Κριτική Τεύχος #13

«Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία» – Guram Dochanashvili

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία είναι ένας ύμνος για τη Λογοτεχνία. Για τη Λογοτεχνία, όμως, όχι ως αυτό που, λίγο πολύ, έχουμε όλοι στο μυαλό μας όταν προφέρουμε τη λέξη Λογοτεχνία, αλλά για τη Λογοτεχνία που, από ένα πολύ οριακό σημείο και μετά, μπορεί να αυτονομηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να μην αντιμετωπίζεται πλέον ως Λογοτεχνία αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά ως ένας άλλος τρόπος, ως ένα άλλο Βλέμμα αντιμετώπισης του Κόσμου ολόκληρου και, κατά συνέπεια, και της ανθρώπινης Ύπαρξης. 
Δυο πρώτα λόγια για το Έργο και τον Συγγραφέα του

Ο Γκούραμ Ντοτσανασβίλι (1939-2021), Γεωργιανός πεζογράφος και ιστορικός, έγραψε, κατά κύριο λόγο, «μικρές ιστορίες», διηγήματα ή/και νουβέλες, κείμενα που, απολύτως δικαιολογημένα, άρχισαν να τον καθιστούν –και, μάλιστα, όσο ο Χρόνος περνούσε, όλο και περισσότερο- ιδιαίτερα δημοφιλή στη χώρα του. 

Ο συγγραφέας αυτός δεν έχει μεταφραστεί ποτέ στα Ελληνικά. 

Όταν, όμως, με κάποιον σχεδόν μεταφυσικό τρόπο (που δεν είναι της παρούσης να λεχθεί αλλά θα λεχθεί σίγουρα στο μέλλον) έφτασε στα χέρια μου το λογοτεχνικό του διαμάντι με τον τίτλο Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία, προκειμένου -στα πλαίσια ενός σεμιναρίου, υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Γεωργίας στην Ελλάδα, με κεντρική θεματική τη «Λογοτεχνική Μετάφραση- να το «αναλάβω», ήτοι να επιμεληθώ ως συγγραφέας, αλλά και ως γλωσσολόγος την μετάφρασή του στα Ελληνικά, ένιωσα ότι αυτό ΠΡΕΠΕΙ να το κάνω. 

Και κάπως έτσι, έξι Γεωργιανοί φιλόλογοι–Ελληνιστές (η Anina Gogokhia, η Tamar Alaverdashvili, η Ani Udzilauri, η Veriko Mgeladze, η Eka Janashia και η Mari Salaghaia) με εμένα «επικεφαλής» τους, πέσαμε με τα μούτρα στη «δουλειά». 

Που δεν ήταν «δουλειά», αλλά Χρέος προς τη Λογοτεχνία.  

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία είναι ένας ύμνος για τη Λογοτεχνία. Για τη Λογοτεχνία, όμως, όχι ως αυτό που, λίγο πολύ, έχουμε όλοι στο μυαλό μας όταν προφέρουμε τη λέξη Λογοτεχνία, αλλά για τη Λογοτεχνία που, από ένα πολύ οριακό σημείο και μετά, μπορεί να αυτονομηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να μην αντιμετωπίζεται πλέον ως Λογοτεχνία αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά ως ένας άλλος τρόπος, ως ένα άλλο Βλέμμα αντιμετώπισης του Κόσμου ολόκληρου και, κατά συνέπεια, και της ανθρώπινης Ύπαρξης. 

Πολύ συνοπτικά, σε αυτό το, εν πολλοίς, ακατάτακτο ειδολογικά κείμενο –ίσως ο μόνος «όρος» που, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να το περιγράψει καλύτερα είναι «μια Νουβέλα για το Θέατρο»– παρελαύνουν τέσσερα πρόσωπα: ο προϊστάμενος μιας κρατικής υπηρεσίας που ποτέ δεν μαθαίνουμε ακριβώς ποια είναι αυτή, ο βοηθός του που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας, κατ’ εντολήν του προϊσταμένου του, μια δημοσκόπηση για τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων μιας πόλης, ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία -φωτογράφος στο επάγγελμα-, και ο βοηθός του που λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, ως ένα μικρό αντίγραφό του. Στην ουσία, πρόκειται για δύο ιδιότυπα ζευγάρια προσώπων που, εμφανέστατα, είναι δείγματα δύο εντελώς διαφορετικών, δύο πολέμιων κόσμων μέσα στον ίδιο Κόσμο.

Δεν ξέρω να σας πω ποιος από τους δύο κόσμους αναδεικνύεται ο τελικός νικητής, ούτε στην λεγόμενη πραγματική ζωή ούτε μέσα στο Έργο. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι, μέσα στο Έργο, ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία ΤΙΝΑΖΕΙ, με τις απαντήσεις του, κυριολεκτικά ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ το ερωτηματολόγιο που του δίνεται να απαντήσει στο πλαίσιο της «σοβαρής» κρατικής δημοσκόπησης.

Τα κριτήρια επιλογής του αποσπάσματος που ακολουθεί, εν είδει μιας πρώτης γνωριμίας του ελληνικού κοινού με το συγκεκριμένο έργο και τον συγγραφέα του, ήταν δύο: Αφενός, επειδή, μέσα από το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν αποκαλύπτεται κάτι από τη γενική πλοκή του Έργου, αλλά και, αφετέρου, επειδή το απόσπασμα αυτό λειτουργεί ως ένα είδος «σουρεαλιστικής» απάντησης στο πλαίσιο μιας ειρωνικής στιχομυθίας που έχει προηγηθεί ανάμεσα στον κρατικό προϊστάμενο και στον άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία, κύριο θέμα της οποίας είναι το ερώτημα: Και γιατί ένας άνθρωπος, διαβάζοντας Λογοτεχνία, γίνεται καλύτερος άνθρωπος;

 

Ένα Απόσπασμα του Έργου

– Εγώ, από όλους τους ήχους που υπάρχουν στον κόσμο, έναν θα ξεχώριζα, λέει χαμηλόφωνα και με δέος ο ερωτώμενος, είναι ο πιο φριχτός, ο πιο δυσάρεστος, ο πιο λυπηρός, κι ένα σωρό άλλα, είναι ο ήχος που ακούγεται όταν η πρώτα χούφτα χώμα πάει και πέφτει πάνω στο καπάκι από το φέρετρο, τον θυμηθήκατε, ε; Είναι ένας εκκωφαντικά σιωπηλός ήχος που θρυμματίζεται σε κόκκους ήχου… κι όχι, δεν είναι μόνο αυτό, είναι αδύνατον, άμα τον ακούσεις αυτόν τον ήχο, μετά να μη χάσεις τον ύπνο σου έτσι όπως, ξαφνικά, ξυπνάς μέσα στη σκοτεινή νύχτα, είναι σαν ο θάνατος να εμφανίζεται μπροστά σου με μια διαύγεια αλλόκοτη, με μια διαύγεια διαφορετική, και είσαι σίγουρος ότι θα έρθει… Κι αυτό, αυτό είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις με σιγουριά, κι όμως… κι όμως, μετά, μέσα στη μέρα, μέσα στο άπλετο φως του ηλίου, αχ, ααααχ, μέσα στο πλήθος, και ω!, μ’ ένα θάρρος που περισσεύει πας και πλένεις, χλιμιντρίζοντας σαν άλογο, το πρόσωπό σου, και τρως το πρωινό σου, και μασάς το σαλάμι σου με τόση δύναμη λες κι είναι από σίδερο, κι ύστερα όλοι εσείς πάτε και συναντάτε ο ένας τον άλλον, κι άλλοι είστε ανώτεροι, άλλοι είστε κατώτεροι, γιατί για εσάς, για την πλειοψηφία, για τους «εορτάζοντες», δεν υπάρχουν ίσοι, και ξέρετε τι σημαίνει για μένα η λέξη «εορτάζων», ε; Εορτάζων είναι εκείνος που τον περιμένουν, η μια πίσω από την άλλη, οι ηδονές της πρώτης Ανάγνωσης, ο Κλιμ και εγώ, ας πούμε, είμαστε ίσοι γιατί: αγαπάμε και οι δυο πολύ τη Λογοτεχνία, και, σε αντίθεση με όλους εσάς τους εορτάζοντες, εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου αν θα πάρουμε προαγωγή, και τον φοβόμαστε λιγότερο τον θάνατο γιατί εμείς έχουμε ήδη πεθάνει πολλές φορές, και γιατί έχουμε δοκιμάσει τα πάντα, αχ, τα πάντα, έχουμε στεφθεί βασιλιάδες, και έχουμε παλέψει με ξύλινα σπαθιά υπέρ της αρετής, και έχουμε φορέσει κότινο δάφνινο, κι άλλοτε ένα ακάνθινο στεφάνι μάς στόλιζε το κεφάλι, και στο δρόμο μάς έχουν στρώσει ένα χοντρό χαλί να περπατάμε, και έχουμε περπατήσει πάνω σε λουλούδια διάσπαρτα, και έχουμε περπατήσει ξυπόλητοι πάνω σε κάρβουνα αναμμένα… κι έχουμε φλυαρήσει απερίσκεπτα, και έχουμε πολυλογήσει λέγοντας χαζομάρες, και έχουν υπάρξει και στιγμές που, με το στόμα μας σφραγισμένο, αμίλητοι, κουβαλούσαμε για πολύ καιρό ξένα μυστικά και, ναι, εκείνον τον ήχο τον ακούγαμε πάντοτε… και επιθυμούσαμε πάντοτε πολλές, πολλές και διαφορετικές ζωές, και μέσα στα δωμάτιά μας, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω σε ένα τραπέζι, έχουμε πεθάνει με χίλιους τρόπους, κι έχουμε πνιγεί και στη θάλασσα, και μας έχουνε λαβώσει και στη φτέρνα, και έχουμε ανέβει και πάνω σε γκιλοτίνα, και έχουμε πεθάνει και στο κρεβάτι μας ήρεμα, και έχουμε σκοτωθεί και περικυκλωμένοι, δίπλα σε ένα παλικάρι με γατίσια μάτια, τον Ελ Σόρντο… και έχουμε σκοτώσει κι εμείς με τη σειρά μας άλλους, και μετά έχουμε μετανοήσει με έναν παράξενο τρόπο… με πολύ παράξενο τρόπο… κι έχουμε φιλήσει και τη γη, και οι κόκκοι από το χώμα της το ιερό έχουνε μείνει πάνω στα χείλια μας, κι έχουμε σηκωθεί για να πάρουμε εκδίκηση, και μετά περπατούσαμε και περπατούσαμε και περιπλανιόμασταν μέσα σε φιδωτούς δρόμους, και έχουμε δει βροχές, αχ, πολλές βροχές, διαφορετικές βροχές, και ξέρεις κάτι Κλιμ; νομίζω πως η καλύτερη βροχή απ’ όλες ήταν στον Μπούνιν, κι ύστερα μια θλίψη ελαφριά έπεφτε επάνω μας σαν χιόνι, κι ύστερα η παγωνιά, ωμή, αστραφτερή, άγρια… κι όμως… κι όμως εμείς τον ακούγαμε ακόμη εκείνον τον ήχο, ναι, εκείνον τον ήχο, και βγαίναμε νωρίς το πρωί, τη χαραυγή υπάρχουν πάντοτε περίεργοι άνθρωποι στους δρόμους, και μέσα στα νυσταγμένα ακόμη, τα λυπημένα πρόσωπά τους όλο και βλέπεις ένα ίχνος κάποιας επιθυμίας, έστω μια θολή και αδύναμη μυστηριώδη δύναμη, κι ένα «γεια σου» κάποιου που στάζει σαν μια σταγόνα ελπίδας, και μετά περιπλανιέσαι στον δρόμο έτσι, χωρίς σκοπό, χωρίς αιτία, και είσαι σαν αφηρημένα ερωτευμένος με τα πάντα, και, ενώ την ξέρεις καλά την αξία ενός ανθρώπου δίπλα σου, ωστόσο, ξέρεις, επίσης, ότι η μοναξιά είναι απαραίτητη, κι ότι μπορείς να πας μια βόλτα στην εξοχή, κι ότι υπάρχουν ακόμη δάση στο Νίτσμπισι και στο Γούλελεμπι, και βαθιές σπηλιές, κι εκεί μπορείς να κάθεσαι ώρες ατελείωτες, κουλουριασμένος, μέσα στο σκοτάδι και την υγρασία, και μετά βγαίνεις στο φως του ήλιου, και είσαι αναγεννημένος, και πεταρίζεις τα μάτια σου, και σκέφτεσαι πως ο κόσμος είναι απέραντος και ωραίος, και, όταν πια γευτείς αυτές τις χιλιάδες ευλογίες του κόσμου, ξεκινάς με την πιο απλή, ας πούμε, ευλογία, όπως η θάλασσα μέσα στον καύσωνα, και μετά, σιγά σιγά, φτάνεις σε μια αόριστη, σε μια αληθινή ευτυχία, που λυπάμαι αλλά δεν θα σας αποκαλύψω ποια είναι, αυτό είναι κάτι που πρέπει μόνοι σας να το μάθετε, και τότε, με απόλυτη συνείδηση πια, ίσως να καταλήξεις δύσθυμος. Αλλά αυτή είναι η δυσθυμία της αγάπης. Αχ, είσαι ωκεανός, γεμάτος με μεγάλα ψάρια που γλιστράνε, κι άλλοτε σαν λυσσασμένος γαβγίζεις στις καταιγίδες που σε χτυπάνε, κι άλλοτε ατάραχος και βαλτώδης, και κάτι πολύχρωμα φυτά που αιωρούνται στον βυθό όπως οι νωχελικές σου σκέψεις, ναι, είσαι ωκεανός, και τεντώνεσαι στον ήλιο, και, μετά, ξυπνάς, άθελά σου, τη νύχτα και σκέφτεσαι και πάλι τον θάνατο, και νιώθεις ότι εξαϋλώνεσαι διαρκώς, και ότι σίγουρα θα αποστραγγιστείς, και ότι τα ψάρια θα παραδώσουν το πνεύμα τους… Αλλά, όσο κι αν μελαγχολείς, όσο κι αν ραγίζει η καρδιά σου, τα ψάρια σου τα πεισματάρικα εξακολουθούν να θέλουν το φαγάκι τους, και θα περιπλανιόμαστε κι άλλο μέσα στον κόσμο αυτό, μέσα σε αυτή την ευλογημένη γη, Θεέ μου!, και τι δεν έχουμε περάσει, Θεέ μου!, αλλά, αν μη τι άλλο, έχουμε αγαπήσει τόσες και τόσες γυναίκες, και σιγά!, τίποτα δεν είναι μπροστά μας ο Μαράνιας και ο Τενόριο, γιατί εμείς είμαστε οι πραγματικοί Δον Ζουάν, εγώ και κάποιος Κλιμ μαζί, εμείς, οι Δον Ζουάν Αναγνώστες, αχ, τόσες και τόσες γυναίκες έχουμε αγαπήσει, και τι γυναίκες!, τη Νατάσα την ανέμελη που, στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, την αγαπούσα αλλά κατόπιν, ε τι να κάνω;, όχι πια, κι έχω αγαπήσει και τη Σόνετσκα, αμόλυντη αυτή και λοιδορημένη, την Τόνκα, αμίλητη αυτή κι απόμακρη, και, όμως, τόσο μα τόσο οικεία… και την Εμμέ τη Θανατογενή, αυτή την έχω αγαπήσει πιο οδυνηρά απ’ όλες, και την Έμμα Μποβαρύ εννοείται, αυτή την πανούργα, και την καλή μου Αντωνία μ΄ έναν πόνο που μ’ έκαιγε, και τη Σελίνα που χόρευε μέσα στους καπνούς… και την Κλαούντια, την κυρία Σόσα, ω!, τι περήφανη αυτή, και την Πιλάρ, και τη Μζία, τη Μζία Τσίντσαραουλι, γυναίκα του βουνού αυτή, αχ, αυτή δεν την έχω αγαπήσει μόνο εγώ αλλά και οι σκάλες και οι τοίχοι, ακόμη και τα σεντούκια την αγάπησαν αυτή, κι ένας Θεός ξέρει πόσες ακόμη έχω αγαπήσει… Και ω εσείς, αγαπημένοι μου εορτάζοντες!, πού να σας τα λέω!, και πού δεν έχω πάει, και πού δεν έχω βρεθεί, με μαχαίρι φαλτσέτα, και μέσα σε αγκαθωτούς θάμνους, και έχω θερίσει στα λευκά δάση Καατίνγκα, και κυνηγούσα και ένα λευκό περιστέρι μέσα στον ωκεανό που νομίζω ότι το αγαπούσα, και ονειρεύτηκα και πάνω σε κορφές βουνών, και αχ, μπορεί γι’ αυτό να μας βασάνισαν και τόσο, αλλά μια γάτα έχει εννιά ζωές, όπως κι εγώ που τόσο πολύ τα αγαπάω όλα αυτά, και αχ να ξέρατε πόσες μα πόσες διαφορετικές ζωές έχω δει και έχω ζήσει, και εσείς, εσείς οι εορτάζοντες ερωτώμενοι, κάθεστε τώρα και αναρωτιέστε πόσα λεπτά της ώρας χάνω όταν κάθομαι στην ουρά και περιμένω για τον φιδέ μου, αλλά εγώ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή είναι που δεν ξέρει κανείς πού και πώς περιπλανιέμαι, υπέροχο πράγμα τα μάτια, αλλά η φαντασία ακόμη πιο υπέροχη, ακόμη κι εκατό μάτια κι άλλα τόσα αυτιά να έχεις, ποτέ δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ποιος έχει πάει στο Περού και τη Νιγηρία· εγώ ή μήπως κάποιος καπετάνιος με τσιμπούκι στο στόμα που έχει κάνει τον γύρο του κόσμου με το καράβι του; 

– Και πώς την ξέρετε τη Νιγηρία; ρωτάει, απτόητος, ο προϊστάμενος, κι εγώ νομίζω ότι τον στρίμωξε, αλλά ο ερωτώμενος απαντάει:

– Καλέ μου άνθρωπε, στη Νιγηρία, ξέρετε, υπάρχουν τρεις καλοί συγγραφείς, ο Σιόνκα, ο Τσινούα Ατσέμπε, και ο Γαβριήλ Ο Χάρα.

Όχι είναι αδύνατον να κάνεις κουβέντα μ’ αυτόν, και, παρά το γεγονός ότι ο προϊστάμενος δεν με αγριοκοιτάζει πλέον, αποφεύγει ακόμη και το βλέμμα μου, εγώ, όμως, νιώθω πως είναι ακόμη εξοργισμένος, και θυμάμαι και πάλι εκείνη τη φριχτή λέξη, θυμάμαι τη λέξη «υποβιβαστικοεργαστηριοβοηθός», αλλά εκείνος συνεχίζει σαν να μην έχει γίνει το παραμικρό:

 – Το να είναι κανείς αναγνώστης, αυτό είναι από μόνο του ένα θαύμα. Ω αναγνώστη!, εσύ είσαι εκείνος που μπορείς ακόμη και να τρυπώνεις και να κοιμάσαι ανάμεσα σε εραστές και να μην είσαι καθόλου περιττός, κι αυτό είναι θαύμα!, κι όχι απλά να μην είσαι καθόλου περιττός, αλλά, αντιθέτως, να είσαι απαραίτητος, γιατί… γιατί έτσι το θέλησε ο συγγραφέας.

– Τι θέλησε; λέει, μπερδεμένος, ο προϊστάμενος.

– Να είσαι μέσα στον υπνόσακο.

– Και γιατί το θέλησε;

– Επειδή το περιέγραψε, εξηγεί ο ερωτώμενος.

Κι ύστερα από λίγο λέει: 

(τέλος του κεφαλαίου 12)


Υγ: Κάτι παραπάνω από παραπάνω από θερμές οι ευχαριστίες μου προς την κόρη του συγγραφέα Ketevan Dochanashvili για την παραχώρηση των δικαιωμάτων του έργου. 

Υγ2: Εννοείται ότι, οι όποιες αστοχίες του ελληνικού κειμένου, βαραίνουν αποκλειστικά και μόνο εμένα και όχι τους συνεργάτες μου σε αυτό το εγχείρημα.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0)

Σχετικά με τον συντάκτη

Δημήτρης Τσεκούρας

Ο Δημήτρης Τσεκούρας γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1967. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Γράφει Πεζογραφία και Θέατρο. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Η Πόρτα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έρμα. Ζει στην Αθήνα.

Προσθέστε σχόλιο

Πατήστε εδώ για να σχολιάσετε

Secured By miniOrange