Μέσα από τις λέξεις, Θέματα στη γραμματική των λέξεων για όσους (νομίζουν ότι) βαριούνται τη γλωσσολογία
Φοίβος Παναγιωτίδης
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2021 | 160 σελίδες
Οκτώ χρόνια μετά το άκρως επιτυχημένο «Μίλα μου για γλώσσα» (2013), ο γλωσσολόγος Φοίβος Παναγιωτίδης επέστρεψε στην εκλαΐκευση βασικών γλωσσολογικών εννοιών με το παράδοξα συναρπαστικό «Μέσα από τις λέξεις». Αυτή τη φορά δεν στέκεται τόσο σε εισαγωγικά γλωσσολογικά θέματα, αλλά επικεντρώνεται -και εμβαθύνει- περισσότερο στη μορφή, στη σημασία και στη γραμματική των λέξεων, επιχειρώντας να δώσει κατανοητές γλωσσολογικές -δηλαδή επιστημονικές- απαντήσεις σε ζητήματα που τίθενται τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που η γλώσσα γίνεται αντικείμενο δημόσιας συζήτησης στον ελληνόφωνο χώρο. Απαντήσεις επιστημονικές μεν, διόλου σοβαροφανείς δε, αφού η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου είναι ότι όλα δίνονται στους αναγνώστες με λόγο άμεσο και συχνά παιγνιώδη.
Στην πολύ κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου ο Παναγιωτίδης, καθηγητής Θεωρητικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, εξηγεί ότι έγραψε το βιβλίο έχοντας κατά νου τρεις στόχους, οι δύο από τους οποίους, αξίζει να σημειωθεί, ουσιαστικά αναμετρώνται με προβλήματα που δεν αντιμετωπίζουν όσοι επιστήμονες επιχειρούν να εκλαϊκεύσουν άλλα επιστημονικά πεδία. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, της κβαντικής φυσικής, της αστρονομίας ή της γενετικής, ένα ελάχιστο μέρος της κοινής γνώμης μπορεί να ισχυριστεί εκ των προτέρων ότι γνωρίζει πολλά για το θέμα, και μάλιστα αν αναζητήσει ένα σχετικό εκλαϊκευτικό βιβλίο θα το κάνει για να μάθει περισσότερα αναγνωρίζοντας την ανεπάρκειά του. Αντίθετα, όλοι έχουμε άποψη, και μάλιστα πολύ ισχυρή, όχι μόνο για τη γλώσσα, αλλά συχνά και για το τι είναι η ίδια η γλωσσολογία.
Ο πρώτος στόχος λοιπόν του Παναγιωτίδη εδώ σχετίζεται άμεσα με το πώς και ποιοι μιλούν δημόσια για τη γλώσσα. Ο συγγραφέας επισημαίνει κάτι που, λόγω της καθολικότητας του φαινομένου της γλώσσας, περνάει συνήθως απαρατήρητο· για τη γλώσσα μιλούν -αναπόφευκτα- όλοι, είτε πρόκειται για τους καθημερινούς χρήστες της είτε για όσους ασχολούνται επαγγελματικά με τον λόγο, γραπτό ή προφορικό, είτε για όσους «αγωνιούν» για τη μοίρα της και πάει λέγοντας. Μπροστά λοιπόν σε αυτόν τον κυκεώνα «απόψεων», που συχνά παρουσιάζονται ως θέσφατα, παρότι στην πραγματικότητα ελάχιστη σχέση έχουν με τα επιστημονικά δεδομένα, εμφανίζεται παραπάνω από επιτακτική η ανάγκη να μιλήσει επιτέλους και κάποιος από τη μεριά της ίδιας της επιστήμης της γλώσσας, τουτέστιν ένας γλωσσολόγος.
Κι εδώ φτάνουμε στον δεύτερο στόχο του βιβλίου· χρειάζεται να μας μιλήσει ένας γλωσσολόγος για τη γλώσσα, για να αντιμετωπιστούν δύο διάχυτες πλάνες στον λόγο για τη γλώσσα. Πρώτα-πρώτα, ακόμη και οι εργάτες του λόγου -οι διορθωτές, οι επιμελητές, οι συγγραφείς, οι φιλόλογοι (κυρίως αυτοί)- έχουν, όπως εύστοχα σημειώνει ο Παναγιωτίδης, μια μάλλον στρεβλή εικόνα για το τι είναι η γλωσσολογία, συγχέοντάς τη με την ετυμολογία, τη φιλολογία, τη σημειολογία, τη γλωσσική ρύθμιση (πώς πρέπει δηλαδή να μιλάμε ή να γράφουμε) κι άλλα ηχηρά παρόμοια. Σε αυτή την παρανόηση επιδιώκει να απαντήσει το «Μέσα από τις λέξεις» ξεκινώντας σε κάθε ενότητά του από συγκεκριμένα παραδείγματα τα οποία εξετάζονται στη συνέχεια μέσα από γλωσσολογικό πρίσμα.
Η δεύτερη πλάνη σχετίζεται με το γεγονός ότι πολλοί, υποτιμώντας την αξία και τον ρόλο της γλωσσολογίας, προσπαθούν να εξηγήσουν σχεδόν υπερβατικά και μεταφυσικά πώς λειτουργεί η γλώσσα (η οποία για αυτούς ταυτίζεται με τις λέξεις), ταυτίζοντάς τη με τον λόγο, που με τη σειρά του ταυτίζεται με τη σκέψη, αγνοώντας ότι ακόμα και οι λέξεις υπακούουν σε γραμματικούς κανόνες, πράγμα που προσπαθεί να καταδείξει ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό.
Αυτό μας οδηγεί και στον τρίτο, πιο εξειδικευμένο, στόχο του «Μέσα από τις λέξεις», που δεν είναι άλλος από το να εστιάσει την εξήγηση τού πώς λειτουργεί η γλώσσα -και η γλωσσολογία- σε θέματα γραμματικής των λέξεων[1]. Έτσι το βιβλίο αυτό, παρότι παραμένει ένα εκλαϊκευτικό γλωσσολογικό βιβλίο, είναι πιο εξειδικευμένο από το «Μίλα μου για γλώσσα»:
Αν τα τεχνικά βιβλία γλωσσολογίας είναι, ας πούμε, γαστρονομία και γκουρμέ μαγειρική, βιβλία όπως το “Μίλα μου για γλώσσα” είναι κάτι σαν φροντισμένος ουζομεζές. Το “Μέσα από τις λέξεις” επιδιώκει λοιπόν να τοποθετηθεί κάπου ανάμεσα και να γίνει ένα τίμιο και στιβαρό πιάτο φτιαγμένο με μεράκι μεν αλλά και με τεχνική. (σελ. 18)
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο Παναγιωτίδης κλείνει τη σύντομη εισαγωγή του σημειώνοντας ότι, σε αντίθεση με το προηγούμενο βιβλίο που ήταν προσιτό σε απόφοιτους Λυκείου, εδώ χρειάζονται ενδεχομένως και περαιτέρω γνώσεις· γι’ αυτό έχει φροντίσει εξάλλου να συμπεριλάβει μέσα σε πλαίσιο σε σχετικά σημεία του βιβλίου επεξηγηματικές παραγράφους με ορισμούς απαραίτητων, αλλά μάλλον άγνωστων στο ευρύ κοινό εννοιών, όπως καταδήλωση, τυπική νόηση/γλώσσα, τεμάχιο (στη φωνολογία) και πάει λέγοντας (αποφεύγοντας έτσι τη συνήθως δύσχρηστη σε τέτοια βιβλία επιλογή των υποσημειώσεων ή του γλωσσαρίου).
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη τα οποία τιτλοφορούνται αρκούντως εύγλωττα Γενικές ερωτήσεις και (Απο)συναρμολογώντας λέξεις. Τα επιμέρους κεφάλαια του κάθε μέρους απαντούν σε μία -συχνά προβοκατόρικη- ερώτηση για τη γλώσσα, όπως προβοκατόρικος ή και πειρακτικός είναι συχνά και ο τίτλος του κάθε κεφαλαίου: Έννοιες και όροι: it’s complicated, Θηλυκοί εαυτοί, Γιατί δεν κοτσάρουμε γενικές όπου να ‘ναι, Ποιο είναι το αντίθετο του «όλοι»; Στο σύνορο κλαρίνου και γαμπρού, Σουβλάκι, λαδάκι κι ευγένεια, Κάψιμο καυσίμου, Τι παίζει με το «παίζω»;, Επέστρεφε ξανά και ξανά.
Ξεκινώντας να διαβάζουμε τα κεφάλαια του βιβλίου εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι γλωσσικοί μύθοι ή οι γλωσσικές παρανοήσεις που μπαίνουν στο στόχαστρο του Παναγιωτίδη δεν προέρχονται μόνο από αφελείς, εθνικιστικές ή συνομωσιολογικές θεωρήσεις της γλώσσας, αλλά, αντίθετα, συχνά αφορούν δημοφιλείς και διαδεδομένες ιδέες που τις συναντά κανείς από το σχολείο μέχρι προοδευτικούς κύκλους. Για παράδειγμα, στο πρώτο μόλις κεφάλαιο, το οποίο ασχολείται με τη σχέση γλώσσας και σκέψης, ο γλωσσολόγος δεν έχει κανένα πρόβλημα να αναμετρηθεί με την περίφημη φράση του Βιτγκενστάιν «Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου» -ή μάλλον με όσους την αντιλαμβάνονται ως ταύτιση της γλώσσας με τη σκέψη και τη νόηση- και να εξηγήσει πως κάτι τέτοιο συνιστά πλάνη. Αμέσως μετά μάλιστα αμφισβητεί κατά πόσον ισχύει αυτό που προϋποθέτει και η περιβόητη Newspeak στο 1984 του Όργουελ, όπου στο καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού η ανθρώπινη σκέψη χειραγωγείται επιτυχημένα μέσω της κατάργησης των περισσότερων λέξεων.
Συναφώς, το επόμενο κεφάλαιο μιλά για τις περίφημες «αμετάφραστες» λέξεις και την περίπου «μεταφυσική σπουδαιότητα της ύπαρξης» όρων όπως το φιλότιμο. Με παραδείγματα που ξεκινούν από το σάμαλι και το ραβανί και φτάνουν στη σύγχρονη χρήση του όρου δημοκρατία διευκρινίζεται η διάκριση ανάμεσα στις έννοιες και τις λέξεις και διατυπώνεται με σαφήνεια κάτι που πολλές φορές το ξεχνάμε όταν αναφερόμαστε με θαυμασμό στην τάδε ή δείνα λέξη που δεν μεταφράζεται μονολεκτικά σε άλλες γλώσσες: «η έλλειψη όρου για μια έννοια δεν συνεπάγεται ότι η έννοια αυτή είναι απρόσιτη για τη σκέψη μας» (σελ. 32). Στην πραγματικότητα, «τίποτε δεν είναι αμετάφραστο μεταξύ φυσικών γλωσσών» (σελ. 34).
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα για το πώς το «Μέσα από τις λέξεις» συμπλέκει, με μεγάλη επιτυχία, επίκαιρα γλωσσικά ζητήματα με την προσπάθεια να μας συστήσει τις βασικές μεθόδους της θεωρητικής γλωσσολογίας συναντάμε στο κεφάλαιο που αφορά το έμφυλο ζήτημα στη γλώσσα. Με αφορμή τη χρήση του γλωσσικού τύπου «εαυτή» από γυναίκες όταν μιλούν για τον εαυτό τους, διερευνούμε (δεν είναι τυχαία η χρήση του α΄ πληθυντικού εδώ, αφού παρακολουθούμε την όλη διαδικασία βήμα-βήμα) τι συμβαίνει με το «εαυτή», προκειμένου να διαπιστώσουμε για ποιους λόγους υπάρχει τόσο ισχυρή αντίδραση προς τον τύπο αυτόν και ποια είναι τα όρια της γλωσσικής αλλαγής, ακόμη και αν αυτή η αλλαγή ξεκινά από προοδευτικές διαθέσεις. Ο Παναγιωτίδης μελετά το ζήτημα από τη σκοπιά της γραμματικής (με τη γλωσσολογική σημασία της λέξης) και επιχειρηματολογεί πειστικά ότι το όποιο αίτημα γλωσσικής αλλαγής περιορίζεται από τα όρια της γραμματικής.
Με παρόμοιο τρόπο προσεγγίζεται στη συνέχεια η όλο και πιο γενικευμένη χρήση της γενικής πτώσης στη θέση της αιτιατικής («ένα μπουκάλι μπύρας» αντί για «ένα μπουκάλι μπύρα»), όπου μαθαίνουμε για την ψευδομεριστική δομή και διαπιστώνουμε ότι το πρόβλημα με την αντικατάσταση της αιτιατικής από τη γενική δεν είναι απλώς αισθητικό, αλλά προσκρούει σε «πραγματικούς, δηλαδή ενδιάθετους, γραμματικούς κανόνες» (σελ. 51). Τέλος, το πρώτο μέρος του βιβλίου κλείνει με μια επιστροφή στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ λογικής και γραμματικής, συζητώντας ένα φαινομενικά απλό ερώτημα: ποιο είναι το αντίθετο του «όλοι». Μέσα από την εφαρμογή των μεθόδων της τυπικής λογικής καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η απάντηση δεν είναι το αυτονόητο «κανένας».
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο σε πιο ειδικά ζητήματα που αφορούν τη σημασία των λέξεων, αλλά ξεκινά με την απομυθοποίηση της ετυμολογίας, που τόσο γοητεύει το ευρύ κοινό, προκειμένου να γίνει κατανοητό ότι η μελέτη της προέλευσης των λέξεων δεν μας αποκαλύπτει καμία βαθύτερη αλήθεια για την «πραγματική» σημασία μιας λέξης (ή, πολύ περισσότερο, για την ελληνική γλώσσα, το παρελθόν, το σύμπαν και τα πάντα), όπως ισχυρίζονται ή υπαινίσσονται διάφοροι ψευδογλωσσολόγοι ή γλωσσολογούντες. Για τον Παναγιωτίδη, παρά την αδιαφιλονίκητη γοητεία της ετυμολογίας, περισσότερα για τις λέξεις και τη γλώσσα μπορούμε να μάθουμε από τη μορφολογία, μια γεύση από την οποία δίνει στα επόμενα κεφάλαια.
Στη συνέχεια λοιπόν μαθαίνουμε τη γλωσσολογική συνταγή για να φτιάξουμε δικές μας λέξεις· ξεδιαλύνουμε τι είναι οι ρίζες και τι τα θέματα των λέξεων και τι συμβαίνει με τις σύνθετες λέξεις -με τη βοήθεια παραδειγμάτων όπως κλαρινογαμπρός, ψαρονέφρι, ασημόψαρο· διαβάζουμε για λέξεις που περιέχουν φράσεις ή για ρήματα που είναι σαν βιντεάκια, και, στον αντίποδα αυτών των λέξεων με σύνθετη γραμματική δομή, συστηνόμαστε με τα λεγόμενα ελαφρά ρήματα, όπως το παίζω και το κάνω, που συχνά χάνουν τη σημασία τους και χρησιμοποιούνται για να δομήσουν ρηματικές φράσεις. Κι ακόμη, βρίσκουμε γλωσσολογικές απαντήσεις σχετικά με το πώς λειτουργεί ο υποκορισμός στο γαριδάκι, το καλαμάκι και το σουβλάκι, αλλά και γιατί το νεράκι μπορεί να είναι πολύ ή ένα αυγουλάκι να έχει κανονικό μέγεθος.
Στο κεφάλαιο δε με τίτλο Κάψιμο καυσίμου ο Παναγιωτίδης καταρρίπτει, μέσω της φωνολογίας, άλλη μία διαδεδομένη γλωσσική πλάνη που χρησιμοποιεί τη διπλή παράδοση της ελληνικής γλώσσας (λόγια – δημοτική) για να εξηγήσει τη διπλοτυπία σε ζεύγη λέξεων όπως αυτό του τίτλου. «Στην πραγματικότητα,» γράφει στον επίλογο του κεφαλαίου, «η ύπαρξη του ζεύγους αυτού είναι αποτέλεσμα ενός πολύ εξειδικευμένου φωνολογικού κανόνα της ενδιάθετης γραμματικής των ομιλητών της σύγχρονης γλώσσας» (σελ. 105), υπογραμμίζοντας έτσι για άλλη μια φορά ότι ο πειρασμός να εξηγούμε γλωσσικά φαινόμενα δίνοντας εξωγραμματικές απαντήσεις μας οδηγεί σε εύκολους μεν, παραπλανητικούς συλλογισμούς δε.
Αφού μιλήσει για το τι είναι αντωνυμίες (hint: δεν είναι απλώς λέξεις στη θέση ενός ονόματος), αξιοποιώντας τη συγκριτική μέθοδο, και αφού βάλει τα πράγματα στη θέση τους για την υποτιθέμενα «εγκληματική» αύξηση στην προστακτική αορίστου (hint νο. 2: παρά τα θρυλούμενα, η αύξηση στα νέα ελληνικά δεν σημειώνει παρελθοντικό χρόνο), ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο του δεύτερου μέρος του βιβλίου επανέρχεται στην έμφυλη διάσταση της γλώσσας. Αυτή τη φορά εστιάζει σε όσα έχει να πει η γραμματική θεωρία για τη σχέση γραμματικού και φυσικού γένους, ένα πραγματικά ακανθώδες ζήτημα που τα τελευταία χρόνια συζητιέται πολύ στο πλαίσιο μιας ακτιβίστικης συμπεριληπτικής αλλαγής που προτείνει κάποιες φορές ακόμη και την αντικατάσταση του αρσενικού/θηλυκού από το ουδέτερο γραμματικό γένος.
Ο Παναγιωτίδης πρώτα απ’ όλα παραδέχεται ότι πρόκειται για ένα δύσκολο πρόβλημα καθώς το γένος ως κατηγορία «επαμφοτερίζει: πότε φαίνεται να έχει ερμηνεία, όπως ο αριθμός, και πότε να είναι μια αυθαίρετη ενδογραμματική υπόθεση, όπως η πτώση» (σ. 136). Συνεχίζει υπενθυμίζοντας ότι γένος και φύλο δεν ευθυγραμμίζονται (αγόρι/κορίτσι, κορίτσαρος/αγορίνα, αρσενική καμηλοπάρδαλη, θηλυκός ρινόκερος) -εκτός από τις περιπτώσεις όπου ευθυγραμμίζονται (πχ. λέμε «η νεαρή γιατρός» και όχι «η νεαρός γιατρός»)- για να φτάσει στη χρήση της ουδέτερης αντωνυμίας η οποία, αν χρησιμοποιηθεί εκτός συμφραζομένων για κάποιον άνθρωπο, «αναφέρεται σε κάτι εκνηπιωμένο ή σε κάτι που αντιμετωπίζεται ως πράγμα» (σελ. 139). Έπειτα, μέσα από μια συναρπαστική συλλογιστική που αξιοποιεί πρόσφατα ευρήματα της γλωσσολογίας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το γένος στη γλώσσα διχοτομείται σε γραμματικό και φυσικό και ότι στα ελληνικά υπάρχουν μόνο δύο φυσικά γένη, θηλυκό και αρσενικό, ενώ ουδέτερο φυσικό γένος δεν υπάρχει (αφού το χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε πράγματα, νήπια ή εκνηπιωμένα άτομα).
Προκύπτει λοιπόν το εύλογο ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε ώστε να ανταποκριθεί η ελληνική γλώσσα στην ανάγκη να αποτυπωθούν οι διαφοροποιήσεις στην έκφραση του κοινωνικού φύλου προς την κατεύθυνση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης συμπερίληψης. Ο Παναγιωτίδης ωστόσο δεν καταφεύγει σε κάποια ρηξικέλευθη ρυθμιστική πρόταση, η οποία κατά τον ίδιο επαφίεται τελικά στις ίδιες τις κοινότητες και στη χρήση εντός των ορίων της γραμματικής. Καταγράφει όμως, βασισμένος στα προηγούμενα συμπεράσματα, τρία πράγματα που δεν χρειάζεται να κάνουμε σχετικά με αυτό το ζήτημα: α) να δημιουργούμε διαρκώς νέους θηλυκούς όρους για επαγγέλματα, ιδιότητες κοκ., β) να συγχέουμε το γραμματικό με το φυσικό γένος, και γ) να χρησιμοποιούμε την ουδέτερη αντωνυμία για να συμπεριλάβουμε όλα τα φύλα ή τα άτομα μη δυαδικού ή ρευστού φύλου. Προτάσεις οι οποίες αξίζει να συζητηθούν ιδιαίτερα σε πολιτικούς/κινηματικούς χώρους που ζητούν ένα πλήθος τεχνικές αλλαγές, πολλές αλλαγές, στη γλώσσα με στόχο να εξαλειφθεί η έμφυλη διάστασή της.
Το «Μέσα από τις λέξεις» κλείνει όπως θα έπρεπε να κλείνει κάθε εκλαϊκευτικό βιβλίο που σέβεται τον εαυτό του: με βιβλιογραφικές προτάσεις δηλαδή για περισσότερη εμβάθυνση στα θέματα που θίγονται σε αυτό, οι οποίες όμως δεν δίνονται απλώς ως μια ξερή παράθεση βιβλιογραφίας (η οποία υπάρχει ως τέτοια στις τελευταίες σελίδες), αλλά και με έναν σύντομο σχολιασμό τους από τον συγγραφέα.
Τελικά, το βιβλίο πετυχαίνει και τους τρεις στόχους που είχε βάλει ο συγγραφέας, έχοντας ως όπλο του μια σειρά από εύστοχα και ευφάνταστα παραδείγματα και ως πυξίδα του βασικές αρχές της επιστήμης, όπως το ότι η επιστήμη θέτει ερωτήματα που μοιάζουν ευτελή ή προφανή, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, ή ότι η γλωσσολογία, όπως κάθε επιστήμη, μπροστά σε ένα (γλωσσικό) φαινόμενο που μας προβληματίζει, δεν επιδιώκει να το καταργήσει, αλλά να το μελετήσει και να το κατανοήσει.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο από έναν γλωσσολόγο για όλους εμάς που αγαπάμε τη γλώσσα και δεν φοβόμαστε να δούμε διάφορους γλωσσικούς μύθους και βεβαιότητες να διαλύονται με μπόλικο χιούμορ μεν, επιστημονικότατα δε. Διαβάζοντάς το ως φιλόλογος που εργάζεται σχεδόν δύο δεκαετίες στη μέση εκπαίδευση, οφείλω να ομολογήσω ότι με βοήθησε στ’ αλήθεια να ξεκαθαρίσω πολλά πράγματα γύρω από τη γλώσσα που με μπέρδευαν ή που τα αντιλαμβανόμουν λάθος τόσα χρόνια.
Βιβλίο για τους επαγγελματίες και τους εραστές της γλώσσας, το «Μέσα από τις Λέξεις» όχι απλώς δεν γίνεται πουθενά βαρετό ή στρυφνό, αλλά, αντίθετα, διαβάζεται μονορούφι, ενώ αντέχει σε πολλαπλές αναγνώσεις και μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο.
Το κείμενο του Αντώνη Γαζάκη επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο