«Το να δρας για να αλλάξεις την κοινωνία είναι μια επιλογή,
μια συνειδητή και αιτιολογημένη πεποίθηση, δεν είναι ούτε θυσία ούτε επάγγελμα.
Είναι ένας τρόπος να δρας ανθρώπινα σε έναν απάνθρωπο κόσμο».[1]
Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ (1946-2010) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μαρξιστές στην Ευρώπη, ηγετικό στέλεχος της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR) και της 4ης Διεθνούς και ηγετική φυσιογνωμία στην εξέγερση του 1968 στη Γαλλία. Ήταν μάλιστα από εκείνους τους μαρξιστές που δεν αρκούνταν στη θεωρητική αναζήτηση -παρότι ο ίδιος καθηγητής φιλοσοφίας- αλλά από εκείνους που το πολιτικό τους οξυγόνο ήταν οι κοινωνικοί αγώνες και η διαρκής και επίμονη προσπάθεια να αποδεικνύεται το κάθε θεωρητικό σχήμα μέσα από την πρακτική «εφαρμογή» συνήθως σε περίπλοκες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις. Ήταν ένας άνθρωπος, ένας σύντροφος, εξαιρετικά ζωντανός, που μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του (όπου η πάλη με τον καρκίνο τον είχε εξουθενώσει) απολάμβανε να συζητάει με τους/ις συντρόφους/ισσές του από τα πιο μικρά καθημερινά ζητήματα μέχρι τα πιο περίπλοκα θεωρητικά ερωτήματα, χωρίς ποτέ να κουράζεται. Παρέμεινε μέχρι το τέλος «πιστός» στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού, πάντα στρατευμένος στην υπόθεση διαμόρφωσης ενός επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, ακούραστος αγωνιστής, λάτρης της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, λάτρης του έρωτα. Ένα γνήσιο τέκνο του Μάη του ‘68, που ποτέ δε διέβη το Ρουβίκωνα της ταξικής συνεργασίας, όπως συμβαίνει -δυστυχώς- για πολλούς/ες αγωνιστές/τριες της εποχής που σήμερα στη Γαλλία κατέχουν δεσπόζουσες θέσεις στο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κατεστημένο.[2]
Γεννημένος στην Τουλούζη από Εβραίο-Αλγερινό πατέρα, που δούλευε σερβιτόρος, και από Γαλλίδα μητέρα, φτωχή εργάτρια, είναι φανερό ότι οι πρώτες πολιτικές επιρροές του προέρχονται από το οικογενειακό του περιβάλλον. Η γέννησή του δύο χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους ναζί, καθώς και η καταγωγή του πατέρα του, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, χωρίς να υποτιμάται στο ελάχιστο η συμβολή της δυναμικής του μητέρας, που πολλές φορές μνημονεύει για τον ατσάλινο χαρακτήρα της και τις γιακωβίνικες απόψεις της.[3] Το 1961 αποφασίζει να οργανωθεί στην Ένωση Κομμουνιστών Φοιτητών, μετά τη μαζική σφαγή διαδηλωτών υποστηρικτών του FLN (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Αλγερινών) στο Μετρό Σαρόν, υπό τις διαταγές του αστυνομικού Μορίς Παπόν, πρώην συνεργάτη των ναζί.[4] Ωστόσο, γρήγορα η «ορθοδοξία» του ΚΚΓ γίνεται γι’ αυτόν ανυπόφορη και εντάσσεται στην αριστερή αντιπολίτευση. Ηγέτες της είναι οι Αλαίν Κριβίν και Ανρί Βεμπέρ, μέλη της 4ης Διεθνούς. Μαζί με άλλα αντιπολιτευόμενα ρεύματα, οι τελευταίοι εκδιώκονται από τις γραμμές του κόμματος το 1966, σχηματίζοντας την Επαναστατική Κομμουνιστική Νεολαία (JCR).
Είναι η πρώτη φορά που μια μαζική οργάνωση του ΚΚΓ (η Ένωση Κομμουνιστών Φοιτητών) έρχεται ως τέτοια σε ρήξη με τη γραμμή και τον πολιτικό προσανατολισμό της ηγεσίας του κόμματος.[5] Σε αυτό συμβάλλουν καθοριστικά η κρίση του σταλινισμού, η εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956, η κουβανική επανάσταση και η παγκόσμια εμβέλεια του επαναστάτη Τσε Γκεβάρα, η αμφιλεγόμενη στάση του ΚΚΓ σχετικά με τον πόλεμο στην Αλγερία[6] και, προφανώς, ο πόλεμος στο Βιετνάμ. Περιγράφοντας τα χρόνια πριν το 1968, ο Μπενσαΐντ σημειώνει: «[τ]α χρόνια από το 1964 μέχρι το 1966 ήταν χρόνια πολιτικού και ιδεολογικού καθορισμού» σε μία εποχή όπου τα πρωτοσέλιδα των γαλλικών εφημερίδων περιέγραφαν μια «Γαλλία που βαριέται» και «η ιδέα μια επαναστατικής αναταραχής είχε διαγραφεί από τον ορίζοντα».[7] Ο Μάης ήταν κεραυνός, αλλά όχι εν αιθρία. Ο ίδιος πρωτοστατεί στη φοιτητική εξέγερση και τις κινητοποιήσεις στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ (μαζί με τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ) από όπου ξεκινά η εξέγερση των φοιτητών/τριών. Το κάνει μέσα από τις γραμμές της JCR, προσπαθώντας -ανεπιτυχώς- να βρει μια ισορροπία έξω από τη «διπλή παγίδα μιας παραλυτικής ρουτίνας και ενός ανεύθυνου αυθορμητισμού».[8]
Η αλήθεια είναι πώς, ειδικά στα πρώτα χρόνια της JCR, ο Μπενσαΐντ, έλκεται περισσότερο από τον «σκληρό» Λένιν και τον Τσε Γκεβάρα και πολύ λιγότερο από τον Τρότσκι. Στον Τσε βρίσκει ένα κάποιο αντίδοτο στο Μαοϊσμό και είναι υπέρ ενός σκληρού υποκειμενισμού ενάντια στην αλτουσεριανή διάλυση του κοινωνικού υποκειμένου. Ο ίδιος περιγράφει εκείνα τα πρώτα χρόνια ως «τα χρόνια του βιαστικού λενινισμού».[9] Τόσο η JCR όσο και ο Μπενσαΐντ βλέπουν στην εξέγερση του Μάη του ‘68 την «πρόβα τζενεράλε της επανάστασης»:[10] το αντίστοιχο της επανάστασης του 1905 ή του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία. Η εκτίμηση αυτή, σε συνδυασμό με την εκείνη του Ερνέστ Μαντέλ (ηγετικού στελέχους της 4ης Διεθνούς και πολιτικού μέντορα του Μπενσαΐντ), ότι η επανάσταση έρχεται το πολύ (!) σε πέντε χρόνια, οδηγούν τα πρώτα χρόνια σε μια υπερδραστηριότητα, με πολλούς άμεσους ακτιβισμούς, επηρεασμένους από το διάχυτο ριζοσπαστισμό και αυθορμητισμό του Μάη. Θα ήταν ωστόσο άδικο να περιορίσει κανείς την πολιτική κληρονομιά του Μπενσαΐντ στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, μη λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο στο οποίο έγιναν αυτές οι επιλογές, και το γενικότερο πολιτικό σχέδιο που ήθελαν να εξυπηρετήσουν.
Παρά τον «βιαστικό λενινισμό» της πρώτης περιόδου μετά το 1968, ένα κεντρικό σημείο στη σκέψη του Μπενσαΐντ είναι η ανάγκη ύπαρξης του υποκειμενικού παράγοντα, του πολιτικού υποκειμένου: «μιας ενεργού συλλογικότητας που μοιράζεται την ίδια εκπαίδευση, που είναι εξοικειωμένη με μια κοινή αντίληψη της κατάστασης και με μια κοινή οπτική των γεγονότων και των καθηκόντων, για να έχει καλύτερες πιθανότητες να ξέρει πώς να αντιδρά στις απότομες επιταχύνσεις της ιστορίας χωρίς να κινδυνεύει να διαλυθεί».[11]
Το Μάη του ’68 η νεοϊδρυθείσα και ολιγομελής, μολονότι μαχητική, JCR βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα, οξυμένο μετά τις 13 Μάη, όταν «μπαίνει στο παιχνίδι» το εργατικό κίνημα, σε μια από τις μεγαλύτερες γενικές απεργίες στην Ευρώπη:[12] την έλλειψη ενός μαζικού επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου ριζωμένου στα εργοστάσια και τους χώρους δουλειάς. Δεν υπάρχει τρόπος (και χρόνος) να καλυφθεί το τεράστιο χάσμα μεταξύ της δύναμης που έχει συσσωρεύσει το φοιτητικό και απεργιακό κίνημα (το οποίο για δύο εβδομάδες καταφέρνει να παραλύσει το καθεστώς του στρατηγού Ντε Γκωλ) και της πολιτικής του έκφρασης, που δεν καλύπτεται από τις επίσημες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Αφετέρου, είναι απαραίτητο ένα πολιτικό εργαλείο που θα μπορούσε να φέρει εις πέρας μια διαδικασία ανώτερου πολιτικού συντονισμού μεταξύ των εργαζομένων και των φοιτητών/τριών, καθώς στη σκέψη του Μπενσαΐντ η εργατική τάξη έχει κεντρικό ρόλο, ως κοινωνικό υποκείμενο της επαναστατικής ανατροπής, χωρίς αυτό να γίνεται με έναν τρόπο μεσσιανικό ή δογματικό. Στην πραγματικότητα είναι αυτή η προβληματική που αποτελεί (αν και όχι μόνη της) την πολιτική-θεωρητική βάση για τη δημιουργία μιας «νέας επαναστατικής αριστεράς».
Σε αυτό το πολιτικό σχέδιο, ο Μπενσαΐντ αφιερώνεται μέχρι το τέλος της ζωής του: στην επαναφορά ενός στρατηγικού επαναστατικού ορίζοντα, ο οποίος έχει καταρρεύσει, και στη δημιουργία ενός αντίστοιχου πολιτικού υποκειμένου «μακράς πνοής». Η πολιτική του κληρονομιά, με ληξιαρχική πράξη «γέννησης» τον Μάη του ‘68, είναι μια ειλικρινής και αντιδογματική προσπάθεια να χαραχθεί ο δρόμος για την υλοποίηση του παραπάνω πολιτικού σχεδίου. και μάλιστα σε εξαιρετικά αντίξοη κοινωνική και πολιτική συνθήκη που σημαδεύεται από την επέλαση του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού το ‘70 και το ‘80 και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ που βάρυνε όλα τα ρεύματα της αριστεράς το ‘90, σε μια συνθήκη δηλαδή πολιτικής υποχώρησης για την παγκόσμια αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα, με εξαίρεση την τελευταία δεκαετία της ζωής του όπου είδε τα πρώτα βήματα μιας διεθνούς διαδικασίας ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με αρχή το παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ.
Αυτό το πολιτικό σχέδιο ήταν –και είναι– δύσκολο, πόσο μάλλον το Μάη του ‘68 όπου η αίγλη της «άμεσης δράσης» και του αυθορμητισμού ήταν εξαιρετικά μεγάλη ανάμεσα στη νεολαία, καθώς και η απέχθεια σε κάθε τι θεσμικά πολιτικό, η εναντίωση σε κάθε μορφή πολιτικής οργάνωσης.[13] Ήταν μια προσπάθεια κόντρα στο ρεύμα, κόντρα τόσο στη συμβιβαστική πολιτική του ΚΚΓ όσο και στις αυταπάτες του αυθορμητισμού που εναντιωνόταν σε κάθε πολιτική θεωρία και θεωρούσε ότι δυναμικές μεμονωμένες δράσεις/ενέργειες θα μπορούσαν από μόνες τους να επιταχύνουν τις εξελίξεις στην ταξική πάλη. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια -παρά τις όποιες αδυναμίες- αξίωνε να έχει πραγματική και μαζική επιρροή στους κοινωνικούς αγώνες, «σπάζοντας από τη ρουτίνα του γκρουπούσκουλου» και «αρνούμενοι/ες να αναπαράγουν με τους συμπαθούντες της οργάνωσης μια σχέση εργαλειακής χειραγώγησης».[14]Λίγα χρόνια αργότερα, κάνοντας αυτοκριτική για τα χρόνια του «βιαστικού λενινισμού» και της ξέφρενης υποκειμενικότητας αναφέρει πως «[ε]άν πρέπει να χτίσουμε ένα κόμμα με χρονικό ορίζοντα, κανείς και καμία δεν περισσεύει, καθένας και καθεμία είναι χρυσός. Να φροντίζουμε να συζητάμε όταν εμφανίζονται προβλήματα και να μην αντιλαμβανόμαστε τους/ις συντρόφους/ισσες σα μια δύναμη αγωνιστών/τριών που έρχεται και φεύγει έτσι απλά. Αυτό είναι μία διαρκής πάλη […]»,[15] φανερώνοντας μια πολύ πιο ώριμη σκέψη για το ζήτημα της οργάνωσης. Ήταν ο ίδιος ο Μπενσαΐντ που υποστήριξε τη στροφή της παρέμβασης της LCR (Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα – μετεξέλιξη της JCR) τη δεκαετία του ‘70 στους εργατικούς χώρους, με έμφαση στο ενιαίο μέτωπο και το μεταβατικό πρόγραμμα.
Αναμφίβολα ο Μάης του ‘68 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σκέψη του Ντανιέλ Μπενσαΐντ, όπου τα πρωτεία είχε πάντα η πολιτική. Ο Μπενσαΐντ δεν ήταν ούτε σεχταριστής ούτε οπορτουνιστής: ήταν ένας αντιδογματικός μαρξιστής που μπορούσε να διαμορφώνει συγκεκριμένη πολιτική τακτική χωρίς να απομακρύνεται από το στρατηγικό στόχο της επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας. Και θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την αντίληψή του για το κόμμα και την οργάνωση στο εξής σχήμα: συνδυασμός των καλύτερων αγωνιστικών παραδόσεων του εργατικού κινήματος και των παραδόσεων της επαναστατικής αριστεράς, εμπλουτισμένες από τις εμπειρίες και τα συμπεράσματα του παρόντος – μια αντίληψη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και δυναμική όσο και περίπλοκη στην αποκωδικοποίησή της.
[Στο] πλαίσιο της αποδυνάμωσης της εργατικής αντίστασης, η χρησιμότητα των μαζικών κοινωνικών κινημάτων φαίνεται πιο προφανής από αυτή μιας οργάνωσης σαν τη δική μας, που μπορεί σε ένα βαθμό να εμφανίζεται απλά ως ένα δίκτυο και ένα φόρουμ για να συζητάμε ιδέες. Πάντα υπάρχει ένταση και τριβή ανάμεσα στην οικοδόμηση ενός πολιτικού κόμματος και στην παρέμβαση στα κοινωνικά μέτωπα, ανάμεσα στο ρίσκο μιας σεχταριστικής πολιτικής απάντησης και σε αυτό της διάλυσης της πολιτικής σου φυσιογνωμίας. Δεν μπορεί κανείς να αποφύγει αυτόν το διπλό κίνδυνο με κάποια μαγική φόρμουλα, πρέπει να μπορείς να βρίσκεις το δικό σου συγκεκριμένο τρόπο σε κάθε περίπτωση.[16]
Ίσως αυτή η τελευταία αποστροφή, παρότι γραμμένη αρκετά αργότερα, συμπυκνώνει όλη την εμπειρία από τη διαδικασία που ξεκίνησε το Μάη του ’68. Κι ίσως μπορεί να φανεί χρήσιμη για όλους και όλες εμάς, που επιμένουμε στο δρόμο της οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων και των πολιτικών οργανώσεων της αριστεράς, σε μία συνθήκη διόλου ευνοϊκή.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο