Κριτική Τεύχος #14

«Ο 10ος άνθρωπος», Γκράχαμ Γκριν: Μια υπαρξιακή νουβέλα για την ταυτότητα, την ηθική και την εξιλέωση

Ο Γκράχαμ Γκριν προσεγγίζει το θέμα του σαν γνήσιος υπαρξιστής, με την ιστορία του να ξεκινά σε καφκικό κλίμα και να συνεχίζεται πάνω σε μοτίβα που θυμίζουν Καμύ και Σαρτρ, χωρίς όμως να φτάνει στην απαισιοδοξία και τον απόλυτο μηδενισμό.

Ο 10ος άνθρωπος
Γκράχαμ Γκριν (Graham Greene)
μετάφραση: Γιάννης Κωστόπουλος
Ψυχογιός, Αθήνα 1985 | 156 σελίδες

 

Ο «10ος άνθρωπος» είναι μια νουβέλα που ο Γκράχαμ Γκριν είχε γράψει λίγο πριν τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και είχε ξεχάσει την ύπαρξή της μέχρι το 1983, όταν και έμαθε πως η Μέτρο-Γκόλντγουιν-Μάγερ, στης οποίας τα αρχεία βρισκόταν το βιβλίο, διαπραγματευόταν την πώλησή της με έναν Αμερικανό εκδότη. Ολόκληρη την ιστορία του χειρογράφου την αφηγείται -σχεδόν μυθιστορηματικά- ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή της έκδοσης που διάβασα, μαζί με άλλα δύο -επίσης πανέξυπνα- ξεχασμένα σχεδιάσματά του για σενάρια ταινιών. 

Δεν είναι όμως μόνο η χρονική περίοδος και η λησμονιά τους για δεκαετίες τα μόνα κοινά στοιχεία που μοιράζονται αυτές οι δύο ιστορίες με τον «10ο άνθρωπο»· και στις τρεις ο πυρήνας της ιστορίας είναι μια ακραία συνθήκη με έντονο το στοιχείο του τραγικού, η οποία οδηγεί τους πρωταγωνιστές τους σε μια σειρά από καταστάσεις που τους εγκλωβίζουν όλο και περισσότερο σε δύσκολες επιλογές: στην πρώτη και πιο σύντομη έχουμε μια κλασική ιστορία με σωσία και αμνησία στην οποία ο Γκριν διερευνά το τι θα γινόταν αν κάποιος που έμοιαζε με έναν ναζί καταζητούμενο πάθαινε αμνησία και όλοι τον περνούσαν για τον εν λόγω ναζί, ενώ στη δεύτερη ένας τεμπέλης, αλλά με ζωηρή φαντασία, πράκτορας της ΜΙ6 σε κάποια πρωτεύουσα της Βαλτικής μπλέκεται σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι ψευδών και εξαπάτησης, έχοντας πείσει τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του και της Γερμανίας ότι τάχα έχει υφάνει ένα τεράστιο δίκτυο πρακτόρων με αξιόπιστες πληροφορίες, χωρίς στην πραγματικότητα να ισχύει τίποτα από όλα αυτά.

Στον «10ο άνθρωπο» λοιπόν η ιστορία ξεκινά σε μια φυλακή στην κατεχόμενη Γαλλία, όπου μια μέρα οι κρατούμενοι υποχρεώνονται να επιλέξουν οι ίδιοι τους επόμενους τρεις που θα εκτελέσουν οι ναζί. Στην κλήρωση που κάνουν ένας από τους άτυχους είναι ο δικηγόρος Σαβέλ, ο οποίος σε μια κίνηση απόγνωσης προσφέρει όλη του την περιουσία σε όποιον δεχτεί να πάρει τη θέση του μπροστά στο απόσπασμα. Πράγματι, ένας νεαρός, με το παρατσούκλι Ζανβιέ, δέχεται και, αφού συνταχθεί η παραχώρηση της περιουσίας σε αυτόν, συντάσσει με τη σειρά του τη διαθήκη του, αφήνοντας τη στη μητέρα του και την αδερφή του. 

Ο Ζανβιέ εκτελείται, η διαθήκη γίνεται σεβαστή, και ο Σαβέλ, ένας τυπικός αριβίστας, μετά την απελευθέρωσή του επιστρέφει άφραγκος, χωρίς καλά-καλά να ξέρει το γιατί, στο πατρικό του σπίτι σε μια γωνιά του οποίου πλέον ζούσαν -σχεδόν σαν να μη νιώθουν ότι τους ανήκει- η αδερφή και η μητέρα του Ζανβιέ. Εκεί όμως ο Σαβέλ, βλέποντας την οργή της αδελφής του νεκρού προς το πρόσωπό του, αποφασίζει να μην αποκαλύψει την πραγματική ταυτότητά του και προσλαμβάνεται ως επιστάτης/υπηρέτης των δύο γυναικών. Από εκεί και πέρα η κατάσταση περιπλέκεται και, καθώς παρακολουθούμε την εξέλιξή της, μας δίνεται η δυνατότητα να στοχαστούμε πάνω σε ζητήματα όπως αυτό της πραγματικής ταυτότητας των ανθρώπων, της αλήθειας και του ψεύδους, της ηθικής, της δυνατότητας για αλλαγή. 

Ο Γκράχαμ Γκριν προσεγγίζει το θέμα του σαν γνήσιος υπαρξιστής, με την ιστορία του να ξεκινά σε καφκικό κλίμα και να συνεχίζεται πάνω σε μοτίβα που θυμίζουν Καμύ (απόσταση από την ηθική και τα συναισθήματα) και Σαρτρ («Η Κόλαση είναι οι άλλοι»), χωρίς όμως να φτάνει στην απαισιοδοξία και τον απόλυτο μηδενισμό, με την εξέλιξη του ήρωά του να θυμίζει περισσότερο τους ήρωες του Αντώνη Σαμαράκη που φτάνουν σε μια κάποια ηθική εξιλέωση. Στην περίπτωση βέβαια του Σαβέλ τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα, καθώς το «λάθος» διαπράττεται στη μέση περίπου της ιστορίας και τον κυνηγά μέχρι το τέλος της. 

Ο Σαβέλ είναι ο άνθρωπος που έχει μάθει να ζει με τα προνόμια της καλής κοινωνικής θέσης, της μεγάλης περιουσίας, του επαγγέλματος με υψηλό κύρος. Θεωρεί ότι ο κόσμος του ανήκει και δεν μπορεί να διανοηθεί ότι δεν θα βγει αλώβητος ακόμη κι από το κελί που το έχουν κλείσει οι Γερμανοί. Είναι εντυπωσιακό δε το ότι δεν καταλαβαίνει γιατί οι συγκρατούμενοί του κρατάνε τις αποστάσεις τους από τον ίδιο, μέχρι που σταματά να προσπαθεί να τους πλησιάσει. Όταν λοιπόν κληρώνεται για εκτέλεση, επιστρατεύει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί, το βασικό στοιχείο που τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, την περιουσία του. 

Και τότε συμβαίνει η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του (αλλά όχι ακόμη μέσα του)· σώζοντας τη ζωή του, χάνει -εκτός από την ψυχή του- ακριβώς αυτό που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους, αυτό που τον έκανε «δικηγόρο Σαβέλ». Αφού πρώτα περιπλανηθεί για λίγο στους χώρους που κινούνταν στο Παρίσι, προσπαθεί να επιβεβαιώσει αυτή την υπεροχή του επιστρέφοντας στο σπίτι που έχει παραχωρήσει, θεωρώντας ότι οι συγγενείς του Ζανβιέ (του οποίου δεν ήξερε καν το αληθινό όνομα) θα τον αντιμετωπίσουν λίγο-πολύ ως ευεργέτη τους. Ουσιαστικά, μέχρι τη στιγμή που συναντά την αδελφή τού Ζανβιέ αναζητά τρόπους ώστε να ξαναγίνει ο σπουδαίος κύριος Σαβέλ. 

Η οργή της γυναίκας αυτής όμως, που καταριέται τον Σαβέλ, χωρίς να ξέρει ότι τον έχει μπροστά της, και είναι ταυτόχρονα θυμωμένη με τον αδερφό της, τον αναστατώνει και απαρνιέται τον ίδιο του τον εαυτό. Συστήνεται ως ένας από τους υπόλοιπους συγκρατούμενους του Ζανβιέ, σε μια πράξη που αρχικά φαίνεται ως ένα ακόμη κόλπο του Σαβέλ για να τη βγάλει λάδι, αλλά στη συνέχεια αποκτά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς σιγά-σιγά πράγματι απεκδύεται τον εαυτό του, κατορθώνοντας να τον δει μέσα από τα μάτια των άλλων. Εννοείται βέβαια ότι όντας βιβλίο του Γκράχαμ Γκριν, τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν σαν μια ρομαντική ιστορία αγάπης με ευτυχισμένο τέλος…

Η γραφή του Άγγλου συγγραφέα φυσικά για άλλη μια φορά εντυπωσιάζει· λιτή πρόζα, απίστευτη οικονομία λέξεων, κινηματογραφικός ρυθμός -όχι με την έννοια της ταχύτητας, αλλά των εναλλαγών μεταξύ των σκηνών που θυμίζει σχεδόν κινηματογραφικό μοντάζ. Το τελευταίο βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού πρόκειται για κείμενο που προοριζόταν για σενάριο ταινίας, όπως και έγινε τελικά λίγα χρόνια μετά την έκδοση της νουβέλας, το 1988, σε σκηνοθεσία Jack Gold και στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τους Anthony Hopkins, Kristin Scott Thomas, Derek Jacobi.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Αντώνης Γαζάκης

Ο Αντώνης Γαζάκης αποφοίτησε από τη Σχολή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το 2000 και από το 2004 εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διαβάζει πολλή λογοτεχνία, και ενίοτε γράφει γι’ αυτή στο μπλογκ του μαζί με δικά του μικρολογοτεχνικά κείμενα, ενώ άρθρα του επί παντός επιστητού δημοσιεύονται επίσης στο alterthess.gr, στο thegreekcloud.com και αλλού. Ζει στη Θεσσαλονίκη και όταν δεν διαβάζει, παίζει θέατρο, κιθάρα, Civilization και διάφορα RPG ή βλέπει σειρές μυστηρίου. Από τον Σεπτέμβριο του 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης, εκλεγμένος με το ενωτικό ψηφοδέλτιο «Πόλη Ανάποδα - Δύναμη Ανατροπής».

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange