο; Δεν χρειάζεται εδώ να διαλέξουμε ένα πρόσωπο· ο τρόμος ανήκε στον άνθρωπο της αρχαιότητας, ενώ ο χρόνος, δηλαδή η αρνητικότητα, και η έννοια του που τρομοκρατούσε τον Λάβκραφτ, στη Φύση. Ο τρόμος του ανθρώπου στην αρχαιότητα γεννάται απέναντι στην αγνωσία του που θα επιφέρει την τιμωρία του κόσμου εν τω χρόνω. Κινούμενος στα πλαίσια της εσχατολογικής Ιστορίας ωστόσο, ο άνθρωπος είναι ο χρόνος και η αθανασία του περνά μέσα από το υλικό της Φύσης.
Ο Λάβκραφτ φαίνεται στο σημείο αυτό να έχει επίγνωση της σημαντικής αυτής θεματικής που έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές της ιστορίας της φιλοσοφίας:
«O τρόμος και το άγνωστο ή το αλλόκοτο είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένα και επομένως είναι δύσκολο να δημιουργήσει κανείς μια πειστική εικόνα ενός κατακρημνισμένου φυσικού νόμου ή μιας κοσμικής αλλοτρίωσης και «εξωτερικότητας» χωρίς να υπερτονίζει το αίσθημα του φόβου. Ο λόγος για τον οποίο ο χρόνος παίζει τόσο σημαντικό ρόλο σε τόσα διηγήματα μου είναι διότι το στοιχείο του χρόνου εμφανίζεται στο μυαλό μου ως το πιο δραματικό και τρoμερό σε αυτό το σύμπαν. Η διαμάχη με τον χρόνο μου φαίνεται σαν το πιο ικανοποητικό και προσοδοφόρο θέμα σε ολόκληρη την ανθρώπινη έκφραση (ενν. Τέχνη)».[2]
Η δήλωση αυτή του Λάβκραφτ είναι ενδεικτική τόσο της σκέψης του επί του χρόνου όσο και μιας επιφαινόμενης σιγουριάς για τα φαινόμενα της φύσης. Ανήμπορος να κατασκευάσει την καταστροφή του φυσικού νόμου ο Λάβκραφτ, που τόσο τον εμπνέει ο τρόμος του χρόνου, θα θολώσει το βλέμμα του αναγνώστη με τον Φόβο. Από εκεί η Φύση θα μπορεί να πάρει την εκδίκηση της στην ψυχή του. Μέσα στο σχήμα ύβρις-άτις-νέμεσις-τίσις της φυσικής αφύπνισης ο Λάβκραφτ είναι η ίδια η φύση που έπειτα από την προσβολή της θολώνει το μυαλό οδηγώντας το σε νέα λάθη έως και την τελική καταστροφή του. Έτσι ο διαβασμένος και ιδιόρρυθμος Λάβκραφτ θα εξομολογηθεί σε ένα γράμμα του:
«Τα μόνα στοιχεία που μπορώ να συλλάβω ως άξιους πρωταγωνιστές του κοσμικού δράματος είναι οι κύριοι φυσικοί νόμοι και δυνάμεις και αυτό που διεγείρει το ενδιαφέρον μου είναι η πειστική ψευδαίσθηση της διάβρωσης, της αναστολής ή της αλλοίωσης τέτοιων νόμων και δυνάμεων. Για μένα, η κλιμάκωση είναι απλώς μια επιτυχημένη παρουσίαση μιας προσωρινής ήττας της κοσμικής τάξης. Χρησιμοποιώ τις ανθρώπινες μαριονέτες ως σύμβολα, αλλά το ενδιαφέρον μου δεν εστιάζεται σε αυτούς. Είναι η κατάσταση της ήττας καθεαυτής –και η αίσθηση της ενυπάρχουσας ελευθέρωσης εντός της– που κομίζει τον ενθουσιασμό και την κάθαρση της Αισθητικής απόλαυσης».[3]
Πρωταγωνιστές είναι οι βασικοί γνωστοί φυσικοί νόμοι και η τέχνη έγκειται στην λύση του σχήματος τους εντός μιας εχθρικής πρόβασης εναντίον του ανθρώπου. Πολύ περισσότερο η κλιμάκωση είναι απλώς μια αποτελεσματική παρουσίαση της ήττας της κοσμικής τάξης και επομένως της Γνώσης που την δόμησε κατά αυτόν τον τρόπο. Ο Λάβκραφτ ως άλλος τραγικός ποιητής θα χρησιμοποιήσει τους ανθρώπους ως σύμβολα για να δείξει την εικόνα της καθεαυτής ήττας και της αίσθησης της απελευθέρωσης που φέρει εντός της. Αυτό επιφέρει την κάθαρση. Σε αντίθεση με το τραγικό είδος που φέρει την τιμωρητική δράση του φυσικού χρόνου ως δάσκαλο της ανθρωπότητας περί του ιδίου, το «πάθος»-«μάθος», ο Λάβκραφτ, ένας άνθρωπος του 19ου και 20ού αιώνα, οδηγείται στην κάθαρση της αισθητικής του απόλαυσης με την λύση του Μύθου του που συμπίπτει με την λύσιν της ίδιας της Ιστορίας. Με το τέλος της ανθρωπότητας από το ξύπνημα της Φύσης θα αναδυθεί από την καρδιά του Λάβκραφτ το τραγικό, η Ενοχή της ανθρωπότητας, η αίσθηση της απελευθέρωσης που ενυπάρχει στην ήττα της.
Ο Λάβκραφτ που δήλωνε μηχανιστικός υλιστής (!) όσον αφορά το κοσμολογικό του μοντέλο και που θεωρούσε τις Θεότητες εκλάμψεις της προκατάληψης γράφει αυτήν τη Λογοτεχνία του Τρόμου. Εντελώς ελεύθερος από οποιαδήποτε πίστη προς το υπερβατικό ήταν συναισθηματικά ελεύθερος να φανταστεί ό,τι αυτός ήθελε και φαντάστηκε την έλευση μιας «παράνοιας» που προέρχεται από την αγνωσία του φυσικού κόσμου, μια κατάρρευση του ανθρώπου εντός της γνώσης του.
Είναι κατά αυτόν τον τρόπο που η έλλογη ανησυχία του 20ού αιώνα, των πολέμων και των οικολογικών καταστροφών, βρίσκει την καλλιτεχνική της έκφραση στον φιλοσοφικό μύθο του Λάβκραφτ.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο