Κριτική Τεύχος #14

Μια Ουτοπία για αντι-ουτοπικούς καιρούς: «Μια αμερικανική Ουτοπία: Δυαδική εξουσία και καθολικός στρατός», Φρέντρικ Τζέιμσον

Πέραν της επινόησης αυτής της ιδιόμορφης νέας δομής του καθολικού στρατού, το δοκίμιο βρίθει παρατηρήσεων που θέλουν να άρουν τις προκαταλήψεις εναντίον της ουτοπίας και να προβληματίσουν για οποιαδήποτε απόπειρα να φανταστούμε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον. Ο Τζέιμσον καταγράφει την ιστορική τροχιά των μετασχηματισμών της ουτοπίας και έχει υπόψιν ότι προβαίνει σε ένα νοητικό πείραμα προτείνοντας μια επεξεργασμένη εκδοχή ενός εναλλακτικού κοινωνικού συστήματος.

Μια αμερικανική ουτοπία: Δυαδική εξουσία και καθολικός στρατός
Fredric Jameson
Επιμέλεια: Σλάβοι Ζίζεκ
Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας
Angelus Novus 2022 | 440 σελίδες

1. Μεταφραστικός αναβρασμός

Βαδίζοντας για τα καλά μέσα στο 2023, οφείλουμε να πούμε ότι το μεταφραστικό πεδίο στην Ελλάδα πηγαίνει καλά. Μεταφράζονται επιτέλους βιβλία που είχαν ένα αντίκρισμα στη διεθνή βιβλιογραφία όπως το πρόσφατο Πρεκαριάτο, αλλά και το πολύ παλιότερο Μορφές του Χρόνου και του Χρονοτόπου στο μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπαχτίν. Νέοι εκδοτικοί αναδύονται όπως οι νεοσύστατες εκδόσεις Πλήθος, νέες σειρές εγκαινιάζονται όπως η «Μωβ σειρά» του Εκτός Γραμμής, ενώ έχουμε και το μεταφραστικό ντου των εκδόσεων Tοποβόρος με έξι βιβλία. Η μετάφραση του δοκιμίου «Μια αμερικανική ουτοπία» του Φρέντρικ Τζέιμσον από τις εκδόσεις angelus novus, στην ίδια χρονιά με τα Αρχεία Μπένγιαμιν,[1] έρχεται να προστεθεί στο πανόραμα αυτού του ευπρόσδεκτου μεταφραστικού αναβρασμού

Το δοκίμιο αυτό ξεκίνησε ως συνομιλία του Φρέντρικ Τζέιμσον με τον Στάνλεϊ Αρονόβιτς στο Graduate Center του City University of New York και επεκτάθηκε για να δημοσιευθεί σε αυτόν τον συλλογικό τόμο. Εδώ βρίσκεται και το πρώτο ενδιαφέρον γνώρισμα της πρωτότυπης έκδοσης του Verso: το γεγονός ότι δεν περιλαμβάνει μόνο το δοκίμιο του Τζέιμσον, αλλά και μία πολυεπίπεδη συζήτηση γύρω από το δοκίμιο, συγκεκριμένα: ένα διήγημα, οκτώ κριτικές μελέτες και ένα επίμετρο του Τζέιμσον. Η έκδοση των angelus novus, σε εξαιρετική μετάφραση από τον Γιώργο Καράμπελα, φροντίζει να μην αποκόψει το κείμενο από τη συζήτηση, αλλά να συμπεριλάβει όλα τα κείμενα του συλλογικού τόμου τον οποίο επιμελείται ο Σλαβόι Ζίζεκ. Τα άρθρα που ακολουθούν πλαισιώνουν το προβοκατόρικο κείμενο του Τζέιμσον αποκαλύπτοντας ένα παλίμψηστο της αριστερής σκέψης όσον αφορά το κύριο πρόβλημα με το οποίο καταπιάνεται το δοκίμιο, το οποίο αποτελεί ίσως το κεντρικότερο διακύβευμα της αριστεράς σήμερα: πώς θα αφυπνίσουμε τη φαντασία μας ώστε να οραματιστούμε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον.

Ως εκ τούτου, μια κριτική θα ήταν ίσως περιττή καθώς επιχειρείται σε πολλά μέρη του βιβλίου από εξόχως πιο αρμόζουσες προσωπικότητες της αριστερής διανόησης.[2]

Καθώς το συγκεκριμένο δοκίμιο αποτελεί ένα ξεχωριστό κείμενο στην βιβλιοπαραγωγή του Τζέιμσον, στο οποίο επιχειρεί να φανταστεί πώς θα ήταν μία μελλοντική ουτοπική κοινωνία, αυτό που θα ήταν περισσότερο χρήσιμο θα ήταν μια εννοιολογική προετοιμασία και ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις που προϋπάρχουν στο έργο του συγγραφέα και οδηγούν σε αυτό το κείμενο της ώριμης δημιουργίας του, καθότι ο ίδιος γράφει ασταμάτητα από το 1961 ενώ αυτό το κείμενο εκδίδεται μισό αιώνα αργότερα, το 2016. Μία βιβλιοκριτική οφείλει όχι μόνο να πείσει για την κρισιμότητα ενός βιβλίου, αλλά και να προετοιμάσει το ακροατήριο για την υποδοχή του, προστατεύοντάς το από πιθανές παραναγνώσεις. Αυτοί είναι και οι στόχοι του παρακάτω κειμένου απέναντι σε ένα δοκίμιο για το οποίο ο πρόλογος του Ζίζεκ εύστοχα θέτει ότι είναι προορισμένο να προκαλέσει οξείες αντιπαραθέσεις: αναμφίβολα “There will be blood!”, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο!

2. Οι μεταμορφώσεις της Ουτοπίας στο έργο του Φρέντρικ Τζέιμσον

«Έχοντας περάσει πολλά χρόνια υποστηρίζοντας ότι η ουτοπία πρέπει να οριστεί ως αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε εντός αυτής της κοινωνίας, και αυτή ακριβώς είναι η πολιτική της χρησιμότητα, βρίσκω τον εαυτό μου στην άβολη θέση να πρέπει να εφεύρω μία έτσι κι αλλιώς».[3] Έτσι ξεκινάει ο Φρεντρικ Τζέιμσον την ομιλία του στο Graduate Center του CUNY, μία ομιλία που σήκωσε τόσα χειροκροτήματα όσα και γέλια σε ορισμένα σημεία όπου μέρη της ουτοπικής πρότασης του Τζέιμσον φάνηκαν αστεία στο ακροατήριο, κάτι που σχολιάζει ο Φρανκ Ρούντα στο άρθρο του για την αναγκαιότητα ενός κωμικού ουτοπισμού. Το δοκίμιο εδράζεται σε τρεις έννοιες οι οποίες πρέπει να καταστούν σαφείς: την ουτοπία, τη δυαδική εξουσία και την πολιτιστική επανάσταση. Στο άρθρο του «Το ευτυχές ατύχημα μιας ουτοπίας» ο Σάροτζ Γκίρι προχωρά σε μία συνοπτική παρουσίαση των εν λόγω εννοιών, ενώ ο Αλμπέρτο Τοσκάνο εστιάζει στην έκθεση της λενινιστικής έννοιας της δυαδικής εξουσίας που στόχευε να μιλήσει για το ακανθώδες ζήτημα της μετάβασης, δίνοντας παραδείγματα τέτοιων ιστορικών μορφωμάτων από τους Μαύρους Πάνθηρες ως τη Λατινική Αμερική, στο κείμενο «Μετά τον Οκτώβρη, πριν τον Φλεβάρη: Μορφές δυαδικής εξουσίας».

Θα αναβάλλω την κουβέντα για την πολιτιστική επανάσταση για λίγο αργότερα, και θα εστιάσω πρώτα απ’ όλα στην έννοια της ουτοπίας η οποία διαπερνά απ’ άκρη σε άκρη αυτό το δοκίμιο, προσθέτοντας στο μάλλον πιο ενδιαφέρον κείμενο του τόμου, αυτό της Κάθι Γουίκς. Η φεμινίστρια συγγραφέας περιγράφει εν συντομία τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ουτοπικής ερμηνευτικής του Τζέιμσον, πριν προβεί σε μια δική της ουτοπική θεραπεία, οραματιζόμενη έναν κόσμο μετά-την-εργασία, κόντρα στην κοινωνία μας που διέπεται από μία εξαντλητική ηθική της εργασίας.

Αν κάτι συνέχει το εκτενές έργο του Τζέιμσον, αυτό είναι μία τριπλή μέριμνα για τον μαρξισμό, την αφήγηση και την ουτοπία. Συγκεκριμένα, για την ανασύσταση του Μαρξισμού ως «τον αξεπέραστο ορίζοντα του καιρού μας» («l’horizon indépassable de notre temps» όπως έλεγε ο αγαπημένος του Ζαν Πωλ Σαρτρ), την αφήγηση ως μία από τις βασικές λειτουργίες του ανθρώπινου μυαλού και τέλος την επιμονή του στην αναγκαιότητα της ανασυγκρότησης της ουτοπίας. Ειδικά η τελευταία αποτελεί μία έννοια που εγείρει σήμερα μια πληθώρα αρνητικών κοινωνικών φαντασιακών σημασιών: μία ανέφικτη και αδύνατη κοινωνία, αρμονική και τέλεια, στον αντίποδα μιας ρεαλιστικής πολιτικής (και εδώ εδράζεται το μένος των Μαρξ και Ένγκελς εναντίον των ουτοπικών σοσιαλιστών). Τελικά μία ομοιόμορφη κοινωνία η οποία είναι καταδικασμένη να εκπέσει στο αντίθετό της και να γίνει μία καταδυναστευτική δυστοπία. Το δοκίμιό «Μια αμερικανική ουτοπία» αποτελεί την πλέον συγκροτημένη απόπειρα του Φρεντρικ Τζέιμσον να άρει όλες αυτές τις διαστρεβλώσεις, μια προσπάθεια που έχει τη δική της ιστορία, η οποία σχετίζεται με την τροχιά της ουτοπίας εντός του ίδιου του corpus των κειμένων του.

Η ενασχόλησή του με το ζήτημα της ουτοπίας μας πάει πίσω στο μνημειώδες Marxism and Form (1971) όπου ο Τζέιμσον συνδέει τη θεωρητική του αντίληψη για την ουτοπία με τη φιγούρα του Ερνστ Μπλοχ, της πλέον παραμελημένης μορφής της Σχολής της Φραγκφούρτης.[4] Ο Μπλοχ τόνιζε διαρκώς τη σχέση της ουτοπίας με τις έννοιες της ελπίδας και του μέλλοντος. Στο τρίτομο έργο του Μπλοχ, Οι Αρχές της Ελπίδας, ο Τζέιμσον βλέπει τα ψήγματα μιας ουτοπικής ερμηνευτικής, η οποία συνίσταται στην προσπάθεια να ανιχνεύονται τα ψήγματα της ελπίδας και τα οράματα ενός καλύτερου μέλλοντος που εγγράφονται ακόμη και σε πολιτισμικά αντικείμενα που θεωρούνται προβληματικά, όπως ο καταναλωτισμός και η μαζική κουλτούρα. Αυτή η αναζήτηση της ουτοπικής παρόρμησης [utopian impulse] θα γίνει το πρόταγμα του Τζέιμσον στον επίλογο του The Political Unconscious (1981), όπου προτείνει η “αρνητική” ιδεολογική κριτική του Μαρξισμού να συνοδεύεται και από μία “θετική” ερμηνευτική, την αναζήτηση δηλαδή των ελπίδων που ανακαλεί το εκάστοτε αντικείμενο κριτικής.[5]

Έπειτα ο Τζέιμσον θα καταπιάνεται σταθερά με την ουτοπία σε πληθώρα άρθρων του, μέχρι να φτάσουμε στο magnum opus του σχετικά με το θέμα, το βιβλίο Αρχαιολογίες του Μέλλοντος (2005), το οποίο έχουμε την τύχη να διαθέτουμε στα ελληνικά σε μία πολύ αξιόπιστη μετάφραση του Μιχάλη Μαυρωνά. Εκεί θα αναπτύξει ποικίλα ζητήματα, όπως η διάκριση μεταξύ ουτοπικής παρόρμησης και ουτοπικού προγράμματος, το κειμενικό είδος της ουτοπίας και τη σχέση του με την επιστημονική φαντασία, τη σχέση της ουτοπίας με την ιδεολογία, την επιθυμία, την εργασία, το χρήμα, όπως και πληθώρα άλλων θεμάτων που δεν μπορούν να συνοψιστούν στον περιορισμένο χώρο μιας, έτσι κι αλλιώς εκτενούς, βιβλιοκριτικής. Αυτό που είναι σημαντικότερο να συγκρατήσουμε είναι η επιθυμία του Τζέιμσον να επιμείνει περισσότερο στη μορφή της ουτοπίας, παρά στο εκάστοτε περιεχόμενό της. Στα μάτια του η ουτοπία διατηρεί άρρηκτους δεσμούς με την ιστορία καθώς κρατά ανοιχτή τη δυνατότητα της ριζικής αλλαγής. Όπως γράφει, κόντρα στο θατσερικό δόγμα του «δεν υπάρχει εναλλακτική», σήμερα που ούτε το μέλλον μας είναι ασφαλές από την καπιταλιστική επέλαση, «η μορφή της Ουτοπίας ενισχύει αυτήν ακριβώς την αρχή της ίδιας της ριζικής τομής, τη δυνατότητά της, η οποία επιμένει ότι η ριζική διαφορά είναι εφικτή και η ρήξη αναγκαία […] αναγκάζοντάς μας να σκεφτούμε την ίδια τη ρήξη, και όχι προσφέροντας μια πιο παραδοσιακή εικόνα του πώς θα ήταν τα πράγματα μετά τη ρήξη».[6]

Αυτό είναι και το σημείο όπου ο Τζέιμσον συνεχίζει το έργο του Μπλοχ, διευρύνοντας την έννοια της ουτοπίας από ένα κειμενικό είδος σε ένα διακύβευμα με πολιτικές προεκτάσεις. Για τον Τζέιμσον το κεντρικότερο πολιτικό όφελος της ουτοπίας έχει να κάνει με τη φαντασία, όχι μόνο την κινητοποίηση της φαντασίας μας για την εξεύρεση εναλλακτικών στον καπιταλισμό, αλλά και στην κατάδειξη των ορίων της φαντασίας μας. Σύμφωνα με μία από τις πιο συχνά μνημονευόμενες φράσεις του, η πολιτική λειτουργία του ουτοπικού είδους έγκειται στη «βαθύτερη αποστολή να εκφράσουν, με τοπικούς και καθορισμένους τρόπους, και με πληρότητα στις λεπτομέρειες, τη συστατική μας ανικανότητα να φανταστούμε την ίδια την ουτοπία, και αυτό όχι λόγω κάποιας ατομικής αποτυχίας της φαντασίας μας, αλλά ως αποτέλεσμα του συστημικού, πολιτισμικού και ιδεολογικού κλεισίματος του οποίου όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είμαστε δέσμιοι».[7] Σε αυτή την περίπτωση η ουτοπία χρησιμοποιείται ως ένας τρόπος αλτουσεριανής συμπτωματικής ανάγνωσης της ατροφίας της φαντασίας μας σε καιρούς που οι σκέψεις, τα οράματα και τα ονειρά μας διαμορφώνονται καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των προοπτικών που προσφέρονται από τις αξίες και τις επιθυμίες μιας εμπορευματοποιημένης κοινωνίας.

Στο αποκορύφωμα των πολιτικών λειτουργιών της ουτοπίας, ο Τζέιμσον έγραψε ένα άρθρο όπου προκρίνει αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε (ελλείψει καλύτερου όρου) ως «ουτοπολογία» ή «ουτοπική μέθοδο». Σε αυτό κάνει μία άκρως ενδιαφέρουσα ανάγνωση της Wall-Mart ως μιας δομής που ενδεχομένως να περιλαμβάνει στοιχεία που θα μπορούσαμε να φανταστούμε παραλλαγμένα σε μια μελλοντική κοινωνία. Πρόκειται για μια διαλεκτική απόπειρα να αντιστρέψει φαινόμενα που σήμερα φαντάζουν απολύτως αρνητικά, να απομονώσει στοιχεία του εμπειρικού μας παρόντος ως δυνητικά μέρη ενός ριζικά διαφορετικού μέλλοντος. Η πολιτική πράξη μιας τέτοιας προσπάθειας έγκειται στην «συμβολή στην αφύπνιση της φαντασίας μας για πιθανά και εναλλακτικά μέλλοντα, μία αφύπνιση της ιστορικότητας την οποία το σύστημά μας είναι αναγκαίο να καταστείλει και να απωθήσει».[8] Όπως συμπληρώνει εύστοχα, μία τέτοια αναγέννηση της μελλοντικότητας δεν είναι από μόνη της πολιτική πράξη, ωστόσο είναι δύσκολο να δούμε πώς οποιαδήποτε ανθεκτική ή αποτελεσματική πολιτική δράση μπορεί να προκύψει χωρίς μία τέτοια προσπάθεια.

3. Το δοκίμιο «Μια αμερικανική Ουτοπία» και τα κείμενα που το πλαισιώνουν

Ελπίδα, μέλλον, ιστορικότητα, ρήξη, φαντασία. Αυτές τις έννοιες προσπαθεί να διασώσει η μορφή της ουτοπίας, όπως την αξιοποιεί ο Φρέντρικ Τζέιμσον. Ωστόσο αυτή η μορφή εκφράζεται κάθε φορά πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο περιεχόμενο και έτσι κάθε ουτοπικό πρόγραμμα δεν μπορεί παρά να είναι με έναν τρόπο προδοτικό της μορφής της ουτοπίας, καθότι συγκεκριμενοποιεί σε μία πρόταση το άνοιγμα των δυνατοτήτων στο οποίο συνίσταται η ουτοπία.

Ο Τζέιμσον ξεκινάει το «Μια αμερικανική ουτοπία», πιστός με τις συμβάσεις του είδους, κάνοντας μία σκληρή, αρνητική ιδεολογική κριτική, που συνιστά έναν μύδρο ενάντια στα προβλήματα της αριστεράς σήμερα, προβλήματα που καθιστούν το δοκίμιο έγκαιρο και αναγκαίο. Κανείς/μια δεν πιστεύει πια στην επανάσταση, τα πολιτικά κόμματα έχουν ξεπέσει στη συνείδηση του κόσμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι κι αυτά συντρίμμια. Ο καπιταλισμός βγαίνει δυνατότερος από την τελευταία οικονομική κρίση, ένα σύστημα που προσαρμόζεται στα χτυπήματα που δέχεται και εμείς μπαίνουμε σε μία εποχή ανασφάλειας και παγκόσμιας δομικής ανεργίας στην οποία κανένας θεσμός δεν μοιάζει ικανός να μας προστατεύσει. Σε αυτό το δυστοπικό πλαίσιο, ο Τζέιμσον κάνει μία ειδικά αμερικανική ουτοπική πρόταση (εξού και βάλλει εναντίον του αμερικανικού φεντεραλισμού ως μίας κατασκευής που στοχεύει στο κλείσιμο της φαντασίας για πολιτική αλλαγή εντός των ΗΠΑ) και, αναζητώντας έναν μεταβατικό θεσμό για το πέρασμα σε μία άλλη εποχή, αποκλείει τα κόμματα και τα συνδικάτα και τον βρίσκει στον στρατό, και ειδικότερα σε μία νέα μορφή καθολικού στρατού.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίθεση του Τζέιμσον στη μορφή του κόμματος και η επιλογή του να ορίσει τον στρατό ως τον κεντρικό μεταβατικό θεσμό της δυαδικής εξουσίας της ουτοπίας του είναι καταδικασμένα να προκαλέσουν εντάσεις και ενστάσεις. Η Τζόντι Ντιν προβαίνει σε μία υπεράσπιση της μορφής του κόμματος, ενώ η Κάθι Γουίκς θυμίζει τις έμφυλες διαστάσεις της στρατιωτικής κουλτούρας και την σύνδεσή του στρατού με την βιομηχανία όπλων, τον πόλεμο και τον μιλιταρισμό.

Ωστόσο, ο Τζέιμσον δεν κουράζεται να υπενθυμίζει ότι ο καθολικός στρατός του είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που έχουμε στο νου μας, καθώς προορίζεται να αποτελέσει μία νέα δομή που θα επιτελεί πρωτίστως κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες και θα περιλαμβάνει όλα τα φύλα, εντάσσοντας στις τάξεις του όλα τα άτομα ηλικίας από 18 έως και 60 ετών. Αυτός ο στρατός θα έχει ως αποστολή του την διεκπεραίωση των αναγκαίων εκείνων εργασιών και παραγωγής ώστε τα υπόλοιπα μέρη της κοινωνίας να μπορούν να ξοδεύουν τον ελεύθερο χρόνο τους όπως αυτά θέλουν, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία διαφορετικού είδους συνύπαρξη του πληθυσμού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «στρατιωτικοποίηση εδώ δεν σημαίνει ούτε πόλεμο ούτε κάλεσμα στα όπλα, ούτε καν στρατιωτικά γυμνάσια, αλλά την πειθαρχία που εμπεριέχει η διαβεβαίωση ότι οι λειτουργίες οι οποίες απαιτούνται για την ύπαρξη της κοινωνίας θα εξασφαλίζονται από κάτι σαν στρατολόγηση» (ΑΟ 53).

Είναι φανερό ότι η δομή αυτή θα μπορούσε να φέρει οποιοδήποτε νέο όνομα, όμως ο Τζέιμσον επιμένει στον στρατό για να προκαλέσει το διανοητικό σοκ που κάθε ουτοπικό κείμενο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να προκαλέσει. Ωστόσο υπάρχει ένας ακόμη λόγος που η καθολικότητα του στρατού συνδέεται παραδόξως με τη δημοκρατία. Παρότι, όπως αναφέρεται συχνά, καπιταλισμός και δημοκρατία αποτελούν δύο ασύμβατες έννοιες, «ο στρατός είναι η πρώτη αναλαμπή της αταξικής κοινωνίας» καθώς «αυτή η εμπειρία της κοινωνικής μείξης είναι το πραγματικό νόημα της δημοκρατίας» (ΑΟ 86). Στη θητεία οι κοινωνικές τάξεις αναστέλλονται προσωρινά, οι στρατιώτες συνυπάρχουν μεταξύ τους και καλούνται να επιλύσουν συλλογικά το όποιο πρόβλημα, και έτσι ένα νέο είδος αλληλεγγύης μπορεί ενδεχομένως να προκύψει, μιας αλληλεγγύης στον άξονα των κοινών προβλημάτων.

Ωστόσο, κατά τον Τζέιμσον αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό με έναν συμβολικό τρόπο, καθώς ο στρατός όπως τον γνωρίζουμε αποτελεί μία ανδροκεντρική εθνικ(ιστικ)ή ουτοπία, ενώ ο καθολικός στρατός ορίζεται από εντελώς διαφορετική σύνθεση και λειτουργία. Και ελπίζω να έχει ήδη καταστεί σαφές ότι η εστίαση στη μορφή της Ουτοπίας μας εγκαλεί να μην επιμείνουμε παραπάνω από όσο χρειάζεται στο γράμμα του κειμένου, αλλά να εκτιμήσουμε την προσπάθεια του συγγραφέα να παραλλάξει στοιχεία του δικού μας κοινωνικού σχηματισμού, τοποθετώντας τα σε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο οργάνωσης μιας ουτοπικής κοινωνίας.

Πέραν της επινόησης αυτής της ιδιόμορφης νέας δομής, το δοκίμιο βρίθει παρατηρήσεων που θέλουν να άρουν τις προκαταλήψεις εναντίον της ουτοπίας και να προβληματίσουν για οποιαδήποτε απόπειρα να φανταστούμε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον. Ο Τζέιμσον καταγράφει την ιστορική τροχιά των μετασχηματισμών της ουτοπίας και έχει υπόψιν ότι προβαίνει σε ένα νοητικό πείραμα προτείνοντας μια επεξεργασμένη εκδοχή ενός εναλλακτικού κοινωνικού συστήματος (ΑΟ 60-64).[9]

Αναμφίβολα οι πλέον οξυδερκείς παρατηρήσεις του δοκιμίου είναι αυτές που εστιάζουν στο ζήτημα της διάκρισης εργασίας και ελεύθερου χρόνου, αλλά και στο σπάσιμο της κοινής δοξασίας ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς συγκρούσεις, η οποία διέπει τις κεντρικότερες παρανοήσεις για την έννοια της ουτοπίας. Όσον αφορά στο πρώτο, ο Τζέιμσον προβαίνει σε σχόλια για να ξανασκεφτούμε τη διάκριση βάσης και εποικοδομήματος, η οποία δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή με έναν ντετερμινιστικό τρόπο, αλλά ως αφετηρία για προβληματισμό σχετικά με τον καταμερισμό της εργασίας, τη μείωση του χρόνου εργασίας, την εξάλειψη της κοινωνικής παθολογίας της ανεργίας, το ρόλο της τεχνολογίας και της επιστήμης και τη θέση της τέχνης σε μία μη καπιταλιστική κοινωνία. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο Τζέιμσον εδράζει την αντίληψη του για τη θέση της μνησικακίας και την ανταγωνιστική φύση της ατομικής εμπειρίας σε ένα στέρεο λακανικό ψυχαναλυτικό υπόβαθρο. Σε μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες του κειμένου, αναφέρεται στις τρεις σημαντικότερες συμβολές του Ζακ Λακάν για την πολιτική ανάλυση, που συνίστανται στις έννοιες της επιθυμίας του Άλλου, της κλοπής της απόλαυσης [jouissance] και της μονιμότητας του κοινωνικού ανταγωνισμού σε ατομικό επίπεδο, ή καλύτερα, της εξαφάνισης κάθε έννοιας κανονικότητας και της θεώρησης της κοινωνίας ως ενός ανεξάλειπτου συνονθυλεύματος νευρωτικών (ΑΟ 100-105).

Τα υπόλοιπα κείμενα που συνθέτουν αυτόν τον συλλογικό τόμο είναι ενδεικτικά τόσο των αρετών όσο και των στοιχείων του δοκιμίου που προσφέρονται για κριτική. Κόντρα στις σκληρές εναρκτήριες εξαγγελίες του Τζέιμσον, η Τζόντι Ντιν προχωράει σε μια υπεράσπιση της μορφής του κόμματος και της πολιτικοποίησης, παρέχοντας μια εξαιρετική περιγραφή της δύναμης της μάζας που αντλεί από τον Ελιάς Κανέτι. Παρά το γεγονός ότι το άρθρο του Άγκον Χάμζα, κάνει ορισμένες προβοκατορικες τοποθετήσεις, ο κοσοβάρος συγγραφέας αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ουτοπίας και είναι, αν μη τι άλλο, προταγματικός. Ο Ιάπωνας Κοτζίν Καρατάνι εκκινεί από ένα ειδικά ιαπωνικό πολιτικό ζητημα για να θέσει την ανάγκη συμφιλίωσης του Καντ και του Μαρξ, που προτάσσει και σε άλλα σημεία του έργου του, κάνοντας παράλληλα μια αριστοτεχνική συσχέτιση της φροϋδικής έννοιας της ενόρμησης θανάτου με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο εκτενές άρθρο του ο Σλαβόι Ζίζεκ σχολιάζει τα τρία επιτεύγματα του Τζέιμσον κάνοντας μία σειρά παρατηρήσεων για το καθεστώς της σύγχρονης Κίνας.

Αναφερθήκαμε παραπάνω στις μεθοδολογικές παρατηρήσεις των Φρανκ Ρούντα, Σαρότζ Γκίρι και Αλμπέρτο Τοσκάνο και στο υπέροχο κείμενο της Κάθι Γουίκς. Μένει μόνο να πούμε ότι το πλέον ξεχωριστό κείμενο του τόμου είναι ένα διήγημα του συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Κιμ Στάνλεϋ Ρόμπινσον, γνωστού για την ουτοπική τριλογία του Κόκκινος/Μπλε/Πράσινος Άρης. Στο διήγημα «Ο Μούργος και ο Τζεφ πατάνε το κουμπί», ο Ρόμπινσον (που υπήρξε μαθητής του Τζέιμσον κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής στο έργο του Φίλιπ Ντικ) κάνει μία κωμική λογοτεχνική μετάπλαση του δοκιμίου του Τζέιμσον.

4. Για μια πολιτική της αντι-αντι-ουτοπίας

Το να σκεφτόμαστε ιστορικά συνίσταται πρώτα απ’ όλα στην κατανόηση ότι κάθε πράγμα, ακόμα και οι ίδιες οι λέξεις και οι έννοιες, έχουν τη δική τους ιστορία όπως τοποθετούνται στην ιστορία των ιδεών και χρησιμοποιούνται από διαφορετικά ακροατήρια σε χρόνο και χώρο. Στη διανοητική τροχιά που έχει διαγράψει ο Τζέιμσον, η ουτοπία έχει περάσει από ποικίλα στάδια, τα οποία αποτελούν αναγκαία προετοιμασία για το εν λόγω δοκίμιο, εξού και αφιέρωσα μεγάλο μέρος της βιβλιοπαρουσίασης στο να την σκιαγραφήσω. Εν προκειμένω ο Τζέιμσον προχωράει σε ένα νοητικό πείραμα, θέτοντας ορισμένες θεωρητικές βάσεις για να ξανασκεφτούμε την ουτοπία, να αρχίζουμε να φανταζόμαστε ξανά το μέλλον

Για αυτό τον λόγο και θεωρώ ότι το δοκίμιο του Τζέιμσον αποτελεί ένα από τα χρησιμότερα κείμενα της βιβλιογραφίας του, καθώς εστιάζει στην ανάγνωση της παρούσας συγκυρίας και καταπιάνεται με το βασικότερο πρόβλημα της σύγχρονης αριστεράς. Οι συζητήσεις στην αριστερά σήμερα, σε μια περίοδο που ο καπιταλισμός έχει καταστεί πιο ελεύθερος και αρπακτικος από ποτέ, δείχνουν όχι μόνο την έλλειψη προτάγματος, αλλά και μια έλλειψη της αναγκαίας συζήτησης για ένα νέο πρόταγμα που να μας συνέχει όλους και όλες.  Η διάσωση της ουτοπίας, ως του ανοίγματος των δυνατοτήτων, το ξύπνημα της κοιμώμενης φαντασίας μας προς την εξεύρεση εναλλακτικών, η επιμονή ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και πραγματώσιμος, η σταχυολόγηση ενός νέου συστήματος αξιών, είναι απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να αποτελέσουν την αρχή ενός νέου προτάγματος. Και για να γίνει αυτό δεν επαρκούν οι συζητήσεις εντός της αριστεράς, αλλά απαιτείται η χώνευση με την κοινωνία, οι επίμονες και διαρκείς συζητήσεις με τα απογοητευμένα υποκείμενα που συγκροτούν τον κοινωνικό ιστό μας, την τραυματική παρουσία του Άλλου, που, σαν το κλεμμένο γράμμα του Πόε, είναι υπερβολικά κοντά μας για να τον παρατηρήσουμε.

Εδώ, λοιπόν, είναι η κατάλληλη στιγμή να επιστρέψουμε στην πολιτιστική επανάσταση (cultural revolution) μία ιδιοσυγκρασιακή έννοια που επανέρχεται διαρκώς στο έργο του Τζέιμσον.[10] Μακριά από το να συγχέεται με την κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση, ο Τζέιμσον αναφέρεται με αυτήν στον αναγκαίο αναπρογραμματισμό που υφίστανται τα υποκείμενα στις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις ιδεολογικές τους θέσεις κατά τη διάρκεια των μεγάλων ιστορικών αλλαγών, όταν οι νέες συνθήκες απαιτούν μία αναπροσαρμογή των υποκειμένων προκειμένου αυτά να εισαχθούν στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Η ουτοπία, ως έκφραση της ριζοσπαστικής ρήξης κόντρα στο ρεφορμισμό των μικρών μεταρρυθμιστικών αλλαγών, συνδέεται αναπόφευκτα με την πολιτιστική επανάσταση λαμβάνοντας μοιραία έναν παιδαγωγικό ρόλο: οι ουτοπιστές οφείλουν να εκπαιδεύσουν τα υποκείμενα, προετοιμάζοντας τα για έναν νέο τρόπο ζωής, νέες συνήθειες και αξίες μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης.

Γι’ αυτό και θέλω να κλείσω παραθέτοντας τον στόχο του συγκεκριμένου δοκιμίου όπως τον θέτει ο Τζέιμσον, έναν στόχο στο πλαίσιο μιας τέτοιας πολιτιστικής επανάστασης, ή αλλιώς, το καθήκον που έχει ο ουτοπισμός στη σημερινή πολιτική συγκυρία. Μπροστά στον σημερινό φόβο απέναντι στην ουτοπία και τον δισταγμό μας να προτείνουμε πραγματικά ριζοσπαστικές αλλαγές, ο Τζέιμσον λέει τα εξής:

Έτσι πρέπει να πορεύονται και οι ουτοπιστές: Πρέπει να εστιάζουν όχι σε οράματα μέλλουσας ευτυχίας, αλλά σε αντιμετωπίσεις της επίμονης αντίστασης που τείνουμε να προβάλλουμε και σε αυτά και σε όλες τις άλλες προτάσεις για θετική αλλαγή σε αυτήν την παγκόσμια πλέον κοινωνία. Η ουτοπική σκέψη πρέπει πρώτα να καταπιαστεί με τη ριζική αντιμετώπιση της δυστοπίας, με τη ριζική θεραπεία και ίασή της· μόνο τότε θα μπορεί να αρχίσει να εκθέτει τις ανέφικτες ονειροφαντασίες της […] Κάθε ουτοπία σήμερα πρέπει να είναι μια ψυχοθεραπεία των αντιουτοπικών φόβων, πρέπει να τους φέρνει στο φως της ημέρας, εκεί όπου τα θλιβερά πάθη συστρέφονται και σφαδάζουν στον καθαρό αέρα (ΑΟ 77).

Με αυτή την έννοια, το μέγιστο καθήκον μας σήμερα είναι να παλέψουμε ενάντια στην αντι-ουτοπία. Μια αντι-αντι-ουτοπική πολιτική, για να μιλήσουμε με διαλεκτικούς όρους, η οποία να συνιστά τη βάση ενός ελευσόμενου προτάγματος, αποτελεί τη μόνη μας εναλλακτική για την καταπολέμηση του δόγματος του «δεν υπάρχει εναλλακτική».


Το κείμενο του Πάνου Σταθάτου επιμελήθηκε ο Γιώργος Ηλιάδης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Πάνος Σταθάτος

Ο Πάνος Σταθάτος είναι απόφοιτος Φιλολογίας και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ. Στη διπλωματική του ασχολήθηκε με το φασματικό είδος της ελληνικής Επιστημονικής Φαντασίας, μελετώντας τη σχέση του με την Ουτοπία και την αλληγορία. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν, μεταξύ άλλων, τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ουτοπία, το μαρξισμό, την ψυχανάλυση, τις νεοελληνικές σπουδές, τα λογοτεχνικά είδη, την εθνική ταυτότητα, τη συγκριτική λογοτεχνία και τις πολιτισμικές σπουδές. Έχει συμμετάσχει σε ακαδημαϊκά συνέδρια και έχει δημοσιεύσει το έργο του σε περιοδικά.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange