Η κόρη της ονειροκλέφτρας
Μάικλ Μούρκοκ
μετάφραση Θωμάς Μαστακούρης
Αίολος, 2004 | 416 σελίδες
Είμαι ίσως ο πλέον ακατάλληλος να γράψω για ένα βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού –η επαφή μου με το αντικείμενο είναι σχεδόν μηδενική. Η συγκεκριμένη σειρά βιβλίων όμως έχει μια ιδιαιτερότητα. Βλέπετε, υπάρχουν πολλοί τρόποι να νιώσουν κοντά οι άνθρωποι χωρίς να πουν πολλά: η μουσική, ο αθλητισμός, η πολιτική ταύτιση κ.ο.κ. Αντίστοιχα, υπάρχει και μια περίεργη συνομοταξία ανθρώπων, στην οποία ανήκει και ο γράφων, που αρκεί το άκουσμα ενός ονόματος για να ζωγραφιστεί ένα μειδίαμα στο πρόσωπό τους: Έλρικ. Ο Έλρικ που διαβάσαμε ως παιδιά και με τον τρόπο του συνεχίζει να μας σημαδεύει παρόλο που τα χρόνια περνούν.
Ο Έλρικ του Μελνιμπονέ, ασθενικός αλμπίνος αυτοκράτορας μιας ξεπεσμένης αυτοκρατορίας που χρειάζεται βότανα για να επιβιώσει –εκτός κι αν κρατάει το έμψυχο σπαθί του, την Καταιγίδα, που τον πλημμυρίζει με μια πρωτόγνωρη, αλλά κακή δύναμη–, πρωτοεμφανίστηκε σε περιοδικά επιστημονικής φαντασίας στις αρχές τις δεκαετίας του 1960. Είκοσι χρόνια αργότερα ο Μούρκοκ πρόσθεσε στους αντιήρωές του τον κόμη Ούρλικ φον Μπεκ, του οποίου η οικογένεια είναι υπεύθυνη για τη φύλαξη του Ιερού Δισκοπότηρου –μια ιστορία που το πρώτο της βιβλίο ξεκινάει από τον Τριακονταετή Πόλεμο και τα υπόλοιπα συνεχίζουν προς τον εικοστό αιώνα (δυστυχώς οι ιστορίες του κόμη Ούλρικ δεν υπάρχουν ακόμα στα ελληνικά.) Στο παρόν βιβλίο, γραμμένο το 2001, οι ιστορίες των δύο αυτών ηρώων τέμνονται.
Η αφήγηση ξεκινάει στη γερμανική εξοχή της δεκαετίας του 1930 και συγκεκριμένα στο Μπεκ της Σαξονίας, όπου ο πρωταγωνιστής κόμης Ούλρικ φον Μπεκ μάς συστήνεται και μας γνωστοποιεί την κληρονομική του αρρώστια της λευκοδερμίας. Μας ενημερώνει για την κλίση του στην ξιφασκία, που είναι η μόνη του διέξοδος από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, και για το Κορακόσπαθο, το οικογενειακό κειμήλιο που διατηρεί η οικογένειά του επί αιώνες και σχετικά με το οποίο επιβιώνουν περίεργες ιστορίες: «Κάποιοι έλεγαν πως ήταν το ξίφος του Σατανά. Άλλοι ισχυρίζονταν πως ήταν ο ίδιος ο Σατανάς» (σ. 19).
Ο Μούρκοκ της Ονειροκλέφτρας είναι 62 χρονών, 30 χρόνια μεγαλύτερος από τον Μούρκοκ του Μελνιμπονέ. Τα χαρακτηριστικά του παραμένουν ίδια, φαίνεται όμως πως έχει καλλιεργήσει ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον του για την ιστορία. Σε αυτά τα πρώτα κεφάλαια το βιβλίο αποτελεί ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, με τον κόμη να μας ενημερώνει λεπτομερώς πώς επετεύχθη η άνοδος του ναζισμού στη χώρα: «Εμείς, οι οποίοι ήμασταν τυπικά αυτοί που ξεκίνησαν τον πόλεμο και υποκειμενικοί στην ετυμηγορία της ιστορίας από την πλευρά του νικητή, ταπεινωθήκαμε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που αηδίασε ακόμα και τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον. Οι Ευρωπαίοι τρώγονταν με ανελέητη απληστία μπροστά στα λάφυρα στερώντας από τη Γερμανία τα πάντα, ακόμα και τα μηχανήματα με τα οποία θα μπορούσε να ανοικοδομηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν ασφαλώς πως, ως συνήθως, ο κοινός λαός αναγκάστηκε να πληρώσει υπερβολικά υψηλό τίμημα για τις ανοησίες των εξόριστων ευγενών. […] Για να είμαι δίκαιος, κάποιοι από αυτούς τους ευγενείς, όπως εγώ, επέλεξαν να μείνουν και να εργαστούν για την ανοικοδόμηση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, αν και δεν μου άρεσε καθόλου η υπεροπτική επιθετικότητα των νικημένων Πρώσων, που ως τότε θεωρούσαν τους εαυτούς τους αήττητους. Αυτοί οι περήφανοι εθνικιστές ήταν εκείνοι που, γύρω στο 1920, πρόσφεραν τη ρητορική η οποία θα αποτελούσε το καύσιμο για το κίνημα των Ναζί […]» (σ. 21-22).
Ομοίως, αναλύει την απανθρωποποιητική μεθοδολογία που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα: «Πώς σκοτώνεις ένα εκατομμύριο γείτονές σου; Στην αρχή λες πως είναι Αλλιώτικοι. Πως δεν είναι σαν κι εμάς. Πως δεν είναι άνθρωποι. Μοιάζουν μ’ εμάς μονάχα επιφανειακά. Προσποιούνται πως είναι σαν κι εμάς. Κρύβουν μέσα τους το κακό, παρά την καθημερινή εμπειρία που δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Ύστερα τους συγκρίνεις με ακάθαρτα ζώα και τους κατηγορείς πως συνωμοτούν εναντίον σου. Πολύ σύντομα, έχεις προκαλέσει αρκετή παραφροσύνη για να προκαλέσεις ένα ολοκαύτωμα» (σ. 23). Μέσα σε όλα αυτά ο κόμης Ούρλικ αποφασίζει ότι δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια και πως θα ενταχθεί στην οργάνωση του Λευκού Ρόδου για να συνδράμει στην αντίσταση.
Το αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα κάπου εδώ αρχίζει και αποκτά χαρακτηριστικά low fantasy, καθώς ο κόμης Ούλρικ βλέπει οράματα που διαρκώς πληθαίνουν –φευγαλέες σκιές ενός άντρα με λευκά μαλλιά που του μοιάζει πολύ, όπως και ενός σπαθιού που θυμίζει το Κορακόσπαθο– ενώ έχει ήδη αναπτύξει μια περίεργη σχέση με το σπαθί του. Η αφήγηση συνεχίζει με τους Ναζί, στο πλαίσιο του μυστικισμού τους και των κρυφών τους όπλων, να αναζητούν μανιωδώς το σπαθί που γνωρίζουν πως έχει στον πύργο του ο κόμης Ούλρικ. Για τους Ναζί είναι εξαιρετικά σημαντικό να έρθει το σπαθί στην κατοχή τους και προτίθενται να ανταμείψουν πλουσιοπάροχα τον κόμη και να τον τιμήσουν ως ευεργέτη του Ράιχ. Ο κόμης αρνείται πως κατέχει πλέον το σπαθί, οι Ναζί όμως δεν πείθονται.
Με αυτή του τη συμπεριφορά ο κόμης Ούρλικ σύντομα θα καταλήξει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάξενμπουργκ, όπου θα βασανιστεί με τον χειρότερο τρόπο, προτιμώντας να πεθάνει περήφανος παρά να συνεργαστεί με τους Ναζί. Ενώ όμως βρίσκεται τσακισμένος και πεταμένος γυμνός στο πάτωμα του κελιού περιμένοντας την επόμενη μέρα για να λυτρωθεί, φίλιες δυνάμεις από το πολυσύμπαν αναλαμβάνουν δράση: ο κόμης διαισθάνεται πως πάνω στο κρεβάτι βρίσκεται το σπαθί. Αντλώντας δύναμη από το τίποτα, απλώνει το χέρι του και πράγματι νιώθει τη λεπίδα, τη λαβή της οποίας σφίγγει και αυτή του δίνει σταγόνες ενέργειας. Σκαρφαλώνει στο κρεβάτι και ξαπλώνει πάνω στο σπαθί, μένοντας έτσι μέχρι την επόμενη που μέρα που έρχονται οι φρουροί να τον πάρουν για τελευταία φορά. Αν ήξεραν τι τους περιμένει! Η πόρτα του κελιού εν τέλει ανοίγει και κάπου εδώ αρχίζουν εκείνα τα παλιά λατρεμένα ουρλιαχτά: «Άριοχ! Άριοχ! Αίμα και ψυχές για τον κύριό μου τον Άριοχ!». Ο Ούρλικ, δίχως να το θέλει, ψελίζει λέξεις που δεν γνωρίζει. Ο πρώτος φρουρός κείτεται νεκρός, το ίδιο και ο δεύτερος. Το σπαθί τούς παίρνει την ψυχή και την προσφέρει απλόχερα στον αφέντη του ως ζωτική δύναμη που τον αναζωογονεί αμέσως. Ακολουθεί ένα υπέροχο μακελειό: ο κόμης Ούρλικ απελευθερώνει τους κρατούμενους των άλλων κελιών και κατακρεουργεί όποιον Ναζί τολμήσει να επιχειρήσει εναντίον του.
Ο εκλεπτυσμένος κόμης δεν είναι πια ο ίδιος: «Κάποτε ο πολιτισμένος εαυτός μου θα αισθανόταν αηδία, μα αυτός ο εαυτός είχε εκδιωχθεί από μέσα μου με τα βασανιστήρια των Ναζί, έτσι ώστε το μόνο που είχε απομείνει ήταν αυτό το μαινόμενο, αιμοδιψές, σχεδόν ανοϊκό τέρας εκδίκησης. Δεν προσπαθούσα να αντισταθώ στο τέρας. Ήθελε να σκοτώσει. Το άφηνα να σκοτώσει. Νομίζω πως γελούσα» (σ. 90-91). Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στον κόσμο του Μούρκοκ για ακόμα μια φορά τα όρια μεταξύ των παθών και της αίσθησης δικαίου μπερδεύονται και αναδεικνύουν την ανυπέρβλητη πραγματικότητα. «Δικαιοσύνη, όχι εκδίκηση», έλεγε ο Βίζενταλ, μα ποιος τον πίστεψε στ’ αλήθεια;
Ο κόμης δραπετεύει από το στρατόπεδο κυνηγημένος. Επόμενη στάση: Κούφια Γη. Πλέον το μυθιστόρημα είναι καθαρά επιστημονικής φαντασίας. Άλλες εποχές, φανταστικές πόλεις, παράξενα όντα, απροσδόκητες συναντήσεις, ταξίδια στις διαστάσεις μέσα από τους δρόμους των ονείρων. Η διαπίστωση μέσα από αυτές τις περιπλανήσεις είναι ότι ο Νόμος για ακόμα μια φορά μάχεται το Χάος, μόνο που αυτή η μάχη συμβαίνει παράλληλα σε όλο το πολυσύμπαν. Ακόμα χειρότερα, ό,τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα έχει πάψει να ισχύει: Νόμος και Χάος δεν είναι παρά διαφορετικές εκφάνσεις παρόμοιων τάσεων, εξίσου επικίνδυνων για τον κόσμο εάν υπερβούν τα εσκαμμένα, η καθεμία για τους δικούς της λόγους. Για την ακρίβεια, ο Νόμος μπορεί να αποτελέσει τη χείριστη δύναμη: «Την είχα δει [την παραφροσύνη] να εμφανίζεται πολλές φορές, όταν ο Νόμος γινόταν διεφθαρμένος και εκφυλιζόταν. Γι’ αυτό τον λόγο και ο λαός μου προτιμούσε την αβεβαιότητα και την αγριότητα του Χάους. Ο σαπισμένος Νόμος ήταν μια πολύ πιο επικίνδυνη προοπτική» (σ. 213). Αυτόν ακριβώς τον σαπισμένο Νόμο εξέφραζαν οι Ναζί στον κόσμο του Ούλρικ φον Μπεκ, όπως τον εξέφραζαν οι αντίστοιχες δυνάμεις και σε κάθε κόσμο του πολυσύμπαντος: «Το παγερό χέρι του Νόμου είχε πέσει πάνω στα πάντα. Ήταν το χειρότερο είδος ερήμωσης, η νοικοκυροσύνη του θανάτου. Η ανθρωπότητα αναπόφευκτα καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, όταν προσπαθεί να ελέγξει τα πάντα» (σ. 245).
Οι τάξεις του Νόμου και του Χάους, μας δίνει ο Μούρκοκ να καταλάβουμε, δεν αποτελούν στατικές χρωματισμένες δυνάμεις και οφείλουμε να τις αξιολογούμε κατά περίπτωση –μια αξιολόγηση που δεν έκαναν ποτέ οι αντιφασίστες που γιορτάζουν στα συντρίμμια της Δρέσδης και που έκλεισαν τα μάτια μπροστά στις εκατοντάδες χιλιάδες βιασμένες Βερολινέζες. Φαίνεται λοιπόν πως ο Νόμος και το Χάος δεν είναι κάτι παραπάνω από ταμπέλες. Φαίνεται πως η αθλιότητα της ανθρώπινης φύσης υπερβαίνει τους διάφορους χρωματισμούς και καθιστά τις συγκρούσεις τους νομοτελειακές. Κατά τρόπο παράδοξο, ο αναρχικός Μούρκοκ συναντά τον ρεαλιστή Θουκυδίδη –ολόκληρος ο κόσμος Κέρκυρα. Για ποιον λόγο όμως όλα αυτά; «Ήταν η αναρχία τόσο τρομερό πράγμα σε σχέση με τη θανάσιμη πειθαρχία του φασισμού; Η δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είχαν αναδειχθεί μόνο μέσα από την τυραννία, αλλά και από το χάος. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει την απόλυτη παρακμή που θα έπεφτε πάνω στον κόσμο μας στο όνομα της “τάξης”;» (σ. 351).
Τελικά η διατήρηση απόστασης από αυτές τις μάταιες συγκρούσεις είναι μια ηθική λύση, όπως υποστήριξε η πλειονότητα των αναρχικών και σε αυτό τον πόλεμο, ή είμαστε καταδικασμένοι να συμμετάσχουμε σε αυτές τις συγκρούσεις απλώς και μόνο για να μην μας ξεπεράσει η Ιστορία; Ο Έλρικ, που κι αυτός καλείται να πολεμήσει για την επιβίωση του δικού του κόσμου, μας εξηγεί σχετικά: «Ένα μέρος του εαυτού μου νοιαζόταν ελάχιστα για το αν τα κατώτερα εκείνα όντα θα ζούσαν ή θα πέθαιναν, μα ένα άλλο κομμάτι μου αντιλαμβανόταν πως υπήρχε ένας κοινός δεσμός, πως η μοίρα μου ήταν στενά συνδεδεμένη με τη μοίρα της φυλής που είχε ιδρύσει τα Νεαρά Βασίλεια. Αντιλαμβανόμουν επίσης πως ο συγχρωτισμός δεν ήταν ζήτημα φυλής, αλλά διάνοιας και χαρακτήρα και πως […] είχα περισσότερους φίλους ανάμεσα στους ανθρώπους απ’ ό,τι μεταξύ των συμπατριωτών μου» (σ. 262).
Ο Έλρικ συμπεριφερόταν ανέκαθεν ως εγωιστής αναρχικός: ένας προδότης του έθνους του που έχει καταστρέψει το ίδιο του το Βασίλειο, που ξέρει πού πραγματικά ανήκει, αλλά αδιαφορεί για την ενσωμάτωσή του, που γνωρίζει τους κανόνες αλλά τους αγνοεί επιδεικτικά, που παίρνει διαρκώς αλαζονικά ρίσκα και κινείται στα όρια, που εν τέλει ακούει μόνο τη συνείδησή του. Θυμίζει κατά πολύ τον «Κωστάκη» που είχε επιλέξει να δρα κατά μόνας και απαξίωνε τον χώρο, αλλά υπό μία έννοια ήταν όλος ο χώρος μόνος του (βλ. 1995, Δαίμων του Τυπογραφείου, Αθήνα 2022, σ. 32). Τέτοιες μορφές όμως δεν μπορεί να τις ξεπεράσει καμία Ιστορία: είναι καταδικασμένες να γράφουν οι ίδιοι Ιστορία.
Με παρόμοια αναλυτική συλλογιστική, δίχως όμως την αντίστοιχη αλαζονεία, ο κόμης Ούρλικ αναγνωρίζει τη φριχτή πραγματικότητα του πολέμου, ενώ βρίσκεται εν τω μέσω της τελικής μάχης: «Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό μου πως […] ήταν συμπατριώτες μου. Κάποιοι θα μπορούσαν να είναι ξαδέρφια μου, ή μακρινοί συγγενείς. Συνηθισμένα, αξιοπρεπή Γερμανόπουλα παγιδευμένα στην ανοησία της στρατοκρατίας και του ναζιστικού ονείρου. Είχα το δικαίωμα να τους σκοτώσω για οποιονδήποτε απώτερο σκοπό; Δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές λύσεις;» Έχει μπει όμως στον χορό και δεν αποφεύγει να χορέψει: «Το μόνο που έβλεπα ήταν ναζιστικοί αγκυλωτοί σταυροί, ένα σύμβολο που αντιπροσώπευε κάθε κακία, ατιμία και κυνική σκληρότητα που ο κόσμος είχε ποτέ γνωρίσει. Σ’ αυτούς τους σταυρούς αποφάσισα να επιτεθώ».
Η εκ νέου συνάντηση με τον Έλρικ 25 χρόνια αφότου πρωτογνωριστήκαμε ήταν ένα μεγάλο στοίχημα, το οποίο μετά βεβαιότητας κερδήθηκε –κάτι σαν έρωτας που δεν ξεπεράστηκε ποτέ, σαν μια παλιά συμβουλή που παραμένει πολύτιμη στο πέρασμα του χρόνου. Ο Μούρκοκ, στα 83 του χρόνια αισίως, έχει πει πως θεωρεί τον εαυτό του «έναν κακό συγγραφέα με σπουδαίες ιδέες, αν και μάλλον είμαι ένας κακός συγγραφέας με κακές ιδέες». Ως προς το πρώτο σκέλος, μάλλον είναι αλήθεια ότι δεν διαθέτει το συγγραφικό ταλέντο που έχουν άλλοι. Ως προς το δεύτερο όμως, η διατύπωση απορρίπτεται ως ενοχλητική μετριοπάθεια και εξωφρενική αναλήθεια: ο Μούρκοκ είναι ο συγγραφέας του Έλρικ και αυτό για κάποιους από εμάς είναι αρκετό να τον ανεβάσει σε μια περίοπτη θέση πέρα από κάθε ανταγωνισμό, όχι απλά στη βιβλιοθήκη μας, αλλά στην ίδια τη ζωή μας. Γιατί, όταν στα δύσκολα χρόνια της πρώιμης εφηβείας εκπαιδευόμασταν «στο αλφάβητο της υποταγής», που έλεγε κι ένα τραγούδι, ήταν αυτός που μας έδειξε ότι υπάρχει πάντα η επιλογή να σφίγγουμε τα δόντια και να προχωράμε μπροστά –με τους θεούς να γελούν στην πλάτη μας και αδιαφορώντας για τις απώλειες. Μάικλ Μούρκοκ, σε ευχαριστούμε.
Το κείμενο του Κώστα Αλεξίου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)
Προσθέστε σχόλιο