«Η δολοφονική ουτοπία ομολογεί»: Αυτός ήταν ο τίτλος του άρθρου του Δημήτρη Ραυτόπουλου στο τεύχος Μαΐου 2015 του Book’s Journal με αφορμή την επανέκδοση του μυθιστορήματος του Άρθουρ Καίσλερ «Το μηδέν και το άπειρο». Παρότι η φήμη που επικαλείται ο κριτικός πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην απόρριψη του σχεδίου συντάγματος που προωθούσε μετά την Απελευθέρωση το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι μάλλον υπερβολική, δεν παύει να ισχύει ότι Το μηδέν και το άπειρο υπήρξε έργο σταθμός για τη λεγόμενη αντιολοκληρωτική φιλολογία και εξακολουθεί να εμπνέει πολλούς αξιόλογους συγγραφείς.[1]
Δύο αλήθειες ισχύουν ταυτόχρονα για το βιβλίο του Καίσλερ: Έγινε μπεστ σέλερ του αντιολοκληρωτισμού εξαιτίας του θέματός του. Ταυτόχρονα όμως δεν έγινε μπεστ σέλερ κάθε έργο παρόμοιας θεματολογίας. Το μηδέν και το άπειρο κερδίζει τον αναγνώστη σε πρώτο επίπεδο ως ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο διανοούμενος Ρουμπάσοφ, μέλος της παλιάς φρουράς του Κόμματος ο οποίος είχε στηρίξει ως τότε το καθεστώς, βρίσκεται στη θέση του κατηγορουμένου για αντεπαναστατικές δραστηριότητες. Ο κατήγορός του, ο Ιβάνοφ, ανήκει κι εκείνος στην πρώτη επαναστατική γενιά και πιέζει τον Ρουμπάσοφ να ομολογήσει ότι με την αμφιβολία του απέναντι στην ηγεσία ανέπτυξε αντικειμενικά αντεπαναστατική δράση. Αφού όμως μετά από πολλές ταλαντεύσεις ο Ρουμπάσοφ πείθεται να ομολογήσει, τη θέση του Ιβάνοφ, ο οποίος συλλαμβάνεται και εκτελείται, παίρνει ο νεαρός Γκλέτκιν. Ο Γκλέτκιν, χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας γενιάς στελεχών που μπήκε στο κόμμα μετά την επανάσταση, πειθαναγκάζει τον Ρουμπάσοφ να αναλάβει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για αποτυχίες του καθεστώτος, ομολογώντας ότι όντως έκανε αντεπαναστατικό σαμποτάζ. Έτσι, ο Ρουμπάσοφ καταδικάζεται σε θάνατο αλλά πριν από την εκτέλεσή του διαισθάνεται ότι το λάθος δεν ήταν άλλο από τον ίδιο τον σκοπό στον οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του και βαδίζει προς τον θάνατο πλημμυρισμένος από την έκσταση μιας «ωκεάνιας αίσθησης»…
Η μαζική επιρροή του βιβλίου δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί από την πηγή της έμπνευσής του, τις περίφημες δίκες της Μόσχας, που χαρακτηρίστηκαν από τις εξωπραγματικές ομολογίες πλήθους παλιών ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων ότι ήταν προδότες στην υπηρεσία του ιμπεριαλισμού ή ακόμα και του ίδιου του Χίτλερ. Βέβαια, «σε κάθε έναν από τους 54 κρατούμενους που παρουσιάστηκαν στις τρεις “δίκες της προδοσίας” αντιστοιχούν τουλάχιστο 100 που εκτελέστηκαν χωρίς να έχουν λυγίσει».[2] Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η συνθηκολόγηση όλων των θυμάτων με το καθεστώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μύθος, βολικός τόσο για τους σταλινικούς όσο και για τους φιλελεύθερους. Ωστόσο, το ερώτημα των ομολογιών παραμένει, και η εξήγησή του με βάση τα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια που υπέστησαν οι κατηγορούμενοι φαντάζει ανεπαρκής, αφού παραβλέπει το γεγονός ότι οι επαναστάτες εκείνης της γενιάς είχαν υπομείνει αλύγιστα τη βαρβαρότητα των φυλακών και της εξορίας επί τσαρισμού.
Ο Καίσλερ απαντά στο αίνιγμα που θέτουν οι δίκες της Μόσχας με μια προσφυγή στην ηθική. Η πρώτη επαναστατική γενιά, στην οποία ανήκει ο Ρουμπάσοφ, άνοιξε τον δρόμο στον ολοκληρωτισμό αποδεχόμενη την αντίληψη ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», με μοιραίο αποτέλεσμα να πέσει και η ίδια θύμα της. Η προσέγγιση του Καίσλερ δεν ξεφεύγει όμως έτσι από μια αντίφαση που φαίνεται αρκετά παράξενη όταν υπογράφεται από την πένα ενός υπερασπιστή της ελεύθερης βούλησης: Κατηγορεί την ντετερμινιστική μονομέρεια της επανάστασης, την ίδια στιγμή που θεωρεί νομοτελειακό τον εκφυλισμό της. Μπορεί να μη φτάνει ως το ανοιχτό κήρυγμα και τον απροκάλυπτο διδακτισμό, και αυτό αποτελεί ίσως το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημά του σε σχέση με άλλα έργα παρόμοιας ιδεολογικής κατεύθυνσης, όμως Το μηδέν και το άπειρο είναι ένα περιχαρακωμένο μυθιστόρημα. Δεν παρουσιάζει την πολλαπλότητα των στάσεων των κατηγορουμένων, ούτε αφήνει ανοιχτό στον αναγνώστη το πεδίο των ερμηνειών, και εξηγεί το φαινόμενο του εκφυλισμού της επανάστασης όχι ως απόρροια συγκεκριμένων συνθηκών και επιλογών αλλά ως αναγκαστική απόληξη της ίδιας της επανάστασης.
Η μονομέρεια του μυθιστορήματος του Καίσλερ αναδεικνύεται περισσότερο εάν αναγνωσθεί σε αντίστιξη με το μυθιστόρημα του Βίκτορ Σερζ «Υπόθεση Τουλάγεφ», που προσφέρει μια πολύ διαφορετική ανάγνωση των δικών της Μόσχας. Η «Υπόθεση Τουλάγιεφ» ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα χάρη στην πολυπρισματική της αφήγηση. Ο Σερζ χρησιμοποιεί την τέχνη για να αποτυπώσει τη σύνθετη ολότητα των ανθρώπινων κινήτρων μέσα στο πλαίσιο στο οποίο αυτά αρθρώθηκαν, δίνοντας έτσι στην ιστορία του τον χρωματισμό των διαφορετικών υποκειμένων και καθιστώντας τον αναγνώστη κοινωνό των εμπειριών τους.
Σε αυτό το σημείο διαπιστώνεται μια ξεκάθαρη αρετή του βιβλίου του σε σχέση με εκείνο του Καίσλερ. Ο Καίσλερ επισημαίνει εισαγωγικά ότι «Όλοι οι χαρακτήρες σ’ αυτό το βιβλίο είναι φανταστικοί, αλλά οι ιστορικές συνθήκες που καθόρισαν τις πράξεις τους είναι αληθινές. Η ζωή του Ν.Σ. Ρουμπάσωφ είναι μια σύνθεση από τη ζωή πολλών ανθρώπων που έπεσαν θύματα των εκκαθαρίσεων που έχουν μείνει στην Ιστορία σαν “Δίκες της Μόσχας”», αλλά αυτό είναι μια αλήθεια μισή. Είναι γεγονός ότι η ζωή του Ρουμπάσοφ, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του Καίσλερ, δεν ταυτίζεται με τον βίο κάποιου υπαρκτού ιστορικού προσώπου, όπως και ότι διάφορες πλευρές της παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνες της ζωής υπαρκτών ιστορικών προσώπων. Ο ανθρωπότυπος του Ρουμπάσοφ όμως ταυτίζεται με μία από τις κατηγορίες θυμάτων των σταλινικών εκκαθαρίσεων. Πρόκειται για τους ανθρώπους οι οποίοι ανήκαν στην επαναστατική γενιά και συμβιβάστηκαν με το σταλινικό καθεστώς, συμμετέχοντας στην οικοδόμηση ενός τέρατος το οποίο κατόπιν καταβρόχθισε και τους ίδιους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρουμπάσοφ πριν εκτελεστεί σκέφτεται ότι «ίσως η Επανάσταση να είχε φτάσει πολύ γρήγορα, ίσως να ήταν ένα έκτρωμα με τερατώδη, παραμορφωμένα μέλη. Ίσως το όλο θέμα να ήταν ένα σοβαρό σφάλμα χρονικού υπολογισμού».
Τα λόγια του μοιάζουν με τα λόγια ενός ήρωα του Σερζ, του Ρουμπλιόφ, ο οποίος γράφει πριν βαδίσει στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Την ώρα που χανόμαστε, δεν κάνουμε τον απολογισμό μιας καταστροφής, μαρτυρούμε το εύρος μιας νίκης που ήρθε πάρα πολύ νωρίς σε σχέση με το μέλλον και απαίτησε υπερβολικά πολλά από τους ανθρώπους». Ο χαρακτήρας του Ρουμπλιόφ μάλλον προσιδιάζει στην προσωπικότητα του Μπουχάριν, όπως έχει παρατηρήσει ο Ρίτσαρντ Γκρίμαν,[3] όμως η ευστοχία αυτού του παραλληλισμού δεν έχει μεγάλη σημασία. Σπουδαιότερο είναι το γεγονός ότι ο Σερζ περιγράφει την περίπτωσή του ως μία από τις πιθανές προσεγγίσεις και στάσεις: από τον γραφειοκράτη-θύμα των αριβιστών αντιπάλων του στο εσωτερικό του κρατικού και κομματικού μηχανισμού μέχρι τον αμετανόητο τροτσκιστή, στις σελίδες του βιβλίου του ανοίγει μια πλατιά βεντάλια ποικίλων αποχρώσεων. Με αυτόν τον τρόπο, η Υπόθεση Τουλάγεφ αναδεικνύει πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας και προσφέρει στον αναγνώστη ένα ανοιχτό μυθιστόρημα, αφού τον τροφοδοτεί με πολλαπλά ερεθίσματα που αφήνουν ανοιχτό ένα ευρύ πεδίο ερμηνειών.
Από την άλλη πλευρά, η πένα του Σερζ δεν μπορεί να θεωρηθεί ουδέτερη και σίγουρα η «Υπόθεση Τουλάγεφ» έχει θετικούς και αρνητικούς ήρωες. Όσο κι αν δεν είναι strictο sensu στρατευμένο, είναι ένα έργο με άποψη. Δεν ενστερνίζεται τη θέση ότι η επανάσταση οδηγεί νομοτελειακά στη γραφειοκρατικοποίηση και γι’ αυτό αρνείται τη διολίσθηση προς τον πολιτικό αναχωρητισμό. Για τον Σερζ, η απάντηση στη βαρβαρότητα μιας επαναστατικής εξουσίας που έχει εκφυλιστεί δεν είναι η εγκατάλειψη της επανάστασης ως εγχειρήματος εξαρχής καταδικασμένου, αλλά η επιμονή στην ουσία της επαναστατικής διαδικασίας ως ριζικά καινούριου τρόπου πραγμάτωσης του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια, παίρνει τις αποστάσεις του από κάθε είδους νομοτέλεια, τόσο της σίγουρης νίκης της επανάστασης όσο και του βέβαιου εκφυλισμού της.
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο έργα δεν είναι άσχετη με την πολιτική διαδρομή των συγγραφέων τους. Ο Σερζ έζησε την πρώτη επαναστατική περίοδο στη Ρωσία και διατηρούσε ζωντανές τις μνήμες της εφόδου στον ουρανό,[4] ενώ ο Καίσλερ (γεννημένος το 1905) εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα μετά την επικράτηση του σταλινισμού. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις λογοτεχνικές αρετές του, το βιβλίο του Σερζ έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην αφάνεια ακριβώς επειδή ο αντισταλινισμός του ήταν βαθιά επαναστατικός και ως εκ τούτου μη ενσωματώσιμος στην αστική αφήγηση. Αντίθετα, η επιτυχία του βιβλίου του Καίσλερ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογική ανάγκη του δυτικού στρατοπέδου να στιγματίσει την επανάσταση ως ανώφελη αιματηρή περιπέτεια.
Ο Καίσλερ, με πολύ ραφιναρισμένο τρόπο, κόβει τον γόρδιο δεσμό με μια κίνηση κάνοντας ένα άλμα στη γενίκευση. Τα εγκλήματα της σταλινικής περιόδου δεν ήταν παρά η φυσική προέκταση της επανάστασης. Από αυτή την άποψη, Το μηδέν και το άπειρο αποτελεί τον μυθιστορηματικό πρόδρομο του περίφημου άρθρου «Οι πολιτικές ιδέες κατά τον εικοστό αιώνα» που δημοσίευσε ο Αϊζάια Μπερλίν το 1949. Όπως ο Βρετανός φιλόσοφος αποδίδει το προπατορικό αμάρτημα του σταλινισμού στο μεγαλοπρεπές «salus revolutiae suprema lex» του Πλεχάνοφ στο συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1903,[5] έτσι και ο Καίσλερ θεωρεί ότι η υποταγή στον υπέρτατο σκοπό βλάπτει θανάσιμα την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο Καίσλερ παραθέτει στην εισαγωγή του τελευταίου κεφαλαίου μια φράση από τον Φραντς φον Ζίκινγκεν του Λασάλ:
Μη μας δείχνετε τον σκοπό αν δεν μας πείτε και τον τρόπο.
Γιατί οι στόχοι και οι τρόποι σ’ αυτή τη γη είναι τόσο μπερδεμένοι.
Που αν τον τρόπο αλλάξεις αλλάζεις και τον στόχο.
Και στόχο άλλον δείχνουνε τα νέα μονοπάτια.
Πώς εξηγείται τελικά λοιπόν το αίνιγμα των ομολογιών επαναστατών όπως ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ, ο Μπουχάριν; Στην περίπτωση των «παλιών μπολσεβίκων» αυτού του βεληνεκούς, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Τα προηγούμενα χρόνια είχαν συνθηκολογήσει επανειλημμένα με τον Στάλιν θεωρώντας ότι αντιπροσώπευε τη μόνη «υπαρκτή» διέξοδο απέναντι στην παλινόρθωση του καπιταλισμού και το τέρας του φασισμού που ξεπρόβαλλε απειλητικά εκείνη την εποχή στην Ευρώπη. Η αποδοχή αυτής της ιδιόμορφης σταλινικής ΤΙΝΑ αποτελεί το βασικό υπόβαθρο της διαρκούς διολίσθησης που κατέληξε στις ομολογίες. Δεν υπάρχει πιο εύγλωττη περιγραφή της έλλειψης εναλλακτικής λύσης από τα λόγια του Κρεστίνσκι, κατηγορούμενου στην τρίτη δίκη: «Ήμουν υποκειμενικά ειλικρινής, αλλά αντικειμενικά είχα άδικο».[6]
Αυτή η στρεβλή «διαλεκτική» της πίστης ότι το κόμμα κατέχει εκ των προτέρων την αντικειμενική αλήθεια παρήγαγε με τη σειρά της έναν αμοραλισμό, ο οποίος επικαλούνταν τον αναγκαίο ιστορικό και κοινωνικό προσδιορισμό της ηθικής για να απαρνηθεί οποιονδήποτε φραγμό. Είναι ενδιαφέρον ότι τους παραπάνω στίχους του Λασάλ επικαλέστηκε και ο Τρότσκι για να υποστηρίξει ότι «ο μεγάλος επαναστατικός σκοπός αποκρούει περιφρονητικά εκείνα τα χυδαία μέσα και τους τρόπους που στρέφουν ένα τμήμα της εργατικής τάξης ενάντια σε άλλα τμήματά της, ή που επιχειρούν να κάνουν τις μάζες ευτυχισμένες χωρίς τη δική τους συμμετοχή, ή που ελαττώνουν την πίστη των μαζών στον εαυτό τους και στην οργάνωσή τους, αντικαθιστώντας τη με τη λατρεία των “αρχηγών”».[7] Έτσι, απαντώντας σ’ εκείνους οι οποίοι, ήδη πριν από τον Καίσλερ, απέδιδαν στον μπολσεβικισμό το ιησουίτικο δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και κήρυσσαν την επιστροφή σε μια ανιστορική ηθική που δεν αναγνωρίζει τις ταξικές διαιρέσεις, ο Τρότσκι επέμεινε στη διαλεκτική αλληλεξάρτηση μεταξύ μέσων και σκοπού. Ούτε δολοφονική λοιπόν, ούτε ουτοπία: Η επανάσταση ήταν και παραμένει μια ζωτική ανάγκη, ένας φωτεινός σκοπός που καθορίζει τα μέσα επίτευξής του.
Υποσημειώσεις
Προσθέστε σχόλιο