Κριτική Τεύχος #03

Και αναγνώσται αρπάζουσιν αυτό

Τι μπορεί άραγε να πει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό του 21ου αιώνα ένα μυθιστόρημα γραμμένο το 1960 από μια καθολική συγγραφέα ιρλανδικής καταγωγής που έζησε τη σύντομη και δύσκολη ζωή της (1925–1964) στον αμερικανικό Νότο; Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πρόκειται για ένα γκροτέσκο μυθιστόρημα που διαπνέεται από τις αντιλήψεις της βαθιά θρησκευόμενης δημιουργού του, οι οποίες έχουν στο κέντρο τους την πίστη ότι η θρησκεία και το πεπρωμένο επικρατούν στο τέλος πάντα; Και, σε κάθε περίπτωση, πόσο ρόλο στην ερμηνεία ενός κειμένου παίζουν οι προθέσεις του/της συγγραφέα, αλλά και η ήδη καθιερωμένη πρόσληψη του κειμένου αυτού σε άλλα πολιτισμικά περιβάλλοντα;
Vision de Tondal, Hieronymus Bosch

Και Βιασταί Αρπάζουσιν Αυτήν
Φλάννερυ Ο’ Κόννορ
Mετάφραση: Αλέξανδρος Κοτζιάς
Αντίποδες, Αθήνα, 2016 | 301 σελίδες

Παρόμοια, αν όχι τα ίδια, ερωτήματα θα απασχόλησαν σίγουρα και τις εκδόσεις των Αντιπόδων, όταν αποφάσιζαν την επανέκδοση το 2016 του κλασικού πλέον αμερικανικού μυθιστορήματος της Φλάννερυ Ο’ Κόννορ (Flannery O’ Connor), Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, σε –επικαιροποιημένη– μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά (1965). Είναι όμως ευτυχές το γεγονός ότι τα ερωτήματα αυτά δεν λειτούργησαν αποτρεπτικά στην απόφασή τους. Έφτασε έτσι στα χέρια μας μια εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση ενός σπουδαίου λογοτεχνικά βιβλίου, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον ένα επίμετρο του Ρίτσαρντ Τζιαννόνε, επιφανούς μελετητή του έργου της Ο’ Κόννορ, υπόμνημα με τις αλλαγές στη μετάφραση του Κοτζιά, μαζί με ένα εκδοτικό σημείωμα που εξηγεί τη λογική πίσω από αυτές, αλλά και ένα κείμενο του ίδιου του Κοτζιά με το οποίο παρουσίαζε το βιβλίο στο ελληνικό κοινό του 1965.

Αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσει να απαντήσει και το παρόν κείμενο στη συνέχεια, κρατώντας τις αποστάσεις του από τις περίτεχνες αναλύσεις που στην πραγματικότητα εξακολουθούν να έχουν στον πυρήνα τους καλά κρυμμένο εκείνο το σχολικό «τι θέλει να πει η ποιήτρια;». Αναλύσεις που τελευταία όχι μόνο επανακάμπτουν, αλλά πάνε χέρι-χέρι με έναν νεκραναστημένο βιογραφισμό που ουσιαστικά χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό κείμενο για να (ψυχ-)αναλύσει τον λογοτέχνη[1]. Από την άλλη, αποστάσεις θα κρατηθούν και από την εμβριθή ανάλυση του Τζιαννόνε που βρίσκουμε στο επίμετρο, αφού προσφέρει μεν ένα ερμηνευτικό κλειδί για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, αλλά η ερμηνεία που προκύπτει μοιάζει δόκιμη μόνο αν το κείμενο ερμηνευτεί επιλεκτικά.

Η αφήγηση λοιπόν στο «Και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» ξεκινά μισή μέρα μετά το θάνατο του Μέισον Ταργουότερ (Mason Tarwater[2] ), ενός μισότρελου θρησκευάμενου ογδοντατετράχρονου που είχε αυτοαναγορευτεί προφήτης και ζούσε ασκητικά στην ερημιά ενός δάσους του αμερικάνικου νότου μαζί με τον Φράνσις Μάριον Ταργουότερ, τον δεκατετράχρονο μικρανιψιό του που είχε απαγάγει όταν ήταν ακόμη μωρό, για να τον προετοιμάσει, χωρίς εμφανή επιτυχία ως τότε, ως διάδοχό του προφήτη. Το παιδί είχε γεννηθεί την ώρα που η μάνα του και οι παππούδες του σκοτώνονταν σε ένα τροχαίο δυστύχημα, και οι μοναδικοί άλλοι ζωντανοί συγγενείς τους –στην πόλη– ήταν ο αδερφός της μάνας του, ζωντοχήρος, δάσκαλος, με έναν γιο που έπασχε από σύνδρομο Down.

Ο νεαρός Ταργουότερ έχοντας μια ιδιότυπη σχέση μίσους-αγάπης με τον γέρο όσο εκείνος ζούσε, μετά τον θάνατό του προσπαθεί να διαχειριστεί αφενός την απώλεια και τα συναισθήματά του για εκείνον και αφετέρου τις δύο εντολές που του είχε δώσει ο γερο-Ταργουότερ· να τον θάψει και να «βαφτίσει» το παιδί του αδερφού της μάνας του. Με την παρακίνηση ενός παράξενου ξένου που εμφανίζεται μυστηριωδώς (ο αναγνώστης αναγνωρίζει εύκολα στο πρόσωπό του τον Διάβολο), ο Ταργουότερ βάζει φωτιά στο σπίτι για να κάψει, αντί να θάψει, τον γέρο που είχε αφήσει νεκρό μέσα. Έπειτα, ξεκινά ένα ταξίδι με ωτοστόπ για το σπίτι του θείου του, Ρέυμπερ, προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορεί να πάει αντίθετα στο πεπρωμένο που είχε χαράξει γι’ αυτόν η δεύτερη εντολή του θείου του.

Στη συνέχεια, η οπτική γωνία της αφήγησης αλλάζει, καθώς παρατηρούμε τα γεγονότα των επόμενων τεσσάρων-πέντε ημερών κατά βάση από την σκοπιά του Ρέυμπερ, ο οποίος προσπαθεί μάταια να αναμορφώσει τον ανιψιό του, να τον εντάξει σταδιακά στον πολιτισμένο κόσμο και να αποδιώξει από πάνω του την κακή επιρροή που του είχε ασκήσει όλα αυτά τα χρόνια ο γέρος. Η τραγωδία δεν αργεί να έρθει, με τον Ταργουότερ εκπληρώνει με τον δικό του φριχτό τρόπο το πεπρωμένο του, χωρίς ο Ρέυμπερ να αντιδράσει. Τελικά επιστρέφει, μετά από ένα ταξίδι που κρύβει κι άλλους εξευτελισμούς για εκείνον, ακριβώς μια βδομάδα μετά (επίσης προφανής η αντιστοιχία με τις εφτά μέρες της Δημιουργίας), στο σπίτι που μεγάλωσε. Εκεί πια, με τη βοήθεια ενός μεταφυσικού οράματος, αποδέχεται συντετριμμένος αυτό που αντιλαμβάνεται ως αποστολή του στη ζωή, το να γίνει δηλαδή προφήτης έτσι όπως τον οραματιζόταν ο γερο-Ταργουότερ.

Όλα αυτά τα καταθλιπτικά, γκροτέσκα, εξοργιστικά, εξιστορούνται με μια πρόζα που προκαλεί στην αναγνώστρια και τον αναγνώστη συναισθήματα ανάλογα με αυτά που νιώθει ο νεαρός Ταργουότερ για τον ξάδερφό του: έλξη και απώθηση ταυτόχρονα. Η Ο’ Κόννορ, με μια γραφή άριστη από τεχνικής πλευράς, υφαίνει μια μοναδική ατμόσφαιρα και κατορθώνοντας να συνδυάζει με εκπληκτική μαεστρία τον ρεαλισμό με το απόκοσμο, την πραγματικότητα με τη φαντασίωση, τον εξωτερικό με τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων της. Δημιουργεί έτσι ένα κείμενο ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις, πιθανότατα παρά και τις δικές της προθέσεις, πράγμα που εξηγεί τη γοητεία που έχει ασκήσει και συνεχίζει να ασκεί σε αναγνώστες/τριες που προέρχονται από τελείως διαφορετικά πολιτισμικά/θρησκευτικά περιβάλλοντα.

Οι πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος σκιαγραφούν τον γέρο και τον νεαρό Ταργουότερ με τόσο μελανά χρώματα που δύσκολα επιτρέπουν όχι μόνο την ταύτιση μαζί τους, αλλά ούτε καν τη συμπάθεια προς αυτούς. Ο πρώτος παρουσιάζεται ως αντικοινωνικός ερημίτης, ένα ακόμη από τα πολλά μέλη διαφόρων προτεσταντικών εκκλησιών που ακολούθησαν τη δική τους, ατομική ερμηνεία της Βίβλου, ένας ημίτρελος που «συνέχεε μια τρέλα με μια αποστολή», που άρπαξε δυο φορές μικρούς συγγενείς του (το είχε επιχειρήσει και με τον Ρέυμπερ) για να τους κάνει σαν αυτόν, με δυο λόγια ένας αντιπαθέστατος άνθρωπος. Ο δεύτερος, στρυφνός και αγέλαστος, μοιάζει να τα έχει τελείως χαμένα και να βρίσκεται στο κέντρο ενός τραγικού παραδόξου: ενώ μισούσε τον γέρο, ό,τι ήξερε για τον κόσμο –και για τον εαυτό του– το είχε μάθει από εκείνον· ενώ απαρνιόταν κάθε στιγμή τον ρόλο του προφήτη για τον οποίο τον προόριζε ο γέρος, επέλεγε να κινείται στα όρια τού να τον ενσαρκώσει, αντιστρέφοντας τρόπον τινά την χριστιανική έννοια του πειρασμού· ενώ θέλει να μάθει την «αλήθεια» –για την πόλη, για τον θείο του τον δάσκαλο, για το καθετί–, κάθε νέα του εμπειρία δηλητηριάζεται εν τη γενέσει της από τη στρεβλή διαπαιδαγώγηση που έχει λάβει.

Διαβάζοντας στη συνέχεια για το ταξίδι του στην πόλη και την απόφαση να μείνει με τον Ρέυμπερ για να δει «τι θα συμβεί», νομίζουμε αρχικά ότι το μυθιστόρημα θα μετατραπεί σε μια ιστορία μαθητείας, αφού ο φαινομενικά καλοπροαίρετος θετικιστής δάσκαλος παίρνει την απόφαση να τον εκπαιδεύσει και να βγάλει από μέσα του κάθε κακή επιρροή του θείου τους. Η αυταπάτη αυτή όμως γρήγορα διαλύεται γιατί ο –επίσης τραυματισμένος σωματικά (κουφός) και ψυχικά (απαχθείς για λίγο από τον γέρο, ορφανεμένος, χωρισμένος, με ένα παιδί με αναπηρία)– Ρέυμπερ επιθυμεί να μετατρέψει το παιδί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δική του, βιαστικά, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο και, κυρίως, χωρίς να το αγαπά –όπως δεν αγαπά και το δικό του παιδί. Η γρήγορη απογοήτευσή του τον οδηγεί σε όλο και πιο απέλπιδες προσπάθειες, οι οποίες απλώς επισπεύδουν το μοιραίο –για να μην πούμε ότι το επιδιώκουν κιόλας.

Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε έναν έφηβο να συντρίβεται ανάμεσα στον θρησκευτικό φανατισμό που τον κατατρύχει από τη γέννησή του και στην αποστειρωμένη από συναίσθημα ορθολογική εκκοσμίκευση που επιδιώκει να τον «σώσει» για να αποδείξει κάτι στον εαυτό της. Ο νεαρός Ταργουότερ έχει εκπαιδευτεί να βλέπει παντού γύρω του σημάδια, οιωνούς, θεϊκά μηνύματα που τον οδηγούν σε μια ανάγνωση του κόσμου ως μεταφορά όπου ερμηνευτικό κλειδί είναι η κυριολεκτική ανάγνωση της Βίβλου, και δη της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν συναντάει τον θείο του, εκείνος δεν του προσφέρει ένα νέο ερμηνευτικό κλειδί· προσπαθεί να του το επιβάλλει. Το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι το αντίθετο. Όπως ακριβώς αντίθετο είναι και το αποτέλεσμα κάθε προσπάθειας του νέου να απομακρυνθεί από την παρακαταθήκη που του έχει αφήσει ο γερο-Ταργουότερ, προσπάθεια στην οποία τον βοηθά μόνο φαινομενικά ο Διάβολος, ενώ στ’ αλήθεια τον σπρώχνει ολοένα προς την πραγμάτωση του «πεπρωμένου» του. Στο τέλος, μόνος, αβοήθητος και απροστάτευτος, θα καταλήξει να το αγκαλιάσει, έχοντας χάσει πια κάθε ίχνος ανθρωπιάς.

Βλέπουμε λοιπόν μια αντεστραμμένη Τριάδα, στο άλλο άκρο της Αγίας –Πατήρ (γερο-Ταργουότερ), Υιός (νεαρός Ταργουότερ) και (όχι και τόσο) Άγιο Πνεύμα (Ρέυμπερ)– της οποίας τα δύο μέλη, ανάπηρα από αγάπη, οδηγούν κατευθείαν στην αγκαλιά του Πειρασμού τον Υιό, αφήνοντάς τον να πνίξει και έτσι να πνιγεί, δείχνοντας πόσο εύκολα ο Λόγος μπορεί να γίνει Δηλητήριο, αλλά και τι σημαίνει στην πραγματικότητα το –μη βιβλικό– «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα»: απ’ την ανατροφή και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσες είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις και σίγουρα όχι με το να σου επιβάλλουν με το ζόρι –δηλαδή δια της «βίας»– κάτι άλλο.

Η ελληνική επανέκδοση αυτού του παλιού θρησκευτικού μυθιστορήματος απασχόλησε πολύ δημιουργικά την ελληνική –διαδικτυακή– βιβλιοκριτική, με τον Νίκο Γιακουμέλο, μεταξύ άλλων, να δίνει μια ψυχαναλυτική διάσταση στην ερμηνεία του, τον Μανώλη Βαρδή να τονίζει, αφού μας υπενθυμίσει πρώτα μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, την «αμερικανική» διάσταση του βιβλίου, αλλά και με την Κατερίνα Μαλακατέ να παραμένει αμφίθυμη ως προς την τελική της κρίση, και την Κατερίνα Ασημακοπούλου να επικεντρώνεται στην έννοια της ελευθερίας που την θεωρεί κομβική στο βιβλίο, πράγμα που κάνει και η Νίκη Κώτσιου με την έννοια του πατέρα. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, μεταφραστής και συγγραφέας ο ίδιος, στέκεται με τη σειρά του περισσότερο στο μεταφραστικό κομμάτι και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί η Ο’ Κόννορ, ενώ ο Γιάννης Καλογερόπουλος (no14me) στο πόσο επίκαιρο είναι και σήμερα αυτό το έργο της. Κριτικές κατά βάση εύστοχες, οι οποίες, ακόμη κι αν εστιάζουν σε διαφορετικά σημεία, συγκλίνουν ωστόσο στη θέση με την οποία ξεκινά και αυτό το σημείωμα· δεν διαβάζουν το βιβλίο ψάχνοντας τι ήθελε να πει η Ο’ Κόννορ, αλλά τι λέει το ίδιο στο σημερινό ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Για το τέλος, ένα μικρό σχόλιο γύρω από τον τίτλο του βιβλίου, που θα μπορούσε να είναι η αφετηρία ενός ολόκληρου άλλου άρθρου. Ο πρωτότυπος τίτλος του είναι The Violent Bear it Away («Οι Βίαιοι την Αρπάζουν») και προέρχεται από την Douay–Rheims, μια αγγλική μετάφραση της Βίβλου για την Καθολική Εκκλησία, ενώ ο ελληνικός τίτλος είναι η ίδια φράση παρμένη αυτούσια από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου («Από δε των ημερών Ιωάννου του Βαπτιστού έως άρτι, η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν»). Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε με την πρώτη ματιά, υπάρχει ήδη μια απόκλιση ανάμεσα στις δύο φράσεις, και αυτή η απόκλιση γίνεται σχεδόν χάσμα, αν ανατρέξει κανείς στην ερμηνεία της φράσης από την ορθόδοξη θεολογία, όπου οι «βιασταί» δεν είναι σε καμία περίπτωση οι «βίαιοι», αλλά μάλλον όσοι επιθυμούν και επιζητούν με κάθε σπουδή και ένταση την κληρονομία της βασιλείας. Στο χέρι των αναγνωστών/τριών είναι να αποφασίσουν αν ο ελληνικός τίτλος αποδίδει τελικά το νόημα του αγγλικού ή όχι και τι σημαίνει αυτή η μεταφραστική περι-πλάνηση για την ερμηνεία του βιβλίου.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Αντώνης Γαζάκης

Ο Αντώνης Γαζάκης αποφοίτησε από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2000 και από το 2004 εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαβάζει πολλή λογοτεχνία, και ενίοτε γράφει γι’ αυτή στο μπλογκ του μαζί με δικά του μικρολογοτεχνικά κείμενα, ενώ άρθρα του επί παντός επιστητού δημοσιεύονται επίσης στο alterthess.gr, στο thegreekcloud.com και αλλού. Ζει στη Θεσσαλονίκη και όταν δεν διαβάζει, παίζει θέατρο, κιθάρα, Civilization και διάφορα RPG ή βλέπει σειρές μυστηρίου. Από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης, εκλεγμένος με το ενωτικό ψηφοδέλτιο «Πόλη Ανάποδα - Δύναμη Ανατροπής».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange