Η ανάδυση της έννοιας «ψυχική νόσος» στον ευρωπαϊκό πολιτισμό
Θανάσης Καράβατος
Συνάψεις 15
Τόπος, 2017 | 124 σελίδες
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ στην εποχή του και τη δική μας
Elisabeth Roudinesco
μετάφραση: Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη
Πατάκης, 2017 | 632 σελίδες
Η ιστορία των επιστημών που καταπιάνονται με τον ψυχικό πόνο –όχι βέβαια ο ίδιος ο πόνος των ανθρώπων– έχει κάτι το συναρπαστικό. Επιστρέφοντας στις «ιδρυτικές» στιγμές τους, ξανακοιτάζοντας τα επιτεύγματα, τις αποτυχίες και τις ακρότητες, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε τη φιλοσοφία τους: τι είναι δηλαδή αυτό που κάνει τις πρακτικές και τις θεωρίες να αναγνωρίζονται (ή να μην αναγνωρίζονται) ως επιστημονικές. Και τι σημαίνει, πολιτικά και κοινωνικά, το κύρος που συνδέεται με τη (μη) αναγνώριση αυτή: τι σημαίνει η «επιστημονικότητα», όχι μόνο για όσους διεκδικούν την αυθεντία του επιστήμονα, αλλά τελικά και για την ίδια την ανακούφιση της οδύνης.
Η ιστορική ματιά στις επιστήμες της ψυχικής υγείας είναι το κοινό στα δύο βιβλία που συζητάμε αυτό το μήνα. Το πρώτο, του Θανάση Καράβατου, ενός κάθε άλλο παρά «τυπικού» ψυχίατρου, αφορά την ιστορία της ψυχιατρικής –και συνεπώς και τις διαφορετικές ερμηνείες της ψυχικής ασθένειας· το δεύτερο, της Γαλλίδας ιστορικού και λακανικής ψυχαναλύτριας Ελιζαμπέτ Ρουντινέσκο, είναι μια σημαντική, και ταυτόχρονα συναρπαστική, βιογραφία του ιδρυτή της ψυχανάλυσης.
Από πού έρχεται η ψυχική ασθένεια;
Ας το πούμε εξαρχής: το βιβλίο του Θανάση Καράβατου είναι μια απόπειρα υπεράσπισης της ψυχιατρικής από έναν γιατρό που έχει καταγγείλει το διαγνωστικό σύστημα DSM (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) ως αντιεπιστημονικό τυφλοσούρτη παραγωγής διαταραχών, γνωρίζοντας τη συμβολή πολλών επαγγελματιών της ψυχικής υγείας στην καθιέρωσή του.[1] Εκδότης, από το 2005, του περιοδικού Σύναψις, υπεύθυνος αργότερα για την εκδοτική σειρά «Συνάψεις», και σήμερα διευθυντής του περιοδικού, ο Καράβατος είναι από τους ψυχιάτρους που επιμένουν ότι η ψυχιατρική δεν (μπορεί να) είναι «α-κοινώνητη»· χρόνια τώρα, λοιπόν, τα άρθρα και τα βιβλία του δείχνουν πόσο γόνιμες μπορεί να αποβούν οι συνέργειες των νευροεπιστημών με την ψυχανάλυση και τις κοινωνικές επιστήμες, αν σκοπός είναι πράγματι η φροντίδα για την ψυχική υγεία.
Το ίδιο το βιβλίο που συζητάμε είναι μια τέτοια συνάντηση. Με την ιδιότητα του ιστορικού της ψυχιατρικής, ο Καράβατος θέλει να θυμίσει την παλιά ιδέα της «κατανομής των νόσων»: από τα χρόνια της αρχαίας φιλοσοφικο-ιατρικής παράδοσης, εξηγεί, μιας παράδοσης που αναβίωσε στον 19ο αιώνα ο Γάλλος ψυχίατρος Φιλίπ Πινέλ (Philippe Pinel), ορισμένες ασθένειες ανήκουν στη «δικαιοδοσία» των ηθικών φιλοσόφων –άλλες, όμως, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των γιατρών (σ. 42-3). Αλλά πότε γεννιέται η επιστήμη που κάνει αντικείμενό της αυτές τις τελευταίες ασθένειες; Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη· χρειάζεται να σκεφτούμε τι επιδίωξε και τι πέτυχε να θεραπεύσει η επιστήμη αυτή –πώς οριοθέτησε το αντικείμενό της και τι περιεχόμενο έδωσε στις έννοιές της.
Κάνοντάς το, βλέπουμε πως η ιστορία της ψυχιατρικής, ως ειδικού κλάδου της ιατρικής, συναντιέται αναπόφευκτα με τη φιλοσοφία της. Ο Καράβατος ακολουθεί έτσι τον επιστημολόγο της ψυχιατρικής Ζορζ Λαντερί-Λορά (Georges Lanteri-Laura), που ο ίδιος μας έχει συστήσει στο περιοδικό Σύναψις: Υπάρχουν δυο τρόποι να μιλήσουμε για την ιστορία ενός ανθρώπου: ο τρόπος του εμβρυολόγου, που βλέπει τη ζωή να αρχίζει με τη διαίρεση του γονιμοποιημένου ωαρίου, την οντογένεση· και ο τρόπος του παλαιοντολόγου, που ψάχνει τα ίχνη του ανθρώπου, τη «φυλογένεση», φτάνοντας πίσω στον αυστραλοπίθηκο. Με όρους «οντογένεσης», λοιπόν, η ψυχιατρική ξεκινά μόλις τον 19ο αιώνα, με ένα σύνολο θεωριών, θεσμών και πρακτικών: το θεωρητικό έργο του Γάλλου γιατρού Φιλίπ Πινέλ (1745-1826) και την «ηθική θεραπεία», το άσυλο, τον αγγλικό εμπειρισμό και την ανατομική-κλινική μέθοδο (σ. 14). Η λέξη «ψυχίατρος» εμφανίζεται στη Γαλλία το 1802 και η λέξη «ψυχιατρική» στη Γερμανία του 1808 (psychiaterie)· μόλις δε το 1877, εποχή που χωρίζονται οι ιατρικές ειδικότητες γενικά, θα καλυφθεί στο Παρίσι η έδρα των «ψυχικών νοσημάτων και του εγκεφάλου».
Όλες αυτές οι πληροφορίες σημαίνουν πως, από τη σκοπιά της «οντογένεσης», η ψυχιατρική είναι νεόκοπη και, κυρίως, πολύ πιο κοντινή στη νεωτερική κρατική εξουσία, την οποία κλήθηκε να εξυπηρετήσει. Όμως η φροντίδα για τον ανθρώπινο πόνο, θυμίζει ο Καράβατος, δεν αρχίζει τον 19ο αιώνα· αυτό είναι που μας επιτρέπει να δούμε η ματιά του «παλαιοντολόγου». Με αυτή τη δεύτερη προσέγγιση, λοιπόν, η ψυχιατρική έλκει την καταγωγή της στην πρώτη προσπάθεια ενός ανθρώπου να ανακουφίσει τον πόνο ενός άλλου· τη στιγμή εκείνη, που ο ψυχικός πόνος ακόμα δεν διακρίνεται από τον σωματικό, ο πρώτος επαγγελματίας θεραπευτής είναι ο μάγος (σ. 15).
Από τον Όμηρο στον Ιπποκράτη
Μια πρώτη διάκριση σωματικού-ψυχικού ο Καράβατος την εντοπίζει, μαζί με την Ζακλίν ντε Ρομιγί, στην Οδύσσεια. Στον Όμηρο, βεβαίως, δεν υπάρχει ανάλυση σε βάθος της ψυχικής ζωής· η σύγχυση, το μένος, η μέθη και η άτη λογίζονται ακόμα όργανα των θεών –και η ανακούφιση υπόθεση κι αυτή της θείας δικαιοδοσίας. Ο Οδυσσέας υποφέρει, και μόνο η παρέμβαση της Αθηνάς καταλαγιάζει τον πόνο του:
Κι άναβε του Δυσσέα
μέσα η καρδιά στα στήθια του κι ανάδευε στο νου του
να σηκωθεί και τη ζωή της καθεμιάς να πάρει
ή για στερνή τους πια φορά ν’ αφήσει να πλαγιάσουν
με τους Μνηστήρες
[…] Και την καρδιά του μάλωνε τα στήθια του χτυπώντας
«Βάστα, καρδιά μου. Πιο σκληρό βάσταξες πόνο ακόμα […]»
Τότε η θεά Παλλάδα
κατέβηκε απ’ τον ουρανό, παρόμοια με γυναίκα
«[…] Κοιμήσου τώρα. Είναι βαρύ να κάθεσαι όλη νύχτα
πάντα άγρυπνος, και γρήγορα θα πάψουν τα δεινά σου».[2]
Πότε θα έρθει η «τομή», η επιστημονική δηλαδή θεώρηση της ψυχικής ασθένειας; Όταν, στην ιδέα της θεϊκής προέλευσης, της ενοχής, του αμαρτήματος και της θεϊκής παρέμβασης για την ανακούφιση, αντιπαρατίθεται η ιδέα της φυσικής νόσου.
Είναι μια κρίσιμη στιγμή: αν η ασθένεια είναι πράγματι «κατά φύση», τότε ο ασθενής δεν είναι ούτε υπεύθυνος ούτε ένοχος γι’ αυτήν (σ. 32). Η ώρα γι’ αυτήν την ορθολογική ιατρική, που δεν ενοχοποιεί ηθικά τον άρρωστο, έρχεται με τον Ιπποκράτη (460–377 π.Χ.) και την ιπποκρατική σχολή –ιδίως με το κείμενο Περί Ιερής νούσου· ιερή (δηλαδή ταμπού) δεν είναι μόνο η επιληψία, αλλά επίσης η μελαγχολία και η μανία– η ήρεμη και η διεγερμένη τρέλα (σ. 35). Ποια είναι, όμως, η προέλευσή της;
Δεν πιστεύω καθόλου –διαβάζουμε στο Περί Ιερής νούσου– πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι’ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι όμως, είτε από άγνοια είτε και γιατί τους έκαμε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της –δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες–, τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. [Ο]ι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτή την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών [Ε]γώ δεν μπορώ να πιστέψω ότι το σώμα του ανθρώπου μπορεί ποτέ να μολυνθεί από το θεό, το πιο φθαρτό από το πιο καθαρό […] Ακόμη πιστεύω ότι είναι αρρώστια που γιατρεύεται […] Η πραγματική λοιπόν αιτία για την αρρώστια αυτή -όπως και για όλες τις σοβαρές αρρώστιες- είναι ο εγκέφαλος.[3]
Η αναγνώριση ότι η ψυχική ασθένεια προέρχεται από τη φύση είναι το ένα ζήτημα· ένα άλλο είναι πως κανένα ιπποκρατικό κείμενο δεν θεωρεί τη φύση αλάνθαστη ή παντοδύναμη: η ιατρική τέχνη στον Ιπποκράτη δεν σημαίνει να αφήνουμε τα πάντα στην φυσική αυτορύθμιση του οργανισμού, αλλά ότι ο γιατρός πρέπει άλλοτε να περιμένει και άλλοτε να εμποδίζει τους φυσικούς μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού,[4] αντιπαραθέτοντας στην ασθένεια «τα πολεμιώτατα» –τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που την ενισχύουν.
Μύθος και ορθός λόγος: η στιγμή του Φρόιντ
Ενώ η εξήγηση της ασθένειας ως τιμωρίας μιας αμαρτίας υποχωρεί στα χρόνια του Διαφωτισμού, η τιμωρητική λογική δεν εξαφανίζεται· παραχωρεί τα «σκήπτρα» σε μια προτεσταντικής υφής απαίτηση για διαρκή αυτοέλεγχο και διόρθωση: «Ο θεραπευτικός ζήλος», γράφει ο Καράβατος, «η κυρίαρχη ιδεολογία της διόρθωσης και ο ανεπαρκής, σε σχέση με τα πλήθος των αρρώστων, αριθμός των φρενολόγων θα κάνουν αναπόφευκτη την τροπή αυτής της πρώτης “ψυχοθεραπείας” σε είδος αυστηρής “παιδαγωγικής”, όπου ο φόβος, η στέρηση, η καταπίεση και η τρομοκρατία θα κυριαρχήσουν» (σ. 85–6).
Μέχρι τον Φρόιντ, η ιπποκρατική σύνδεση της ασθένειας με τον πληθυσμό, την κοινωνία και τις πολιτισμικές πρακτικές εκλείπει: η επιστημονική κατανόηση της ψυχικής ασθένειας γίνεται με βιολογικούς όρους, ο ψυχικά ασθενής δηλαδή είναι εκφυλισμένος –φορέας της απόλυτης ετερότητας σε σχέση με το «κανονικό». «Κάθε άτομο», λέει αντίθετα ο Φρόιντ στα Όνειρα της Γκραντίβα, «διαπερνά τα σύνορα της μιας και της άλλης κατάστασης (σ.σ.: της λογικής και της τρέλας) πολλές φορές κάθε μέρα». Το παραλήρημα, που στη φροϋδική αντίληψη συγγενεύει με τη γλώσσα του ονείρου, είναι ένας κόσμος υπό όρους προσβάσιμος χάρη στο όνειρο, όσο κι αν η επιστημονική κοινότητα της εποχής ταυτίζει την εξέταση των ονείρων με τις λαϊκές δεισιδαιμονίες. Να κάνουμε τον κόσμο όνειρο, έχει ζητήσει νωρίτερα ο Γερμανός ρομαντικός ποιητής και θεολόγος Νοβάλις (1772–1801). Και ο ρομαντισμός, μας λένε από κοινού η Ρουντινέσκο (Κεφ. 7) και ο Καράβατος (σ. 116–22), αποτελεί για τον Φρόιντ μια σημαντική πηγή έμπνευσης.
Λανθάνουσα ή αμφίθυμη, όπως την καταγράφει ο Στέφανος Ροζάνης (Ένας λανθάνον ρομαντισμός, Μεταίχμιο 2008), η σχέση του Φρόιντ με τον ρομαντισμό είναι πράγματι θεμελιώδης. Από τη μια, ο ίδιος διεκδικεί την ορθολογική-διαφωτιστική κληρονομιά και την ιδέα της αυτονομίας, που συνοψίζει η προσταγή του Καντ «τόλμα να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου»· αποφεύγει, λοιπόν, μεταξύ άλλων, να μιλά για «σκοπό της ζωής», εκχωρώντας την «αρμοδιότητα» αυτή στις θρησκείες. Από την άλλη, ο Φρόιντ παραδέχεται πως η φιλοσοφία θα μπει αργά στη ζωή του, σε αντίθεση με το πρώιμο ρομαντικό κίνημα «Θύελλα και Ορμή» (Sturm und Drang) και τον Γκαίτε, που τον κινητοποιούν εξαρχής. Το πρωτείο του πάθους, του αισθάνεσθαι, επί του στοχασμού: αυτή είναι η κύρια οφειλή του Φρόιντ στη ρομαντική παράδοση. Κι είναι χάρη σε αυτήν που ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης δείχνει πως κάθε άνθρωπος είναι «και ορθολογών και μυθολογών» (Henri Ey στο: Καράβατος, σ. 15).
Στον μύθο, λοιπόν, από τον Οιδίποδα ως τον Φάουστ, ο Φρόιντ βρίσκει μια πηγή φωτός για την ψυχανάλυση, ενώ στο Ευφυολόγημα, όπως και αλλού, αποδίδει ξεχωριστή σημασία στην ενσυναίσθηση, στη διαδικασία δηλαδή να μπαίνεις, συνειδητά ή ασυνείδητα, στη θέση του άλλου. Όχι τυχαία, η έννοια πρωτοεμφανίζεται το 1798, και πάλι στον Νοβάλις.[5]
Για τους επιστήμονες, γράφει η Ρουντινέσκο, η σχέση της ψυχανάλυσης με τον μύθο αρκεί για να την κατατάξουν στη λογοτεχνία (!). Για τους ανθρωπολόγους και τους κοινωνιολόγους, εκλαμβάνεται μάλλον ως αναβίωση των αρχαίων μυθολογιών. Όσο για τους φιλοσόφους της εποχής, εκείνοι την θεωρούν ένα είδος «περίεργης» ψυχολογίας – κι ας έχει φροντίσει έγκαιρα ο Φρόιντ να διαχωριστεί από τους ψυχολόγους και τους σεξολόγους του καιρού. Σε κάθε περίπτωση, η «περίεργη» επιστήμη του απορρίπτεται από τους ακαδημαϊκούς κάθε πεδίου. Κι εξίσου απορριπτικοί θα είναι και οι αστικοί κύκλοι της Βιέννης: ο Φρόιντ είναι ένας φωτισμένος συντηρητικός, μάλλον πατριαρχικών αντιλήψεων – όμως η θεωρία του αναζητά λογική στο παράλογο, αποδομεί σαδιστικά τους μύθους της ενάρετης οικογένειας, αναδεικνύει το εκρηκτικό δυναμικό της σεξουαλικότητας των γυναικών και δείχνει μετασχηματισμούς που βγάζουν από το βάθρο της παντοδυναμίας της την πατρική φιγούρα, αναγκάζοντας τον άνδρα-πατέρα να μοιραστεί την εξουσία του. Όσα ο Φρόιντ αποδίδει στην εργασία του ασυνειδήτου, σημειώνει η Ρουντινέσκο, δεν είναι παρά προϊόντα μετασχηματισμών της οικογένειας, της κοινωνίας και της πολιτικής κατάστασης.
Στη βιογραφία της Ρουντινέσκο, ο Φρόιντ είναι ένας μεγάλος αντιφατικός – διαφωτιστής και ρομαντικός, ελιτιστής και δημοκράτης, συντηρητικός και αποσυνάγωγος. Η ίδια απορρίπτει τις συκοφαντίες ότι εκμεταλλεύτηκε τη θέση του για να εκμεταλλεύεται σεξουαλικά ασθενείς του, και γι’ αυτό προβάλλει την αποχή του από το σεξ. Ο Φρόιντ θεσπίζει κανόνες –και τους παραβαίνει συστηματικά· ο ίδιος που μέχρι τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο κερδίζει ένα πολύ υψηλό εισόδημα, και ταυτόχρονα απορρίπτει ως ασθενείς ανθρώπους χωρίς πνευματική καλλιέργεια (αλλά και άνδρες ή γυναίκες που πάσχουν από μελαγχολία, μανία, ανορεξία ή ψύχωση), είναι εκείνος που επί δέκα χρόνια θα κάνει δωρεάν θεραπείες μία ή δύο ώρες τη μέρα, και θα χρηματοδοτεί το “Ambulatorium”.[6] Κι ο ίδιος που υποστηρίζει την Τριπλή Συμμαχία, στη Δυσφορία στον πολιτισμό (1930) λέει πως «μια πραγματική μεταβολή στις σχέσεις των ανθρώπων με την ιδιοκτησία θα προσφέρει περισσότερη βοήθεια απ’ όση κάθε ηθική εντολή».
Το μείζον είναι οι σχέσεις: η σχέση των ανθρώπων με την ιδιοκτησία, η σχέση ορθολογικού-ανορθολογικού στην ψυχική ζωή κάθε ανθρώπου, η σχέση του με το αντικείμενο της επιθυμίας, η σχέση αναλυόμενου-αναλυτή, που δεν είναι δυνατή χωρίς την κατανόηση του άλλου. Σε αυτή τη διάσταση της κατανόησης, και τελικά της σχέσης, επενδύει την θεραπευτική προσδοκία της η ψυχανάλυση – γι’ αυτό και η τόση σημασία που αποδίδει στην ενσυναίσθηση: το να δεις τον εαυτό σου σαν εκείνον ή εκείνη που υποφέρει προϋποθέτει ήδη κοινά στοιχεία, κοινά «συμφέροντα» μαζί του. Αν αυτό το βλέμμα αλλάξει σε κάτι τη ζωή του ενός, έχει μια ελπίδα και ο άλλος.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο