Το παρόν κείμενο είναι μέρος της εισήγησης στo «Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης» στις 22.3.2010, με τίτλο «Ο ήρωας στο néo-polar ή μια νομαδική μηχανή του πολέμου στη Série Noire», στην οποία επιχειρήθηκε μια κειμενική διευθέτηση (μια «διαμόρφωση με τα κατάλληλα τεχνικά εργαλεία»), ή μπορεί και μια φαρμακεία του κειμένου του Μανσέτ με τη νομαδολογία των Ντελέζ-Γκουατταρί.[1] Διευθέτηση, κι έτσι πιθανή θεραπεία, ή φαρμακεία, πρόκειται για τον πειραματισμό μιας νομαδικής ενδυνάμωσης του μανσετικού κειμένου. Η επιλογή της δημοσίευσης μετά από τόσα χρόνια έχει να κάνει περισσότερο με το πάθος για τα βιβλία του Μανσέτ. Έγιναν διορθώσεις που αφορούσαν κυρίως την προφορικότητα του αρχικού κειμένου, προστέθηκαν κάποιες σκέψεις, αλλά οι βιβλιογραφικές παραπομπές παρέμειναν ελλιπείς. Οι αριθμοί των σελίδων στα χωρία από το βιβλίο του Μανσέτ παραπέμπουν στην έκδοση Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής, μτφρ. Θ. Τσαπικίδης, Άγρα, Αθήνα 2001 (Le petit bleu de la côte ouest, série noire, Gallimard, Paris, 1976).
Η ιστορία της καταδίωξης
Όλα πάνε καλά για τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Ζωρζ Ζερφώ. Πρώην αριστεριστής, στέλεχος μιας εταιρείας ηλεκτρονικών στο Παρίσι, οικογενειάρχης (sic) με δυο παιδιά και μια γυναίκα υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων σε μια κινηματογραφική εταιρία. Πηδιούνται τακτικά, αν και καμιά φορά ο Ζερφώ δεν μπορεί να φτάσει σε οργασμό. Όλα πάνε καλά για τον Ζερφώ. Μόνο που κάποια βράδια όταν πέφτει να κοιμηθεί, εμφανίζει ξαφνικά σημάδια μιας στενάχωρης διέγερσης και μελαγχολίας. Τότε σηκώνεται, βάζει ουίσκι και ακούει τζαζ: μελαγχολικά κομμάτια της West Coast jazz, Gerry Mulligan, James Giuffre κ.ά. Άλλες φορές ο Ζερφώ κάνει γύρες με την Μερσεντές του στον εξωτερικό περιφερειακό του Παρισιού. Για τον Μανσέτ ζει μια μάλλον αδύναμη ζωή η οποία αναφέρεται περισσότερο στις σχέσεις του με τα αντικείμενα και τις μάρκες τους, παρά με τους ανθρώπους.
Ώσπου, καθώς τρέχει στον αυτοκινητόδρομο τα μεσάνυχτα της 27ης Ιουνίου, φαίνεται ότι συμβαίνει ένα ατύχημα. Σταματά (για να μην κατηγορηθεί για εγκατάλειψη ανθρώπου σε κίνδυνο), παίρνει τον τραυματία, τον αφήνει στο νοσοκομείο και μετά το σκάει. Γυρίζει στο σπίτι του και στις 29 φεύγουν για διακοπές στο Saint-Georges-de-Didonne, στη νοτιοδυτική Γαλλία. Δυσφορεί που πάνε συνέχεια στο ίδιο μέρος, αλλά συμβιβάζεται. «Κάποια μέρα θα τρελαθώ ξαφνικά και ούτε που θα το πάρεις είδηση», λέει στη γυναίκα του.
Στις 30 Ιουνίου νοικιάζει μια τηλεόραση (την ασχήμια της οποίας δεν μπορεί να συνηθίσει), φοράει ένα μαγιό και πηγαίνει στην πλαζ με την οικογένειά του. Ενώ κάνει μπάνιο σε μια θάλασσα γεμάτη υδρογονάνθρακες, κουκούτσια από ροδάκινα, φλούδες φρούτων και κηλίδες κάτουρου, όπου κολυμπούν χαρούμενα κορίτσια και σπορτίβ γέροι, του επιτίθενται δυο τύποι προσπαθώντας να τον πνίξουν. Γλιτώνει, βγαίνει έξω, ηρεμεί, πιάνει από την τσάντα της γυναίκας του την «Πείρα του εργατικού κινήματος» του Καστοριάδη και κάνει πως διαβάζει. Δίπλα, η γυναίκα του διαβάζει Αλεξάντρα Κολλοντάι. Παρατάει το βιβλίο, σηκώνεται και φεύγει χωρίς κουβέντα. «Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτό που ένιωθε. […] ‘Ηθελε σχεδόν να εμφανιστούν ξανά οι δυο άντρες και να του επιτεθούν, για να δώσουν έτσι ένα τέλος στην αβεβαιότητά του» (61).
Δεν πηγαίνει στην αστυνομία, αλλά γυρίζει με το τρένο στο Παρίσι και πηγαίνει στο φωτογραφείο ενός συμφοιτητή του, αριστεριστή. Είναι ακόμα μια υστερική μηχανή όπως τον ονομάζει ο Μανσέτ, φοβισμένος από την απειλή του θανάτου. «Πρέπει να πας στην αστυνομία», του λέει ο παλιός του φίλος. «Δεν έχω όρεξη», απαντά ο Ζερφώ (65). Τελικά παίρνει ένα παλιό όπλο (ο Μανσέτ περιγράφει πάντα με ακρίβεια τα όπλα που χρησιμοποιούν οι χαρακτήρες του) και αντί να κρυφτεί, κόβει βόλτες στο Παρίσι. Χωρίς κάποιο φανερό σκοπό και χωρίς να ενημερώσει την οικογένεια, νοικιάζει ένα αμάξι και παίρνει την Autoroute du Soleil (Παρίσι-Λυών-Μασσαλία).
Οι διώκτες του δυσκολεύονται να τον στοχοποιήσουν. Νιώθουν αμήχανα. Δεν πηγαίνει ποτέ εκεί που περιμένουν ότι θα πάει. «Οι προηγούμενες δουλειές είχαν πάει περίφημα, μέχρι που έπεσαν πάνω σ’ αυτόν τον γελοίο τον Ζερφώ. Κανονικά είναι πολύ εύκολο να σκοτώσεις ένα στέλεχος επιχείρησης. Τώρα αρχίζουν να τα παίρνουν με τον Ζερφώ» (77). Γίνονται ανυπόμονοι, αποδιοργανώνονται, κάνουν λάθη, και τελικά ο Ζερφώ καταφέρνει, σχεδόν κατά λάθος, μέσα στην απόγνωσή του, να σκοτώσει τον έναν από τους διώκτες του. Περιφέρεται πληγωμένος, τον κλέβουν, τον χτυπάνε, αρχίζει να γρυλλίζει αντί να μιλάει (όπως ο Τεριέ «βελάζει» στον ύπνο του στην Πρηνή θέση του σκοπευτή), κάποια στιγμή ξαπλώνει μπρούμυτα για να γλείψει τα χόρτα και να απολαύσει τη σωτηρία του.
Για την αστυνομία θεωρείται αγνοούμενος. Έχει γίνει αόρατος. Αλλάζει όνομα, περιπλανιέται, παρουσιάζεται ως αλήτης και ζει για μήνες στην καλύβα ενός γέρου στο Saint Jean στις Άλπεις, ο οποίος συστήνεται ως δεκανέας, αν και δεν έχει πολεμήσει ποτέ. «Απόβλητος έγινα, λέει ο Ζερφώ, Αυτό είμαι. Έχασα τη χρησιμότητά μου, τη δουλειά μου, το δρόμο μου, Εβίβα!» (120-2). Όλη αυτήν την πορεία του ήρωα ο Μανσέτ την παρουσιάζει ως διαδικασία μεταμόρφωσής του: από κυνηγημένος γίνεται σιγά-σιγά κυνηγός. Μαθαίνει να επιβιώνει, να εκπλήσσεται που είναι ακόμα ζωντανός, μαθαίνει τα όπλα, γίνεται κυνηγός, γίνεται εραστής, γίνεται ντετέκτιβ, μαθαίνει να σκοτώνει.
Είχε μια μικρή δυσκολία να συγκεντρωθεί, αλλά δεν ήταν πια διστακτικός στο τι έπρεπε να κάνει, αντίθετα απ’ ό,τι τους τελευταίους μήνες, από τότε που άρχισαν οι απόπειρες να τον δολοφονήσουν, και, αν το σκεφτεί κανείς, αντίθετα και απ’ ό,τι ήταν και πολύ πιο πριν, στη ζωή του ως στέλεχος, σύζυγος και πατέρας, και πιο πριν ως φοιτητής, συνδικαλιστής και εραστής πριν παντρευτεί, και ως έφηβος και ίσως ακόμα και ως παιδί (154).
Επιπλέον, έχει πάψει πια να ακούει τα μελαγχολικά κομμάτια της Δυτικής Ακτής.
Ο διώκτης του τον ανακαλύπτει, ο Ζερφώ καταφέρνει να τον σκοτώσει, επιστρέφει στο Παρίσι, δεν πηγαίνει στο σπίτι του, ψάχνει να βρει τα αίτια της απόπειρας δολοφονίας του. Ανακαλύπτει ότι ο τύπος που είχε μεταφέρει στο νοσοκομείο είχε δολοφονηθεί κατ’ εντολή του Αλόνζο Έμερυχ υ Έμερυχ, ένας πράκτορας της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Ερευνών της Δομινικανής Δημοκρατίας ο οποίος «δεν έκανε ποτέ πόλεμο», αλλά ασχολιόταν με τον εσωτερικό πόλεμο. Η CIA τον απέσυρε, κι ο Αλόνζο ζει απομονωμένος και φοβισμένος σε μια φάρμα στο Magny-en-Vexin, στη Βόρεια Γαλλία. Συνεχίζει να κάνει «δουλειές», γράφει τα απομνημονεύματά του, τρώει κονσέρβες και αυνανίζεται, συνήθως αποτυχημένα και με διαλείμματα, με τεύχη του Playboy. O Αλόνζο δεν ακούει τζαζ. Στη δισκοθήκη του έχει τρεις κατηγορίες μουσικής: Μπαχ – Μπετόβεν – Μότσαρτ, γλυκερά αμερικάνικα τραγούδια και Τσαικόφσκι, Λιστ, Σοπέν (ορθό: άλλο τα 3Μ και άλλο οι ρομαντικές εξυπνάδες των τελευταίων). Ο Αλόνζο ακούει μόνο τους τελευταίους.
Καθώς ο Ζερφώ ήταν μάρτυρας της δολοφονίας στον αυτοκινητόδρομο, ο Αλόνζο είχε δώσει εντολή να τον σκοτώσουν και αυτόν. Ο Ζερφώ βρέθηκε τυχαία στην επικράτεια της κρατικής μηχανής. Η περίπτωση Ζερφώ όμως παρέμενε για τον Αλόνζο ένα εκνευριστικό και ανησυχητικό μυστήριο (175). Είναι 3 Μαΐου, σχεδόν ένας χρόνος μετά την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του, κι ο Ζερφώ αποφασίζει να σκοτώσει τον Αλόνζο. Φεύγει για το Magny-en-Vexin, ο Αλόνζο εκείνει τη στιγμή διαβάζει γυμνός στην μπανιέρα του το «Περί Πολέμου» του Κλαούζεβιτς και ακούει Σοπέν. Το κομμάτι αλλάζει σε Λιστ, ο Ζερφώ εισβάλλει στο σπίτι, σκοτώνει τον σκύλο, ένα μπουλμαστίφ, κάνει εμετό πάνω στα απομνημονεύματα του πανικόβλητου Αλόνζο. Τελικά ο Ζερφώ τον σκοτώνει με μια σφαίρα στην κοιλιά και μια στο κεφάλι. Ο Μανσέτ συνηθίζει να πυροβολεί τα κεφάλια των ηρώων του. Μετά από όλη αυτή την πορεία, ο Ζερφώ λεκιασμένος από τους εμετούς του επιστρέφει στο σπίτι του, στην οικογένειά του. Βάζει στο πικάπ ένα κομμάτι της Δυτικής Ακτής και ισχυρίζεται ότι έπαθε αμνησία. Θα ξαναπιάσει δουλειά και το καλοκαίρι θα πάει και πάλι διακοπές στο Saint-Georges-de-Didonne στη νοτιοδυτική Γαλλία.
Όλα πάνε καλά για τον Ζερφώ. Μόνο κάποιες φορές τον πιάνει μια ακατανόητη διέγερση και στενοχώρια, σηκώνεται, βάζει ποτό, ακούει μουσική και κάνει βόλτες με το αμάξι του στον περιφερειακό του Παρισιού. «Στην ατζέντα του έγραψε ότι θα μπορούσε να ήταν καλλιτέχνης ή μάλλον άνθρωπος της δράσης, τυχοδιώκτης, πολεμιστής, κονκισταδόρ, επαναστάτης κι άλλα πράγματα» (188). Ο Μανσέτ κλείνει το βιβλίο:
Δεν υπάρχει τρόπος για να πούμε συγκεκριμένα που θα καταλήξουν τα πράγματα για τον Ζερφώ. Στο ευρύτερο σύνολο βλέπουμε που πάνε τα πράγματα, αλλά δεν βλέπουμε συγκεκριμένα. Στο ευρύτερο σύνολο θα ανατραπούν οι σχέσεις παραγωγής στις οποίες πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία για την οποία ο Ζώρζ ξεχύνεται έτσι στον περιφερειακό με μειωμένα αντανακλαστικά και ακούγοντας αυτή τη μουσική. Ίσως ο Ζωρζ να εκδηλώσει κάτι διαφορετικό από την υπομονή και τη δουλικότητα που εκδήλωνε πάντα. Είναι απίθανο. Κάποτε, υπό ασαφείς προϋποθέσεις έζησε μια έντονη και αιματηρή περιπέτεια. Και μετά το μόνο που βρήκε να κάνει είναι να επιστρέψει στο μαντρί. Και τώρα, κλειδωμένος στο μαντρί, περιμένει. Το γεγονός ότι ο Ζώρζ μαζί με το μαντρί του γυρίζει γύρω από το Παρίσι με 145 χιλιόμετρα την ώρα δείχνει μόνο ότι ο Ζώρζ είναι άνθρωπος του καιρού του, όπως επίσης και του χώρου του (188).
Μια νομαδική διευθέτηση της πλοκής
Ο Ζερφώ είναι πάντα εκεί που πρέπει να είναι, πηγαίνει στη δουλειά του, γυρίζει στο σπίτι όπου ζει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, κάνει διακοπές κάθε φορά στο ίδιο μέρος. Ακολουθεί τα συνήθη μονοπάτια. Ένας βίος μάλλον αποδυναμωμένος, για τον Μανσέτ. Όλα όμως είναι καλά για τον Ζερφώ, μόνο που κάποιες φορές νιώθει μια μικρή δυσφορία με την οργάνωση του βίου του. Δεν μπορούμε να πούμε ότι υποφέρει, αν και το σώμα του παράγει κάποια σημάδια δυσφορίας. Τα όργανά του μερικές φορές, τα βράδια συνήθως, δυσφορούν (32, 43, 61). Τριγυρνάει πιωμένος, ήρεμος από τα βαρβιτουρικά, στον εξωτερικό περιφερειακό του Παρισιού που κυκλώνει το χώρο της ζωής του. Είναι η περίμετρος που ορίζει το εσωτερικό: η κλειστή τεθλασμένη γραμμή που ορίζει την έκτασή του. Αλλά για τον Ζερφώ, η περίμετρος δεν είναι μόνο μια κεντρομόλος κυκλοφορία στην περίφραξη ενός εσωτερικού, αλλά θα γίνει και το όριο που θα διασχίσει. Το ατύχημα στον περιφερειακό θα είναι το περιστατικό διάρρηξης της έκτασης του Ζερφώ, που θα τον ωθήσει να εγκαταλείψει τα συνήθη μονοπάτια της ζωής του. Μπροστά στον κίνδυνο, ο Ζερφώ δεν οχυρώνεται στο κέντρο, στην οικογένεια, και δεν καταφεύγει στην προστασία των κρατικών μηχανισμών (το νεοπολάρ διέρρηξε τη σχέση πολίτης – έγκλημα – νόμος – μηχανισμός). Ο Ζερφώ επέλεξε να φύγει από το κέντρο: είτε αυτό είναι το έδαφος του Παρισιού είτε το έδαφος της οικογένειάς του είτε το έδαφος του Νόμου.
Το περιστατικό διάρρηξης δεν έχει τίποτα το ηρωικό. «Ο νομάδας δεν είναι μετανάστης γιατί δεν θέλει να αναχωρήσει, αλλά επινοεί το νομαδισμό του ως απάντηση» (Ντελέζ-Γκουατταρί). Ο Ζερφώ εγκαταλείπει το έδαφός του, ως απάντηση σε ένα συμβάν. Ο εχθρός είναι αόρατος και ακατανόητος και η απάντησή του Ζερφώ είναι η λιποταξία από το έδαφος που κινείται και τις ιεραρχίες του. Με αυτήν την κίνηση αρνείται τις καθηλώσεις του: την υπαγωγή του στην εργασία, στην οικογένεια, στη σταθερή του ταυτότητα. Επιλέγει, χωρίς επιλογή, χωρίς σκέψη, την προδοσία. Ακολούθως, πληγωμένος από τους διώκτες του, ξαπλώνει στο άγνωστο χώμα για να φιλήσει το νέο χορτάρι. «Έχω πάθει σχιζοφρένεια, έχω τρελαθεί;», αναρωτιέται συχνά.
Η δράση του δεν είναι η δράση του κλασικού νουάρ ήρωα παρασυρμένου από μια πρόκληση-δέσμευση με καταστροφικές συνέπειες, ένας ήρωας ο οποίος ξέρει τι θα γίνει (τι θα πάθει) και εντούτοις το κάνει· που έχει επίγνωση ότι η καταστροφή τον περιμένει εάν ακολουθήσει την πρόκληση, αλλά αδυνατεί να της αντισταθεί («ο νουάρ ήρωας ως μετα-τραγικό πρόσωπο της ύστερης νεωτερικότητας», Ζίζεκ). Όμως ο Ζερφώ δεν παρασύρεται και δεν απειλείται από μια πρόσκληση-δέσμευση. Τείνει περισσότερο προς το μαρξικό (και όχι μόνο μαρξικό): «δεν το ξέρουν, αλλά το πράττουν». Η δράση του Ζερφώ είναι η εγκατάλειψη στον κίνδυνο ως απάντηση σε έναν φόβο, κι έτσι, την ίδια στιγμή μοιάζει να είναι και μια επινοημένη κατάσταση λιποταξίας. Ο Μανσέτ μοιάζει να θέλει να δείξει ότι ο Ζερφώ δεν σκέφτεται τη δράση του, δεν την οργανώνει. Παρουσιάζει την εκκίνηση της λιποταξίας, την απομάκρυνση από το κέντρο, όλες τις ενέργειες του Ζερφώ ως δράσεις χωρίς απόφαση. Ακόμη περισσότερο, ως αφασικές δράσεις: χωρίς ομιλία, χωρίς λόγο, χωρίς σκέψη, χωρίς εντέλει καμιά κειμενική καταγραφή της σκέψης επί των αποφάσεων. Δεν υπάρχει βάρος στις αποφάσεις που παίρνει. Οι χαρακτήρες δεν κατανοούν ή δεν μπορούν να κατανοήσουν την κατάσταση.
Ο Μανσέτ αποφεύγει τους εσωτερικούς μονολόγους (και πυροβολεί τους ήρωές του στο κεφάλι, ήδη το γράψαμε). Λες και η δράση του Ζερφώ (σε αντίθεση με αυτές των διωκτών του) θεμελιώνεται σε αφασικές αποφάσεις, αποφάσεις χωρίς απόφαση. Δεν υπάρχει ομιλία ούτε απόφαση, υπάρχει μόνο η δύναμη του ανέμου που έρχεται από την Αρκτική, στροβιλίζεται στα εδάφη και χτυπά τα πρόσωπα των ανθρώπων (βλ. το σχετικό εκπληκτικό απόσπασμα στην Πρηνή θέση του σκοπευτή, σελ. 9 και ξανά το ίδιο απόσπασμα αλλά με μια κρίσιμη διαφοροποίηση στη σελ. 218). «Νομίζουμε ότι σκεφτόμαστε με το κεφάλι μας, εγώ σκέφτομαι με τα πόδια. Μόνο εκεί συναντώ κάτι σκληρό. Καμιά φορά, σκέφτομαι με τους μύες του μετώπου, όταν σπάζω το κεφάλι μου με κάτι. Έχω δει πολλά ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα για να ξέρω πως δεν υπάρχει ίχνος σκέψης», (ο Λακάν απαντά σε ερώτηση του Τσόμσκι για τη σκέψη[2]). Όπως για τον Λακάν, έτσι και για τον Ζερφώ του Μανσέτ, σκανδαλωδώς και σοβαρά, δεν υπάρχει σκέψη, παρά μόνο κίνηση και στάθμευση. Η σκέψη βρίσκεται στην ίδια την κίνηση, στην κίνηση που προσκρούει και φεύγει.
Για να συνοψίσουμε, ο Ζεφρώ δεν απευθύνθηκε στον νόμο και τους μηχανισμούς του κράτους για να θεραπεύσει το φόβο του, αλλά βρισκόμενος σε επικίνδυνη επαφή (όπως αποδείχτηκε τελικά) με μια άλλη επιφάνεια του κράτους, επέλεξε να κινηθεί νομαδικά (αυτή την επιφάνεια την έλεγαν παλιά «βαθύ κράτος», και αχρείαστα τη λένε ακόμη, ─ένας άχρηστος όρος που οδηγεί σε παλινδρόμηση και αναλυτική τυφλότητα). Ο Ζερφώ επέλεξε την παραφωνία. Για ένα χρόνο γίνεται ένας ξένος, ένας αποπροσανατολισμένος. Αποσύρεται, μετακινείται αναίτια, η δράση του δεν παράγει κανένα άμεσο αποτέλεσμα, δεν είναι ορθολογική, ζει στο βουνό για ένα χρόνο σχεδόν, σκέφτεται να μείνει εκεί για πάντα. Κινείται τεθλασμένα και αναίτια, και με όλα αυτά αλλάζει ο ίδιος, και αλλάζει και ο χάρτης της σύγκρουσης.
Το ατύχημα ήταν κατά κάποιο τρόπο η αφορμή για να ακολουθήσει μια γραμμή φυγής. Η τυχαία εμπλοκή του αποτέλεσε μια κατάσταση που ενεργοποίησε δυνάμεις άπωσης. Όμως, αναπόφευκτα, για τον Ζερφώ, η μανούβρα αποφυγής και φυγής, η μετακίνηση σε ποικίλες κατευθύνεις, ο χώρος εντέλει που άνοιξε δεν ήταν ο εξωτερικός χώρος της σωτηρίας του: ο Ζερφώ μετακινείται αλλά η απειλή μετακινείται κι αυτή. «Η έλξη μαζί με την άπωση».[3] Δημιουργείται, λοιπόν, ένας χώρος όπου οι δυνάμεις βρίσκονται σε διαρκή σχέση μετακινούμενης αντιπαλότητας. Ο ένας προσπαθεί να εγκλωβίσει και να αποφύγει τον άλλον, μια σχεσιακή κίνηση που μεταφράζεται σε ένα συνεχές παιχνίδι ορατότητας και μη-ορατότητας. Μετακινούνται μαζί, και έτσι ορίζονται συνεχώς μετακινούμενες συνοριακές γραμμές. Ένα μετακινούμενο πεδίο μεταβαλλόμενων δυνάμεων χωρίς προδιαγεγραμμένους κανόνες, που δεν θεμελιώνεται στη γνώση: οι δυο αντίπαλοι (στο νουάρ είμαστε, πάντα υπάρχουν αντίπαλοι[4]) δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Ξανά, δεν υπάρχει γνώση, μόνο κίνηση.
Σε αυτή την κατάσταση, Ο Ζωρζ Ζερφώ αναζητά νέους τρόπους προφύλαξης και δράσης, αλλά ταυτόχρονα επινοεί τον εαυτό του. Ο στροβιλισμός του δεν είναι μόνο εδαφικός, εκτατικός, αλλά εξίσου και εντατικός. Η εδαφική διασπορά ανοίγει τη δυνατότητα των αναπάντεχως και παράταιρων γεγονότων. Γεγονότα που λειτουργούν ως αποκέντρωση και διασπορά του εαυτού. Χωρίς νοσταλγία, χωρίς μνήμη, μαθαίνει να κινείται σε άγνωστα εδάφη, να κάνει έρωτα αγγίζοντας, ψηλαφώντας, όπως δεν έκανε με τη γυναίκα του, μαθαίνει τα όπλα, μαθαίνει να κυνηγά, να σκοτώνει. Να παράγει για τον εαυτό του διαφορετικές χρήσεις. Να είναι αποφασιστικός. Ο Ζερφώ γίνεται μια «μηχανή του πολέμου». Αλλά δεν έχει για σκοπό ούτε τη μάχη ούτε τον πόλεμο, όπως κάθε νομαδική μηχανή του πολέμου. Έγινε νομάδας, έγινε μηχανή ενός δυνητικού πολέμου, γιατί βρέθηκε τυχαία στον χώρο του πραγματικού πολέμου που επιχειρούσε ένας εκπρόσωπος της κρατικής μηχανής ─μια αναγκαστική απάντηση στην πολεμική κατάσταση με την οποία ήρθε σε επαφή (για τη νομαδολογία, ο πραγματικός πόλεμος της μηχανής του πολέμου είναι μόνο ένα συμπλήρωμα).
Στον Μανσέτ ο χώρος είναι απογυμνωμένος, χάρτης σημείων μετακίνησης, χωρίς ιεραρχίες, μνήμη και εσωτερικότητα, περισσότερο έδαφος παρά τόπος (τόπος είναι η Μασσαλία του Ζ.-Κ. Ιζζό[5]). Οι κινήσεις του Ζερφώ είναι απρόβλεπτες για τους διώκτες του. Όχι με την έννοια ότι μας επιφυλάσσει εκπλήξεις ή ανατροπές δράσης, αλλά μοιάζει να μην έχει στρατηγική. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έχει στο νου του. Οι διώκτες του τον χάνουν και τον βρίσκουν τυχαία, και πάντως εκεί που δεν τον περιμένουν, κι έτσι μετατοπίζει το έδαφος της σύγκρουσης. Το προτέρημα των ατάκτων, έλεγε ο T. E. Lawrence στον Ανταρτοπόλεμο στην έρημο, βρίσκεται «στο βάθος των κινήσεων όχι στην κατά μέτωπο σύγκρουση. Οι στρατοί μοιάζουν με φυτά, ακίνητοι ως σύνολο, ριζωμένοι βαθιά. Εμείς οι άτακτοι, θα μπορούσαμε να λειτουργούμε με έναν τρόπο πιο ασαφή, σαν μια επιρροή, ένα πράγμα ανέγγιχτο, δίχως μπρος ή πίσω, σαν τον ατμό που γυρίζει στον αέρα όπως θέλει».[6] Οι αρχικές κινήσεις του Ζερφώ ήταν κινήσεις απομάκρυνσης από τους διώκτες του, μια μανούβρα αποφυγής (όπως θα ‘λεγε ο T. E. Lawrence), όμως κατόπιν δεν ξέρουμε τι ακριβώς έχει στο νου του. Δεν μαθαίνουμε καν αν θέλει να πολεμήσει. Είναι αυτό που φέρνει σε αμηχανία τους διώκτες του, είναι το μυστήριο που εκνευρίζει τον Αλόνζο (που διαβάζει Κλαούζεβιτς).
Ο Ζερφώ δρα με μεταβαλλόμενες ταχύτητες: κινείται γρήγορα, σταθμεύει, κινείται αργά. Η στάση και οι διαφορές του μεγέθους της ταχύτητας είναι και διαφοροποιήσεις έντασης και παθών. Ακινησία, ταχύτητα, κατατονία και βιασύνη είναι τα χαρακτηριστικά των νομάδων για τους Ντελέζ-Γκουατταρί. «Ο νομάδας ξέρει πώς να περιμένει με άπειρη υπομονή». Ο Ζερφώ παραμένει για μήνες στο βουνό σε πρωτόγονες σχεδόν συνθήκες. Κατόπιν, όταν θα γίνει ξανά ορατός από τον διώκτη του, θα καταφέρει να τον σκοτώσει, θα εγκαταλείψει το βουνό, θα πάει στο Παρίσι, θα ανακαλύψει ποιος ήταν ο τραυματίας που μετέφερε, θα βρει τον στρατιωτικό που ήταν πίσω από όλα αυτά και θα τον σκοτώσει.
Ο Μανσέτ αφηγείται έναν πόλεμο που τραβάει πολύ, και χαράσσεται καθοδόν, σχεσιακά, συγκυριακά. Κάθε στιγμή είναι η ελάχιστη στιγμή, για τον ίδιο και τον αναγνώστη, μιας ανεπαίσθητης, μη-λεχθείσας απόφασης η οποία ανανεώνεται συνεχώς. Μέχρι το τελικό χτύπημα στη φάρμα του Αλόνζο. Καμιά στρατηγική ή αλλιώς «η στρατηγική των μεταβαλλόμενων τακτικών». Μια διαδικασία μπλεγμένη και αργή σαν να τρως σούπα με μαχαίρι (T. E. Lawrence). O Ζεφρώ, κινούμενος από το φόβο των διωκτών του και τη δυσφορία των οργάνων του σώματός του, σκεπτόμενος με τα πόδια του, αποχωρεί από το κέντρο, γίνεται άχρηστος, γίνεται αόρατος, διευρύνει τον χώρο δράσης του για δημιουργήσει έναν χώρο-θύλακα, επινοεί τον εαυτό του εκ νέου, ανασυντάσσει τις σχέσεις με τον αντίπαλο, ενδυναμώνεται, και επιλέγει στο τέλος να γίνει ορατός για να επιτεθεί προκειμένου να καταλάβει τον χώρο του άλλου: είναι η τελική εισβολή στο σπίτι του Αλόνσο και η δολοφονία του (όταν ο Ζερφώ φτάνει στον κεντρικό στόχο, το κέντρο είναι ήδη ανίσχυρο, ξεδοντιασμένο). Μια συνολική κίνηση απεγκλωβισμού του διωκώμενου και εγκλωβισμού του διώκτη. Ή από τη μη-στρατηγική στρατηγική[7] (των συνεχών μεταβαλλόμενων τακτικών θεμελιωμένων στη σκέψη των ποδιών, του σώματος και του εδάφους) στη στρατηγική του τελικού εγκλωβισμού του αντιπάλου. (Είμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’70 και έχει απομείνει ακόμη κάτι από τη από την αισιόδοξη μαζική στρατηγική επιθυμία (μια επιθυμία για κράτος) των «διωκόμενων» του 20ού αιώνα, αν στρατηγική είναι η δυνατότητα όρασης του πεδίου από ένα υποκείμενο, «ο υπολογισμός των συσχετισμών δυνάμεων που γίνεται εφικτός από τη στιγμή που μπορεί να απομονωθεί από έναν περίγυρο ένα υποκείμενο του βούλεσθαι και του δύνασθαι».[8])
Ο Ζερφώ, μια μονάδα, στρατιώτης και στρατηγός μαζί (και πάλι ο T. E. Lawrence). Η νομαδική κίνηση του Ζερφώ, άλλαξε την κατανομή των θέσεων: από διωκόμενος έγινε διώκτης. Η έλλειψη ισχύος, η μειονεξία και ο υστερικός φόβος, με την ασταθή κίνηση μετατράφηκε σε ασφάλεια και δύναμη. Η δύναμη για τους Ντελέζ-Γκουατταρί και τον T. E. Lawrence δεν είναι η πίεση. Είναι η ικανότητα να παράγεις αλλαγή, η ικανότητα να γίνεσαι. Κι όλα αυτά, αυτά που έγινε ο Ζερφώ, τον οδήγησαν στη νίκη.
Αλλά ήταν μια προσωρινή νίκη. Ο Ζερφώ «γύρισε στο μαντρί», και για τον Μανσέτ, άνθρωπο του καιρού του, του καιρού της προοδευτικής εξάντλησης και των μεταστροφών του συμβάντος του Μάη ’68, αυτή η επιστροφή ήταν εντέλει μια ήττα μετά τη νίκη: η επιστροφή στο σπίτι, στην οικογένεια, στην εργασία, η επανένταξή του ως αντικείμενο των κρατικών μηχανισμών. Ο ήρωάς του δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να κάνει κάτι άλλο και να μην επιστρέψει στις συνήθεις ιεραρχίες του και τη συνήθη λογοδοσία. Ο Ζερφώ γύρισε, γιατί μοιάζει να μην είχε τι να κάνει αυτό που έζησε. Επιστρέφοντας, ο Ζερφώ θα δικαιολογηθεί για το κενό στην οικογένειά του, στον εργοδότη του, στους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, και θα πει ότι έπαθε αμνησία. Η νομαδική κίνηση προϋποθέτει την αμνησία, και την ίδια στιγμή ο Μανσέτ την εξαφανίζει μέσω της αμνησίας: είναι μη-εγγράψιμη στους θεσμούς και στους μηχανισμούς. Θα συνεχίσει τη ζωή του κανονικά. Στο «τελευταίο» βιβλίο του, την Πρηνή θέση του σκοπευτή (1982), ο Μανσέτ κάνει ένα βήμα ακόμη. Ο άνθρωπος του κρατικού μηχανισμού λέει στον ήρωα που θέλει να φύγει: «Δεν θα πας πουθενά, γιατί δεν έχεις που να πας». Και ο άνθρωπος του κρατικού μηχανισμού του φυτεύει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο ήρωας θα συνεχίσει να ζει, με μια σφαίρα χωμένη στο κεφάλι, κανονικός και αφασικός, αλλά στον ύπνο του βελάζει και παίρνει την πρηνή θέση του σκοπευτή.
Έτσι, για λίγο μόνο, λες και σαν διάλειμμα, ο Ζερφώ αφέθηκε στο στροβιλισμό μιας φυγόκεντρης δύναμης που προκλήθηκε από την απόπειρα δολοφονίας του, αλλά επέστρεψε για να παραμείνει στο κέντρο κάνοντας γύρες τα βράδια «μαζί με το μαντρί του» στον εξωτερικό περιφερειακό του Παρισιού. Αλλά μοιάζει να τριγυρνάει στον περιφερειακό για να συναντήσει και πάλι το γεγονός που θα τον κάνει να πάθει αμνησία. Συνεπώς, το απλό γεγονός της «επιστροφής στο μαντρί» δεν υπάρχει. Αυτό που συμβαίνει είναι η συνεχής επιστροφή του Ζερφώ στον περιφερειακό, η εκκρεμής παραμονή του στην περίμετρο. Ο εξωτερικός περιφερειακός δεν είναι μόνο η περίμετρος που ορίζει το εσωτερικό, ούτε είναι μόνο το όριο που αναμένεται να διασχιστεί μια στιγμή, μια κάποια στρατηγική στιγμή. Ο εξωτερικός περιφερειακός έχει γίνει η εκκρεμότητα του ορίου.
Μπορεί να πρόκειται για υπερερμηνεία, αλλά θα την ακολουθήσουμε: Αυτή η εκκρεμότητα είναι μια επίμονη κίνηση η οποία δεν είναι (α:) η επίμονη αναζήτηση της επανάληψης ενός συμβάντος αμνησίας (η οποία θα ήταν η επιθυμία του έξω, η ναϊφ φαντασίωση της άρσης των απαγορεύσεων, ενός αμόλυντου και καθαρού έξω), (β) μάλλον δεν είναι ούτε η κρυφή-απωθημένη μνήμη του νομάδα-αμνήμονα που έχει επιστρέψει από έξω και η οποία φανερώνεται κειμενικά δια της γραφής του Μανσέτ (ο Ζερφώ, με την επιστροφή του, αρνήθηκε «να κάνει ψυχανάλυση για να δει τι του κρύβει το πνεύμα του», 187[9]). Μάλλον πρόκειται για τη συνεχώς απούσα παρουσία της νομαδικής αμνησίας, το ίχνος της οποίας έχει ήδη εγγραφεί και παρουσιάζεται άμεσα, ρητά, με την εκκρεμή κίνηση στον περιφερειακό. Έτσι ο Ζερφώ θα συνεχίσει να ζει με αυτή την απούσα παρουσία της νομαδικότητας.
Εντέλει, αυτή η εκκρεμότητα του ορίου είναι η πτύχωση του εαυτού ανάμεσα στη μνήμη της κανονικότητας και τη νομαδική αμνησία. Στη νιτσεϊκή αναφορά της «κίνησης από το κέντρο στο Χ»[10] ο Ζερφώ απαντά με έναν αναπάντεχο τρόπο. Η κίνηση από το κέντρο προς το Χ δεν είναι η κίνηση από το εσωτερικό στο εξωτερικό ως μια κίνηση παραβίασης, αλλά είναι μια κίνηση εκκέντρωσης του προσώπου στη φύση, το εγχείρημα του θανάτου του Θεού, ένα θάνατο που αντικαθίσταται από το ερώτημα της γνώσης, κι έτσι επανασυνδέεται ο μηδενισμός της κίνησης προς το Χ με τον παλιό ασκητισμό. Στην κίνηση από το κέντρο στο Χ, που εκκεντρώνει το υποκείμενο στο σύμπαν-στη φύση, για να αντικαταστήσει το Θεό με τον άνθρωπο που σκέφτεται, ο Μανσέτ απαντά με μια παράξενη επιστροφική κίνηση προς τη μη-γνώση: τη οπτική μαρτυρία στα πρόσωπα και τα πράγματα. Αυτή η επιστροφική κίνηση προς την οπτική μαρτυρία δεν είναι μια επιστροφή προς έναν άνθρωπο κέντρο του κόσμου, αλλά οδηγεί τον Μανσέτ σε μια μη υποκειμενική προοπτική, προς την εκμηδένιση του υποκειμένου. Οι ατομικές διαφοροποιήσεις των χαρακτήρων σβήνουν σε μια εξαντλητική, ψυχρή, αδυσώπητη καταγραφή της επιφάνειας των αντικειμένων και των κινήσεων των χαρακτήρων. Ο Ζερφώ έφυγε από το κέντρο γιατί «προτιμούσε ένα μέρος που θα μπορούσε να δει γύρω κάτι που να μην είναι το πρόσωπό του όπου δεν θα του μιλούσαν όλα για τον εαυτό του, ένα τοπίο χωρίς ζωή» (78).
Η μη-υποκειμενική προοπτική, η αμνησία, η αφασία ορίζονται ως οι τρόποι μιας δύναμης: της δύναμης (εξαντλημένης ή όχι) της σκέψης που «υπάρχει στα πόδια». Αυτή η σκέψη-κίνηση παραμένει εκκρεμής: «δεν υπάρχει τρόπος για να πούμε συγκεκριμένα που θα καταλήξουν τα πράγματα» (188).
Ξέρουμε όμως ότι ο Μανσέτ λίγα χρόνια μετά, το 1982, στα 40 του χρόνια, αποφάσισε να σταματήσει να γράφει: «Είχαμε πολεμήσει στη Γαλλία, την Ισπανία και είχαμε ηττηθεί στην Πορτογαλία, είχαμε πολεμήσει στην Ιταλία, και το πολωνικό κίνημα επρόκειτο να συντριβεί. Στη Γαλλία το 1980 είχαμε μόλις εκλέξει έναν αισχρό αριστερό πρόεδρο ο οποίος είχε ήδη προσπαθήσει, και απέτυχε να κερδίσει, το 1968. Επιτέλους, αυτή τη φορά είχε πετύχει. Είχαν τελειώσει όλα και είχαμε εισέλθει στη σκοτεινή δεκαετία του ‘80 και δεν μπορούσα να γράψω άλλο». Προσπάθησε να ξαναγράψει μετά από χρόνια, αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε νωρίς.
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο