Κριτική Τεύχος #05

O αφηγητής/δυνάστης: μνήμη, σώμα και αφήγηση στο «Σώμα» του Α. Κυριακίδη

Το «Σώμα», η ωραία και με περισσή τέχνη γραμμένη νουβέλα του Αχιλλέα Κυριακίδη, είναι το έργο δύο φωνών. Μιας, η οποία, εξοβελισμένη στην αρχή και στο τέλος, αγωνιά για το σώμα που την φέρει. Και μιας ασώματης, ενός παντογνώστη αφηγητή, που κυριαρχεί και ξέρει. Ο Άλλος, ο δυνάστης αφηγητής, και η επίδειξη της δυναστείας του με τέχνη είναι το κέντρο του «Σώματος».
«Oda a Xirinacs», Antoni Tàpies & Joan Brossa. Φωτογραφία του Xavier Caballe.

Σώμα
Αχιλλέας Κυριακίδης
Πατάκης, 2017 | 62 σελ.

Η νουβέλα «Σώμα» του Αχιλλέα Κυριακίδη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη τον Νοέμβριο του 2017. Έχει έκταση 56 σελίδες σε μέγεθος 13,5 x 19,5 εκ. και αποτελείται από 7 κεφάλαια και ένα μέρος με σημειώσεις που εξηγούν ορισμένες από τις διακειμενικές σχέσεις/αναφορές της νουβέλας.[1] Η ένδειξη «Αντίπαρος, Αύγουστος 2016 / Αθήνα, Αύγουστος 2017» στο τέλος του τελευταίου κεφαλαίου, δηλώνει, υποθέτω, την αρχή και το τέλος συγγραφής της νουβέλας: μια παρακειμενική ένδειξη του έργου του συγγραφέα.

Κρισιμότερες παρακειμένικες ενδείξεις είναι η αρίθμηση και ο επιτιτλισμός των κεφαλαίων. Το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο είναι αριθμημένα με γράμματα: Α και Β. Τα ενδιάμεσα πέντε με λατινικούς αριθμούς. Η σαφής δομή είναι ζωτικής σημασίας για το «Σώμα». Γιατί  τα σώματα κάθε είδους υπάρχουν πρωτίστως επειδή έχουν μια δομή που τους επιτρέπει να είναι διακριτά από το περιβάλλον τους όντα. Η δομή του «Σώματος» είναι, όπως δείχνει η αρίθμηση των κεφαλαίων του μια δυαδική δομή.

Το ίδιο ζωτικής σημασίας για το «Σώμα» είναι κι ο χρόνος, ο ορισμένος χρόνος και ο ορισμός του χρόνου. Ο τίτλος κάθε κεφαλαίου είναι μια χρονολογική ένδειξη, μια ημερομηνία στα Α και Β, μόνο μια χρονολογία στα Ι ως V. Τα κεφάλαια Ι ως V είναι τοποθετημένα με χρονολογική σειρά: 1965, 1979, 1981, 1986, 1989. Τα κεφάλαια Α και Β, στην αρχή και το τέλος της νουβέλας, τοποθετούνται τον Μάιο του 1995 με δύο ημέρες διαφορά μεταξύ τους: στις 17 Μαΐου το Α, στις 19 Μαΐου το Β. Εξαιτίας αυτών των επιτιτλισμών των κεφαλαίων ο πίνακας περιεχομένων που προτάσσεται επιδεικνύει με την πρώτη κιόλας ματιά πώς ο ο Αχιλλέας Κυριακίδης οργανώνει συνολικά τον χρόνο της αφήγησης.

Οι διαφορετικοί χρονικοί προσδιορισμοί στον επιτιτλισμό των κεφαλαίων εμπεδώνουν την δυαδική δομή, την οποία ήδη υποδεικνύει ο διαφορετικός τρόπος αρίθμησής τους. Είναι η δομή ακριβώς που αντιστοιχεί στους δύο, ριζικά διαφορετικούς, αφηγητές της νουβέλας.

Οι αφηγητές

Ο λόγος που συγκροτεί το «Σώμα» αφορά επεισόδια της ζωής ενός φιλολόγου/καθηγητή μέσης εκπαίδευσης/λογοτέχνη, του Μαρτινιανού Σταύρου, και είναι έργο δύο αφηγητών.[2]

Ο ένας είναι ο Μαρτινιανός Σταύρου, ένας πρωτοπρόσωπος, ενδοδιηγητικός αφηγητής στα κεφάλαια Α και Β, στην αρχή και στο τέλος της νουβέλας. Ένας αφηγητής που στο Α μιλά για το άρρωστο σώμα του, για την εξέταση/επέμβαση στην οποία υποβάλλεται, μιλάει για -και με- το μηχάνημα που προσπαθεί να τον θεραπεύσει, θυμάται κάποιες εμπειρίες του σώματος παλιές, μητρικά θεραπευτικά φιλιά σε χτυπημένα μέλη, εξάψεις και εκσπερματώσεις, μιλάει για την τωρινή έξαψη καθώς το μηχάνημα διεισδύει μέσα του, διεκδικεί το δικαίωμα να σκέφτεται ένα κάποιο μέλλον δικό του και φοβάται· κι έπειτα, στο B, στο τέλος, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι του γιατρού (μας λέει πως είναι ογκολόγος) που θα του δώσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, συμπυκνώνει και αφηγείται σε μιάμιση σελίδα τη μία ώρα που έχει να «σκοτώσει» πριν μπει στο ιατρείο: την κατάσταση και τα ερεθίσματα του μυαλού, της μνήμης και των αισθήσεών του· και του σώματός του.

Ο άλλος αφηγητής, ο κύριος των κεφαλαίων Ι–V, είναι ένας τριτοπρόσωπος εξωδιηγητικός αφηγητής με μηδενική εστίαση και απεριόριστη πρόσβαση στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του Μαρτινιανού Σταύρου, σε όσα έχει ζήσει, σε όσα ξέρει, σε όσα αυτός αισθάνεται, σε όσα σκέφτεται, σε όσα γράφει, σε όσα θυμάται, σε όσα ξεχνάει. Κάποτε αφηγείται για λίγο από την οπτική γωνία του Μαρτινιανού Σταύρου, όπως για παράδειγμα στις σελίδες 22 και 23, και ποτέ δεν αφηγείται από την οπτική γωνία κάποιου άλλου προσώπου —ωστόσο το πιο συχνά δεν έχει καμία οπτική γωνία, ή, μάλλον, έχει την δική του.

Η σχέση του αφηγητή αυτού με τον Μαρτινιανό Σταύρου, με την φιγούρα δηλαδή για την οποία αφηγείται, αλλά και με τους αποδέκτες της αφήγησης είναι το ένα από τα τέσσερα κεντρικά στοιχεία/θέματα που ορίζουν την εμπειρία της ανάγνωσης της νουβέλας «Σώμα»· τα άλλα τρία είναι θέματα που προκύπτουν άμεσα και ρητά από την αφήγηση: το σώμα και τα πάθη του, η γλώσσα και η μνήμη/λήθη.

Ο τρόπος με τον οποίο ο κύριος αφηγητής αποκαλύπτει το όνομα του Μαρτινιανού Σταύρου, είναι χαρακτηριστικός για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί την γνώση του έναντι των αποδεκτών της αφήγησης: ανάμεσα στην πρώτη αναφορά που αποκαλύπτει απλώς ότι το όνομά του είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο, στην δήλωση του υποκοριστικού «Μάρτης», στο οποίο κατέληξε αυτό το —άγνωστο ακόμα σε εμάς— ασυνήθιστο όνομα και στην αποκάλυψη του ίδιου του ονόματος περνούν τέσσερεις σχεδόν σελίδες. Και αυτή η αργή, σταδιακή αποκάλυψη εγκαινιάζεται με την πρώτη φράση του κεφαλαίου Ι: «Ανήμερα των γενεθλίων του και έξι μήνες ακριβώς μετά την ονομαστική του εορτή (ουδείς γνώριζε αν γιόρταζε, κι αν γιόρταζε, πότε, εκτός απ’ τους γονείς του φυσικά που ένας θεός ξέρεις γιατί» κλπ. κλπ. (μέχρι που κλείνει η παρένθεση/ανάληψη, μιάμιση σελίδα μετά).

Απέναντι στον Μαρτινιανό Σταύρου η εξουσία του είναι παρόμοια, όπως αποδεικνύουν οι προλήψεις, που τονίζουν ποιος ξέρει (τα πάντα) και ποιος όχι: «… κι εκεί στο σκιερό τετράγωνο μεταξύ Ομήρου και Σίνα, λίγο πιο κάτω απ᾽ το σημείο όπου, πολλά χρόνια αργότερα, έμελλε να ζήσει έναν οδυνηρό χωρισμό, εκεί λοιπόν, τον πιάνει κάτι.» (σελ. 20)

Η ιστορία (και λίγα ακόμα για τη δομή της αφήγησης)

Η ιστορία που υπόκειται στην αφήγηση της νουβέλας καλύπτει άμεσα ένα χρονικό διάστημα 30 χρόνων (1965–1995) της ενήλικης ζωής του Μαρτινιανού Σταύρου· το διάστημα αυτό επεκτείνεται προς τα πίσω, στα φοιτητικά του χρόνια του μέσω αναδρομών. Κάθε κεφάλαιο συνδέει πάθη, ασθένειες και τραύματα του σώματος με την αναζήτηση μιας άγνωστης, χαμένης γλώσσας.

Το «1965» ξεκινά με τον Μαρτινιανό Σταύρου παθιασμένο φιλόλογο, να έχει τελειώσει τις βασικές σπουδές του στη φιλολογία και να κάνει διδακτορικό (βλέπε την όχι και τόσο απλή διατύπωση που δίνει ορισμένα βασικά ορόσημα, στην αρχή του κεφαλαίου «ΙΙ 1976»). Μια κρίση περιτονίτιδας τον στέλνει στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο. Εκεί, στο διπλανό κρεβάτι, ο ασθενής με τον οποίο μοιράζεται τον θάλαμο μιλά σε μία «γοητευτικά ακατάληπτη» για τον Μαρτινιανό Σταύρου γλώσσα, μια γλώσσα την ταυτότητα της οποίας ο παθιασμένος με την καταγωγή των γλωσσών και τις φόρμες της γλώσσας φιλόλογος θέλει να ανακαλύψει.

Το «1979» τον βρίσκει διορισμένο σε λύκειο του νομού Ημαθίας (σαν τον Γιώργο Ιωάννου;), να επιχειρεί με εκδρομές στα Βαλκάνια να εντοπίσει την άγνωστή του γλώσσα. Χωρίς αποτέλεσμα. Συνδέεται ερωτικά σε παράλληλη σχέση με την τάδε (ο αφηγητής αναφέρει το ονοματεπώνυμό της, φυσικά, αλλά είναι αδιάφορο για τις ανάγκες αυτού εδώ του κειμένου) η οποία στην τρίτη τους συνάντηση του δίνει να διαβάσει ένα ποίημά της, με τίτλο «Διάσωμα» (το λογοπαίγνιο με το «σώμα» και το «διασώζω» είναι αρκετά προφανές). Το ποίημα καταλήγει με μία λέξη που είναι μία από αυτές που είχε ακούσει ο Μαρτινιανός Σταύρου από τον ασθενή στο διπλανό κρεβάτι στο Ιπποκράτειο. Η τάδε έχει ακούσει την λέξη από έναν συμφοιτητή της στο Βουκουρέστι και θεωρεί ότι η γλώσσα από την οποία προέρχεται δεν υπάρχει πια.

Στο «1981», το μεσαίο κεφάλαιο της νουβέλας, ο Μαρτινιανός Σταύρου βρίσκεται αιμόφυρτος στο δρόμο· κάποιος («ή κάποιοι;», όπως σημειώνει ο αφηγητής τάχα αγνοώντας, στην πραγματικότητα όμως, όπως νομίζω, κάνοντας μια υπαινικτική αναφορά στο πολυσυζητημένο πρόβλημα του ενός/πολλών δραστών του φόνου του Λάιου, στον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή) τον έχει ξυλοκοπήσει άγρια. Μεταφέρεται βαριά τραυματισμένος στο νοσοκομείο, έχει πάθει αμνησία και θυμάται ελάχιστα πράγματα. Ο αφηγητής τα παραθέτει: αφορούν μια στιγμή με μία από τις δύο ερωμένες του στο τηλέφωνο, δεν είναι εντελώς σίγουρος με ποια, τον δρόμο και την βροχή στο αυτοκίνητο, πόνους στο σώμα και κάτι που ίσως μόλις το θυμάται το ξεχνάει: «῾Βρήκα τον δολοφόνο μου᾽ μπορεί να σκέφτηκε, αλλά αυτή η λεπτομέρεια χάθηκε μέσα στις πυρετώδεις προετοιμασίες της αμνησίας.» Μπροστά σε κάτι τόσο λεπτό ακόμα κι ο παντογνώστης αυτός αφηγητής εκφράζει μιαν αμφιβολία, υπάρχει κάτι για το οποίο μπορεί μόνον να πιθανολογήσει. Ωστόσο αμέσως μετά και σαν για να διαλύσει κάθε υποψία ότι η εξουσία του μπορεί και να μην είναι απόλυτη μας δίνει και μια λίστα με ό,τι δεν θυμόταν ο Μαρτινιανός Σταύρου: Οι αναφορές είναι λιτές, σχεδόν κρυπτικές, αφορούν μια τυχαία συνάντηση με έναν άλλον άντρα, άγνωστο, και υπαινίσσονται μια ομοφυλοφιλική προσέγγιση η οποία καταλήγει σε ξυλοδαρμό. Το κεφάλαιο, που είχε ξεκινήσει με ένα απόσπασμα από την ιατροδικαστική έκθεση, κλείνει με την αναφορά ότι το αυτοκίνητο του Μαρτινιανού Σταύρου βρέθηκε καμένο. Μαζί με το αμάξι κάηκαν και «τσάντες με χαρτιά και μ᾽ ένα ποίημα που δεν έμελλε να θυμηθεί ποτέ του ούτε τις τρεις τελευταίες στάχτες του:
Το σώμα ποθεί. Και ποθείται.
Το σώμα φλέγει. Και φλέγεται.
Το σώμα πονάει. Και πονάει.» (σελ. 37)

Ο αφηγητής όμως, αυτός, ξέρει τα πάντα, γράφει όσα από αυτά θέλει και κάπoτε-κάποτε διασκεδάζει με λογοπαίγνια όπως το «στάχτες-στίχους».

Δύο χρόνια μετά, το 1983, μας πληροφορεί ο αφηγητής στο κεφάλαιο «1986», ο Μαρτινιανός Σταύρου παντρεύεται με την γυναίκα με την οποία διατηρούσε την επίσημη μακροχρόνια σχέση του, αποκτά ένα παιδί, επιστρέφει ως λυκειάρχης στην Αθήνα και δημοσιεύει «κάμποσες ρηξικέλευθες μελέτες […] σε φιλόξενα λογοτεχνικά περιοδικά» και πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα. Το κεφάλαιο «1986» ξεκινά με την απαρίθμηση αυτών των στοιχείων, που ορίζουν την «απόλυτη επιστροφή» του Μαρτινιανού Σταύρου. Ο αφηγητής όμως ξέρει και συμπληρώνει ότι το 1983 είναι και η χρονιά «της επιστροφής και σε ένα παρελθόν χωλό, που το πρόσφατο τμήμα του είχε ευνουχιστεί από μιαν όχι τόσο ανεξήγητη όσο ανεξήγητα βίαιη επίθεση». Η επιστροφή στο παρελθόν είναι μια επίμονη ενδονοσοκομειακή λοίμωξη και ένα τηλεφώνημα από την παλιά του ερωμένη, την Κατερίνα, η οποία του ανοίγει έναν δρόμο να ανακαλύψει κάτι περισσότερο για την μυστηριώδη γλώσσα που τον απασχολούσε.

Το κεφάλαιο «1986» είναι αφιερωμένο κυρίως στην αφήγηση αυτής της διερεύνησης: ο Μαρτινιανός Σταύρου ταξιδεύει σε μια μικρή πόλη της Ρουμανίας, συναντιέται με έναν καθηγητή γλωσσολογίας, έναν Εβραίο επιζώντα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο οποίος τον πληροφορεί ότι η άγνωστη γλώσσα που τόσο τον απασχολούσε ήταν πλέον νεκρή. Οι λέξεις που ο Μαρτινιανός Σταύρου είχε ακούσει στο Ιπποκράτειο ήταν κάποια «ρήματα με κοινό τους μόρφημα το σώμα, σύνθετα ρήματα που όμως εξέφραζαν το απλό, το στοιχειώδες, λέξεις μια γλώσσας αποθέωσης του … ουσιαστικού» (σελ. 46)· είναι μια γλώσσα χωρίς αφηρημένες έννοιες, μια γλώσσα που δήλωνε τις βασικές σωματικές ανάγκες με περιφράσεις, στις οποίες το σώμα πάντα ήταν το υποκείμενο. Ο καθηγητής γνώριζε κάποτε τη γλώσσα αυτή (μας πληροφορεί ο αφηγητής), μα δεν μπορεί να μιλήσει για αυτήν, για την γλώσσα του σώματος, στον Μαρτινιανό Σταύρου. Μπορεί μόνο να τον προτρέψει να την συνθέσει από την αρχή, όπως αυτός θέλει.

Το «1989» είναι το τελευταίο κεφάλαιο του κυρίως αφηγητή. Ο Μαρτινιανός Σταύρου διατηρεί αλληλογραφία με τον καθηγητή γλωσσολογίας (ο αφηγητής αφήνει ασαφές αν μόνο δέχεται γράμματα από αυτόν ή του απαντά κιόλας), και επεξεργάζεται λογοτεχνικά σε ένα διήγημα την εμπειρία της συνάντησής μαζί του και με την χαμένη πια γλώσσα του σώματος.

Ο αφηγητής παρουσιάζει σε παράφραση την υπόθεση του διηγήματος του Μαρτινιανού Σταύρου, όπου ένας αρχαιολόγος πηγαίνει στην Ήπειρο για να μελετήσει μια επιγραφή σε άγνωστη γλώσσα, με δύο μόνο αναγνωρίσιμες ελληνικές λέξεις («σώματι» και «σώμασι», οι δοτικές ενικού και πληθυντικού του «σῶμα»), δημιουργεί για πρώτη του φορά μια ομοφυλόφιλη ερωτική σχέση και δίνει στην επιγραφή μια εντελώς αυθαίρετη, ιδιωτική ερμηνεία. Ο αφηγητής δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την άμεσα βιογραφικά ανάγνωση που προτείνει/επιβάλλει, καθώς κλείνει την σύνοψη του διηγήματος του Μαρτινιανού Σταύρου με την παρατήρηση «῾Αναδιφώντας στο σώμα αυτή τη γλώσσας᾽ σχολιάζει ο συγγραφέας, ῾θαρρείς και ανέσκαψε τη γλώσσα του δικού του σώματος, σκαπάνευσε τις επιταγές του᾽.»

Στην εξωλογοτεχνική του ζωή ο Μαρτινιανός Σταύρου παθαίνει κρίση θανατοφοβίας, επισκέπτεται έναν φίλο του λοιμωξιολόγο, τον πληροφορεί ότι ανήκει σε ομάδα «υψηλού κινδύνου» και ζητά εχεμύθεια για οτιδήποτε προκύψει, στην ερώτηση όμως πόσο συχνά έχει επαφές και πόσο συχνά αλλάζει συντρόφους, απαντά «Δεν ξέρω… ίσως… μία φορά… αλλά και πάλι… δεν θυμάμαι…». Οι εξετάσεις είναι εντελώς εντάξει. Φεύγοντας από τον γιατρό ο Μαρτινιανός Σταύρου διαβάζει το τελευταίο γράμμα του καθηγητή, ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα (ο αφηγητής το ξέρει ότι πρόκειται για αποχαιρετιστήριο γράμμα και το λέει, ο Μαρτινιανός Σταύρου πάλι όχι), το πετάει στα σκουπίδια και μαθαίνει δύο μήνες αργότερα ότι ο καθηγητής αυτοκτόνησε δύο ημέρες πριν εκείνος επισκεφτεί τον γιατρό και βρεθεί απολύτως υγιής.

Η αφήγηση της νουβέλας τελειώνει με το κεφάλαιο Β.

Μνήμη, σώμα, γλώσσα: μια σύνθεση;

Τόσο η δομή της νουβέλας όσο και ο τρόπος της αφήγησης συνθέτουν με πυκνό τρόπο μεταξύ τους τα τρία κεντρικά θέματα: την γλώσσα, την μνήμη/λήθη, και το σώμα. Το σώμα έχει την γλώσσα του, μια γλώσσα στην οποία βρίσκεται στο κέντρο, μια γλώσσα όμως που έχει πια χαθεί, που ξεχνιέται και απομένει στον καθηγητή γλωσσολογίας, στον Μαρτινιανό Σταύρου ή στον ήρωα του διηγήματος του Μαρτινιανού Σταύρου να την ανασυστήσει —για ιδιωτική χρήση. Το σώμα υποφέρει από την μνήμη και την λήθη, υποφέρει από τον νου, όταν αυτονομείται, «όταν θέλει και μπορεί μοναχό του» (σελ. 52). Κι η επιστημονική μελέτη της γλώσσας, τα εργαλεία που προσφέρει, η αντικειμενικότητα και η ακριβολογία που επιδιώκει, η μετα-γλώσσα που περιγράφει τις γλώσσες είναι μάλλον αδιάφορη και σίγουρα ανεπαρκής όταν πρόκειται για τη γλώσσα του σώματος. Η ομοφυλόφιλη ερωτική επιθυμία, η επιθυμία του σώματος που εμφανίζεται μόνο υπαινικτικά στη γλώσσα, εξοβελίζεται από τη μνήμη και αφήνει ως ίχνος ένα καταπληγωμένο σώμα και, ίσως, μια θανατοφοβία, την απόλαυση του φόβου ότι θα πεθάνει από την λοίμωξη των ανθρώπων στην «ομάδα υψηλού κινδύνου».

Η γλώσσα και η σύγκρουση των αφηγητών

Με όλες τους τις διαφορές οι δύο αφηγητές χρησιμοποιούν μια γλώσσα που υφολογικά μοιάζει σημαντικά κυρίως εξαιτίας τριών χαρακτηριστικών: της εναλλαγής μεταξύ μεγάλων ή πολύ μεγάλων και μικρών ή πολύ μικρών περιόδων, της πυκνής εναλλαγής μεταξύ διαφορετικών γλωσσικών επιπέδων, και της υλοποίησης μεταφορών ή της σύνδεσης των διαφορετικών πεδίων αναφοράς πολύσημων λέξεων.

Ο κυρίως όμως αφηγητής χαρακτηρίζεται από μία ακόμα ιδιαιτερότητα, κρίσιμη: την εναλλαγή ανάμεσα στο απολύτως τετριμμένο και στο ανοικειωτικό, την εναλλαγή, για παράδειγμα, ανάμεσα στο εντελώς κοινότοπο περιεχόμενο του «ο Μάρτης ήταν πάντα εκεί, σημαιοφόρος μιας γενιάς που ήθελε να τ᾽ αλλάξει όλα και το μόνο που άλλαξε ήταν η βούλησή της να τ᾽ αλλάξει όλα» και στο μάλλον καινοφανές και ίσως ανοικειωτικό του εκφραστικού του τρόπου.

Η αφήγηση του κυρίως αφηγητή παραθέτει τμήματα του λόγου του Μαρτινιανού Σταύρου, αυτούσια ή σε παράφραση. Η σχέση του κυρίως αφηγητή με αυτόν τον λόγο  είναι σύνθετη: και οι δύο μοιράζονται μια κοινή έφεση για λογοπαίγνια, μια αγάπη για τα ρητορικά σχήματα, μια ιδιαίτερη φροντίδα για τη γλωσσική φόρμα. Ωστόσο ο αφηγητής ξέρει τους τρόπους να μας υποδείξει σαφώς ότι αλλιώς μιλά εκείνος κι αλλιώς ο Μαρτινιανός Σταύρου, παραπέμπει ρητά στη σύγκρουσή τους όταν δηλώνει ρητή γνώση ότι ο Μαρτιανός Σταύρου αποδοκίμαζε μια έκφραση που αυτός χρησιμοποιεί, ή όταν το υποψιάζεται.[3]

Ο Μαρτινιανός Σταύρου έχει μία εμμονή με την ακριβολογία· ο κυρίως αφηγητής έχει την ίδια; Μάλλον ναι, γενικώς· και συχνά αυτή η εμμονή τον οδηγεί σε νεολογισμούς, όπως το «καινόγλωσσος συνθαλαμίτης» στη σελίδα 26,[4] ή παραλλαγές συνηθισμένων εκφράσεων, ώστε να προκύπτουν νέες πυκνές και ανοικειωτικές διατυπώσεις. Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις, στις οποίες η ακρίβεια πάει περίπατο: όταν για παράδειγμα μιλώντας για την τελευταία λέξη του ποιήματος της τάδε, την λέξη από την άγνωστη μυστηριώδη γλώσσα, ο αφηγητής σημειώνει: «… και κατέληγαν σε μια περίεργη λέξη, άγνωστης προέλευσης και υφής: curpesten» (σελ. 29). Τι πράγμα είναι η υφή μιας λέξης; Θα χρησιμοποιούσε ποτέ ένας φιλόλογος με πάθος για την ακριβολογία και με γνώση της επιστημονικής ορολογίας («φωνηματική σύνθεση» είναι ίσως μια δυνατότητα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω καν τι σημαίνει «υφή μιας λέξης») μια τέτοια, προφανώς, μεταφορική έκφραση; Μάλλον όχι. Ο κυρίως αφηγητής το κάνει. Και το κάνει επιδεικτικά γιατί με αυτή του την φράση αναφέρεται στην πληρέστερη προηγούμενή του περιγραφή, όταν παρουσιάζει την μυστηριώδη γλώσσα για πρώτη φορά, για να εξηγήσει τους λόγους που αυτή «στοιχειώνει» τον Μαρτινιανό Σταύρου: «…ήταν μια γλώσσα στεγνή και αιχμηρή, χωρίς την παραμικρή στρογγυλάδα που θα της προσέδιδε μια υποτυπώδης συστατικότητα» (σελ. 26). Μεταφορές και φλυαρίες πολύ μακριά από τον ακριβή λόγο. Μεταφορές και φλυαρίες που προκαλούν τον ακριβή επιστημονικό λόγο.

Δεν γράφει συχνά έτσι ο κυρίως αφηγητής, αλλά κάποτε-κάποτε το κάνει. Επιδεικνύει έτσι ή υποδεικνύει την απόστασή του από τον Μαρτινιανό Σταύρου και ταυτόχρονα του επιβάλλεται καθολικά. Δεν είναι μόνο ένας αφηγητής που ξέρει ακόμα και αυτό που ο Μαρτινιανός Σταύρου έχει ξεχάσει ή θέλει να ξεχνάει –είναι ένας αφηγητής που θα περιγράψει την γοητεία που ασκεί κάτι, συγκεκριμένα μια γλώσσα, στον Μαρτινιανό Σταύρου με τρόπο που εκείνος, μάλλον, θα αποδοκίμαζε.

Ο δυνάστης – αφηγητής, ο Άλλος του «Σώματος»

Αυτός ο αφηγητής, ο παντογνώστης/δυνάστης είναι στο κέντρο της νουβέλας «Σώμα». Μαζί του η τυραννία που ασκεί στον Μαρτινιανό Σταύρου, ο περίκλειστος αφηγηματικός χώρος που φτιάχνει γι’ αυτόν, με τα ακριβή χρονικά σημάδια, με τις προλήψεις και τις αναλήψεις, με τα κενά που συμπληρώνει κατά βούληση, με μια κάποια υπαινικτικότητα βέβαια, αλλά, ουσιαστικά, με καταλυτική αδιακρισία.

Ο κυρίως αφηγητής στο «Σώμα» δημιουργεί έναν σε γενικές γραμμές μονοφωνικό αφηγηματικό κόσμο. Έτσι το «Σώμα» βρίσκεται στον αντίποδα της νουβέλας «360», την οποία ο Αχιλλέας Κυριακίδης δημοσίευσε το 2013. Μια λεπτομέρεια κάνει την αντίστιξη αυτή ορατή, πριν καν διαβάσει κανείς το ένα και το άλλο έργο: τα κεφάλαια του «360» είναι όλα αριθμημένα με αραβικούς αριθμούς, έχουν ως τίτλο μόνο τον αριθμό τους, ξεκινούν από το 1, φτάνουν με τη σειρά μέχρι το 9 και μετά, ξανά «1». Ο αφηγηματικός κύκλος είναι προφανής και έχει κάποιες ομοιότητες με την δομή στο «Σώμα». Στο «360» ωστόσο δεν υπάρχει κύριος αφηγητής, κανείς δεν καταδυναστεύει (αφηγηματικά τουλάχιστον) κανέναν, υπάρχουν αυτόνομες και καταρχήν αφηγηματικά ισότιμες φωνές και εστιάσεις αφηγητών και αφηγητριών που συμπλέκονται μεταξύ τους, καθώς η ζωή και η τύχη τους τις φέρνει να συμπλακούν.

Στο «Σώμα» ο Αχιλλέας Κυριακίδης κάνει το ακριβώς αντίθετο: την απόλυτη σχεδόν εξουσία έχει ένας και μόνος αφηγητής (τα κεφάλαια όπου αφηγείται ο Μαρτινιανός Σταύρου είναι χωριστά αριθμημένα, μην τυχόν και, έστω επιφανειακά, μπλεχτεί η φωνή του με αυτή του κυρίως αφηγητή). Αυτή η επιλογή μας οδηγεί να διαβάσουμε το «Σώμα» αντικρίζοντας κατάματα την δυναστική πραγματικότητα που κατασκευάζει: για τις πληγές του Μαρτινιανού Σταύρου, για τις αρρώστιες του, για τη γλώσσα και τις επιθυμίες του, για όσα ο νους του ξεχνάει και το σώμα θυμάται, για το σώμα του, μιλάει κυρίως ένας Άλλος. Γιατί, τελικά, αυτός μόνο ξέρει.

Υποσημειώσεις[+]

Σχετικά με τον συντάκτη

Στέλιος Χρονόπουλος

Ο Στέλιος Χρονόπουλος είναι κλασικός φιλόλογος, αριστερόχειρας, με μητρική γλώσσα τα νέα ελληνικά. Έχει γράψει ένα βιβλίο για τις δραματικές λειτουργίες της σάτιρας στον Αριστοφάνη κι ετοιμάζει ένα για τις λεξικογραφικές δομές στο «Ονομαστικό» του Πολυδεύκη. Τα τελευταία χρόνια περιπλανιέται στα (πολλά) αδιέξοδα, τις λεωφόρους και τα σοκάκια των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών, με ολοένα και μεγαλύτερο ενθουσιασμό (ειδικά για τα αδιέξοδα).

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange