Στις 4 Απριλίου η εφημερίδα Kavalapost αναδημοσίευσε μια ανάρτηση[1]από τη σελίδα Facebook του Ιερού Ναού Αγίας Βαρβάρας Καβάλας, στην οποία ο ιερέας του ναού κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο ιός είχε ωφελήσει την κοινωνία, καθώς εξαιτίας του (ή μάλλον χάρη σε αυτόν) σταμάτησαν μια σειρά από επικίνδυνες κατά τον ίδιο πρακτικές: τα «καρναβάλια», οι προ του Πάσχα πολυήμερες εκδρομές των μαθητών («που δημιουργούσαν τριβές και συγκρούσεις στις χριστιανικές οικογένειες και ήταν αφορμή ηθικών παραπτωμάτων για τους νέους»), οι σχολικές τάξεις (έτσι η εκπαίδευση από το σπίτι, αίτημα πολλών χριστιανών γονέων στο παρελθόν, έγινε πραγματικότητα), οι διαφυλικές εβδομάδες και η εκπαίδευση γύρω από τη σεξολογία, η σχεδόν βλάσφημη προσέλευση στη Θεία Κοινωνία (όπου ανεύθυνοι δάσκαλοι οδηγούσαν μαζί με τα χριστιανόπαιδα τους αβάπτιστους αλλοδαπούς μαθητές να κοινωνήσουν στις Λειτουργίες), οι μοιχείες, η πορνεία και η προϊούσα ανηθικότητα σε όλες τις ηλικίες με τη συχνή αλλαγή ερωτικών συντρόφων,τα μπαράκια και τα κλαμπ, τα gay pride και η θρασύτητα της αμαρτίας.
Παράλληλα με όλες αυτές τις «θετικές εξελίξεις», ο εγκλεισμός έδωσε την ευκαιρία για αναβάθμιση των οικογενειακών σχέσεων, αλλά και για πνευματική μελέτη και προσευχή, ενώ η απομόνωση της Αθωνικής Πολιτείας θα οδηγούσε αφενός τους μοναχούς στα κελιά τους και αφετέρου θα τους γλίτωνε από τους πειρασμούς που η αδιάκριτη φιλοξενία χιλιάδων επισκεπτών επέφερε, τηρώντας εφεξής τους κανόνες της Εκκλησίας. Και όλα αυτά, όπως ο ιερέας επεσήμανε, «ενώ επί χρόνια ακούγονταν ως χριστιανική δεοντολογία από τους άμβωνες των εκκλησιών τώρα τα επέβαλε ο Νόμος».
Αυτή η τελευταία φράση είναι η θέση κλειδί της προβληματικής αυτού του άρθρου δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο η χριστιανική δεοντολογία –ένας λόγος που παραπέμπει στην αναγκαιότητα ηθικών πειθαρχικών πρακτικών συμμόρφωσης ενάντια σε μια φαντασιακή ανθρώπινη ψυχική ανηθικότητα– γίνεται, όπως προτείνω, η ηθική κλίμακα μέσα από την οποία υιοθετούνται εσωτερικές μορφές κρατικών βιοπολιτικών ηθικής πειθαρχικής παρέμβασης προς τον πληθυσμό, με δούρειο ίππο την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά στην πραγματικότητα με στόχο τη διαχείριση της επιθυμίας του ανήθικου άλλου.
Στο σημείο όμως αυτό χρειάζονται κάποιες επιμέρους διευκρινίσεις, μιας και είναι αλήθεια ότι το σεξ στην περίπτωση του κορωνοϊού δεν φαίνεται ν’ αντιπροσωπεύει ούτε την αφετηρία της νόσου, ούτε την κατασκευαστική του αρχή, όπως συνέβη με τα αφροδίσια νοσήματα. Παρόλα αυτά ας αναλογιστούμε δηλώσεις, όπως για παράδειγμα του υπουργού υγείας του Ισραήλ Yaakov Lizman, οι οποίες παρουσιάζουν τη νόσο ως μια θεόσταλτη τιμωρία ενάντια στην ανθρώπινη ανηθικότητα και ιδιαιτέρως στην ομοφυλοφιλία. Πλάι σε αυτές, η Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς, ανακοίνωνε για τα τραγικά παρεπόμενα της πανδημίας του κορονοϊού ότι «μας οδήγησαν σ’ αυτήν […] γιατί Θεός την επέτρεψε, ως άριστος παιδαγωγός και από άπειρη αγάπη προς τον άνθρωπο», με στόχο «να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια και στη σωτηρία», καθώς, όπως σημείωνε η Ιερά Μητρόπολις, «στην Ισπανία και σε άλλες χώρες, η αστυνομία συνέλαβε πολλές ομάδες ανθρώπων να επιδίδονται κατ’ οίκον σε ομαδικά όργια και να διαπράττουν ανήκουστες αμαρτίες. Ομοίως, στο Βέλγιο η πρωθυπουργός έκανε έκκληση να απέχουν οι πολίτες από ομαδικούς έρωτες», επαναλαμβάνοντας ότι η ανθρώπινη ανηθικότητα ήταν αιτία της πανδημίας.
Αυτέςοι αναφορές που συνδέουν ευθέως την πανδημία με την ανηθικότητα, παρότι φαινομενικά παρουσιάζονται μειοψηφικές, χωρίς άμεση σχέση με την επιστημονική και πολιτική αντιμετώπιση της υγείας, ανήκουν κατ’ εμέ στον ίδιο πυρήνα ενός πατριαρχικού/σεξιστικού/αποικιοκρατικού λόγου. Ενός λόγου μέσω του οποίου η εξουσία του αστικού κράτους, μετά την Παρισινή Κομμούνα (1871) και μέχρι τις μέρες μας, έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι την ανθρώπινη επιθυμία και τον ανθρώπινο αυτοπροσδιορισμό, υποδουλώνοντας τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στους ταξικούς της στόχους, ενώ η όποια ανταρσία καταλήγει σε διώξεις και αίμα.[2]
Σε αυτή τη βάση μπορούμε να αναδείξουμε τον πατριαρχικό/σεξιστικό χαρακτήρα που έχουν τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και ως εκ τούτου δίνοντας μια διαφορετική ερμηνεία ακόμη και στο ερώτημα αν ο νεοφιλελευθερισμός θα μπορούσε να ηττηθεί από τον κορονοϊό. Η απάντηση είναι ότι όσο υπάρχει ένα συγκεκριμένο πατριαρχικό καθεστώς αλήθειας που φαντάζει επιστημονικό, αλλά στην ουσία δομεί και στηρίζει την έννοια της κανονικότητας στον καπιταλισμό, καμιά πανδημία δεν είναι αρκετή να καταλύσει αυτό το σύστημα. Ειδικότερα, αν η πατριαρχία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία σχετίζεται με μια ερμηνεία των εννοιών της αλήθειας, της κανονικότητας, της εξουσίας και της ανθρώπινης υποκειμενικότητας που εδραίωσε τις οικουμενικές θεωρήσεις ενός φαντασιακού ηγεμονικού ιεραρχικού διπόλου:άνδρας/γυναίκα, αρρενωπότητα/θηλυκότητα, άγριος/πολιτισμένος, αστική τάξη/προλεταριάτο.
Η ανάδειξη της φαντασιακής θεωρίας της εξέλιξης, σύμφωνα με τον κοινωνικό δαρβινισμό, οδήγησε στην ιεραρχική κατάτμηση του πληθυσμού σε υποκείμενα και σε άβουλα άτομα. Αυτό οδήγησε, σε όλη τη διάρκεια του 19ουαιώνα, με τις υποδείξεις της ψυχιατρικής, της εγκληματολογίας, της ανθρωπολογίας και της ηθικής στατιστικής, στην ταξινόμηση του πληθυσμού σε πολιτισμικές, ταξικές, κοινωνικές, έμφυλες, σεξουαλικές, ηλικιακές, φυλετικές και εθνοτικές κατηγορίες. Έτσι φτάσαμε σταδιακά, παρά τις όποιες ενστάσεις, στην αντίληψη μιας ανθρώπινης σωματικής και ψυχικής κανονικότητας, που υιοθετεί και αναπαράγει ο βιοϊατρικός λόγος σε αντιπαράθεση προς το εκθηλυμένο/εκφυλισμένο, ψυχικά/σωματικά άβουλο/επικίνδυνο άλλο.
Στον απόηχο αυτής της θεωρητικής πατριαρχικής αντίληψης, το ανήθικο/ψυχικά εκθηλυμένο άτομο -στις πολλαπλές εκφάνσεις του, όπως εντοπίστηκε εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών στους ψυχικά εκφυλισμένους, στις πόρνες, στους αναρχικούς, στους ανώμαλους νέους/νέες, στις αδερφές, στους κομμουνιστές/τριες, κλπ.- αναδείχθηκε ως το έμβιο ον από το οποίο απορρέει μια ανηθικότητα που καθυποτάσσει τη ζωή εντός των ορίων της ασθένειας και του θανάτου. Η πατριαρχία, ως αντίληψη και ως μεθοδολογία (ρατσιστική, σεξιστική, αποικιακή, ageism, καπιταλιστική, εθνικιστική), εμπλέκεται τόσο στην επιστημονική, όσο και στη φιλοσοφική σκέψη· αφορά την ίδια την ερμηνεία της κανονικότητας και της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης, αναδεικνύοντας, τόσο στη φιλοσοφία όσο και στις επιστήμες, αυτό που προβάλλεται και νοείται ως αλήθεια, γνώση και εξουσία στη νεωτερικότητα.
Αυτό στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με την εδραίωση του νεοφιλελεύθερου μύθου, που εδώ και δύο αιώνες περίπου ερμηνεύει την κάθε κρίση μέσω μιας φαντασιακής ανεξέλεγκτης εκθηλυμένης ανθρώπινης φύσης. Φύσης που εντοπίζεται στις μέρες μας στα άτομα−φορείς ανηθικότητας και εγκληματικότητας, τα οποία δεν κρατούν την καραντίνα λόγω έλλειψης βούλησης και αναγκάζουν το κράτος στην υιοθέτηση αστυνομικών απαγορεύσεων που επιβάλλονται σε όλο τον πληθυσμό.
Αυτή η ερμηνεία αποδίδει αναμφίβολα και το σύνθημα «Μένουμε Σπίτι», μέσο μεν απαραίτητο για την προστασία από την πανδημία, αλλά επίσης και μέσο που φαίνεται να λησμονεί από την άλλη μια ευάλωτη δημόσια υγεία· τη συσσώρευση ανθρώπων στις φτωχές συνοικίες· την εκτόξευση της ενδοοικογενειακής βίας· τους/τις εκατοντάδες αστέγους· τις άθλιες συνθήκες στις φυλακές, τις σεξεργάτριες/τες, την έλλειψη της όποιας υγιεινής στους καταυλισμούς των προσφύγων. Το βάρος λοιπόν μετατίθεται από την ευθύνη της εξουσίας στη βούληση του υποκειμένου και σε μια φαντασιακή ατομική ευθύνη που -όπως θα προσπαθήσω ν’ αναδείξω- είναι ανάλογη της ηθικότητας του υποκειμένου.
Την ίδια στιγμή καλούμαστε να ερμηνεύσουμε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας όχι ως απόρροια ενός αστικού πατριαρχικού θεσμού, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ανεξέλεγκτης/ψυχικά ανώμαλης ανθρώπινης φύσης. Οι προτροπές κορυφαίων ειδικών εν μέσω πανδημίας, «Θα προτιμούσα να περπατήσω έξω για να καταπραΰνω τον θυμό μου κι ας πάρω πρόστιμο,παρά να κάνω κακό στον άνθρωπό μου»[3] κάνουν ξεκάθαρο πως η λύση τέτοιων ζητημάτων ανήκει στην ευθύνη του υποκειμένου και δεν συνιστούν απόρροια ενός πατριαρχικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. Μήπως τότε δεν είναι υπερβολή να καταλήξουμε με σαφήνεια ότι αφού σε μια πατριαρχική κοινωνία οι όποιες επιλογές γίνονται με γνώμονα ένα κυρίαρχο πατριαρχικό καθεστώς αλήθειας, έτσι και τα όποια μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας αναπότρεπτα καθοδηγούνται από αυτό;[4]Όπως επισημαίνει και ο Αριστόβουλος Μάνεσης:«εφόσον αποδέχ[εται] [το κράτος] την ύπαρξη “εσωτερικού εχθρού”, ομολογ[εί] ότι η εξουσία του κάθε άλλο παρά με ουδετερότητα και αμεροληψία ασκείται απέναντι σε εκείνους τους πολίτες, στους οποίους προσάπτ[ει] αυτόν τον χαρακτηρισμό. Καθιερώνεται έτσι μία βασική διάκριση ανάμεσα σε πολίτες πρώτης και σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας ή μάλλον σε πολίτες εχθρούς και σε πολίτες φίλους της εξουσίας».[5]
Εν ολίγοις, μήπως η πανδημία εισβάλλει υπόγεια και με μέτρα βιοηθικής, συμβάλλοντας, όπως και στην περίοδο του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με τον ιταλό κομμουνιστή φιλόσοφο και πολιτικό επιστήμονα Αντόνιο Γκράμσι, στην ανάπτυξη ενός νέου τύπου ανθρώπου μέσω της σωματικής και ηθικής εξυγίανσης, με στόχο ακριβώς την ανθρώπινη υπακοή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αναμφίβολα απαραίτητη για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο κατά την οποία η φτώχεια, όπως και στον Μεσοπόλεμο, πλήττει όλο και περισσότερο αυτά τα στρώματα, σ’ ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο πατριαρχικής ηθικής/κοινωνικής υγιεινής που μάς διαφεύγει;
Μήπως, σε μια περίοδο που το LGBTQ+ κίνημα ζητά να περάσει από το κράτος στα υποκείμενα το πεδίο ελέγχου της γνώσης και -ως εκ τούτου- της επέμβασης της εξουσίας, έχουμε να κάνουμε με την ανάδυση νέων πατριαρχικών ερμηνειών ακριβώς με μια πατριαρχική ρητορική κανονικότητας;Αναφέρουμε χαρακτηριστικά εδώ, τις πρόσφατες αφίσες γύρω από τις αμβλώσεις και το εκπαιδευτικό υλικό που μοιράστηκε στα σχολεία όπου η δημιουργία του ηλεκτρισμού περιγραφόταν ως μια πάλη ανάμεσα σε δύο πόλους με αλληγορίες μιας έμφυλης καθημερινότητας, που είχαν σαφέστατα ένα πατριαρχικό/σεξιστικό περιεχόμενο, αφού το πείραμα αναφερόταν στο υποκείμενο-Ιορδάνη-θετικό πόλο «που περιβάλλει το φρούριο» και τον τοξικό άβουλο/εκθηλυμένο άλλο Mάγδα-αρνητικό πόλο [η οποία φαίνεται δύσκολο να υπερπηδηθεί]. Αυτή η θεματολογία σαφέστατα διαπερνά και το πρόσφατο νομοσχέδιο για την παιδεία με την κατάργηση του μαθήματος της κοινωνιολογίας από τις Πανελλήνιες,μιας και το ζητούμενο είναι να εγκαθιδρυθεί και στην εκπαίδευση μια γνώση που επιχειρεί την ανάλυση της κοινωνίας εκτός ταξικών/έμφυλων/κοινωνικών ερμηνειών, αποβλέποντας συνεχώς στον εντοπισμό και στην περιθωριοποίηση του «επικίνδυνου άλλου».
Στο πλαίσιο αυτό εξάλλου, το 2018, στη γειτονική Γαλλία, ο υπουργός Παιδείας Jean-Michel Blanquer επέκρινε την κοινωνιολογία και ως εκ τούτου την όποια κοινωνιολογική ερμηνεία όσον αφορά για παράδειγμα τα μαθησιακά ζητήματα ως απλοϊκή. Σε αντιπαράθεση όρισε τον Stanislas Dehaene, ψυχολόγο και νευροεπιστήμονα, επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου του υπουργείου του, με στόχο να εντοπίσει τις μεθόδους των καθηγητών/τριών, που δεν ήταν σωστά προσαρμοσμένες στον εγκέφαλο των μαθητών/τριών. Με αυτό τον τρόπο, περιφρονούσε τελείως τις όποιες κοινωνικές διακρίσεις -όπως την ταξική προέλευση- μπορούσαν να επιδρούν ανασταλτικά στη μαθησιακή πρόοδο, θέτοντας στον πυρήνα των μέτρων τον εγκέφαλο των μαθητών/τριών και ως εκ τούτου την ατομική ευθύνη.
Σε αυτή τη βάση, μήπως λοιπόν αυτά τα παραδείγματα, όπως και τα πρόσφατα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ με τίτλο «Σοκ, μετανάστριες [Αφρικανές το έσκαγαν από το ξενοδοχείο και πουλούσαν το κορμί τους στα χωράφια] ψώνιζαν πελάτες από το Κρανίδι»,[6] δεν είναι μειοψηφικές αναφορές, αλλά κομμάτια μιας πατριαρχικής βιοηθικής, με στόχο τη ρύθμιση της συμπεριφοράς, της εργασίας, της διαχείρισης του σώματος, αλλά και της ανθρώπινης ηθικής, εναντίον μιας φαντασιακής ανηθικότητας, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση σε πολλαπλά επίπεδα;Ως εκ τούτου, μήπως δεν είναι τυχαίο ότι δεν συμπεριλήφθηκε κατά την περίοδο του εγκλεισμού (Μάρτιος-Απρίλιος 2020) ως λόγος εξόδου η δυνατότητα να επισκεφτεί κανείς τον/τη σύντροφό του, υπενθυμίζοντας ακριβώς ότι πρώτιστο μέσο αντιμετώπισης της πανδημίας είναι και η προστασία μιας πατριαρχικής βιοηθικής, άρα και η προστασία της ιερής «κανονικής» ελληνικής αστικής οικογένειας;[7]
O πολιτικός χαρακτήρας των ζητημάτων που έχουν σχέση με την υγεία είναι κάτι που θεωρείται αυτονόητο, παραγνωρίζοντας έτσι, μάς θυμίζει ο Παναγιώτης Σωτήρης, ότι τόσο η πολιτική διαχείριση της πανδημίας, όσο και η διαχείριση του φόβου αποτελούν απλώς αντανακλαστικά μιας συγκεκριμένης ερμηνείας της ζωής,[8] (μιας πατριαρχικής ερμηνείας της ζωής, θα πρόσθετα), και ως εκ τούτου και των πατριαρχικών πολιτικών προτάσεων διαχείρισης της πανδημίας και ευρύτερα της υγείας. Ο Μισέλ Φουκώ έχει θέσει έναν πλούσιο προβληματισμό σχετικά με το πώς η βιοεξουσία αναλαμβάνει να «διαχειρίζεται τη [ζωή], να τη μεγαλώνει, να την πολλαπλασιάζει, να ασκεί πάνω της ακριβείς ελέγχους και συνολικές ρυθμίσεις»,[9] που εκκινούν όχι από τη διαχείριση της νόσου, αλλά από τη διαχείριση της ηθικής πειθάρχησης του υποκειμένου στους ηθικούς κανόνες της αστικής τάξης.
Εξάλλου, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων για τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας στις μέρες μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα υπουργεία Υγείας στην Ευρώπη δημιουργούνται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παράλληλα με την ανησυχία της απειλής από την ανηθικότητα/ανυπακοή των κατώτερων στρωμάτων τη συγκεκριμένη περίοδο, αφήνοντας ως εκ τούτου κατά μέρος τα αμιγώς μεταδοτικά αφροδίσια νοσήματα και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της αστικής κυρίαρχης τάξης όχι στη νόσο καθεαυτήν, αλλά στην τιθάσευση της ανθρώπινης βούλησης/λίμπιντο και την ενασχόληση της εξουσίας με την εγκρατή σεξουαλική συμπεριφορά του πληθυσμού και στη δημιουργία της αστικής οικογένειας ως μέσο διαχείρισης της νόσου.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η έννοια της υγιεινής δεν εξαντλείται κυρίως στην ανταλλαγή στατιστικών πληροφοριών, ούτε με τη δημιουργία υπουργείων Υγείας (Βρετανία, 1919· Ελλάδα 1914· Γαλλία 1920) και με συμφωνίες απολύμανσης και καραντίνας του ανθρώπινου σώματος, αλλά στόχος κυρίως ήταν αφενός η διαχείριση της υγείας από το κράτος και αφετέρου, η ανάδειξη της ανθρώπινης ανηθικότητας, ως μέσο ίασης της ανθρώπινης υγείας. Υπό αυτούς τους όρους το Διεθνές Συνέδριο κατά της Σωματεμπορίας στη Ρώμη το 1923 (συμμετείχε και ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (ΣΔΓ) με εκπρόσωπο την Αύρα Θεοδωροπούλου), κατά την ψήφιση των μέτρων καταπολέμησης της σύφιλης που τότε μάστιζε τον πληθυσμό,[10] αρνήθηκε να προτείνει ως μέτρο προφύλαξης τη χρήση προφυλακτικών γιατί κρίθηκε ανήθικη.[11] Εξάλλου, σύμφωνα με την Αγγελική Παναγιωτάτου (1878-1954), πρώτη υφηγήτρια στην ιατρική, η ιατρική είχε έναν και μόνο σκοπό που δεν ήταν άλλος από αυτόν της ηθικής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ηθική και η υγεία ταυτίζονταν.[12] Ειδικότερα, όπως η Παναγιωτάτου κατέληγε: «H προστασία της υγείας, […] έχει και ένα γενικότερο σκοπό, […] το σκοπό της Ηθικής».[13]
Την ίδια περίοδο, όσον αφορά το ελληνικό παράδειγμα, τα μέτρα για την αντιμετώπιση των αφροδισίων επικεντρώνονταν, μέσω τουβδ. της 19-30/4/1923: «Περί τοπικών επιτροπών και ληπτέων μέτρων προς εφαρμογήν του ν.3032», αποκλειστικάστηνανήθικη «κοινή γυναίκα» και ευρύτερα στη ζωή που τολμούσε να ζει εκτός των αστικών ορίων, συνάπτοντας σχέσεις εκτός γάμου. Λίγα χρόνια νωρίτερα, εξάλλου, η υπουργική εγκύκλιος της κυβέρνησης Ελευθέριου Βενιζέλου (1911) έδινε το δικαίωμα στην αστυνομία να προσάγει στο τμήμα γυναίκες που «“τριγυρνούσαν ύποπτα” στον δημόσιο χώρο, είτε μόνες τους, είτε συνοδευόμενες από άνδρες».[14] Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται σταδιακά μια σειρά από ιδρύματα και στήνεται ολόκληρος κρατικός μηχανισμός με στόχο την υγεία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, σε μια περίοδο που η εργατική τάξη αντιδρούσε όλο και πιο πολύ στην αστική κυριαρχία, μέσα από τον ηθικό σωφρονισμό του λίμπιντο αυτού του πληθυσμού.
Τότε δημιουργείται και η Αστυνομία Πόλεων (νόμος 2461 της 25 Ιουλίου 1920), η εγκληματολογική υπηρεσία και η υπηρεσία αλλοδαπώναπό την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου,[15] ενώ ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναλαμβάνει από το 1928 έως το1932 την ευθύνη του Υπουργείου Υγείας. Αντίστοιχα, ψηφίζεται από την κυβέρνηση Βενιζέλου η νομοθεσία για το οικογενειακό δίκαιο, τον γάμο και το διαζύγιο (1340/1916, 3237/1924 και 4755/1920 για την προίκα, ο ν. 2228/1920 για το διαζύγιο και το νομοθετικό διάταγμα 14/27.7.1926 για τα εξώγαμα τέκνα), επιβεβαιώνοντας την ανδρική κυριαρχία στην οικογένεια.[16]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν δημιουργείται το Κομμουνιστικό Κόμμα (1924) και σταδιακά δημιουργείται το νομοθετικό πλαίσιο με στόχο την πάταξη οποιασδήποτε διαμαρτυρίας προς το καθεστώς, με αποκορύφωμα το «ιδιώνυμο» (ν. 4229/24 Ιουλίου 1929), η υγεία μετατρέπεται σ’ ένα καταπληκτικό εργαλείο εκμάθησης του πληθυσμού σε μέτρα ηθικής καταστολής ενάντια της ανθρώπινης επιθυμίας, ενώ η γιατρός Άννα Κατσίγρα (1877-1962), η πρώτη υφηγήτρια στην ιατρική μαζί με Παναγιωτάτου, έγραφαν ότι: «δεν πρέπει να είμεθα εναντίον των απαγορεύσεων όταν είνε λογικές και φρόνιμες. Μόνον υπό την επίδρασιν αυτών αρχίζει η ανάπτυξις των ανασταλτικών χαλιναριών, τονώνεται το “συνειδητό εγώ” και σχηματίζεται το “κοινωνικόν εγώ”, δηλ. η “κοινωνική ηθική”».[17]Το κράτος υιοθετεί έναν αστικό βιοιατρικό λόγο, που με πρακτικούς όρους σήμαινε ότι εφεξής το κράτος είχε το χρέος να γίνει ο ρυθμιστής των ενστίκτων των πολιτών του,[18] όπως κατέληγε ο καθηγητής δερματολογίας Γεώργιος Φωτεινός, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα διευθυντής του νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός».[19] Ο στόχος ήταν, όπως επισημαινόταν από τον Απόστολο Δοξιάδη (1874-1942), να επιλυθεί η «‘ποιοτική’ συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού» δηλαδή, «η αυξημένη γονιμότητα των εργατών και των αγροτών σε σχέση με ‘τας ανωτέρας τάξεις’».[20] Κάτι που φυσικά αγκάλιαζε και τους κομμουνιστές/τριες και ευρύτερα κάθε ζωή που τολμούσε ν’ αντιταχθεί στην αστική ηθική.
Ψυχική Ευγονική και ατομική ευθύνη
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανηθικότητα ενός φαντασιακού εγκληματικού ανθρώπινου ενστίκτου θα συνδεθεί άμεσα με την υγεία και θα γίνει κεντρικός πυρήνας διαχείρισης του κράτους. Έτσι είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κωσταντίνος Δ. Κωσταντινίδης, έκτακτος καθηγητής της νευρολογίας και ψυχιατρικής και Διευθυντής του Δημοσίου Ψυχιατρείου Αθηνών το 1953, θα εξηγούσε ότι αιτία της ανθρώπινης και της κοινωνικής εξαθλίωσης ήταν η ανηθικότητα, καλώντας το κράτος και τους μηχανισμούς καταστολής, όπως την αστυνομία, να παρέμβει στην ψυχική/ηθική εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των περιθωριακών, των κομμουνιστών/τριών, αλλά και της ανώμαλης νεολαίας.[21]
Την ίδια χρονιά ο Νικόλαος Λούρος, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας της Ευγονικής (1953), τονίζει σε ένα κοινό 800 ανθρώπων στην αίθουσα του Παρνασσού ότι οι εκφυλιστικές συνήθειες, όπως ο αλκοολισμός, η πορνεία, τα ναρκωτικά, η ασέβεια και η εγκληματικότητα, υπονομεύουν την κοινωνία και τη δημοκρατία, αλλά και την υγεία,[22] αναδεικνύοντας το κράτος ως τον απόλυτο μηχανισμό ρύθμισης της πολιτισμένης κοινωνίας που καλείται να φροντίσει για την τάξη, την ασφάλεια και την υγεία, ακριβώς μέσα από τον έλεγχο της «ανηθικότητας» των κατώτερων στρωμάτων, αποδίδοντας προστασία μόνο στους «υγιείς» ψυχικά και κοινωνικά.
Αντίστοιχα, ο καθηγητής φιλοσοφίας και διευθυντής του Ψυχολογικού Εργαστηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Σακελλάριος θα δημιουργήσει το 1953 την Οργάνωση «Ηθικός Εξοπλισμός της Νεότητος» (ΟΗΕΝ), με στόχο την παρακολούθηση, μέσω της γενετήσιας αγωγής, της ανθρώπινης βούλησης νυχθημερόν, προχωρώντας μάλιστα στην εκτύπωση «ηθικοπλαστικών επιγραφών» στα λεοφωρεία και τα τραμ της πρωτεύουσας. Παράλληλα ακολουθούν υπομνήματα προς τον Υπουργό Παιδείας για να αναρτηθούν αυτές οι επιγραφές στα γυμνάσια της χώρας, καθώς και προς την αστυνομική διεύθυνση, έτσι ώστε να αναλάβουν τη φύλαξή τους από τους βέβηλους.[23]
Σε αυτότο πλαίσιο και κάτω από το βάρος μιας σειράς εκδόσεων του βιοϊατρικού λόγου που στιγμάτιζε την ανηθικότητα της νεολαίας, της ελευθερίας γυναίκας, των κίναιδων και των κομμουνιστών/τριών, ψηφίζεται ο νόμος περί τεντιμποϊσμού (ν. 4000/1958). Το 1960 ψηφίζεται και ο ν. 4095/1960 «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», θέτοντας τις «ανήθικες γυναίκες» στον πυρήνα της δίωξης, τα τρανς άτομα που εμπλέκονταν στην πορνεία, ενώ το νομοσχέδιο προέβλεπε φακέλωμα, φυλάκιση, εξορία.[24]
Στη Μεταπολίτευση[25] (το 1977) ψηφίζεται ο νόμος «περί αφροδισίων νοσημάτων και άλλων συναφών θεμάτων», θέτοντας για μια ακόμη φορά τη δίωξη της ανθρώπινης ηδονής από την εξουσία του κρατικού μηχανισμού και ενάντια στον οποίο δημιουργείται το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος (ΑΚΟΕ). Ταυτόχρονα, σε μια περίοδο που η πενικιλίνη είχε θεραπεύσει σε μεγάλο βαθμό τα αφροδίσια νοσήματα και τη σύφιλη,[26] οι ειδικοί επεσήμαναν την αναγκαιότητα της συμμόρφωσης του σεξουαλικού ενστίκτου με την επιστημονική νόρμα,[27] μιας και θεωρούνταν φορέας ψυχικών νοσημάτων.
Η νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 και η εμφάνιση του AIDS λίγα χρόνια μετά θα έχει ως αποτέλεσμα ουσιαστικά τη «διάλυση» του Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφύλων Ελλάδος (ΑΚΟΕ) που στην ουσία διεκδικούσε, όπως και το λεσβιακό περιοδικό Η Πόλις των Γυναικών, το δικαίωμα στον ανθρώπινο αυτοπροσδιορισμό. Το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει τον ν. 1193/1981 «Περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», βάζοντας ως στόχο τα στέκια των ομοφυλοφίλων, αλλά στην ουσία διώκοντας μία θέση που υπερασπιζόταν το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στην εξουσία και στον αυτοπροσδιορισμό. Έπειτα, κάτω από φόβο για την εξάπλωση του AIDS (τα πρώτα κρούσματα στην Ελλάδα εντοπίζονται το 1984),[28] θα ξεκινήσουν «επιχειρήσεις σκούπας» της αστυνομίας με στόχο υποτίθεται την προστασία της υγείας,[29] μιας και υποστηριζόταν ότι η ασθένεια του AIDS αφορούσε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες.[30]
Στα αρχεία του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός» μπορούμε να βρούμε ιατρικές εκθέσεις από τη δεκαετία του 1990 στις οποίες σημειώνεται ότι το AIDS δεν παρουσιάζεται με τέτοια συχνότητα σε ομοφυλόφιλα ζευγάρια με σταθερή σεξουαλική σχέση, όπως για παράδειγμα ανάμεσα σε δύο ομοφυλόφιλες γυναίκες.[31] Περαιτέρω, υπογραμμιζόταν ότι η νόσος υπήρχε κατά κυριότητα σε συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού, δηλαδή άνδρες με μέσο όρο ηλικίας από 18-40. Το φαινόμενο εύκολα ερμηνευόταν, «ένεκα της εντονότερης σεξουαλικής δραστηριότητας των ατόμων των ηλικιών αυτών και της συχνότητας αλλαγής ερωτικών συντρόφων»,[32] ενώ από πλευράς επαγγέλματος η νόσος εντοπιζόταν συχνότερα ανάμεσα στους ναυτικούς, στους εργάτες, ιδιαιτέρως στους υδραυλικούς, στους βιοτέχνες, στους υπαλλήλους, στους φοιτητές, στους καλλιτέχνες και στους εμπόρους.[33] Από την άλλη, δεν είναι τυχαίο, ότι στα αρχεία του νοσοκομείου «Συγγρός» στιγματίζεται ακριβώς η ίδια πληθυσμιακή και ηλικιακή κατηγορία, που κατά τη 15ετία 1958-1972 είχε επίσης στιγματιστεί με τη σύφιλη.[34] Δεν μπορεί όμως να μην αναρωτιέται κανείς πώς ο υδραυλικός, που τοποθετείται μετά τον ναυτικό ως κατηγορία που πλήττεται κύρια, γινόταν ο κεντρικός φορέας τόσο των αφροδισίων, όσο και του AIDS, και γιατί η νόσος έμοιαζε να πλήττει κυρίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι ειδικοί κατέληγαν ότι αυτό συνέβαινε λόγω του γεγονότος ότι έφηβοι και νεαρά άτομα καλύπτονταν από ένα «πλέγμα γονικής υπερπροστασίας»,[35] με αποτέλεσμα την εξάπλωση της νόσου.
H πατριαρχία καταστρέφει την υγεία μας
Εν κατακλείδι το AIDS, όπως και τα αφροδίσια νοσήματα πριν το AIDS, σταθεροποιεί και παγιδεύει, μέσω της ομπρέλας των «λοιμωδών νόσων επικίνδυνων για την δημόσια υγεία», τα φαντασιακά ανήθικα περιθωριακά τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται κάτω από το βάρος μιας εγκληματικής ανηθικότητας/παρέκκλισης,[36] εναντίον της οποίας η αστυνομία και οι ιατρικοί φορείς καλούνται να κινητοποιηθούν, κάτι που εξάλλου είδαμε και το 2012 στη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών. Όλα αυτά έχουν και «ιδεολογικά αποτελέσματα. Πρώτα από όλα έχουμε πραγματική και συστηματική υποτίμηση των κοινωνικών παραμέτρων» όπως δόκιμα υπογραμμίζει ο Σωτήρης,[37] και αντίστοιχα, η διαχείριση της ασθένειας εξελίσσεται σε μια ακόμη διαχείριση του υποκειμένου και της προστασίας του εαυτού μέσω της «τέχνης του βίου», ενώ οι θάνατοι αποδίδονται σε ατομική ευθύνη και σε βιολογικές παραμέτρους. Λόγου χάρη, διαβάζουμε ότι το 70% των νεκρών στο Σικάγο είναι μαύροι, ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στο ότι ο θάνατος ουσιαστικά μαστίζει περισσότερο αυτούς τους ανθρώπους, όχι επειδή είναι μαύροι, αλλά επειδή είναι φτωχοί, με αποτέλεσμα να έχουν μια εύθραυστη υγεία.[38] Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις σκούπας της Αστυνομίας στις πλατείες σε διάφορες περιοχές της Αττικής, αλλά και της Θεσσαλονίκης, παράλληλα με σεξιστικά σποτάκια ενάντια των συναθροίσεων, με στόχο υποτίθεται την προστασία του πληθυσμού από τον κορωνοϊό. Την ίδια στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση στις πρόσφατες δαπάνες στο ΕΣΥ λόγω κορονοϊού, στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, αναδεικνύοντας την αδιαφορία του κράτους για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, μέσω της δημιουργίας ισχυρών δημόσιων νοσοκομείων.[39]
Εξάλλου, το πώς η φτώχεια επιδρά στην εκδήλωση ασθενειών στις ΗΠΑ, έχει επισημανθεί και από τον επιδημιολόγο Richard Willkinson και την Kate Picket, οι οποίοι ακριβώς αναφέρθηκαν στο πώς οι ανισότητες βλάπτουν τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά, με αποτέλεσμα την ευκολότερη μετάδοση μιας πανδημίας ανάμεσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.[40] Σε αντίστοιχα συμπεράσματα καταλήγει και ο Αμερικανός ιστορικός Mike Davis όταν αναφέρεται στην πανδημία του 1918, The Monster at Our Door. The Global Threat of Avian Flu (2005) επιχειρηματολογώντας πώς η φτώχεια, ο υποσιτισμός, οι χρόνιες νόσοι, η παράλληλη ύπαρξη άλλων λοιμωδών νοσημάτων σε περιοχές που πλήττονταν από ευάλωτες συνθήκες υγιεινής, καθόρισαν το διαφορετικό ταξικό τίμημα που η γρίπη είχε ως αντίκτυπο πάνω σε διαφορετικούς πληθυσμούς.[41]
Η πολιτική διαχείριση της πανδημίας έχει άρωμα καπιταλισμού
Αυτό που κατά κύριο λόγο διακυβεύεται στις μέρες μας, είναι η επόμενη μέρα. Στο παρόν που πυκνώνουν όλο και περισσότερο οι φωνές για πρόσβαση στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα:υγεία, παιδεία, ελευθερία, αυτοπροσδιορισμό, ισότητα σε όλο τον πληθυσμό· στο κοντινό μέλλον που η πανδημία θα χρησιμοποιείται με κάθε τρόπο από μια πατριαρχική εξουσία για ν’ αναδείξει τον «επικίνδυνο άλλο», πείθοντας για την ανάγκη της συνεχούς αστυνόμευσης της ζωής του άβουλου/εγκληματικού/ανήθικου/περιθωριακού ατόμου για το καλό της ασφάλειας και της υγείας του υποκειμένου.
Είναι στο χέρι μας ν’ αντιδράσουμε και ν’ αντισταθούμε σε έναν τέτοιον εξουσιαστικό/πατριαρχικό λόγο των ολίγων αρίστων που συγκεντρώνουν με τρόπο ηγεμονικό την εξουσία και τον πλούτο στα χέρια τους, μέσω της άλογης καπιταλιστικής κατάχρησης του περιβάλλοντος, της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, απαιτώνταςαπό την επιστήμη την αναζήτηση μιας εξιστόρησης που ν’ αντιτίθεται στην πατριαρχική διάκριση του πληθυσμού με βάση διαφορές εθνικές, φυλετικές, ταξικές, ηλικιακές, θρησκευτικές, έμφυλες, σεξουαλικές ταυτότητες, προτάσσοντας την ανθρώπινη αλληλεγγύη και το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στην υγεία, στην ελευθερία και στον αυτοπροσδιορισμό.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Εάν η χριστιανική δεοντολογία είναι όντως “η ηθική κλίμακα μέσα από την οποία υιοθετούνται εσωτερικές μορφές κρατικών βιοπολιτικών ηθικής πειθαρχικής παρέμβασης προς τον πληθυσμό, με δούρειο ίππο την αντιμετώπιση της πανδημίας”, τότε πώς εξηγείται ότι οι εκκλησίες έκλεισαν απλώς με ένα πρωθυπουργικό twitter, οι λατρευτικές συνάξεις των χριστιανών απαγορεύθηκαν και ακόμη και ο εορτασμός του Πάσχα ακυρώθηκε; Το σημείο αυτό χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, εκτός αν δεχθούμε ότι η χριστιανική δεοντολογία στρέφεται τελικά ακόμη και εναντίον του ιδίου του εαυτού της!
Μεταξύ των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (υγεία, παιδεία, ελευθερία, αυτοπροσδιορισμός, ισότητα), δεν συμπεριλαμβάνεται και η ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, η οποία μάλιστα ανεστάλη από το Κράτος στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας;
Δεν έγινε άραγε και ο χριστιανός ο “επικίνδυνος άλλος” που έπρεπε να αστυνομεύεται συνεχώς, για να μην διασπείρει τον ιό (π.χ. μέσω της συμμετοχής του στη Θεία Ευχαριστία); Να θυμίσω τον παπά στο Κουκάκι που τον κατέδωσαν οι γείτονες γιατί μετέδιδε την Θεία Κοινωνία, καθώς και την έρευνα που έχει διαταχθεί για τυχόν γάμους ή βαπτίσεις που τελέσθηκαν παρανόμως κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης, ώστε να διωχθούν οι υπεύθυνοι ιερείς.
Στο άρθρο αναφέρομαι, ξεκάθαρα, στον τρόπο με τον οποίο η χριστιανική δεοντολογία λειτούργησε σε σχέση με την πανδημία, ταυτίζοντας την ασθένεια με συγκεκριμένες συμπεριφορές, όπως για παράδειγμα την ομοφυλοφιλία, όπως παραθέτω στα παραδείγματα. Η δεοντολογία αυτή, όπως αναφέρω στο άρθρο, στην ανάγνωση μου αφορά έναν λόγο που παραπέμπει στην αναγκαιότητα «ηθικών» πειθαρχικών πρακτικών συμμόρφωσης, εναντία σε μια φαντασιακή ανθρώπινη ψυχική ανηθικότητα. Παρ’ όλ’ αυτά, κατά τη δική μου ανάγνωση, αυτή η προσέγγιση της ασθένειας ως απόρροια μιας «ανηθικότητας» δεν είναι μια προσέγγιση περιθωριακή, κάποιων χριστιανικών συντηρητικών ομάδων, αλλά, αντίθετα, αποτελεί κομμάτι της κυρίαρχης αντίληψης του τρόπου αντιμετώπισης της πανδημίας από το κράτος και εδώ ακριβώς μιλώ για πατριαρχία. Αυτό που υποστηρίζω, κάνοντας χρήση του όρου πατριαρχία, είναι ακριβώς ότι αυτή η πατριαρχική αντίληψη βρίσκεται στον πυρήνα της αντίληψης της πολιτικής εξουσίας, όσον αφορά τη διαχείριση του πληθυσμού και τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας., αποδίδοντας με δυο λόγια, την ευθύνη στον άνθρωπο και όχι στον καπιταλισμό. Αυτό σημαίνει ότι η επέμβαση του κράτους συνίσταται στη λήψη μέτρων εναντίον μιας υποτιθέμενης ατομικής ανηθικότητας, και όχι στη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ίδιας της ασθένειας, όπως για παράδειγμα θα αποτελούσε η ενδυνάμωση του δημόσιου συστήματος υγείας.. Εξάλλου, αυτήν την πατριαρχική μεταχείριση την παρατηρούμε και στον Μεσοπόλεμο, όσον αφορά την αντιμετώπιση των αφροδισίων νοσημάτων. Η δίωξη αφορούσε, άλλωστε, μόνο τις κοινές γυναίκες, ενώ απαγορευόταν η χρήση μέσων προφύλαξης. Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι αυτό γίνεται και στις μέρες μας. Η πανδημία υπάρχει, αλλά τα μέτρα στρέφονται εναντίον μίας υποτιθέμενης ανηθικότητας, που ταυτίζεται με την ανυπακοή προς το κράτος, το οποίο προωθεί το «μένουμε σπίτι» ως μέσο αντιμετώπισης. Φυσικά, μια τέτοια αντίληψη/αντιμετώπιση – «μένουμε σπίτι» – δεν κάνει καμία μνεία σε ένα πατριαρχικό καθεστώς και ουσιαστικά σε έναν ηγεμονικό έλεγχο της κυρίαρχης προς την κυριαρχούμενη ζωή, ούτε αναφέρεται στις πραγματικές ανθρώπινες επιλογές, στα όρια μιας ταξικής/ιεραρχούμενης κοινωνίας και τον τρόπο διαχείρισης της προστασία όλου του πληθυσμού, χωρίς διακρίσεις, από μια πανδημία. Περαιτέρω, όπως εξηγώ και στο άρθρο, το κράτος ρίχνει το βάρος στον άνθρωπο και όχι στην καπιταλιστική/πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας, με αποτέλεσμα η όποια ανυπακοή προς την εξουσία του να φαντάζει ανήθικη και εγκληματική. Έτσι, εναντίον οποιασδήποτε ανυπακοής προς την εξουσία του, το κράτος μπορεί να εφαρμόσει, με αυταρχισμό, κάθε μέτρο, μεταξύ των οποίων βρίσκεται σαφέστατα και το κλείσιμο των εκκλησιών, όπως επισημαίνεται, κάτω από το πέπλο της υγείας, με τη συναίνεση του πληθυσμού που καλείται να αντιταχθεί στον «επικίνδυνο άλλο».